Το «σκυλί που γαυγίζει, μην το φοβάσαι», ισχύει και για το «Dogman» του Ματέο Γκαρόνε
Μια ιστορία Δαβίδ και Γολιάθ, μια ιστορία βίαιης εκδίκησης με κίνητρο την ανθρώπινη αποδοχή, μια ιστορία για τα ξεχασμένα από τον νόμο και το κράτος προάστια-φαντάσματα της Ιταλίας κι όσους ζουν και πεθαίνουν εκεί αφηγείται ο Ματέο Γκαρόνε στη νέα του ταινία, με εκπληκτική αισθητική αλλά όχι το ανάλογο συναίσθημα ή την πολυαναμενόμενη, σ’ όλη τη διάρκειά της, ένταση.
Βάζοντας, ευτυχώς, σε μια παρένθεση τις ενδιάμεσες ταινίες του, το «Reality» και το «Παραμύθι των Παραμυθιών», ο Γκαρόνε επιστρέφει στα λημέρια του «Gomorra». Αυτή δεν είναι μια ταινία για την Καμόρα, ούτε για τη Νάπολη, αλλά είναι ένα φιλμ για το έγκλημα, για τον κόσμο του και για τις παρυφές των ιταλικών μητροπόλεων, εκεί όπου είτε θα εγκληματίσεις για να ζήσεις, είτε δεν θα ζήσεις καθόλου.
Εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία του Πιέτρο Ντε Νέγκρι που συγκλόνισε την Ιταλία στα τέλη του ’80, το φιλμ παρακολουθεί από κοντά τον ήρωά του, τον Μαρτσέλο, στην καθημερινότητά του. Ο Μαρτσέλο ζει σε μια περιοχή που θυμίζει το έρημο τοπίο ενός κλασικού γουέστερν, με εμπορικά παραπήγματα και το θάνατο να ελοχεύει σε κάθε γωνιά: το σύμπαν του είναι τα μπιλιαρδάδικα, τα ενεχυροδανειστήρια, τα ουφάδικα, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, μια τεχνητή λίμνη γεμάτη μυστικά μπροστά τους.
Εκεί, ο Μαρτσέλο, μικροκαμωμένος, καθόλου ευνοημένος από τη φύση (ούτε κι από τη μοίρα, άλλωστε), διατηρεί το μαγαζί του, ένα κομμωτήριο και ξενοδοχείο για σκύλους συντροφιάς, ενώ ως πάρεργο είναι και ντίλερ κοκαΐνης. Τα σκυλιά που περιποιείται είναι η μεγάλη του αγάπη. Τα φροντίζει, τους κάνει μασάζ, τους μιλά, τα αποκαλεί τακτικά «amore», με τη μελιστάλαχτη, λεπτή φωνή του, τούς μοιράζει απλόχερα την τρυφερότητά του. Στα σκυλιά και τη μικρή του κόρη, από το διαλυμένο του γάμο, εκείνη για την οποία θα έκανε τα πάντα.
Η καθημερινότητα του Μαρτσέλο κυλά καθησυχαστικά μονότονα, ώσπου επιστρέφει από τη φυλακή ο παλιός φίλος του, Σιμόνε, ένας παντοδύναμος γίγαντας, καμένος από τα ναρκωτικά, αχαλίνωτος λόγω της μυικής του υπεροχής, μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί κάθε λεπτό. Λίγο από φόβο και λίγο από κολακεία, ο Μαρτσέλο θα βοηθήσει τον Σιμόνε στα εγκλήματά του, ώσπου να πέσει θύμα του, με κόστος την ελευθερία του ή, ακόμα χειρότερα, την υπόληψη των λίγων φίλων του. Ο Μαρτσέλο θα πνιγεί στην αδικία και θ’ αρχίσει να σιγοβράζει μέσα του μια φρικιαστική ιδέα εκδίκησης, στα μάτια του ηρωική.
Γνωρίζοντας καλά το σύμπαν που περιγράφει, ο Ματέο Γκαρόνε φτιάχνει μια ταινία τόσο όμορφη, που κάνει τις εφιαλτικές εικόνες της να μιλούν πιο επεξηγηματικά από τους ήρωές του. Με τη βοήθεια του Δανού διευθυντή φωτογραφίας Νικολάι Μπριέλ και των χωρίς τέλος κενών τόπων σε απεριόριστο σινεμασκόπ, χτίζει έναν κόσμο του τραγικού τίποτα, φωτισμένου μόνο από νέον, ποτέ από ήλιο, ξεφτισμένο και κακομεταχειρισμένο, σαν τους ανθρώπους που ζουν μέσα σ’ αυτόν. Με μια θριαμβευτική επιλογή στους δεύτερους ρόλους – κυρίως στα πρόσωπά τους που αρκούν για να σκιαγραφήσουν χαρακτήρες – η ταινία δίνει την ευκαιρία στον Μαρτσέλο Φόντε να λάμψει στον πρωταγωνιστικό ρόλο και να συζητιέται ήδη για βραβείο, παρότι η ερμηνεία του, που όντως δεν ξεχνιέται εύκολα, βρίσκει σημεία ανάπαυσης στην επανάληψη βλεμμάτων και μανιερισμών.
Είναι, λοιπόν, παράξενο που με μια τόσο εκρηκτική, ακόμα κι εμβληματική, ιστορία και με τέτοια τελειότητα στην αισθητική της, η ταινία δεν καταφέρνει να φτάσει τις κορυφώσεις που μοιάζουν αυτονόητες, όχι μόνο στο επίπεδο της βίας, αλλά κυρίως των διλημμάτων ζωής, της μανίας, της απελπισίας, της παράνοιας που θεωρητικά βιώνουν οι ήρωες. Το «Dogman» είναι μια ταινία που, με τον τρόπο της, τον εστέτ και πολυδουλεμένο, γαυγίζει δυνατά, αλλά δεν νιώθεις το δάγκωμά της, δεν παρασύρεσαι από το μύθο της, παρά μένεις να θαυμάζεις και να συμπληρώνεις τα συμπεράσματα, χρησιμοποιώντας αρχετυπικούς κανόνες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες.