Κάποτε στο… Χόλιγουντ
Once Upon a Time… in Hollywood
του Κουέντιν Ταραντίνο
Ο Κουέντιν Ταραντίνο ζήτησε, προσωπικά κι επίμονα, όποιος βλέπει τη νέα ταινία του, το «Once Upon a Time… in Hollywood», να μην αποκαλύπτει τα μυστικά της – οπότε, φυσικά, θα το σεβαστούμε. Μόνο που τα μυστικά της, για να εξηγούμαστε, δεν έχουν να κάνουν με ξαφνιάσματα της πλοκής, μ’ ένα συναρπαστικό whodunnit. Έχουν να κάνουν με τον τρόπο της αφήγησης, με τη σύμβαση της θέασης μιας ταινίας ή μιας τηλεοπτικής σειράς, με το αν ο Ταραντίνο θα κερδίσει τη δική μας εμπιστοσύνη να παραδοθούμε στη δική του ιστορία. Είναι μια ταινία λιγότερο «…in Hollywood» και περισσότερο «Once Upon a Time…». Είναι μια ταινία συνειδητά και απολύτως meta.
Το φιλμ επιλέγει τη χρονιά του 1969 και τον τόπο του Χόλιγουντ. Ναι, από τη μια πλευρά αυτή η στιγμή περιλαμβάνει στοιχεία τοις πάσι γνωστά. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, το κίνημα των χίπις που περνά στην πιο σκοτεινή του φάση, ο Τσαρλς Μάνσον, το Playboy mansion, είναι μια στιγμή στο χρόνο με πολιτισμικά πλούσια κι εύκολα αναγνωρίσιμη ταυτότητα – την οποία η ταινία χαϊδεύει, περιγράφει μέσα από ραδιόφωνα, χαζεύει υπνωτιστικά. Αλλά από την άλλη, είναι μια στιγμή τόσο αναγνωρίσιμη που μπορεί εύκολα ν’ ανατραπεί, από το ίδιο το entertainment.
Η ταινία συναντά δυο άντρες, δυο buddies. Τον ηθοποιό – και τέως σταρ, τώρα στο μεταίχμιο της πτώσης του – Ρικ Ντάλτον (Λεονάρντο ΝτιΚάπριο), που ξεκίνησε στο σινεμά, «ξέπεσε» σε μια τηλεοπτική σειρά που μόλις κόπηκε και, με ατζέντη του τον… Αλ Πατσίνο, διεκδικεί μια θέση στα ιταλικά σπαγγέτι γουέστερν. Και τον κασκαντέρ Κλιφ Μπουθ, έναν «αληθινό» καουμπόη αντι-ήρωα με σκοτεινό παρελθόν, που διεκδικεί μόνο την ύπαρξή του και την ηρεμία του. Οι δυο άντρες είναι αδελφικοί φίλοι, ο πρώτος πνιγμένος στις ανασφάλειες, τα δάκρυα και τον αλκοολισμό του (ο ΝτιΚάπριο είναι εκείνος που στο φιλμ αποσυντίθεται κι ανασυντίθεται υπέροχα), ο δεύτερος υποστηρικτικός (ο Μπραντ Πιτ τόσο όμορφος και ικανός όσο ποτέ στην καριέρα του), βοηθητικός, σοφέρ, μάστορας και ψυχολόγος, πιο cool κι από έναν Πολ Νιούμαν ή έναν Στιβ ΜακΚουιν, ο πραγματικός «ήρωας» απέναντι στον «ηθοποιό» του Ρικ: το ζευγάρι που, από μόνο του, ενσαρκώνει την αντίθεση της ταινίας. Οι γείτονες του Ρικ είναι «οι Πολάνσκι», ο Ρομάν και η πανέμορφη, δροσερή ηθοποιός και σύζυγός του Σάρον Τέιτ (ο Ταραντίνο κινηματογραφεί τη Μάργκο Ρόμπι σαν ηλιαχτίδα), τα χολιγουντιανά πάρτι αγγίζουν το lifestyle των παιδιών των λουλουδιών με πιο ακριβά ποτά και drugs, τα παιδιά των λουλουδιών ακολουθούν τον Τσάρλι, τον Τσαρλς Μάνσον, με βρώμικες πατούσες και φλογερό βλέμμα.
