Category Archives: Εκδηλώσεις

Το electric knife μαζί με την ηχητική ομάδα ACCION MUTANTE collective θα σας παρουσιάσει τo ΣΑΒΒΑΤΟ 16 Δεκέμβρη 2023, μια βραδιά ηλεκτρονικού πειραματισμού, drones και θορυβισμού στο Αυτο/ζόμενο στέκι στο ΔΙΠΑΕ ΚΑΒΑΛΑΣ

Το electric knife (πρώην δισκάδικο στο Λονδίνο/international mail-order) μαζί με την ηχητική ομάδα ACCION MUTANTE collective θα σας παρουσιάσει τo ΣΑΒΒΑΤΟ 16 Δεκέμβρη 2023 στο Αυτο/ζόμενο στέκι στο ΔΙΠΑΕ ΚΑΒΑΛΑΣ

Μια βραδιά ηλεκτρονικού πειραματισμού, drones και θορυβισμού

15 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ Η ΕΛ.ΑΣ. ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ – ΤΡΙΤΗ : 5/12 στις 20:30 στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας προβολή του ντοκιμαντέρ ”Εξέγερση Δεκέμβρης 2008: Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά” – ΤΕΤΑΡΤΗ 6/12 στις 18:00 στο Δημοτικό κήπο Καβάλας Συγκέντρωση – Μικροφωνική

Εξέγερση Δεκέμβρης 2008: Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά

Το ντοκιμαντέρ αυτό το γύρισε η Κλεμ, μία Γαλλίδα συντρόφισσα που έμενε εκείνον τον καιρό στην Αθήνα, στην κατάληψη της Σκαραμαγκά. Δυστυχώς, η Κλεμ έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2013, αφήνοντας την ταινία λίγο πριν από την τελική μορφή που θα ήθελε να της δώσει. Παρόλα αυτά, οι κοντινοί της άνθρωποι σε Ελλάδα και Γαλλία κρίναμε ότι η ταινία μπορεί να προβληθεί ως έχει, και πιστεύουμε ότι έχει ιδιαίτερη αξία, καθότι πρόκειται για πρωτότυπο υλικό που δεν υπάρχει αντίστοιχό του για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, γυρισμένο από και για το κίνημα, το καλοκαίρι του 2010, όταν οι μνήμες της εξέγερσης του Δεκέμβρη ήταν ακόμα πολύ νωπές στο μυαλό και την ψυχή όλων μας. Μετά λοιπόν από αρκετό καιρό ολοκληρώσαμε τον υποτιτλισμό και προσθέσαμε ένα επεξηγηματικό σημείωμα στο τέλος για την Κλεμ και την πορεία αυτής της ταινίας. Ο τίτλος που αποφασίσαμε να δώσουμε στην ταινία είναι το σύνθημα “Μόνος σου θα πας πιο γρήγορα, μαζί θα πάμε πιο μακριά”, που ήταν από τις αγαπημένες φράσεις της Κλεμ.

Συντροφικά, κάποιοι φίλοι της Κλεμ…

ΤΡΙΤΗ 21/11/2023, ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”WEEK – END”, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Week-end

του Ζαν-Λικ Γκοντάρ

H ταινία που σήμανε το οριστικό φινάλε στο «αστικό σινεμά» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και προφήτευσε τον Μάη του ’68.

Τέλος της ιστορίας. Τέλος του σινεμά.

Αυτό ήταν για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ το «Week-end», μια ταινία πού όχι μόνο σφράγισε το τέλος της πρώτης περιόδου του «αστικού σινεμά» της καριέρας του, αλλά προ οικονόμησε, ένα χρόνο πριν, το ξέσπασμα του Μάη του 68, αυτού του σαρωτικού κινήματος αμφισβήτησης, του οποίου ο Γάλλος σκηνοθέτης υπήρξε ταγός και πρωτοπόρος.

