Category Archives: Προβολές

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”MADRES PARALELAS”, ΤΡΙΤΗ 25/04/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

 

Παράλληλες Μητέρες

Madres Paralelas

του Πέδρο Αλμοδόβαρ

O Πέδρο Αλμοδόβαρ, πιο πολιτικός από ποτέ, αφιερώνει ακόμη μια φορά στη μητρότητα. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για την Πενέλοπε Κρουζ.

Δύο ανύπαντρες έγκυες γεννούν την ίδια μέρα. Λίγους μήνες μετά και με αφορμή μια τυχαία παρατήρηση για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του βρέφους, η μία από αυτές ανακαλύπτει ότι δεν είναι η βιολογική μητέρα του μωρού με το οποίο έφυγε από τα μαιευτήριο. Αναζητά την άλλη γυναίκα με το φόβο ότι έχει γίνει ένα χοντρό λάθος. Στην πορεία προστίθενται μία τραγική απώλεια, ένας λεσβιακός έρωτας, αλλεπάλληλα τεστ DNA, το συλλογικό τραύμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, οι νεκροί που ζητούν τη λύτρωση μέσα από την ιστορική δικαίωση, οι ζωντανοί που ψάχνουν τις απαντήσεις. Όλο αυτό θα μπορούσε να είναι μία κακόγουστη σαπουνόπερα. Ή η νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ευτυχώς για όλους μας είναι το δεύτερο.

Αμετάκλητα πλέον στο πάνθεον του ισπανικού και του παγκόσμιου σινεμά, ο Αλμοδόβαρ δεν χρειάζεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής του να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, συνεχίζει ωστόσο να κινηματογραφεί με το ίδιο πάθος των πρώτων ημερών της movida. Σ’ αυτή την ύστερη, πιο ώριμη, περίοδο κάθε ταινία του είναι μια ακόμα αποθέωση (στυλιστική, θεματική, αισθητική) των εμμονών του, δεν χάνει όμως ποτέ την αιχμή του. Στις «Παράλληλες Μητέρες», μάλιστα, γίνεται πιο πολιτικός από ποτέ. Ίσως γιατί στη δύση της ζωής του συνειδητοποιεί ότι για να αλλάξεις το μέλλον πρέπει να συμφιλιωθείς με το παρελθόν. Και να κλείσεις τις πληγές του.

Κι αν η μητρότητα είναι από τα βασικά θέματα-φετίχ που διατρέχουν ολόκληρη τη φιλμογραφία του, από το «Μια Ζωή Ταλαιπωρία» μέχρι φυσικά το «Όλα για τη Μητέρα μου», εδώ γίνεται μια ξεκάθαρα πολιτική πράξη αλληλεγγύης και προσφοράς, ένας δεσμός που ξεπερνά την επιστημονική νομοτέλεια του ανθρώπινου γονιδιώματος και γίνεται κάτι βαθύτερο, ένας συνεκτικός δεσμός που καθιστά τη γυναικεία μορφή θεματοφύλακα της ιστορικής μνήμης. Και τον σκηνοθέτη μια παράλληλη μητέρα με τις ηρωίδες του.

Η Γιάνις, εξάλλου, είναι μια αρχετυπικά αλμοδοβαρική ηρωίδα. Είναι εκείνη που ψάχνει σε πείσμα όλων έναν ομαδικό τάφο γεμάτο από τα πτώματα εκτελεσθέντων Δημοκρατικών του Εμφυλίου, μεταξύ των οποίων ο παππούς της. Εκείνη που αποφασίζει να κρατήσει το παιδί με τον παντρεμένο ανθρωπολόγο που θα τη βοηθήσει με την εκσκαφή και την ταυτοποίηση και να το μεγαλώσει μόνη της, γιατί «είναι παράδοση στην οικογένειά της οι γυναίκες να ανατρέφουν μόνες τα παιδιά τους». Εκείνη που θα θελήσει να μάθει όλη την αλήθεια για την ταυτότητα της κόρης της και θα θυσιάσει την ευτυχία της για να προχωρήσει μπροστά. Εκείνη που θα δώσει στην Πενέλοπε Κρουζ την ευκαιρία να αποδείξει για άλλη μια φορά πόσο πολύτιμο ερμηνευτικό όργανο μπορεί να γίνει στα χέρια του σκηνοθέτη που την ανέδειξε.

Με έναν ολόκληρο αστερισμό από γνώριμες και μη μορφές, μεταξύ των οποίων η πάντα έτοιμη να κλέψει την παράσταση Ρόσι Ντε Πάλμα, με μία χρωματική παλέτα που αγκαλιάζει όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και υπογραμμίζει τη συναισθηματική πορεία προς την κάθαρση, με την απρόβλεπτα χιτσκοκική μουσική επένδυση του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας και μια ερωτική σκηνή ανθολογίας με υπόκρουση του Summertime της Τζάνις Τζόπλιν (η οποία, άλλωστε, ήταν η πηγή έμπνευσης για το όνομά της ηρωίδας), και με ένα συγκλονιστικό τελευταίο δεκάλεπτο, ικανό να σου φέρει δάκρυα στα μάτια, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ κάνει κάτι τελικά παραπάνω από μια (υπέροχη) ταινία. Δημιουργεί ένα safe place και ανοίγει μια κινηματογραφική αγκαλιά. Σαν μια μητέρα. Παράλληλη ή μη.

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”THE BANSHEES OF INISHERIN”, ΤΡΙΤΗ 21/03/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

 

Τα Πνεύματα του Ινισέριν

The Banshees of Inisherin

του Μάρτιν ΜακΝτόνα

Η νέα ταινία του Μάρτιν ΜακΝτόνα δεν είναι τίποτα λιγότερο από σπουδαία. Με έναν εξαιρετικά αστείο, απολαυστικό κι εξαιρετικά θλιμμένο τρόπο. 9 υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσα στις οποίες Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου και υποψηφιότητες για τους τέσσερις βασικούς ηθοποιούς της

Πέντε χρόνια μετά τον Θρίαμβο του «Οι Τρεις Πινακίδες Εξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι», ο Μάρτιν ΜακΝτόνα επιστρέφει, επανενώνοντας τους πρωταγωνιστές του στο «Αποστολή στη Μπριζ», Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον σε μια ακόμη απολαυστική, ιδιοφυή, κατάμαυρη κωμωδία που οδεύει νομοτελειακά προς το δραματικό, επιβεβαιώνοντας πως συχνά «τα πολλά γέλια φέρνουν κλάματα».

Τοποθετημένη στο πλασματικό απομονωμένο νησί του Ινίσεριν, κοντά στις ακτές της Ιρλανδίας το 1923, η ταινία πιάνει την αρχή της αφήγησής της, την μέρα που ο Κολμ, ανακοινώνει στον κολλητό του Πάρικ πως δεν θέλει πια να είναι φίλοι και πως θα πρέπει να σταματήσει να του μιλά. «Απλά δεν σε συμπαθώ πια» του λέει, όταν ο Πάρικ προσπαθεί να καταλάβει για ποιο λόγο δεν μπορούν να πίνουν πλέον τις μπίρες τους μαζί κάθε απόγευμα στις δύο. Ο Κολμ είναι αποφασισμένος πως δεν έχει χρόνο για άσκοπες πολυλογίες και ανούσιες κουβέντες, προτιμά να περάσει τα χρόνια που του απομένουν μέχρι να πεθάνει, συνθέτοντας μουσική, θέλοντας να αφήσει πίσω του κάτι που θα κάνει τους ανθρώπους να τον θυμούνται. «Κανείς δεν θυμάται κάποιον μόνο και μόνο επειδή ήταν καλός άνθρωπος» λέει.