Αυτή την ιστορία, που αγκιστρώνεται από τη σχέση των δυο αντρών, τους παρακολουθεί χωριστά και τους ξαναφέρνει κοντά σ’ ένα κύκλο, ο Κουέντιν Ταραντίνο την ντύνει με μια ομορφιά σύνθετη και, τελικά, μυθική. Το κάθε του πλάνο αποτελείται από ένα κολάζ αναφορών και αισθητικών σχολίων που εκτείνεται προς το βάθος: κάποιες σκηνές θα θελήσουν δυο και τρεις θεάσεις για να… καταγραφούν σωστά στη μνήμη. Τα χρώματά του, είτε στην τεκνικολόρ αναπαραγωγή μιας τοιχογραφίας του «Γίγαντα», είτε στο λυκόφως της πόλης των αγγέλων, θυμίζει τα σημεία όπου το φιλμ 35mm, ας μην απατόμαστε, υπερέχει. Η ταινία του δεν είναι μία, είναι τρεις-τέσσερις κι άλλες τόσες σειρές, από εκρηκτικά έγχρωμες, μέχρι σκονισμένες, μέχρι ασπρόμαυρες. Ο Ταραντίνο διεκδικεί και κερδίζει την άνεση του χρόνου του και της geekiness του ώστε, απλώς επειδή θέλει να το τιμήσει, να φτιάξει ένα ολόκληρο γουέστερν (το οποίο παρακολουθούμε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του) και δυο τηλεοπτικές σειρές, για να υπάρχουν ως πλαίσιο της ιστορίας του: ούτε καν, για να υπάρχουν επειδή πάντα ήθελε να τις κάνει.
Η ομορφιά των εικόνων του Ταραντίνο (και, φυσικά, του Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον), είναι εξίσου γιγάντια κι ολόκληρο το παιχνίδι του, της μυθολογίας του πώς γύρισε την ταινία, πώς τη μόνταρε στη μουβιόλα, πόσο κόστισε (95 εκ. δολάρια περίπου), ποιοι παίζουν (η συνύπαρξη Μπραντ Πιτ και ΝτιΚάπριο στην οθόνη προκαλεί ένα συνειδησιακό σεισμό, ό,τι και να πεις), πώς πρέπει όποιος τη βλέπει να την κρατά για τον εαυτό του, είναι κι αυτά στοιχεία του παιχνιδιού του. Του να ξαναδώσει στο entertainment, είτε είναι οι κινηματογραφικές ταινίες, είτε οι τηλεοπτικές σειρές που είναι προφανές ότι λατρεύει, το μυστηριακό στοιχείο που έχουν χάσει τα τελευταία χρόνια. Να δώσει την αφορμή για μια «κοινότητα», για όσους έγιναν μύστες, να συναντηθούν, να συζητήσουν, να διαφωνήσουν, να εκτιμήσουν.
Το γεγονός βέβαια παραμένει, ότι εκτός από απολαυστική, διασκεδαστική, μ’ ένα soundtrack όπως πάντα εθιστικό, σε μια σεκάνς (μόνο) εξαιρετικά βίαιη, γενικά καθηλωτικά όμορφη και σύνθετη, ενίοτε φλύαρη, η νέα ταινία του Ταραντίνο είναι (όχι για πρώτη φορά), μια πρόκληση εγκεφαλική. Μια μέθοδος όπου άλλα βλέπουν τα μάτια κι άλλα πρέπει να επεξεργαστεί το μυαλό. Κι αυτό προκαλεί, ιδιαίτερα στο φινάλε της, μια αίσθηση αμηχανίας. Ένα ερωτηματικό: είναι ΟΚ αυτό που μόλις συνέβη; Έχει ικανό λόγο ύπαρξης; Είναι κάτι πιο φιλοσοφικό κι ανθρωπολογικό από ένα αφηγηματικό παιχνίδι; Κι εκεί καλείται ο καθένας να απαντήσει, έχοντας, όμως, ήδη παίξει. Κι εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας γιατί, once upon a time, όταν άναβαν τα φώτα συζητούσαμε.