Οίκτος
του Μπάμπη Μακρίδη
Η νέα ταινία του Μπάμπη Μακρίδη μετά το «L», με συνσεναριογράφο τον ίδιο και τον Ευθύμη Φιλίππου και επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Σάντανς. Αποκλειστική έξοδος στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Όταν η συμφορά χτυπάει την πόρτα ενός μεσήλικα δικηγόρου, ο κοινωνικός του περίγυρος σπεύδει να του συμπαρασταθεί.
Αντλώντας ικανοποίηση από τη συμπόνοια, την ευγένεια και την προσοχή των συνανθρώπων του, δικηγόρος εθίζεται τόσο πολύ στον οίκτο τους, που δυστυχεί όταν είναι χαρούμενος και χαίρεται όταν είναι δυστυχισμένος. Δεν δέχεται τη δυστυχία των άλλων, παρά μόνο τη δική του.
Δεν είναι μυστικό, όλοι θέλουμε να αγαπηθούμε, όλοι θέλουμε να βρεθούμε στο κέντρο της προσοχής, όλοι χρειαζόμαστε μια ενθαρρυντική κουβέντα, ένα γλυκό βλέμμα, ένα κομμάτι κέικ, ένα χάδι, μια αγκαλιά. Κι αν οι περισσότεροι στις μέρες μας έχουν κόψει δρόμο στο κυνήγι της αποδοχής, της «αγάπης», του «μου αρέσεις», μέσω των social media, ο ήρωας της ταινίας του Μπάμπη Μακρίδη, πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα. Ζητάει τα likes του στην αληθινή ζωή.
Όταν η τύχη του τα προσφέρει με πικρό περιτύλιγμα -το ατύχημα που θα φέρει την γυναίκα του σε κώμα- θα αποδεχτεί την μοίρα του, αφού όπως ανακαλύπτει η επίγευση της δυστυχίας είναι γλυκιά. Είναι η γεύση της λύπης των γύρω του που μεταμορφώνεται σε συμπόνια προς αυτόν, του φρέσκου κέικ που ψήνει τακτικά για εκείνον η γειτόνισσά του. Μέχρι την στιγμή που η τύχη του θα αλλάξει κι ο ήρωας μας θα αντιληφθεί ότι μερικές φορές η δυστυχία δεν είναι καθόλου αυτό που φαντάζεσαι.
Υπάρχει φυσικά κάτι επώδυνα κωμικό στην ραχοκοκαλιά του «Οίκτου», όπως σε κάθε τι που τοποθετεί στο μικροσκόπιο την συμπεριφορά και την φύση μας, την ατελή ύπαρξή μας. Κι όπως καταλαβαίνεις γρήγορα, από την ανάγνωση της βασικής ιδέας της ταινίας, το γέλιο εδώ είναι πικρό, το χιούμορ βαθύ μαύρο. Κι όπως συμβαίνει και με την ίδια την ζωή, η καρδιά της χτυπά σχεδόν στον ρυθμό του παραλόγου.
Χτισμένη πάνω σε επαναλαμβανόμενες στιγμές, -την ίδια την ρουτίνα της καθημερινότητας- η ιστορία του «Οίκτου» χάνει στροφές στην περιδίνηση της γύρω από το κέντρο της, ταυτόχρονα με τον ήρωά της που μάταια προσπαθεί να κρατήσει μια αίσθηση κανονικότητας. Το ίδιο μάταιο θα είναι να δοκιμάσει να κατατάξει κανείς το φιλμ σε ένα συγκεκριμένο είδος αφού αυτό που κάνει καλύτερα είναι να αποδομεί τους κανόνες μιας σειράς διαφορετικών ειδών από το οικογενειακό μελόδραμα έως την μαύρη κωμωδία.
Κι αν για πολλούς θεατές η φόρμα στο «L» μπορεί να στεκόταν εμπόδιο στο να προσπελάσουν το φιλμ, εδώ η κινηματογραφική του γλώσσα, εξίσου σύνθετη κι ακριβής, δείχνει πιο ανοιχτή και «φιλική προς τον χρήστη». Την ίδια στιγμή, ακόμη κι αν ο «Οίκτος» πατά γερά πάνω σε ένα εξαιρετικό εύρημα και χτίζεται με λεπτομέρεια μοιάζει εκ φύσεως λιγότερο «περιπετειώδης», αν κι όχι λιγότερο απολαυστικός.
Με μια αποστασιοποιημένη ματιά που όπως και στο «L» βρίσκει την δική της συναισθηματική ηχώ, ο Μακρίδης μοιάζει την ίδια στιγμή να παρατηρεί τον δικηγόρο με την προσοχή που δίνει ένας ερευνητής στους μικροοργανισμούς στο τρυβλίο Πέτρι του, επιτρέποντάς σου όμως να κρυφοκοιτάξεις στην ψυχολογία του, να τον καταλάβεις κάτι στο οποίο βοηθά και η εύπλαστη υφή της ερμηνείας του Γιάννη Δρακόπουλου, ο οποίος ακόμη κι όταν ο χαρακτήρας του προβαίνει σε φρικτές πράξεις κατορθώνει να τον κάνει να μοιάζει ευάλωτος, ανθρώπινος.