Κρουέλα
Cruella
Κρεγκ Γκιλέσπι
To origin στόρι της Κρουέλα ντε Βιλ. Πιο στιλάτο απ’ ότι χειραφετημένο. Με την Έμα Στόουν και την Έμα Τόμσον σε επική μονομαχία στιλ και female power.
Το ρητό πάει κάπως έτσι: «είμαι γυναίκα, ακούστε με να βρυχώμαι.»
Κι εάν ένας χαρακτήρας θα μπορούσε να πει αυτά τα λόγια με στιβαρότητα και με την απόλυτη αυτοπεποίθηση πως της ανήκουν κάθε μια από αυτές τις λέξεις που λέει, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από την Κρουέλα ντε Βιλ. Οπότε, πόσο ταιριαστό είναι αυτό το ρητό που ανοίγει στην ουσία τη origin ιστορία για μια από τις πιο εμβληματικές κακούς της Disney, σε μια ταινία η οποία όμως μέχρι το τέλος μοιάζει να επικεντρώνεται περισσότερο στο στιλ και να πασχίζει να δώσει στην Κρουέλα την φωνή που δικαιωματικά της αξίζει.
Αν ήθελε κάποιος να χαρακτηρίσει την «Κρουέλα» ως ταινία, δεν θα έπεφτε έξω αν έλεγε ότι δεν είναι απαραίτητα ένα prequel των «101 Σκυλιών της Δαλματίας», αλλά περισσότερο μια ταινία η οποία εμπνέεται μεν από το μύθο αλλά χαράζει μια δικιά της ανεξάρτητη πορεία.
Το ταξίδι ξεκινάει από τα groovy 60s, όπου και γνωρίζουμε ένα μικρό κορίτσι, την Εστέλα, η οποία προσπαθεί να είναι το καλό παιδί που θέλει η μητέρα της, αλλά μετά από ένα τραγικό συμβάν, βρίσκεται μόνη της στους δρόμους του Λονδίνου, και φτάνει μέχρι και τα fabulous 70s, όπου και πλέον μαζί με τους φίλους της, Τζάσπερ και Οράτιο, ζουν μια ζωή γεμάτη κλοπές. Μόνο που η Εστέλα έχει άλλα σχέδια για την ζωή της και το όνειρό της είναι να γίνει μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας. Όλα αυτά γίνονται πραγματικότητα όταν αρχίζει να δουλεύει για την Βαρόνη φον Χέλμαν και τον διάσημο οίκο μόδας της, Liberty, μόνο που η σχέση τους έχει ως αποτέλεσμα μία σειρά γεγονότων και αποκαλύψεων που θα οδηγήσουν την Εστέλα στο να αγκαλιάσει την σατανική πλευρά του χαρακτήρα της και να μεταμορφωθεί στη σκληρή, αδίστακτη και εκδικητική Κρουέλα.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Κρεγκ Γκιλέσπι, δεν είναι άγνωστος στην ανάδειξη δυναμικών, πολυεπίπεδων, εμβληματικών γυναικείων χαρακτήρων – θυμηθείτε το οσκαρικό «Εγώ, η Τόνια» με δυο αξέχαστες ερμηνείες από τις Μαργκο Ρόμπι και Αλισον Τζένεϊ. Οι ηρωίδες του είναι επαναστάτριες, γυναίκες που ο κόσμος βλέπει ως διαβολογυναίκες, στις οποίες ο ίδιος βρίσκει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ανθρωπιά και την κακία τους χωρίς όμως να στρογγυλεύει κανένα από τα δυο άκρα τους. Εξάλλου η Κρουέλα ποτέ, ως χαρακτήρας, δεν ήταν των δυο άκρων, του άσπρου και του μαύρου. Μοιάζει περισσότερο σα μια περίτεχνη παλέτα από αποχρώσεις του γκρίζου και σε αυτές εδώ ακριβώς προσπαθεί να επικεντρωθεί τόσο ο Γκιλέσπι όσο και οι πέντε σεναριογράφοι του, ανάμεσά τους και η Αλίν Μπρος Μακένα, γνωστή για το (συγγενικό) «Ο Διάβολος Φοράει Prada», και ο Τόνι ΜακΝαμάρα, υποψήφιος για Οσκαρ για την (συγγενική;) «Ευνοούμενη».