Κι αν υπάρχει μια ταινία στη φιλμογραφία του, η οποία είναι όντως η αλήθεια σε 24 πλάνα το δευτερόλεπτο και το ψέμα σε κάθε λήψη, αυτή δεν είναι άλλη από το «Week-end», όπου τα πάντα και οι πάντες μοιάζουν να βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους: ο σκηνοθέτης με το θέμα του, τους ηθοποιούς του και τους θεατές, ο ήχος με την εικόνα, το σημείο με το σημαινόμενο, το σινεμά ως αναπαραστατική απεικόνιση της αλήθειας με τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο πόλεμος αυτός ξεκινά ήδη από τον τίτλο. Το Week-end, συμβολικό τέλος της εργάσιμης εβδομάδας και χρόνος ανάπαυσης, δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα του καπιταλιστικού τρόπου οικονομικής οργάνωσης και του καταμερισμού της εργασίας, μία φαινομενική κατάκτηση των εργαζομένων, αλλά ουσιαστικά αναπόσπαστο τμήμα της ορθολογικοποίησης της παραγωγής, όπως την εμπνεύστηκε ο Χένρι Φορντ. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η χρονική περίοδος στην οποία ο Γκοντάρ, τοποθετεί το ταξίδι του πρωταγωνιστικού του ζεύγους, του Ρολάν και της Κορίν, ενός ανδρόγυνου εύπορων μεσοαστών, οι οποίοι ενώ ήδη από τα πρώτα πλάνα της ταινίας μηχανορραφούν ο ένας το χαμό του άλλου, αποφασίζουν από κοινού να ταξιδέψουν μαζί στη γαλλική επαρχία προκειμένου να εξασφαλίσουν την κληρονομιά του ετοιμοθάνατου πατέρα της Κορίν, καταφεύγοντας ακόμα και στο φόνο της μητέρας της, αν αυτό χρειαστεί.

Το ταξίδι αυτό φυσικά (κι αναμενόμενα, σε ταινία του Γκοντάρ βρισκόμαστε) θα λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μετά από ένα μποτιλιάρισμα και ένα από τα διασημότερα τράβελινγκ στην ιστορία του σινεμά, μια πένθιμη πομπή για το τέλος της αστικής τάξης, την οποία ο ίδιος ο Γκοντάρ υπονομεύει με τη συνεχή χρήση μεσότιτλων, το ζευγάρι θα συναντήσει στην διάρκεια αυτού του Σαββατοκύριακου, που μόνο 48 ώρες δεν διαρκεί, πτώματα, κατεστραμμένα αυτοκίνητα, επαναστάτες, κακοποιούς, ιστορικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες περασμένων αιώνων, ακόμα και το ίδιο το κινηματογραφικό συνεργείο που τους ακολουθεί. Η ατέρμονη περιήγηση σε ένα κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό τοπίο που μοιάζει να αντικατοπτρίζει τη σήψη και το τέλμα όλων των χαρακτήρων που έχουν περάσει από την ταινία θα καταλήξει στο πατρικό της Κορίν και στο φόνο, τότε όμως είναι που οι δύο πρωταγωνιστές θα πέσουν στα χέρια μιας ομάδας κανίβαλων τρομοκρατών που αρέσκονται στο να απαγγέλουν χωρία από τα Άσματα του Μαλντορόρ και να μιλούν συνθηματικά μεταξύ τους με τίτλους από ταινίες.

Σε μια εποχή αναβρασμού και άρνησης των δομών και των παγιωμένων αντιλήψεων της καθεστηκυίας τάξης, με τον Ρολάν Μπαρτ να διακηρύσσει το θάνατο του δημιουργού και τη γέννηση του αναγνώστη και τον Ζακ Λακάν να επανατοποθετεί το ασυνείδητο (και την αδυναμία της γλώσσας να το εκφράσει) στο επίκεντρο του ψυχαναλυτικού προβληματισμού, ο Γκοντάρ βλέπει το τέλος του Δυτικού πολιτισμού και το τέλος του σινεμά ως μια κατάμαυρη σάτιρα, όπου κανείς δε γελάει γιατί αδυνατεί να κατανοήσει το αστείο, αποχαυνωμένος μέσα στις αφηγηματικές συμβάσεις ενός κινηματογράφου που έχουν ευνουχίσει την κριτική σκέψη του θεατή.

