«Suspiria» του Λούκα Γκουαντανίνο
Αποφασίζοντας να κάνει το remake της «Suspiria» του Ντάριο Αρτζέντο, εμβληματικής ταινίας τρόμου του 1977 που αποδεικνύει την αξία της αρνούμενη να γεράσει, λογικά θα στόχευε σ’ ένα από δύο πράγματα. Αν το ένα ήταν να την επαναλάβει με το δικό του στιλ, καταλήγει με αποτέλεσμα πιο αδύναμο από το πρωτότυπο. Αν το άλλο – και πιθανότερο – ήταν να την «επανατοποθετήσει», προσθέτοντάς της στοιχεία που θα προσέγγιζαν την ιστορία και τα νοήματά της από άλλη γωνία, μάλλον πρόσθεσε τόσα και βαρυσήμαντα, που έχασε το λογαριασμό. Η
Και το σενάριο δεν μένει εκεί: η εποχή προσδιορίζεται ως η χρονιά όπου ολοκληρώνεται η δίκη της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού στις φυλακές Σταμχάιμ, που οδηγεί στην καταδίκη και αυτοκτονία τού Αντρέας Μπάαντεν: οι ειδήσεις αναφέρονται διαρκώς στις διαδηλώσεις στους δρόμους και στα καθημερινά παραλειπόμενα από τη δίκη. Παράλληλα, ένας ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, ο Δρ. Γιόζεφ Κλέμπερερ (τον οποίο ερμηνεύει ο ψυχίατρος Λουτς Εμπερσντορφ, ή η Τίλντα Σουίντον σε διπλό ρόλο, η Ιστορία θα το δείξει), αφ’ ενός ψυχαναλύει τη μαθήτρια της Ακαδημίας, Πατρίσια (η Κλόι Γκρέις Μόρετς σ’ ένα ρόλο όπου, μια που την είδες, μια που δεν την είδες), αφετέρου υποψιάζεται ότι κάτι μυστηριώδες συμβαίνει στη σχολή και τολμά να διερευνήσει και παράλληλα, γιατί υπάρχει και τρίτος άξονας, ο Δόκτορ αναζητά την τύχη της γυναίκας του (την οποία ενσαρκώνει η Τζέσικα Χάρπερ, η Σούζι της πρωτότυπης «Suspiria», σ’ ένα γλυκό φόρο τιμής), που εξαφανίστηκε στη διάρκεια του πολέμου, ενώ ψυχαναιμιζόμαστε ότι υπάρχει και κάποια νοσηρή σχέση με τους Ναζί. Την ίδια ώρα, η χορογραφία που, ως άλλη Πίνα Μπάους, ετοιμάζεται να παρουσιάσει η Μαντάμ Μπλανκ στο κοινό, λέγεται Volk – Λαός – κι αναφέρεται στην οδύνη των Βερολινέζων στη διάρκεια του πολέμου. Από την οποία χρειάστηκαν μεγάλη ώθηση για να απεγκλωβιστούν, γι’ αυτό και η Σούζι, που θα είναι πρίμα μπαλαρίνα, πρέπει να προβάρει πολύ τα αλματάκια της.
Οι πρωταγωνίστριες της νέας, αυτής, «Suspiria» είναι δύο: η αισθητική και η κίνηση. Ο Γκουαντανίνο έχει, πραγματικά, στήσει ένα «κλουβί» για την ιστορία του και για να φυλακίσει τις ηρωίδες του μέσα, όχι απλώς πανέμορφο, αλλά και αποτέλεσμα δουλειάς και μελέτης. Οι συμβολισμοί στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, τα αντικείμενα, οι εικαστικές αναφορές δεν αφήνουν χιλιοστό χώρου και δευτερόλεπτο χρόνου να φύγει χωρίς ένα ιδιαίτερο στίγμα, μια γοητευτική, σίγουρα, επιτήδευση. Το ίδιο και με τα κομμάτια του χορού, που είναι πολλά, αισθαντικά και αφηγηματικά, που θέλουν, με σαφήνεια, να συμπληρώσουν μέρη του σεναρίου, ή της χαρακτηρογραφίας. Τα οποία ο Γκουαντανίνο σκηνοθετεί και κινηματογραφεί με όλους τους τρόπους, είτε ως σκηνή τρόμου, είτε ως σκηνή αυνανισμού, με εικόνα σκονισμένη, ως εστέτ slow motion, με μεγέθυνση των κινήσεων των σωμάτων, των οστών, με μινιμαλιστικά ή γκροτέσκ κοστούμια.