Κι όταν ο Πάρικ επιμένει να προσπαθεί να χτίσει γέφυρες, για να αναθερμάνει την φιλία τους, ο Κολμ τον απειλεί πως για κάθε φορά που θα τον ενοχλεί, για κάθε φορά που θα του ξαναμιλήσει, θα κόβει ένα δάχτυλο του χεριού του με ένα κλαδευτήρι. Μια απειλή που απροσδόκητα, θα κάνει σύντομα πράξη, κάνοντας τον Πάρικ να καταλάβει ότι δεν αστειεύεται, αλλά όχι και να τον πείσει να σταματήσει να προσπαθεί να τον κερδίσει ξανά.

Σύντομα, το τέλος της σχέσης τους, θα εμπλέξει στο δράμα του ολόκληρο το μικρό χωριό τους, δίνοντας στον ΜακΝτόνα την ευκαιρία να παρουσιάσει μια σειρά από εξαιρετικά καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, που κεντούν πάνω σε ένα άψογο σενάριο και διαλόγους που δεν χτυπούν ούτε μια λάθος νότα. Το φιλμ ξεκινά απολαυστικά, ανυψώνει την ιστορία του στο πεδίο της πιο πνευματώδους κωμωδίας, αφήνοντας χώρο στην ανάσα μιας υπαρξιακής μελαγχολίας να γίνεται όλο και πιο βαριά καθώς η ώρα προχωρά και τα πράγματα σοβαρεύουν.

Οριοθετώντας με αποφασιστικότητα το δικό της ύφος κάπου ανάμεσα στο φολκλόρ, την λαϊκή κωμωδία και το υπαρξιακό δράμα, κατορθώνει να φωτίσει ένα συναρπαστικό πορτρέτο μιας κοινότητας και της ψυχολογίας ενός ολόκληρου λαού και μαζί να εξερευνήσει μια σειρά από πυκνότερες ιδέες: Οι διαφορετικοί τρόποι να βλέπεις και να ζεις την ζωή σου, η αξία της χειροπιαστής στιγμής απέναντι στην φευγαλέα αιωνιότητα, η περηφάνια και οι προκαταλήψεις, η ρευστή φύση της αγάπης, οι δεσμοί που χτίζεις με έναν τόπο και ο τρόπος που αυτός μπορεί να γίνει φυλακή, είναι μερικά μόνο από αυτά για τα οποία μιλούν τα «Πνεύματα του Ινισέριν», με τον δικό του απροσδόκητο μα πάντα αποτελεσματικό τρόπο.

Με φόντο τον Ιρλανδικό Εμφύλιο που μαίνεται στην αντίπερα όχθη, το φιλμ, ακολουθεί μια μικρότερου βεληνεκούς αλλά όχι ήσσονος σημασίας σύγκρουση ανάμεσα στους δύο ήρωές της και στην νοοτροπία τους για την ζωή, μια σύγκρουση που λαμβάνει χώρα στο σημείο όπου το ρεαλιστικό συναντά το παράλογο και το γκροτέσκο το αφοπλιστικά τρυφερό. Χτισμένη από σκηνές που η κάθε μια είναι πιο πετυχημένη από την άλλη και που ο τόνος τους κυμαίνεται από το αληθινά αστείο έως το συντριπτικά επώδυνο, η ταινία οδεύει με απόλυτο έλεγχο προς ένα αναπόφευκτο φινάλε, νικώντας κάθε σου συναισθηματική άμυνα μη αφήνοντάς σου άλλη επιλογή από τα παραδοθείς στην μελαγχολική της πνοή που διαποτίζει κάθε πλάνο σαν την υγρασία του τόπου όπου διαδραματίζεται.

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΄΄ INVESTIGATION OF A CITIZEN ABOVE SUSPICION”, ΤΡΙΤΗ 07/03/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

«Υπεράνω Πάσης Υποψίας» (1970) του Έλιο Πέτρι

Indagine su un Cittadino al di Sopra di Ogni Sospetto
Ιταλία 1970
Σκηνοθεσία:
 Έλιο Πέτρι Σενάριο: Έλιο Πέτρι, Ούγκο Πίρο Φωτογραφία: Λουίτζι Κουβέιλλερ Μουσική: Ένιο Μορικόνε Πρωταγωνιστούν: Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Φλορίντα Μπόλκαν, Σέρτζιο Τραμόντι, Οράτσιο Ορλάντο, Τζιάνι Σαντούτσιο, Σάλβο Ραντόνε

Από τους «Καταραμένους» (1969) του Βισκόντι και τον «Κομφορμίστα» του Μπερτολούτσι (1970) μέχρι το «Σαλό, 120 Μέρες στα Σόδομα» (1975) του Παζολίνι, το ιταλικό σινεμά βρίθει από ζοφερές απεικονίσεις της εξουσίας ως εκφάνσεις φασιστικής ιδεολογίας και πολυτελούς παρακμής. Πιο κοντά στη φιλοσοφία αλλά και στην αισθητική του δεύτερου, το «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» («Investigation of a Citizen Above Suspicion») ποζάρει παραπλανητικά ως θρίλερ αστυνομικού μυστηρίου, με τη σημαντική λεπτομέρεια ότι γνωρίζουμε από την αρχή τον ένοχο.

Ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ υποδύεται έναν επιθεωρητή αστυνομίας ο οποίος χρίζεται υπεύθυνος μυστικής αστυνομίας που αναλαμβάνει την κατάπνιξη κάθε ανατρεπτικού στοιχείου. Στην εναρκτήρια σεκάνς επισκέπτεται την ερωμένη του (Φλορίντα Μπόλκαν), η οποία τον υποδέχεται με την ερώτηση «Πώς θα με σκοτώσεις αυτή τη φορά;». «Θα κόψω τον λαιμό σου», απαντά εκείνος, και λίγο αργότερα, εν μέσω ερωτικών περιπτύξεων, θα πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του.

Η σαδομαζοχιστική σχέση τους (που ξετυλίγεται μέσα από εκτεταμένα φλας μπακ που περιγράφουν τις συναντήσεις τους ως αναπαραστάσεις εγκλημάτων που αυτός έχει διαλευκάνει, με εκείνη να υποδύεται το θύμα) είναι μόνο ένα κομμάτι του καθηλωτικού παζλ που κατασκευάζει ο Πέτρι, θέτοντας στο στόχαστρο του τη διαφθορά και την αλαζονεία της εξουσίας. Η απόλυτη ταύτιση της επίσημης αστυνομίας με τον φασισμό εκφράζει τις αντικαθεστωτικές πεποιθήσεις του δημιουργού και αντικατοπτρίζει τα δρακόντεια μέτρα καταστολής των ιταλικών κυβερνήσεων της εποχής.

