Το 3ο μέρος της τριλογίας “Unsere Mȕtter, Unsere Vӓtter” παρουσιάζει πτυχές της “μεταστροφής” της γερμανικής κοινωνίας μετά τη λήξη του πολέμου. Παρατηρούμε πως αμέσως μετά την ήττα της Γερμανίας, οι περισσότεροι Γερμανοί ήταν ξαφνικά πολύ πρόθυμοι να εκφράσουν την “αντίθεσή” τους στο ναζιστικό καθεστώς.
Ακόμη και άνθρωποι που συχνά κατέλαβαν υψηλές θέσεις στο Γ’ Ράιχ, μετά τη λήξη του πολέμου είπαν στον εαυτό τους και σ’ ολόκληρο τον κόσμο πως πάντα ήταν “εσωτερικά αντίθετοι” στο καθεστώς. Το ζήτημα εδώ δεν είναι αν έλεγαν ή όχι την αλήθεια. Είναι ότι κανένα μυστικό δε φυλάχθηκε τόσο καλά μέσα στην όλη μυστικοπαθή ατμόσφαιρα του χιτλερικού καθεστώτος, όσο αυτή η “εσωτερική εναντίωση”. Κάποτε ένας υψηλός αξιωματούχος των ναζί είπε πως έπρεπε να δείχνουν “εξωτερικά” ακόμη πιο ναζί απ’ όσο οι “κανονικοί” ναζί για να φυλάξουν το μυστικό τους.
Ο επικίνδυνος Δρ Όττο Μπράντφις, που επέβλεψε το φόνο τουλάχιστον 15.000 ανθρώπων, δήλωσε σ’ ένα γερμανικό δικαστήριο πως πάντα ήταν “εσωτερικά αντίθετος” σε ό,τι έκανε. Όπως φαίνεται λοιπόν, η θανάτωση 15.000 ανθρώπων ήταν απαραίτητη για να μην τον καταλάβουν οι “αληθινοί ναζί”.
Στη δίκη της Νυρεμβέργης οι κατηγορούμενοι κατηγορούσαν και πρόδιδαν ο ένας τον άλλον, βεβαίωναν τους πάντες πως “ήταν πάντοτε ενάντιοι σε ό,τι συνέβαινε” και υποστήριζαν πως οι ανώτεροί τους είχαν “καταχραστεί” τα καλύτερα στοιχεία του χαρακτήρα τους. Το κλίμα πια είχε αλλάξει και, παρότι οι περισσότεροι κατηγορούμενοι ήξεραν πως θα καταδικάζονταν, κανένας δε βρήκε το θάρρος να υπερασπιστεί τη ναζιστική “ιδεολογία”.
Πέρα από τη δίκη της Νυρεμβέργης, παντού επαναλαμβανόταν η ίδια ιστορία: όσοι δεν παραπέμφθηκαν στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης και δεν εκδόθηκαν στις χώρες στις οποίες είχαν διαπράξει τα εγκλήματά τους, δεν παραπέμφθηκαν ποτέ στη δικαιοσύνη ή αντιμετωπίστηκαν με κάθε δυνατή “κατανόηση” από τα γερμανικά δικαστήρια. Για παράδειγμα, ο Εμάνουελ Σάιφερ, για τη θανάτωση σε καμιόνια αερίων 6.280 γυναικόπαιδων, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 χρόνων και 6 μηνών από γερμανικό ποινικό δικαστήριο. Όλ’ αυτά μας φέρνουν πικρά στο μυαλό τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που συστηματικά αθώωνε όποιον κατηγορούνταν για πολιτικές δολοφονίες και ανήκε σε βίαιη αντιδημοκρατική δεξιά ομάδα. Οι αντιστοιχίες με την ελληνική πραγματικότητα σήμερα είναι κάτι παραπάνω από προφανείς…
Το τελευταίο μέρος της ταινίας χωρίς αμφιβολία αφήνει να διαφανεί πως η “αποναζιστοποίηση” δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα στη μεταναζιστική Γερμανία. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η πολύ πρόσφατη καμπάνια (καλοκαίρι του 2013) στη Γερμανία, με στόχο να εντοπιστούν και να δικαστούν πρώην φύλακες των στρατοπέδων θανάτωσης και όσοι πήραν μέρος στο Ολοκαύτωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πριν πεθάνουν….
Ως επίλογο για την τριλογία αυτή, αξίζει να αναρωτηθούμε πόσο πιθανή είναι η επανάληψη της ιστορίας, είτε ως “φάρσα” είτε όχι. Το παρακάτω σχόλιο από τη Χάννα Άρεντ παρατίθεται ως τροφή για σκέψη. Να σημειώσουμε πως αυτό γράφτηκε το 1963:
Η φύση των ανθρώπινων πραγμάτων θέλει να υπάρχει η πιθανότητα να ξαναγίνει μια πράξη που έγινε στην ιστορία της ανθρωπότητας και καταγράφηκε. Ανεξάρτητα απ’ την τιμωρία, απ’ τη στιγμή που πρωτογίνεται ένα συγκεκριμένο έγκλημα, η πιθανότητα να ξαναγίνει είναι μεγαλύτερη από την πιθανότητα να διαπραχθεί για πρώτη φορά. Η πληθυσμιακή έκρηξη στην εποχή μας συμπίπτει με την ανακάλυψη τεχνικών μέσων (και της πυρηνικής ενέργειας) που, με τον αυτοματισμό, θα καταστήσουν “πλεονάζον” ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ακόμη και με τη μορφή του εργάτη. Είναι λοιπόν πιθανό να αντιμετωπιστεί αυτή η “διπλή απειλή” (για την καθεστηκυία ελίτ) με τη χρήση μέσων σε σύγκριση με τα οποία οι θάλαμοι αερίων του Χίτλερ θα μοιάζουν με ακίνδυνα παιδικά παιχνίδια, κάτι που φέρνει ρίγος στη ραχοκοκκαλιά μας.
(Οι εισαγωγές για την τριλογία “Unsere Mȕtter, Unsere Vӓtter” βασίστηκαν στο βιβλίο της Χάννα Άρεντ: “Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού”, εκδ. Νησίδες)