Κι όμως, όλη αυτή η αισθητική και κινησιολογική μελέτη, δεν καταφέρνει στιγμή να μεταφέρει ένα συναίσθημα, να γίνει ανησυχητική, υποβλητική, ψυχαναλυτική ή, το κυριότερο, να προκαλέσει ανησυχία. Εστω κι αν η μουσική του Τομ Γιορκ, βγαλμένη από τη μεγαλύτερή του μελαγχολία, προσπαθεί να δώσει εγκεφαλικό χρώμα στο κυριολεκτικό χρώμα. Σαν την ψυχανάλυση του Δρ. Κλέμπερερ που, αν και… λακανική, εγκαταλείπεται χωρίς αποτελεσματικές συνεδρίες.
Και μαζί με όλα αυτά, ο Γκουαντανίνο φροντίζει να κάνει το γυναικείο point του, σχηματικά, αναπτύσσοντας έναν άξονα, όλο και δυναμικότερα προς το φινάλε, του ότι το κέντρο του κόσμου – τα θεμέλια της Σχολής – είναι η γυναίκα, η μητέρα (αχ, Ντάρεν Αρονόφσκι που τα έλεγες και δεν σ’ ακούγαμε), με τη μήτρα που θα γεννήσει και το καλό και το κακό. Σε μια, ας πούμε, υπαρξιακή προέκταση της «Suspiria», ή της Mother Suspiriorum, της Μητέρας των Στεναγμών, την οποία, όμως, ο ίδιος, λες από εσωτερικό κομφούζιο, οδηγεί σε αδιέξοδο. Υπάρχουν ιδέες για τη γυναικεία σημασία και ψυχοσύνθεση, αλλά κι ολόκληρα ευφάνταστα πλάνα, που η Αθηνά Τσαγγάρη έχει ήδη συμπεριλάβει στο σινεμά της.
Σ’ αυτό το μπαρόκ, σύνθετο κατασκεύασμα, οι ηθοποιοί κάνουν ό,τι μπορούν για να δώσουν ζωή, ή θάνατο, στις ηρωίδες τους, με διαφορετικά αποτελέσματα. Η Ντακότα Τζόνσον, μοιάζοντας, έτσι κι αλλιώς, με φλογερή, εύθραυστη έφηβη, ταιριάζει γάντι στη διττή Σούζι Μπάνιον, έτοιμη να φτάσει στα άκρα για να υπηρετήσει τη φύση της. Η Μία Γκοθ ενσαρκώνει θαυμάσια – και με την πιο ’70ς ταυτότητα – το ανυποψίαστο θύμα, την damsel in distress. Οσο για την Τίλντα Σουίντον, είτε είναι εκείνη που ενσαρκώνει τον Δρ. Κλέμπερερ (που είναι), είτε όχι, στο ρόλο της Μαντάμ Μπλανκ, παρότι μεταφέρει την αγέρωχη κομψότητα και τον δυσδιάκριτο, λεπτό συναισθηματισμό της, μένει μάλλον αναξιοποίητη, χωρίς μια αληθινά δυνατή σκηνή να επιδείξει τις ικανότητές της, που υπερβαίνουν και την ταινία.
Η «Suspiria» του Λούκα Γκουαντανίνο δεν είναι μια ταινία αμελητέα, είναι χάρμα οφθαλμών, αλλά μάλλον μόνον αυτών. Δεν προκαλεί ενδιαφέρον για τις ηρωίδες της, ούτε για τις ιδέες των οποίων ψήγματα διατυπώνει και, κυρίως, δεν είναι τρομακτική. Κανείς δεν θα χάσει τον ύπνο του όταν τη δει. Και σίγουρα όχι ο Ντάριο Αρτζέντο.