Αφού διαπράξει με παγερή ψυχραιμία τη δολοφονία, ο ήρωας τοποθετεί εσκεμμένα στον τόπο του εγκλήματος ενοχοποιητικά για τον ίδιο στοιχεία, πεπεισμένος ότι αποτελεί πολίτη υπεράνω υποψίας. Αργότερα θα επιστρέψει με την επίσημη ιδιότητά του, μανιπουλάροντας τους συναδέλφους του αλλά και τα μίντια, κατασκευάζοντας μάρτυρες και σπρώχνοντας στα άκρα τα όρια του απυρόβλητου της θέσης του. Καθώς βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στην ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να τον αγγίξει, ένα τρομακτικό ερώτημα αναδύεται: Μήπως όλο αυτό δεν αποτελεί απλά τη φαντασίωση ενός παρανοϊκού μυαλού, αλλά μία πιθανή πραγματικότητα; Ή μήπως στόχος είναι να προκαλέσει την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού;

Με συμμάχους τη σαρδόνια ερμηνεία του Βολοντέ και ένα από τα πιο εκκεντρικά σάουντρακ του Ένιο Μορικόνε, ο Πέτρι κινηματογραφεί με μια αεικίνητη κάμερα αυτή τη σύνθετη, αντεστραμμένη καφκική παραβολή, που λειτουργεί εξίσου ως ψυχολογικά ακριβές πορτρέτο ενός χαρισματικού ψυχοπαθή και ως αιχμηρό πολιτικό σχόλιο πάνω στην ίδια την ψυχοπαθολογία της εξουσίας.

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”ADU”, ΤΡΙΤΗ 21/02/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Τρεις ανεξάρτητες δραματικές κατά βάση ιστορίες με ένα κοινό φόντο, την Αφρική και τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις.

Στην μια ιστορία ο Αντού (του τίτλου) προσπαθεί να ξεφύγει από κυνηγούς ελεφάντων, που τους έχει δει να σκοτώνουν εν ψυχρώ έναν από τους τελευταίους που έχουν απομείνει στο χωριό Μπούμα του Καμερούν, για να πάρουν τους χαυλιόδοντες που θεωρούνται «ευγενές» υλικό μεγάλης αξίας. Ο μικρός Moustapha Oumarou, που παίζει για πρώτη φορά είναι εξαιρετικός ως Αντού που περνάει τα πάνδεινα για να βρεθεί σε έναν καλύτερο κόσμο.

Στη δεύτερη ιστορία έχουμε την τυπική σχέση πατέρα και κόρης. Εκείνος, ο Γκονζάλο (πολύ καλός ο Luis Tosar που τον γνωρίζουμε από τα φιλμ «Κελί 211», «Ο θυρωρός» και «Μέσα απ’ τα μάτια σου») είναι Ισπανός ταγμένος στην προστασία των ελεφάντων. Φτάνει αργά στο Μπούμα με αποτέλεσμα να μην προλάβει να σώσει τον τελευταίο ελέφαντα, που ο Αντού έχει δει να τον σκοτώνουν. Εκείνη, η Σάντρα (Anna Castillo) είναι μαζί του, έχει μόλις ενηλικιωθεί, «τα ξέρει όλα» και θέλει να ζήσει μόνη της σε έναν σκληρό κόσμο. Ο πατέρας την φροντίζει και εκείνη θεωρεί ότι καταπιέζεται και αντιστέκεται. Κλασικά.

Στην τρίτη ιστορία, έχουμε τον Ματέο (Álvaro Cervantes) της Ισπανικής Πολιτοφυλακής, ο οποίος έχει καθήκον να προστατεύει τα σύνορα μεταξύ της Μελίγια που βρίσκεται στη Βόρεια Αφρική, αλλά ανήκει στην Ισπανία. Υπηρετεί κοντά στα συρματοπλέγματα που παρεμποδίζουν την είσοδο. Κατά τη διάρκεια μιας μαζικής απόπειρας εισόδου μεταναστών, την ώρα που οι Αφρικανοί είναι σκαρφαλωμένοι στο συρματόπλεγμα, ένας συνάδελφος του Ματέο χτυπάει με το κλομπ στο κεφάλι έναν μετανάστη που πέφτοντας στο έδαφος πεθαίνει, προκαλώντας την οργή στους υπόλοιπους. Τα επεισόδια γενικεύονται και ο συνάδελφός του περνάει πειθαρχικό με μάρτυρα υπεράσπισης τον Ματέο. Δύσκολο.

Από τις τρεις ιστορίες η τρίτη είναι και η πιο αδύναμη. Το μεταναστευτικό είναι δύσκολο, όταν παίζονται παιχνίδια κοντά στα συρματοπλέγματα. Οι άλλες δύο είναι λίγο πιο δυνατές, έχουν δράση και παράλληλα είναι συγκινητικές. Διαθέτουν και καλύτερες ερμηνείες. Εκπέμπουν βέβαια κάποιο διδακτισμό, αλλά τι να κάνουμε; Ο κόσμος που εμείς έχουμε μάθει να ζούμε, δεν είναι κάτι αυτονόητο και δεδομένο, οπότε καλό είναι να δείχνονται μερικά πράγματα.

Συνολικά, η ταινία είναι καλοσκηνοθετημένη, με αρκετά καλές ερμηνείες και εξαίρετη φωτογραφία του Sergi Vilanova Claudín.

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”TRIANGLE OF SADNESS”, ΤΡΙΤΗ 07/02/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

«Triangle of Sadness» του Ρούμπεν Εστλουντ.

Ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα Σουηδός σε αντικαπιταλιστική (λογο)διάρροια. Διαβάστε τη γνώμη του Flix για την ταινία που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα του 75ου Φεστιβάλ Καννών.

Ο Ρούμπεν Εστλουντ έχει ήδη αποδείξει (εξαιρετικά με το «Force Majeure», αλαζονικά με το «Τετράγωνο» που του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα το 2017), ότι είναι ένας αιχμηρός παρατηρητής της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας του πλούτου και της υποκρισίας, ένας οξυδερκής no-bullshiter της ταξικής σάτιρας. Η νέα του ταινία, το «The Triangle of Sadness», γυρισμένη κατά το ήμισυ στην Ελλάδα, κινείται στο ίδιο κριτικό πλαίσιο, με σεναριακές ταλαντώσεις που μπορεί να προκαλέσουν ναυτία, με εμετούς και ευκοίλια ικανά ν’ αλλάξουν το χρώμα της θάλασσας, με ανθρωπιστική, σοσιαλιστική ιδεολογία που υπογραμμίζει μέχρι τελικής πτώσεως

Κεντρικοί ήρωες, ο Καρλ και η Γιάγια, στην αρχή τουλάχιστον. Ο Καρλ είναι ένα νεαρό μοντέλο που, με αφορμή μια άβολη οντισιόν (το «τρίγωνο της θλίψης», η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του, μοιάζει να χρειάζεται botox!), συνειδητοποιεί ότι η καριέρα του φθίνει. Η κοπέλα του, η Γιάγια, επίσης μοντέλο αλλά και πετυχημένη influencer, βρίσκεται σε άνοδο. Μετά από έναν (απολαυστικό) τσακωμό, για να εξιλεωθεί, η Γιάγια προτείνει στον Καρλ να πάνε μια κρουαζιέρα – δώρο, φυσικά, των followers της. Έτσι και θα γίνει, μόνο που στο κατάστρωμα και τη σάλα του γιοτ (που δεν είναι άλλο από το «Christina O» του Ωνάση), ο Καρλ και η Γιάγια θα έρθουν σ’ επαφή με τους εκπροσώπους των υπερ-πλούσιων της Ευρώπης και με αλλεπάλληλες ιδεολογικές κενώσεις.