Η ειρωνεία είναι από την αρχή σαφής και πολυεπίπεδη. Το Week-end είναι μια ταινία που «βρίσκεται σε μια χωματερή», «ανεμοδαρμένη στο σύμπαν», όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης σπεύδει να μας προϊδεάσει σε δύο από τους μεσότιτλους, οι οποίοι κάνουν διαρκώς την εμφάνισή τους υπονομεύοντας όχι μόνο τη ροή, αλλά και την ίδια την αξιοπιστία των όσων συμβαίνουν στην οθόνη, αποπροσανατολίζοντας και σπαζοκεφαλιάζοντας το θεατή, που βγαίνει από το λήθαργο της παθητικής πρόσληψης και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το σημειολογικό βομβαρδισμό που δέχεται.

Τίποτα δε μένει όρθιο στην επίθεση του Γκοντάρ. Ο γάμος και η αγία οικογένεια αποδομούνται από την αρχή κιόλας με το κάθε άλλο παρά μονογαμικό ζευγάρι να δολοπλοκεί αμφοτέρωθεν και να εποφθαλμιά μία κληρονομιά, η οποία είναι τελικά ο μοναδικός συνδετικός κρίκος. Η λογοτεχνία δια μέσου της ίδιας της Εμιλι Μπροντέ ρίχνεται κυριολεκτικά στην πυρά ως άλλος ένας μηχανισμός εφησυχασμού της αστικής τάξης. Ο διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση λοιδορούνται από την δημαγωγική παρουσία του συνεργάτη του Ροβεσπιέρου Σεντ Ζιστ. Η σύγχρονη μουσική είναι «πιθανότητα η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία του πολιτισμού». Ο καταναλωτισμός γίνεται η νέα θρησκεία και τα κατ’ εξοχήν σύμβολά του, τα αυτοκίνητα, είναι οι νέοι ναοί, όπου δοξολογείται η ευμάρεια, καταλήγουν όμως φλεγόμενα σαράβαλα σε κάθε γωνιά των επαρχιακών δρόμων, οι οποίοι δεν ενώνουν πλέον μέρη, ούτε ιδέες, όπως έκαναν κάποτε, αλλά δικτυώνουν την εντροπική παθογένεια.

Οι αναφορές του Γκοντάρ είναι ανεξάντλητες: Ο Ζορζ Μπατάιγ και Η «Ιστορία του Ματιού», ο Λιούις Κάρολ και «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ο Λουί Μπουνιουέλ και ο «Εξολοθρευτής Αγγελος», ο Φρίντριχ Ενγκελς και «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», ο Μότσαρτ, ο Μπέργκμαν, ο Μπρεχτ και ο Χομπς είναι μερικές μόνο από τις κρυφές ή φανερές, αλλά σίγουρα αντιφατικές κι ετερόκλητες συνιστώσες ενός έργου πολύσημου, αναρχικού και ταυτόχρονα άψογα δομημένου, το οποίο αποδομεί στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό, όχι μόνο μέσω της κατακερματισμένης αφήγησης και της αποστασιοποίησης, αλλά τοποθετώντας τους ίδιους τους ηθοποιούς να αναφωνούν στα μισά κιόλας ότι «πρωταγωνιστούν σε μια σάπια ταινία, γεμάτη τρελούς ανθρώπους».

