Oι Τσιριτσάντσουλες δεν είναι μια ομάδα. Είναι φιλοσοφία ζωής. Είναι τρόπος επιβίωσης, δημιουργίας, επικοινωνίας ή ακόμα και φυγής. Είναι τρόπος αντίστασης και καταγγελίας. Mε άλλα λόγια είναι ένας αυτοοργανωμένος χωροχρόνος, στον οποίο συναντιόμαστε διάφοροι περιφερόμενοι καλλιτέχνες, τρελοί ή φρόνιμοι.
Η παράσταση «Πονάει το μυαλό μου» αποτελεί στην ουσία, τη συνέχεια της παράστασης Τσιριτσάντσουλες-Βαριετέ που είχε ανέβει το 2005. Τότε, με πρότυπο τα κείμενα του Καρλ Βάλεντιν από τις παραστάσεις καμπαρέ που έδινε στο μεσοπόλεμο, είχαμε φτιάξει τα δικά μας κείμενα που τα παρουσιάσαμε σαν ένα σόου Βαριετέ. Τώρα παίρνουμε τα γνήσια κείμενα του μεγάλου γερμανού θεατρίνου και μαζί με κείμενα άλλων δύο θρύλων της παγκόσμιας δραματουργίας, του ρώσου Άντον Τσέχοφ και των Βρετανών Μόντυ Πάιθον, συνθέσαμε τη φετινή μας παράσταση. Η μίξη αυτών των τριών διαφορετικών γραφών φαντάζει ίσως περίεργη. Οι δημιουργοί τους προέρχονται από τρεις τελείως διαφορετικές κουλτούρες και είναι εκπρόσωποι τριών διαφορετικών γενιών κωμικών με σχεδόν μισό αιώνα διαφορά ο ένας από τον άλλον. Κι όμως, διαβάζοντας τα μικρά διηγήματα του Τσέχοφ δεν μπορεί να μην έρθουν στο μυαλό σου εικόνες από τις ταινίες των Πάιθον και όταν βλέπεις τον «Παπαγάλο» των τελευταίων δεν μπορείς να μην ανατρέξεις στο κλασικό «το πουλί και το κλουβί» του Βάλεντιν. Έτσι λοιπόν, έστω κι αν διαφέρουν χρονικά και πολιτισμικά οι δημιουργοί, τα έργα τους συναντιώνται σε ένα ουδέτερο έδαφος. Ένα έδαφος διεθνές και διαχρονικό, αυτό της κωμωδίας. Όχι όμως μιας οποιασδήποτε κωμωδίας, αλλά μιας κωμωδίας που καταρρίπτει τις φόρμες, ανατρεπτική, σχεδόν παράλογη, που είναι δυνατόν τόσο να σε απελευθερώσει και να φέρει την κάθαρση, όσο και να σου κάψει ολοκληρωτικά τον εγκέφαλο.
Αυτό το εύφλεκτο υλικό τολμήσαμε να πάρουμε στα χέρια μας φέτος και ως μια επόμενη γενιά και εμείς κωμικών, μισό αιώνα περίπου μετά τους Πάιθον, να το παρουσιάσουμε μέσα από το πρίσμα της δικής μας ματιάς, ως ένα κωμικό μοντέλο, που επηρέασε κατά πολύ τη σκέψη και τη δημιουργικότητά μας.
Δραματοποιήσαμε τέσσερα διηγήματα του Τσέχοφ και πήραμε σκέτς από παραστάσεις του Βάλεντιν -κυρίως από το μεσοπόλεμο- και από το «ιπτάμενο τσίρκο» των Μόντυ Πάιθον. Χρησιμοποιήσαμε τις τεχνικές του αυτοσχεδιασμού, του κλόουν και της μάσκας και προσπαθήσαμε να αποδώσουμε την ουσία του πνεύματος του μουσικού αυτού και κωμικού θεάτρου που το λένε καμπαρέ.