Αυτο που ξεκινά σαν μια σάτιρα του κόσμου της μόδας και της ομορφιάς, γενικεύεται στην πορεία για να συμπεριλαμβάνει την τάξη των προνομίων και των χρημάτων. Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι στ’ αλήθεια διασκεδαστικό και εύστοχο. Ο καυγάς των δυο μοντέλων για το ποιος, τελικά και γιατί, θα πληρώσει το λογαριασμό του εστιατορίου γίνεται αυτόματα σημείο αναφοράς της ποπ κουλτούρας. Η σκηνή όπου ο Καρλ δεν βρίσκει πώς ανάβει η αναθεματισμένη λάμπα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου φέρνει δάκρυα από γέλια στα μάτια.

Το ύφος όταν το ζευγάρι ανεβαίνει στο γιοτ, αλλάζει. Το φως γίνεται πιο σκληρό, οι χώροι πιο άδειοι, πιο «επιλεκτικοί». Οι ήρωες (περισσότερο «τύποι», οριακά καρικατούρες), που ο Εστλουντ θέλει για επιβάτες είναι ταυτόχρονα ενδεικτικοί αλλά και συμβολικοί. Εδώ χτίζει μια «πολιτεία» του πλούτου και το υπόστρωμα που θα την ανατρέψει. Το ζευγάρι των Βρετανών οπλεμπόρων που λέγεται Γουίνστον και Κλέμενταϊν, συμπυκνώνει με δυο ονόματα τον ευρωπαϊκό επεκτατισμό, η αφόρητη Ρωσίδα κυρία θέλει σώνει και καλά να διδάξει την επανάσταση στους καμαρότους, αναγκάζοντάς τους ν’ αφήσουν τη βάρδια και να κολυμπήσουν, ο άντρας της είναι ένας χυδαίος ολιγάρχης, η επικεφαλής του προσωπικού μια αυταρχική, συμπλεγματική, αλλά απαρέγκλιτα ευγενική Σκανδιναβή, η Φιλιππινέζα καθαρίστρια Αμπιγκεϊλ κρατά καλά κρυμμένους τους άσους στο μανίκι της.

Κάπου στη μέση της ταινίας, γίνεται η ανατροπή (κάπου εκεί, η δράση μεταφέρεται, χωρίς να ονοματίζεται, στην Ελλάδα, στην Εύβοια και στην Ηλεία, με την υπογραφή της Heretic στη συμπαραγωγή και με τη συμμετοχή του μοναδικού Ελληνα ηθοποιού στο καστ, του μεσογειακά γοητευτικού Τιμολέοντα Γκέτσου). Το πλοίο αρχίζει να κουνάει και η κοινωνική δομή συντρίβεται συθέμελα. Το επίσημο δείπνο προκαλεί κοινωνική δηλητηρίαση, ο ίδιος ο καπετάνιος (ο Γούντι Χάρελσον στο ρόλο που, έτσι κι αλλιώς, έχει γεννηθεί για να παίζει) αναλώνεται σε μια εξαντλητική κόντρα με τον Ρώσο ολιγάρχη για το ποιος είναι πιο κομμουνιστής και η σκατοθύελλα έρχεται, παρέα με την εμετοπλημμύρα. Από εκεί και μετά, τίποτε δεν θα είναι ίδιο: το πλοίο εγκαταλείπεται, οι επιβάτες καταλήγουν σε μια ερημική παραλία (πρωταγωνίστρια η Χιλιαδού με τον επιβλητικό βράχο της) και το αγαπημένο, ασφαλές status quo καταρρέει.

Και κάπως έτσι, σε δυο διακριτά μέρη, το «τρίγωνο της θλίψης» γίνεται «τετράγωνο» του… προλεταριάτου. Το πρώτο φωτογενές (αυτό είναι και το νόημά του, άλλωστε), ρυθμικό, το δεύτερο πιο μπερδεμένο σε ομόκεντρους κύκλους που όλο και διευρύνονται χάνοντας το κύριο νόημά τους και επιβραδύνοντας το ρυθμό τους. Η ενέργεια μειώνεται, η δράση σκουντουφλά στα βότσαλα, κάποια «πηδήματα» στο σενάριο μένουν ανεξήγητα, ακόμα και στο πλαίσιο του ότι όσα συμβαίνουν παίζουν μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού.

Το «Τρίγωνο» είναι μια ταινία ανοιχτή στο ευρύ κοινό, το σκατολογικό χιούμορ πάντα ενθουσιάζει μια μερίδα θεατών, η πολιτική ματιά του είναι ξεκάθαρα υπέρ του αδυνάτου, έστω κι αν οι ιδέες του Εστλουντ διατυπώνονται απλουστευμένες, αλλά και με μια επίμονη, ακόμα και φλύαρη διατύπωσή τους. Σ’ ένα διασκεδαστικό ραντεβού του «Swept Away» (μάλλον του Γκάι Ρίτσι με τη Μαντόνα, παρά της Λίνα Βερτμίλερ), με το «Μεγάλο Φαγοπότι» του Φερέρι, όλα ξεπερνούν ελαφρώς το όριο, από τη δυσπεψία των επιβατών, ως την επιθυμία του Εστλουντ να είναι υπερσίγουρος ότι έχουμε καταλάβει, πάρα πολύ καλά κι αναλυτικά, εκείνο που θέλει να μας πει. Το οποίο, όμως, είναι αυτονόητο εξαρχής, καμουφλαρισμένο σε λαϊκή κωμωδία, εκτεθειμένο στον καυτό ήλιο, πιο προφανές κι από την πιο βαθιά ρυτίδα.

 

 

Προβολή της ταινίας ”A man of action” A man of action (Άνθρωπος της Δράσης), Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023, στις 21:00 Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

A man of action

Εμπνευσμένη από τη ζωή του Λούθιο Ουρτούμπια, η ταινία Άνθρωπος της Δράσης εξερευνά την προσωπικότητα του Ισπανού αναρχικού που έστησε μια θρυλική επιχείρηση παραχάραξης στο Παρίσι, η οποία τον έφερε στο στόχαστρο της μεγαλύτερης τράπεζας της Αμερικής, όταν κατάφερε να αποκτήσει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό παραχαράσσοντας ταξιδιωτικές επιταγές.

Ο Άνθρωπος της Δράσης είναι μια ταινία με γρήγορους ρυθμούς που καλύπτει πέντε δεκαετίες, από το 1940 έως το 1980, στην οποία ακολουθούμε τα βήματα του Λούθιο, από το ταπεινό ξεκίνημά του ως κτίστη που έγινε ληστής τραπεζών, μέχρι τη στιγμή που πρωτοστατεί στην κατάρρευση μίας από τις μεγαλύτερες τράπεζες στον κόσμο.

 

Ο ήρωας του καπιταλισμού, του Σωτήρη Λυκουργιώτη

Φρονώ πως κομίζω γλαύκας εις Αθήνας αν διαπιστώσω ξανά την αφάνταστη ικανότητα τής μαζικής κουλτούρας να διαστρεβλώνει τις επαναστατικές ιδέες. Είναι χιλιοδιαπιστωμένη άλλωστε η άποψη πως η υπεροχή τού δυτικού ολοκληρωτισμού τής αγοράς —έναντι όλων των άλλων απολυταρχικών συστημάτων που γέννησε ο 20ος αιώνας— έγκειται όχι μόνο στην ψευδαίσθηση ελευθερίας που σου δημιουργεί μέσω τής δυνατότητας επιλογής ατομικής …μάρκας οδοντόβουρτσάς αλλά και στην ικανότητα τής πολιτιστικής του βιομηχανίας να ενσωματώνει οτιδήποτε υπήρξε κάποτε ανατρεπτικό ή ριζοσπαστικό, να εντάσσει ακόμα και την κριτική εναντίον του στον κύκλο τού εμπορεύματος («αγοράστε, έχουμε ένα κόμμα για όλους»!).