Αυτός είναι ένας μόνο από τους πολλούς αφορισμούς που ακούγονται στην ταινία, με τους οποίους ο Γκοντάρ πάντα αρεσκόταν να κλείνει το μάτι και να βγάζει τη γλώσσα στην τέχνη που σε όλη του την καριέρα προσπάθησε να υπηρετήσει διαλύοντάς την στα εξ ων συνετέθη. Η ιστορία αλλά και η φιλμογραφία του σκηνοθέτη απέδειξαν τελικά ότι η επανάσταση απέτυχε και το μόνο που έμεινε είναι ο ίδιος κυνισμός με τον οποίο η πρωταγωνίστρια Μιρέιγ Νταρκ μασουλά τα εντόσθια του συζύγου της, αφήνοντας κάτι περισσότερο για μετά.

Ίσως τελικά το «Week-end» να μην είναι τίποτα περισσότερο από αυτό.

ΣΑΒΒΑΤΟ 9/9/2023 στο παρκάκι της Κατάληψης Βύρωνος 3 Καβάλα στις 22:00 – NO TAG SESSIONS dj set Fotis Kalenis

Συλλογή πρώτων ειδών για πλυμμηροπαθεις :
Εμφιαλωμένα Νερά
Τρόφιμα
Κουβέρτες
Βρεφικά Είδη
Ζωοτροφές
Γαλότσες
Αδιάβροχα
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ

ΕΚΔΗΛΩΣΗ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ”ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ”, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 01/09/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΠΑΡΚΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΒΥΡΩΝΟΣ 3

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ

Το ντοκιμαντέρ αυτό συνομιλεί με τη ρωγμή που αφήνει το ψυχικό τραύμα της αστυνομικής βίας μέσα από τις ιστορίες που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία. Οι οικογένειες του Κώστα Φραγκούλη και του Νίκου Σαμπάνη οι οποίοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από ένστολους της ΕΛΑΣ, ο πατέρας του Βασίλη Μάγγου που βασανίστηκε από τις αστυνομικές αρχές στον Βόλο καθώς και επιζώντες από την αστυνομική αυθαιρεσία καταθέτουν το βίωμα, το πένθος τους και την ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνη. Στη διαδρομή της εξιστόρησης της μνήμης τους, πλαισιώνονται από επιστήμονες που φωτίζουν πολύπλευρα τις πτυχές του τραύματος στο οποίο υποβλήθηκαν βίαια.
Μαρτυρίες (με αλφαβητική σειρά):
Γούλας Λάμπρος (Θύμα αστυνομικής βίας στα Εξάρχεια)
Λώλος Μάριος (Φωτορεπόρτερ – Θύμα αστυνομικής βίας)
Μάγγος Γιάννης (Πατέρας Βασίλη Μάγγου θύματος αστυνομικής βίας)
Μπόλαρη Τατιάνα( Φωτορεπόρτερ – Θύμα αστυνομικής βίας)
Παπαζαχαρουδάκης Άρης (Θύμα αστυνομικής βίας στη ΓΑΔΑ)
Σαμπάνης Γιάννης (Πατέρας Νίκου Σαμπάνη θύματος αστυνομικής βίας)
Σαμπάνη Μαρία (Μητέρα Νίκου Σαμπάνη θύματος αστυνομικής βίας)
Φραγκούλης Παύλος (Πατέρας Κώστα Φραγκούλη θύματος αστυνομικής βίας)
Φραγκούλης Σάββας (Παππούς Κώστα Φραγκούλη θύματος αστυνομικής βίας)
Αλέξανδρος (Θύμα αστυνομικής βίας στην πλατεία Νέας Σμύρνης)
Συμμετέχουν (με αλφαβητική σειρά):
Παπαϊωάννου Κωστής (Διευθυντής Σημείου για τη μελέτη της ακροδεξιάς)
Παπαρρούσου Άννυ (Δικηγόρος)
Τσουκαλά Νατάσα (Ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Université Paris-Saclay) Χρηστίδη Έλενα-Όλγα (Ψυχολόγος, επιστημονική υπεύθυνη Orlando LGBT)
Συντελεστές:
Έρευνα – Συνεντεύξεις: Χρύσα Λύκου
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Παναγιωτακόπουλος
Μοντάζ: Βαγγέλης Παναγιωτακόπουλος, Χρύσα Λύκου
Ηχοληψία: Διονύσης Αντύπας
Κάμερα: Πάνος Λαμπρόπουλος
Διεύθυνση παραγωγής: Χρύσα Λύκου
Τη μουσική έγραψε ο Κωσταντής Παπακωνσταντίνου

