Οι Σφυριχτές
La Gomera
του Κορνέλιου Πορομπόιου
Όχι μακριά από το πνεύμα του «Αστυνομία, Ταυτότητα», ο Ρουμάνος Κορνέλιο Πορουμπόιου κάνει ένα κωμικό νουάρ που, αν ήταν αμερικανικό, θα ήταν κι εμπορικό.
Ο Κρίστι μαθαίνει να σφυρίζει, καλύτερα κι από τη Λορίν Μπακόλ στο «To Have and Have Not». Ο δάσκαλός του, στο εξωτικό νησάκι των Καναρίων, του δίνει ξεκάθαρες οδηγίες κι επιμένει στην εξάσκηση: βάζεις στο στόμα το δάχτυλό σου, σαν γαντζάκι, άκρη-άκρη, σαν να κρατάς σκανδάλη. Η φορά πρέπει να είναι πλάγια, σαν η σφαίρα να πρόκειται να βγει από το αντίστροφο αυτί. Σουφρώνεις τα χείλη. Φυσάς.
Ο Κρίστι είναι ένας βρώμικος αστυνομικός από το Βουκουρέστι, που ζει με το βάρος της καταπιεστικής μητέρας του και μπόλικων χιλιάδων ευρώ κρυμμένων στο στρώμα. Προκειμένου να «ξεπλύνει» τον μαφιόζο που τον προστατεύει και πληρώνει, ο Κρίστι πρέπει να μάθει τη silbo, τη γλώσσα των ιθαγενών των Καναρίων, έναν κώδικα σφυριγμάτων, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος, τουλάχιστον για το χαριτωμένο εύρημα της ταινίας, ώστε ο Κρίστι και τα πρωτοπαλίκαρα του Ζολτ να συνεννοούνται χωρίς να τους καταλάβει η αστυνομία. Το κόλπο θα περιπλέξει, φυσικά, η ύπαρξη της Γκίλντα (όνομα και πράγμα, η Κατρινέλ Μάρλον σε πείθει ότι δεν υπάρχει ομορφότερη γυναίκα από εκείνη στη γη), μια femme fatale χωρίς φραγμούς και χωρίς καλοσύνη.
Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου, ο ένας από τους κεντρικούς εκπροσώπους εκείνου που χαρακτηρίζαμε ως ρουμανικό νέο κύμα, επιστρέφει στο σύμπαν του Νόμου και της απάτης του «Αστυνομία, Ταυτότητα», έχοντας, ωστόσο, ωριμάσει σκηνοθετικά κι επιχειρώντας ένα αυθεντικό νουάρ κι υπονομεύοντάς το με κυνικό χιούμορ, με μια κωμικότητα διατυπωμένη με σοβαρή έκφραση. Η φωτογραφία του ξεδιψά στα Κανάρια, χτίζοντας τις αντιθέσεις της μέρας και της νύχτας, της λάμψης και της σκοτεινιάς, σ’ έναν όμορφο, εξωτικό προορισμό. Η ψυχή της ταινίας χτυπά στην κινηματογραφική παράδοση του είδους, όπου τίποτε δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται κι όλα είναι κατά βάθος σάπια. Ο Βλαντ Ιβάνοφ ως Κρίστι έχει τη σωστή όψη και τη σωστή ερμηνεία του λιγομίλητου μπάτσου που θα πέσει θύμα των επιλογών του και μιας ωραίας γυναίκας. Όλα είναι σωστά κι όλα έχουν μια δόση χάρης.
Από την άλλη πλευρά, δεν έχουν και τίποτε παραπάνω. Το φιλμ του Πορουμπόιου είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται, χωρίς ένα άλλο επίπεδο ερμηνείας ή βάθους. Είναι ένα mainstream ρουμανικό «polar», που είναι πολύ πιθανό να γοητεύσει το γαλλικό κοινό γιατί μιμείται το δικό του κλασικό σινεμά. Είναι, όμως και παγιδευμένο στη δική του ταυτότητα. Μια εμπορική ταινία χωρίς ελκυστικά στοιχεία για ένα διεθνές ταξίδι. Πράγμα απολύτως θεμιτό για τον Ρουμάνο σκηνοθέτη, που προφανώς είχε όρεξη να παίξει με τους κανόνες του σινεμά, έστω κι αν η ταινία αφήνει μια αίσθηση ανικανοποίητου.