Δεν θέλω λοιπόν να κουράσω με αυτή την οπτική αναφερόμενος στην νέα ταινία τού Νετφλιξ που αφηγείται —σε μεγάλο βαθμό παραποιημένη— τη ζωή τού πρόσφατα αποθανόντα αναρχικού Λούθιο Ουρτούμπια. Θα ήθελα να επεκτείνω όμως την προβληματική εντός τής σφαίρας των κινημάτων και των ανθρώπων που ακόμα συγκινούνται από αυτά.

Η εικόνα του Λούθιο Ουρτούμπια που προβάλλεται στην ταινία δεν είναι, βέβαια, η πραγματική του μορφή. Όπως κάθε μηχανισμός προπαγάνδας, το Νετφλιξ ξέρει να αφαιρεί επιλεκτικά όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν ταιριάζουν στην κυρίαρχη εικονογραφία του. Παρόλα αυτά, πολλά από τα στοιχεία που επιλέγει είναι όντως πραγματικά, συνθέτοντας έναν ανθρωπρότυπο επαναστάτη – ειδώλου που έχει, στις μέρες μας, μεγάλη οπαδική απήχηση προκαλώντας μυστηριώδη έλξη και δέος.

Η εικόνα ενός ήρωα που αποθεώνει τη δράση έναντι οποιασδήποτε θεωρίας, το γνωστό «δράσε ή σκάσε!» (αυτό που κάποτε ο Αντόρνο ονόμασε ψευδοδραστηριότητα), που αρνείται οποιαδήποτε συμβατική ζωή έναντι τού ιλίγγου τής διαρκούς παρανομίας, που διεξάγει έναν ατομικό αγώνα έναντι τού κράτους και τού καπιταλισμού (και βγαίνει νικητής ή ηττάται θριαμβικά), που αδιαφορεί για το όραμα μιας άλλης κοινωνίας παρά μόνο για την πραγμάτωση στο «εδώ και τώρα» μιας ατομικής ουτοπίας, που περιστοιχίζεται από «δειλούς και προδότες» ή, σε κάθε περίπτωση, δευτεραγωνιστές και όχι από ισότιμους συντρόφους, δεν είναι η εικόνα ενός επαναστάτη. Είναι η αυθεντική εικόνα τού ήρωα στον καπιταλισμό.

Γιατί πίσω από το δέος που προκαλεί η εικόνα τού ασυμβίβαστου Τζον Ράμπο, του ανυπότακτου Ζακ Μεσρίν, του δικού μας Βασίλη Παλαιοκώστα ή του Νετφλιξιώδους Λούθιο Ουρτούμπια, δεν βρίσκεται κανένας άλλος πέρα από το μοναδικό ήρωα τού σύγχρονου καπιταλισμού: ο αστός «αυτοδημιούργητος» επιχειρηματίας. Είναι αυτός που αποθεώνει την δράση έναντι οποιασδήποτε θεωρίας («οι σπουδές και τα λόγια είναι χάσιμο χρόνου»), που ξέρει να κινείται στο όριο νομιμότητας παρανομίας και να ανακύπτει τα επικερδή χάσματα τού θεσμικού, είναι αυτός που —μόνος του— τα βάζει με θεούς και δαίμονες, το κράτος που τον φορολογεί (αδίκως;) και τον καπιταλισμό που απειλεί να τον αφανίσει μέσα στο βούρκο των ανταγωνιστικών συμφερόντων και της μονοπωλιακής τροπής του, είναι αυτός που αδιαφορεί για το μέλλον παρά μόνο για το εδώ και τώρα μιας προσωπικής αυτοπραγμάτωσης, που νιώθει ηδονή από τη συσσώρευση χρήματος και την ακαριαία σπατάλη του, αυτός που περιστοιχίζεται από ανίκανους ακολούθους ή τεμπέληδες και δειλούς που τον κρατάνε πίσω…

Η παροιμιώδης επιτυχία τού καπιταλισμού να εισβάλει στο βάθος τής ανθρώπινης ψυχής και φαντασίας —στην ψυχή και στην φαντασία ακόμα και των πολεμίων του— έγκειται κυρίως στην ικανότητα τού μύθου του. Γιατί ο θεμελιώδης μύθος του καπιταλισμού είναι ο ατομικός ομηρικός ΑΓΩΝΑΣ, το διαρκές τζογάρισμα στη μπάνκα τού «όλα ή τίποτα», η μορφή τού πολυμήχανου Οδυσσέα, που προαναγγέλλει τον αστό. Αυτού τού ραδιούργου και τολμηρού ιθακήσιου που παλεύει κόντρα στην θέληση των θεών, των φυσικών και κοινωνικών νόμων, να φτάσει, μόνος εναντίον όλων, στον ατομικό του στόχο. Κρατώντας πάντα για τον εαυτό το προνόμιο τη μαγικής «αλήθειας» στο τραγούδι των σειρήνων (που απειλεί να τον «ελευθερώσει»), την ίδια στιγμή που η υποταγμένη (στον ίδιο) εργατική τάξη, με βουλωμένα τ’ αυτιά της, τραβάει διαρκώς κουπί, οδεύοντας προς το χαμό της.

Είμαι σχεδόν βέβαιος πως ποτέ το Νετφλιξ δεν θα κάνει μια ταινία για τον Ερρίκο Μαλατέστα, τον Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, τον Κροπότκιν, για οποιονδήποτε άλλο γνωστό ή άγνωστο κοινωνικό επαναστάτη, που δώρισε τη ζωή του απλόχωρα στην αλληλεγγύη και στην ανθρωπιά. Πολύ περισσότερο όμως, η μαζική κουλτούρα, αυτός ο αισθητικός κόσμος τού εμπορεύματος, αυτός ο τερατώδης κόσμος του «τίποτα», θα συνεχίζει να πολεμά με όλα τα ύπουλα μέσα της, το συλλογικό επαναστατικό πνεύμα· την τελευταία ηθική συνείδηση, την τελευταία ελπίδα τής ανθρωπότητας πριν την ολοκληρωτική επικράτηση τής βαρβαρότητας.

https://www.alerta.gr/archives/28808

 

Προβολή της ταινίας ΄΄Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα΄΄, Τρίτη 13/12/2022, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα

Paris, 13th District

του Ζακ Οντιάρ

Ο Ζακ Οντιάρ καταθέτει μία ασπρόμαυρη ωδή στον έρωτα, την ευτυχία κι όλα όσα όλοι οι άνθρωποι ονειρευόμαστε – σε όποιο διαμέρισμα του Παρισιού, ή της Αθήνας κι αν κατοικούμε. Όχι απόλυτα άρτια ταινία, αλλά τόσο σαγηνευτικά όμορφη, τόσο περίεργα οικεία, τόσο σέξι.