Προβολή της ταινίας ”ASTEROID CITY”, Τρίτη 29/08/2023, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Asteroid City

Βρισκόμαστε στο 1955 στη μέση της ερήμου των νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και στην Asteroid City που μετρά 87 κατοίκους. Το όνομά της το πήρε επειδή κάποτε ένας μετεωρίτης είχε πέσει σε κοντινό σημείο δημιουργώντας έναν κρατήρα. Εκεί, θα καταφθάσουν τουρίστες και νεαροί αστροπαρατηρητές με τους γονείς τους για ένα συνέδριο.

Το συνέδριο δίνει σε μερικά από αυτά τα παιδιά την ευκαιρία να παρουσιάσουν τις πρωτοποριακές τους εφευρέσεις. Όταν ένας εξωγήινος εισβάλει στην περιοχή, όμως, ο στρατός θα αναγκαστεί να βάλει σε καραντίνα την πόλη, απαγορεύοντας σε όλους να φύγουν. Όλα αυτά που παρακολουθούμε βέβαια είναι μέρος μίας τηλεοπτικής εκπομπής βασισμένη στο θεατρικό του θρυλικού Conrad Earp.

Αυτή είναι η κάπως ομολογουμένως περίπλοκη σύνοψη της νέας ταινίας του Wes Anderson, σε σενάριο του ίδιου και του Roman Coppola, ενώ πρωταγωνιστεί ένα all-star cast ηθοποιών όπως είναι οι: Jason Schwartzman, Scarlett Johansson, Tom Hanks, Jeffrey Wright, Tilda Swinton, Bryan Cranston, Edward Norton, Adrien Brody, Liev Schreiber, Hope Davis, Stephen Park, Rupert Friend, Maya Hawke, Steve Carell, Matt Dillon, Hong Chau, Willem Dafoe, Margot Robbie, Tony Revolori, Jake Ryan και Jeff Goldblum. Διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Robert Yeoman, ενώ στη μουσική ακούμε τις γλυκιές μελωδίες του Alexandre Desplat.

Οι ταινίες του Anderson, είναι σε όλους μας γνωστές για τα σχολαστικά σχεδιασμένα σκηνικά τους, τα οποία παρουσιάζουν πάντα μία ξεχωριστή και ιδιαίτερη αισθητική που μεταφέρει τους θεατές σε ένα προσεκτικά κατασκευασμένο σύμπαν. Από τη συμμετρία του πλαισίου μέχρι τις τολμηρές χρωματικές παλέτες, η προσοχή του Anderson στη λεπτομέρεια είναι μοναδική. Κάθε καρέ μοιάζει με έναν εξαιρετικό πίνακα ζωγραφικής, ξυπνώντας μέσα μας ένα αίσθημα μελαγχολίας και νοσταλγίας.

Η χρήση του χρώματος βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς παίζει καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της αφήγησης και στην πρόκληση συναισθημάτων. Η σχολαστική προσοχή στις χρωματικές επιλογές δημιουργεί μια οπτική γλώσσα που εμπλουτίζει την αφήγηση και προσθέτει βάθος στους χαρακτήρες. Αναζητώντας απεγνωσμένα την λύτρωση, οι πολύπλοκοι χαρακτήρες του, γεμάτο παραξενιές, υπερβολικοί, ιδιότροποι και εκκεντρικοί, είναι εύκολο να σου κλέψουν την καρδιά.

Για το Asteroid City, όσο αφορά το ύφος αλλά και το περιεχόμενό του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκεται κάπου μεταξύ στο Moonrise Kingdom και στο The Life Aquatic With Steve Zissou. Ας ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι. Αν δεν είσαι fan του σινεμά του, η συγκεκριμένη ταινία δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να σε ακουμπήσει.