Ο Γκιλέσπι θέλει να κάνει κατεξοχήν μια coming of age ταινία, και να αφηγηθεί μια ενδυναμωτική ιστορία χειραφέτησης για ένα κορίτσι το οποίο μεγαλώνει χωρίς να το ενδιαφέρουν οι νόρμες, κάνει την δική της επανάσταση και στο τέλος βρίσκει την θέση της στην κοινωνία η οποία από την πρώτη στιγμή την βλέπει μόνο ως την κακιά της υπόθεσης. Στην προσπάθειά του να ισορροπήσει στην αρκετά λεπτή γραμμή για το τι είναι αυτό που τελικά διαχωρίζει στην ουσία έναν κακό από έναν αντιήρωα, παραπατάει και αφήνει τους χαρακτήρες του χαμένους μέσα σε ένα θολό τοπίο αναρχίας. Κι εδώ είναι το σημείο που το αποτύπωμα της Disney είναι εμφανές, το σημείο στο οποίο ο Γκιλέσπι συμβιβάζεται και φτιάχνει μια πιο family friendly εκδοχή της ταινίας που θα ήθελε, ανήμπορος να δείξει την πλήρη γκάμα των ικανοτήτων του, κάτι που θα έκανε την ταινία να γίνει ένα πραγματικά υπέροχο φεμινιστικό μανιφέστο.
Εκεί που φαίνεται να τα καταφέρνει κάπως καλύτερα είναι όταν αφήνει την ταινία του να εξελιχθεί ως μια μαύρη κωμωδία για την φιλοδοξία, την απληστία, την εκδίκηση, την ταξική σύγκρουση και, κυρίως, για την υψηλή μόδα όπου είναι ένας χαρακτήρας από μόνη της. Τα κοστούμια της, σχεδιασμένα και ραμμένα από την δέκα φορές υποψήφια για Όσκαρ Τζένι Μπίβαν, κλέβουν την παράσταση με αβίαστο τρόπο. Εντυπωσιακά μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια, κάνουν την ταινία να δείχνει σε στιγμές σαν ένα υπερπολυτελές haute couture ντεφιλέ κάποιου οίκου μόδας, με εκρήξεις punk rock αισθητικής που μπορεί να ζήλευε μέχρι και η Βίβιαν Γουέστγουντ. Η μόδα στην ταινία δεν υπάρχει μόνο για να κάνει τους ηθοποιούς απλά να δείχνουν ωραίοι και σικ, αλλά και για να ολοκληρωθεί ένα fashion statement – επαναστατικό όσο και το εξαιρετικό soundtrack με επιλογές από Νίνα Σιμόν, The Stooges, Deep Purple, Blondie, The Clash και The Rolling Stones.
Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκονται δυο εξαιρετικά ταλαντούχες ηθοποιοί, οι οποίες δίνουν στους αντισυμβατικούς χαρακτήρες τους τον δυναμισμό και την αγριότητα που λείπει από το σενάριο, χωρίς να απολογούνται – ευτυχώς – για τίποτα. Από τη μία έχουμε την Έμα Στόουν η οποία δείχνει να διασκεδάζει απίστευτα στον ρόλο της ως μια γυναίκα η οποία μεταμορφώνεται σε ένα αδίστακτο πλάσμα που θα κάνει τα πάντα για να πάρει αυτό που θέλει, αφήνοντας ως ψίχουλα ταυτόχρονα ψήγματα ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Και από την άλλη έχουμε μια Έμα Τόμσον η οποία σχεδόν απειλεί να κλέψει την προσοχή από την Στόουν, ως διαβολικά κακιά και ψυχρή Βαρόνη φον Χέλμαν σ’ έναν ρόλο που μια άλλη ηθοποιός θα ξεπέταγε γρήγορα ως μια γραφική καρικατούρα. Κρίμα μόνο που οι δευτερεύοντες χαρακτήρες μένουν απλά στο παρασκήνιο και ποτέ δεν έχουν την ευκαιρία να αναδυθούν από το σκοτάδι.
Καθώς λίγο πριν το φινάλε ακούγεται το «Sympathy for the Devil» των Rolling Stones, είναι φανερό πως και η «Κρουέλα» δεν σταματά να αποζητά και την δική μας συμπονετική αποδοχή, και εν μέρει το πετυχαίνει. Όμως ποτέ δεν καταφέρνει να αφήσει αυτό το σαρωτικό βρυχηθμό που περιμένεις (και έχει υποσχεθεί) να αντηχήσει σε όλη την διάρκειά της ταινίας. Ο Γκιλέσπι την κάνει να λάμπει λες και βρίσκεται κάτω από τα φώτα μιας φανταχτερής πασαρέλας, η οποία όμως, μόλις αυτά σβήσουν, προδίδει αμέσως τις ατέλειές της ακόμα και κάτω από την διαχρονική γοητεία του ασπρόμαυρου. Αλλά τουλάχιστον το πετυχαίνει με (απαράμιλλο) στιλ.