Παρίσι, 13ο διαμέρισμα. Η Εμιλί, μία 25χρονη Κινέζα δεύτερης γενιάς, δεν έχει χρόνο για την άρρωστη με αλτσχάιμερ γιαγιά της – ζει τα νιάτα της έντονα. Πεισματάρα, αυθάδης, διεκδικητική, ασχολείται με περιστασιακές δουλειές κι ακόμα πιο περιστασιακούς έρωτες. Μέχρι που μπαίνει στο διαμέρισμά της ο νέος της συγκάτοικος, ο Καμίλ – ένας νεαρός καθηγητής που εκείνη ερωτεύεται, εκείνος όχι. Δε θέλει σχέση, μόνο one night stands. Μέχρι που στο γραφείο του μπαίνει η Νορά, μία 30χρονη φοιτήτρια που παράτησε τις σπουδές της εξαιτίας της ομοιότητάς της με την porn star Αμπερ – και η παρεξήγηση μετατράπηκε σε viral bullying.

Νέοι άνθρωποι, με ιστορίες που μπλέκονται, με ζωές που διασταυρώνονται, με κορμιά που αγγίζονται. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι εδώ ο Ζακ Οντιάρ («Ο Προφήτης», «Οι Αδελφοί Σίστερς»«Σώμα με Σώμα») δεν έχει πολιτική ατζέντα. Αλλά μήπως ο έρωτας, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η αναζήτηση της χαράς και το δικαίωμα στην ευτυχία είναι η πιο σημαντική επαναστατική πράξη τελικά;

Παρίσι, ερωτική πόλη. Ο Οντιάρ όμως δεν φωτίζει το τουριστικό, ρομαντικό Παρίσι. Η κάμερά του πλανιέται ανάμεσα στα κτίρια «Olympiades» (ο οποίος είναι και ο γαλλικός τίτλος της ταινίας), το συγκρότημα εργατικών κατοικιών στο 13ο διαμέρισμα, μία συνοικία που δεν καταγράφουν οι ταξιδιωτικοί κατάλογοι. Κι όμως. Με διευθυντή φωτογραφίας τον Πολ Γκιλόμ, ο φακός βουτά από τον νυχτερινό ουρανό, περνάει από ταράτσα σε ταράτσα, γλιστρά ανάμεσα σε μεσοτοιχίες και εκατοντάδες φωτισμένα παράθυρα – ήδη ερωτευμένος. Από την πρώτη σεκάνς. Ο Οντιάρ αποτυπώνει σε λαμπερό, λάγνο ασπρόμαυρο την ομορφιά της νύχτας, της νιότης, μιας ολόκληρης ζωής που έχουν οι ήρωες μπροστά τους.

Ιδιαίτερα αισθησιακός, σαρκικός, καλαίσθητα φιλήδονος, χαϊδεύει τα κορμιά των ηρώων του, καδράρει τα χείλη και τα πρόσωπά τους, φωτίζει το βλέμμα τους. Η πρόθεσή του είναι ξεκάθαρη: το επίκεντρο των κάδρων του δε θα έχει η ανέχεια, η ταξική πάλη, η δυσκολία της καθημερινότητας (αν και όλα βρίσκονται εκεί, μπροστά μας), αλλά το πόσο ίσοι είμαστε όλοι απέναντι στην ευαλωτότητα του έρωτα, στην ανασφάλεια της απόρριψης, στην περιέργεια της σεξουαλικότητας, στον τρόμο μην μείνουμε τελικά μόνοι.

Ο Οντιάρ αγαπά τους ήρωες, ακόμα κι αν τους παρουσιάζει τρωτούς, αφελείς ή και κακομαθημένους. Τους κοιτά ζεστά, δεν τους τιμωρεί, πρώτη φορά επιλέγει να χαρίσει μια κάθαρση γεμάτη φως, κι όχι σκοτάδι.

Ταυτόχρονα όμως, δεν καταφέρνει να δέσει όλες τις άκρες της ιστορίας σε μία γερή σεναριακή βάση. Να υπάρχει -έστω συναισθηματική- λογική στην εξέλιξη των ηρώων. Δεν πιστεύεις απόλυτα την κορύφωση της πλοκής, η ταινία ξεφεύγει από τον άξονά της. Όμως έχεις δει κάτι σαγηνευτικά όμορφο, περίεργα οικείο, αποπλανητικά σέξι.

Σαν έναν έρωτα που δεν είχε το τέλος που θα ήθελες, αλλά θα θυμάσαι για πάντα στιγμές του.

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ”, ΤΡΙΤΗ 29/11/2022, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Μαγνητικά Πεδία

του Γιώργου Γούση

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιώργου Γούση είναι ένα road movie με προορισμό την καρδιά. 7 υποψηφιότητες για Βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Μια γυναίκα οδηγεί ταραγμένα στην κίνηση της Αθήνας. Στρίβει τελευταία στιγμή προς Κόρινθο, παίρνει αποφασιστικά το δρόμο προς την Πάτρα, μπαίνει σ’ ένα φέρι σιγοτραγουδώντας μελαγχολικά. Ενδιάμεσα, αμήχανα τηλέφωνα – στο παιδί της, στον άντρα της. Ερωτήσεις, δικαιολογίες, ενοχές. Αυτή είναι η Έλενα κι όπως εξηγεί στον Αντώνη, τον άγνωστο άντρα που διασώζει όταν το αυτοκίνητο του μένει στην έξοδο από το φέρι, δεν πάει κάπου συγκεκριμένα. Απλώς, έφυγε. Για πολύ, για λίγο, θα δει. Πήρε το σαραβαλάκι της, τον «Ζορζ», και ξέφυγε – από την Αθήνα, από τη δουλειά, από τη γερασμένη της αντανάκλαση.

Εκείνος, που πάει; Και τι είναι αυτό το μεταλλικό κουτί που κουβαλά; Όχι, δεν σοκάρεται που ο Αντώνης της εξομολογείται ότι αυτή είναι η θεία του, ή μάλλον τα λείψανα της που υποσχέθηκε ότι θα τα συνοδεύσει για την ταφή τους στο αγαπημένο της μέρος. Αντιθέτως, η Έλενα βρίσκει βάλσαμο σε αυτή την αποστολή. Ένα συγκινητικό προορισμό και μια περιπέτεια που θα τη βγάλει επιτέλους από το μυαλό της. Έτσι, οι τέσσερις τους, η Έλενα, ο Αντώνης, η θεία κι ο Ζορζ θα ξεκινήσουν μια διαδρομή, ένα ταξίδι δρόμου που οι άγνωστοι νιώθουν ασφαλείς να ανταλλάξουν τις πιο μύχιες σκέψεις τους, να εξομολογηθούν ανασφάλειες, να τολμήσουν μια τρέλα που βγάζει περισσότερο νόημα από την λογική πραγματικότητα που τους περιμένει στην επιστροφή.

Ο Γιώργος Γούσης, μετά τον πολυβραβευμένο «Χειροπαλαιστή» του, κάνει το ντεμπούτο του στην μεγάλου μήκους, με μία ταινία-έκπληξη. Εργαλειοποιεί το low-budget πλαίσιο της παραγωγής του, βρίσκει την ιδέα να το κάνει στιλ, φόρμα. Με τετράγωνο κάδρο και analog 80ς αισθητική, το ταξίδι της Έλενας και του Αντώνη βιώνεται ως γλυκιά ανάμνηση μουτζουρωμένη με κόκκο. Ένα home video διακοπών, ξεχασμένη βιντεοκασέτα στο πίσω ράφι της βιβλιοθήκης. Ένα καλά κρυμμένο μυστικό που η καρδιά δε χρειάζεται φτιασίδια για να το νιώσει δικό της. Και να το κουβαλάει για πάντα στο μεταλλικό κουτί της.