Εδώ, η meta-αφήγηση του σκηνοθέτη είναι πολύ πιθανό να πετάξει έξω αρκετούς θεατές, ιδιαίτερα αυτούς που δεν έχουν καμία επαφή με το σινεμά του από προηγούμενες ταινίες. Ωστόσο, θεματικά εξερευνάει και πάλι την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, την παιδική ηλικία αλλά και τον θάνατο. Πάντοτε μέσα από το off-beat χιούμορ του αλλά και από τις άβολες σκηνές που τοποθετεί τους χαρακτήρες του.

Ο Wes Anderson διανύει την καλύτερη περίοδο της καριέρας του. Μετά το French Dispatch και την λογική ενός περιοδικού να ζωντανεύει στην οθόνη σου, έτσι και το Asteroid City, σε τοποθετεί σε μία ιστορία, μέσα σε μία άλλη ιστορία.

Το κινηματογραφικό του όραμα αποτελεί απόδειξη της δυναμικότητας που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης όταν μένει πιστός και αυθεντικός απέναντι στις δημιουργίες του. Καταφέρνει συνεχώς να ξεπερνάει τα παραδοσιακά όρια του είδους φτιάχνοντας ταινίες τόσο για τους λάτρεις των arthouse, όσο και για το ευρύτερο κοινό.

Με το ξεχωριστό του οπτικό στυλ, την ιδιόρρυθμη και πάντα ενδιαφέρουσα αφήγηση αλλά και με τους εκκεντρικούς του χαρακτήρες, έχει κατακτήσει μία θέση στην βιομηχανία του κινηματογράφου από την οποία δύσκολα θα βρεθεί κάποιος για να του την πάρει.

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”RHEINGOLD”, ΤΡΙΤΗ 01/08/2023, ΣΤΙΣ 21:30, ΣΤΟ ΠΑΡΚΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΒΥΡΩΝΟΣ 3

Το Χρυσάφι του Ρήνου

Rheingold

του Φατίχ Ακίν

Μια απίστευτα αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου και του roller coaster που ήταν η ζωή του σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στη Γερμανία για τον Φατίχ Ακίν.

Ο Κούρδος Γκιγουάρ Χατζαμπί γεννήθηκε μέσα σε φυλακή στο Ιράκ κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ στις αρχές του 1980. Είκοσι χρόνια περίπου μετά «ξαναγεννήθηκε» σε μια άλλη φυλακή στη Συρία, ηχογραφώντας τον πρώτο του δίσκο με το όνομα Xatar και έγινε ένας από τους διασημότερους καλλιτέχνες του χιπ-χοπ στη Γερμανία.

Ενδιάμεσα, η ζωή του έρχεται ιδανικά να πάρει οπερατικό κινηματογραφικό τίτλο από το πρώτο μέρος της αριστουργηματικής, επικής τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν», αλλά και να σκηνοθετηθεί από τον Φατίχ Ακίν σαν μια βιογραφία που, κάπου ανάμεσα στο success story και το «απίστευτο κι όμως αληθινό» ολοκληρώνεται ως μια σύγχρονη παραβολή πάνω στις έννοιες της αδικίας και της δικαίωσης, της ύβρης και της κάθαρσης, του εγκλήματος και της τιμωρίας, της προσπάθειας και της επιτυχίας.

Βασισμένο στην αυτοβιογραφία του Χατζαμπί (με τίτλο «All or Nothing: We Say the World Belongs to You»), το φιλμ του Φατίχ Ακίν συναρμολογεί χρονικά τη ζωή του ήρωα του, από τη γέννηση του σε μια σπηλιά με νυχτερίδες κάτω από τη Γη, την εξορία της οικογένειας του στο Παρίσι, από εκεί στη Βόννη, στις πρώτες συμμορίες, τη διακίνηση μικροποσοτήτων ναρκωτικών, την πρώτη γνωριμία με την κουλτούρα του χιπ-χοπ, την απόδρασή του στην Ολλανδία και τον κόσμο των νυχτερινών κλαμπ και από εκεί πάλι πίσω στη Γερμανία και το μεγάλο κόλπο με τη ληστεία του φορτηγού που μεταφέρει τα χρυσά δόντια των νεκρών από όλη τη χώρα.