Ο Γούσης μπαίνει κι αυτός στον Ζορζ, χωρίς να τον ενδιαφέρει πραγματικά ο προορισμός. Αλλά με αυτοπεποίθηση οδηγού, που αν τον εμπιστευτείς, θα σε πάει μια αξέχαστη βόλτα – έξω από τις γραμμές του χάρτη. Άλλοτε επιτρέπει στα χειμερινά, υγρά, άγρια τοπία να τρέχουν κι άλλοτε σταματά καδράροντας από διακριτική απόσταση τους ήρωες του, κινηματογραφώντας τη μη-δράση, τις κλεμμένες στιγμές, τις αμηχανίες, τους αληθινούς διαλόγους ανθρώπων που αποφασίζουν να είναι αληθινοί.

Είναι σημαντικό ότι συνυπογράφει το σενάριο με τους δύο ηθοποιούς του, επιτρέποντας τους να σμιλεύουν τους χαρακτήρες τους μέσα από αυτοσχεδιασμούς, αυθορμητισμό, τόλμη. Η Έλενα Τοπαλίδου αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά ένα εξωγήινο δώρο. Εκφραστική, χειμαρρώδης, τυπάρα. Μια καλλιτέχνης που φορά τα μαύρα γυαλιά της, αλλά δεν κρύβει την μονίμως τεντωμένη ευαισθησία της. Ατρόμητη, βουτά στο παιχνίδι του αυτοσχεδιασμού, αλλά το πιο μαγικό της ταλέντο είναι ότι η τρέλα της είναι αναγνωρίσιμη, οικεία, δική σου. Αν ποτέ τολμούσες κι εσύ να βουτήξεις στην αλήθεια σου χωρίς δίχτυ προστασίας. Η Τοπαλίδου είναι γυναικάρα και ταυτόχρονα το παιδί που ξέχασες να είσαι – σιγοτραγουδά μέσα στον Ζορζ τραγούδια που σε πάνε πίσω και στο θυμίζουν, ξεστομίζει ειλικρίνειες που ένας ενήλικας πια δεν μπορεί. Κι έτσι η «Έλενα» της θα μείνει άγνωστη, αλλά όχι σχήμα. Της έχει δώσει ψυχή, ταυτότητα κι έναν τηλεφωνικό μονόλογο που δεν θα ξεχάσεις ποτέ.

Αλλά έχει και άξιο συνοδηγό. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος παίζει με τις αντιθέσεις – ημιάγριο παρουσιαστικό, στιβαρή αρσενική φιγούρα, γλυκό βλέμμα, νατουραλιστική ευγένεια, συνεσταλμένη τρυφερότητα. Ένας άντρας που χαλαρώνει σταδιακά, επιφυλακτικά στην φλύαρη οικειότητα μιας γυναίκας, αλλά την κοιτά μαγεμένος, με κλεφτά λαμπερά βλέμματα έκπληξης και παραδοχής. Κι όταν χαλαρώνει, θα χορέψει κι εκείνος – σαν να μην υπάρχει κόσμος γύρω του. Ούτε ο «Αντώνης» θα μας ανοίξει ποτέ όλα τα χαρτιά του. Δε χρειάζεται. Η μοναξιά του πάλλεται.

Ο Γούσης έχει φτιάξει μια «μικρή» ταινία, ναι. Όμως το road movie δυο ανθρώπων που θα κουβαλήσουν με χαρά ένα μεταλλικό φορτίο για να αποτινάξουν το πραγματικό φορτίο από τις μεσήλικες πλάτες τους, μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει μέσα σου. Χαμογελάς, δεν νιώθεις μόνος. Οι άνθρωποι είμαστε μαγνητικά πεδία και κολλάμε ο ένας στον άλλον – με προσμονή ή εντελώς τυχαία, αταίριαστα ή ταιριαστά, για λίγο ή για πάντα.

https://youtu.be/g3-V-i9dWcA

Προβολή της ταινίας ”DIGGER”, Τρίτη 19/04/2022, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Digger

του Τζώρτζη Γρηγοράκη

Το πολυβραβευμένο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Τζώρτζη Γρηγοράκη, είναι μια δυνατή, μεστή ταινία που σκάβει σε βάθος στην ιστορία, τους χαρακτήρες και αποκαλύπτει μια μεγαλύτερη εικόνα που σε αφορά και σε ενδιαφέρει. 10 βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Με μια έντονη αίσθηση του τόπου αλλά και της γεωγραφίας των ανθρώπων που τον κατοικούν, η πρώτη μεγάλου μήκους του Τζώρτζη Γρηγοράκη «Digger», χτίζει μαζί το κοντινό πορτρέτο ενός πατέρα κι ενός γιου που προσπαθούν να βρουν ένα κοινό τόπο και να ξαναπιάσουν το νήμα μιας σχέσης που πριν από πολλά χρόνια κόπηκε απότομα.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης κι ο Αργύρης Πανταζάρας (εξαιρετικοί και οι δυο στην αποτύπωση στην οθόνη, ανδρών που δυσκολεύονται να ανοιχτούν μα που οι ηθοποιοί που τους υποδύονται βρίσκουν τρόπους να σε κάνουν να κοιτάξεις βαθύτερα), συναντιούνται στη μέση ενός δάσους στη Βόρεια Ελλάδα, εκεί που ο ένας ζει κι όπου ο άλλος επιστρέφει μετά από χρόνια και μετά το θάνατο της μητέρας του. Ένα ορυχείο καταβροχθίζει την γη γύρω από το δάσος που ανήκει στον πατέρα κι εκείνος είναι από τους τελευταίους που αντιστέκονται στην επέλαση του. Ο γιος βλέπει την άρνηση του πατέρα του να πουλήσει το κτήμα του στην εταιρεία σαν μια κούφια πράξη ανόητης αντίστασης αλλά μένει εκεί ελπίζοντας να τον μεταπείσει.

Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης συνοψίζει τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο με ενδιαφέροντα και διακριτικό τρόπο, ο ένας καβαλάει και φροντίζει τη μηχανή του, ο άλλος, προτιμά τα άλογα, ο πατέρας μοιάζει ριζωμένος στη γη του σαν δέντρο, ο γιος θέλει να πετάξει μακριά σαν πουλί. Σκηνοθετημένο σχεδόν σαν ένα χαμηλότονο γουέστερν, σε ένα Ελντοράντο όπου κανείς εκτός από λίγους δεν πλουτίζει, το «Digger» δοκιμάζει να χαρτογραφήσει το ενδιάμεσο ανάμεσα στο «μικρό» ενός προσωπικού δράματος και το «μεγάλο» του περιβαλλοντικού μηνύματος σε μια ταινία που είναι τοποθετημένη σε μια μεγαλύτερη εικόνα που μπορείς ξεκάθαρα να δεις.

Και το καταφέρνει ακόμη κι αν το σενάριο επιστρέφει περισσότερες φορές από όσες χρειάζεται σε πράγματα που κάνουν ξεκάθαρο το αδιέξοδο των ανθρώπων του τόπου τον οποίο περιγράφει, και δεν βρίσκει πάντα την ιδανική ισορροπία στις διακυμάνσεις της σχέσης πατέρα και γιου. Κι ακόμη κι αν κατά στιγμές το φιλμ κοιτάζει τους ντόπιους με έναν τρόπο που μοιάζει βγαλμένος από μια λίγο διαφορετική ταινία, το ύψος του φιλμ έχει συνοχή, ταυτότητα και μια αφηγηματική γραμμή που έστω κι αν θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο τεταμένη, εξακολουθεί να σε ενδιαφέρει και να σε αφορά.