Η ταινία ξεκινάει από τη φυλάκιση του Χατζαμπί στη Σύρια και την άρνηση του να απαντήσει «που βρίσκεται ο χρυσός» και ξαναγυρίζει εκεί αφού μέσα στο κελί θα καταφέρει να βρει τη φωνή του, αφήνοντας πίσω του το βίο και την πολιτεία του ανθρώπου που υπήρξε.

Στο πρώτο μέρος, ο Φατίχ Ακίν που γνωρίζουμε και αγαπάμε «δίνει πόνο» (βλ. στιγμές αφοπλιστικού ρεαλισμού) ειδικά στο κομμάτι της ενηλικίωσης του ήρωα του στη Γερμανία), τραβώντας γραμμές προς κάθε κατεύθυνση που φωτίζουν όλες τις πτυχές της προσωπικότητας ενός ταλαντούχου αλλά χαμένου ανθρώπου που ήταν μοναχικό παιδί και που ενηλικιώθηκε προσπαθώντας να βρει ταυτότητα και «σπίτι» σε λάθος μέρη. Οι χαρισματικοί ηθοποιοί που υποδύονται τον Χατζαμπί σε διαφορετικές ηλικίες έρχονται να συναντήσουν τον Εμίλιο Σακράγια, τον τέλειο ηθοποιό στο τέλειο κάστινγκ – όχημα για να τρέξει ακόμη περισσότερο η καταιγιστική αφήγηση μιας ζωής που ήταν σαν φτιαγμένη να γίνει σινεμά.

Στο δεύτερο μέρος, η προσωπική διαδρομή του Χατζαμπί δυστυχώς παραμερίζεται προκειμένου να χαρτογραφηθεί – αλά Γκάι Ρίτσι (και λίγο «του φτωχού») – η θρυλική ληστεία με τα χρυσά δόντια που έγινε το μεγάλο κατόρθωμα του Xatar και ο λόγος για τον οποίο έγινε διάσημος πριν ακόμη γίνει ακόμη πιο διάσημος, μπαίνοντας στη φυλακή και ηχογραφώντας το πρώτο του άλμπουμ σε ένα παράνομα περασμένο από την πύλη κασετοφωνάκι, μονώνοντας τον ήχο κάτω από κουβέρτες.

Εκεί σε αυτές τις μοναδικές – αστείες και ταυτόχρονα τραγικές – στιγμές που ο κύκλος της ζωής του ήρωα του κλείνει για να ελευθερώσει ένα κοσμοπολίτικο heist movie και να επιστρέψει στην αρχική ταινία ενηλικίωσης, ο Ακίν αποδεικνύεται ικανότατος χειριστής του genre-bending και του φωτεινού γυρίσματος μιας σκοτεινής ιστορίας (με άλλους όρους και εντελώς αντίθετα αποτελέσματα το είχε κάνει ξανά στο αποτρόπαιο «Χρυσό Γάντι», την πρώτη του κινηματογραφική βιογραφία).

Γοητευμένος – αν όχι συνεπαρμένος (και αυτό δεν το λέμε για καλό) από τον ήρωα του – στρογγυλεύει (κατά το απόλυτα κινηματογραφικό) το μήνυμα μιας παραβολής που υπό συνθήκες εξωραΐζει την παρανομία, αλλά σε κάθε περίπτωση το τραγούδι που συνθέτει λέει με τον δικό του τρόπο μια αφοπλιστική αλήθεια για το που πρέπει να ψάξει κανείς (μέσα του) για να βρει το πραγματικό χρυσάφι.