Προβολή της ταινίας ”ANNETTE”, Τρίτη 12/04/2022, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Annette

του Λεός Καράξ

Το μιούζικαλ του Λεός Καράξ και των The Sparks, ένα τραγικό love story, ένα παράδοξο, μαγευτικό έπος για την αγάπη, το μίσος, τη διασημότητα και το femicide.

«Σταματήστε να με κοιτάτε!»

Πώς να το κάνεις αυτό σε μια ταινία τόσο όμορφη, ιδιοσυγκρασιακή, φαντασιακή, που σε κάθε σεκάνς της σου κόβει την ανάσα; Σχεδόν μια δεκαετία μετά το «Holy Motors», μετά από (παραδοσιακές, στο έργο του), καθυστερήσεις, μετά από πανδημίες και την επίσημη πρεμιέρα στις Κάννες και το βραβείο Σκηνοθεσίας, ο Λεός Καράξ επιστρέφει μ’ ένα κράμα σινεμά, αγάπης και οργής που θέτει, απ’ ευθείας, τον θεατή στο εδώλιο, αναγκάζοντάς τον να πάρει αποφάσεις για την κοσμοθεωρία του, την ώρα που μαγεύεται από ένα τραγικό love story.

Αυτή είναι η ιστορία του Χένρι ΜακΧένρι, ενός εριστικού, διανοούμενου, ανερχόμενου stand-up performer, υποβλητικού, κυνικού, οριακά επιθετικού, μιας σύγχρονης εικόνας του γοητευτικού, πολυπρισματικού «κακού». Και της Αν Ντεφρανού, μιας διάσημης σοπράνο, πανέμορφης, γαλήνιας, διαχρονικά θεϊκής. Οι δυο τους ερωτεύονται με πάθος, κάνουν ένα κοριτσάκι, την Ανέτ (η οποία, χωρίς εξήγηση αλλά και με εκπληκτική εξήγηση, είναι μια ξύλινη μαριονέτα) και καθώς τα οικογενειακά βάρη μεγαλώνουν και η φήμη των δυο τραβά αντίθετες κατευθύνσεις, εκείνης προς τον ουρανό, εκείνου προς την κόλαση, η σχέση τους αρχίζει ν’ αποσυντίθεται.

Ο Καράξ βάζει τον θεατή από την αρχή σε μια σύμβαση, σ’ ένα πλαίσιο ξεκάθαρα meta: στην αριστουργηματική έναρξη της ταινίας, που σε οδηγεί σε κλάματα χωρίς κανέναν άλλο λόγο παρά τα βαθύτερα ένστικτα της συνενοχής και της αγάπης, ο ίδιος και οι συντελεστές της ταινίας ετοιμάζονται για να μας αφηγηθούν το παραμύθι τους. Αυτό εδώ είναι ένα θέαμα, μαγικό κι υπερβατικό, καμία σχέση δεν έχει με τον ρεαλισμό, εκτός από τις ιδέες που θέλει να μεταφέρει: αυτές είναι πέρα για πέρα αληθινές.

Η έμφαση στην ταινία είναι στον ήχο. Όχι μόνο γιατί ο Καράξ, αντί για την «καρέκλα του σκηνοθέτη» κάθεται σε μια κονσόλα, όχι μόνο γιατί αυτή είναι μια από τις λίγες φορές που συνειδητοποιείς αυθόρμητα την αξία του ηχητικού μοντάζ μιας ταινίας, αλλά γιατί είναι ένα απόλυτο μιούζικαλ. Με τη μουσική και το σενάριο / λιμπρέτο γραμμένο από τους εκλεκτικούς Sparks, η κάθε λέξη, ο κάθε φθόγγος, η κάθε ανάσα, λέγονται μελωδικά, σ’ ένα ατονάλ σύνολο από το οποίο ξεχωρίζει μόνο ένα τραγούδι, το We Love Each Other so Much.

Ένα τραγουδιστό love story, θα μπορούσε κανείς να σταθεί μόνο εκεί και να θεωρήσει την «Annette» μια απλοϊκή ταινία σε πληθωρική φόρμα. Αλλά το conceptual παραμύθι στου Καράξ είναι τόσο πιο σύνθετο. Μέσα στο σύμπαν των ηρώων του, τις φουρτουνιασμένες θάλασσες, τις έρημες ακτές, το μπρουταλιστικό σπίτι και τον μαγικό κήπο όπου τα φυτά μοιάζουν να επεκτείνονται ασταμάτητα, καταγράφονται κάποια από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της δικής μας ιστορίας.

Με πάθος και μια μεγαλειώδη εικαστικότητα, η «Annette» θα μιλήσει για την εγκληματική αλαζονεία του καλλιτέχνη, την εύκολη συγχώρεση που παρέχει το κοινό στις αμαρτίες του, την ελαφρότητα της κριτικής και, ακόμα συγκλονιστικότερα, για τα femicides, το νέο κύμα δολοφονιών γυναικών από τους συντρόφους τους, βασισμένων σε ένα πατριαρχικό μοντέλο ανατροφής στο οποίο καλύτερο είναι εκείνη να μην τολμήσει ποτέ να είναι πιο ικανή, πιο πετυχημένη, πιο καλλιεργημένη, πιο…

Όσο η Μαριόν Κοτιγιάρ – με, ουσιαστικά, μόνο μία μεγάλη δική της σκηνή που αποδίδει εκπληκτικά – αξιοποιεί τη δική της, πραγματική φήμη και αίγλη για να ταυτοποιήσει την Αν, όσο ο Σάιμον Χέλμπεργκ κρατά ένα δεύτερο αλλά κομβικό ρόλο, που εναλλάσσει δεξιοτεχνικά το comic relief με το, σπάνιο, αίσθημα ευθύνης, είναι ο Ανταμ Ντράιβερ που ξεδιπλώνει μια τρομακτική δύναμη, μεταμορφώνεται σε πέντε διαφορετικά πλάσματα, σαρώνει την οθόνη με ζωϊκό μαγνητισμό, απέχθεια και τρυφερότητα, ένας ήρωας αντιπαθής κι εθιστικός, επικίνδυνος.

Η «Annette» απαντά μόνο σ’ όσους δεχτούν από την αρχή τις συμβάσεις που ζητά. Μπερδεμένη, μ’ ένα δεύτερο μέρος (των σόου της μικρής Ανέτ) που, αδικαιολόγητα, τείνει στην μπαναλιτέ, αποζημιώνει με το φινάλε της, από εκείνα που σε σημαδεύουν στο σινεμά και που θες να βλέπεις και να ξαναβλέπεις, για να είσαι σίγουρος ότι μπορείς, ότι τα κάνεις δικά σου, ότι βλέπεις την αλήθεια, ή ότι βλέπεις τις μάσκες τη στιγμή που αλλάζουν. «Σταματήστε να με κοιτάτε!», λέει ο performer Χένρι ΜακΧένρι: μόνο που, για μια φορά, δεν μπορείς να σταματήσεις, από την ομορφιά, από την αποκάλυψη ενός οράματος, από τη συνειδητοποίηση ότι το να κοιτάς είναι, τελικά, ο ρόλος σου.