Category Archives: Εκδηλώσεις

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΄΄ INVESTIGATION OF A CITIZEN ABOVE SUSPICION”, ΤΡΙΤΗ 07/03/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

«Υπεράνω Πάσης Υποψίας» (1970) του Έλιο Πέτρι

Indagine su un Cittadino al di Sopra di Ogni Sospetto
Ιταλία 1970
Σκηνοθεσία:
 Έλιο Πέτρι Σενάριο: Έλιο Πέτρι, Ούγκο Πίρο Φωτογραφία: Λουίτζι Κουβέιλλερ Μουσική: Ένιο Μορικόνε Πρωταγωνιστούν: Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Φλορίντα Μπόλκαν, Σέρτζιο Τραμόντι, Οράτσιο Ορλάντο, Τζιάνι Σαντούτσιο, Σάλβο Ραντόνε

Από τους «Καταραμένους» (1969) του Βισκόντι και τον «Κομφορμίστα» του Μπερτολούτσι (1970) μέχρι το «Σαλό, 120 Μέρες στα Σόδομα» (1975) του Παζολίνι, το ιταλικό σινεμά βρίθει από ζοφερές απεικονίσεις της εξουσίας ως εκφάνσεις φασιστικής ιδεολογίας και πολυτελούς παρακμής. Πιο κοντά στη φιλοσοφία αλλά και στην αισθητική του δεύτερου, το «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» («Investigation of a Citizen Above Suspicion») ποζάρει παραπλανητικά ως θρίλερ αστυνομικού μυστηρίου, με τη σημαντική λεπτομέρεια ότι γνωρίζουμε από την αρχή τον ένοχο.

Ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ υποδύεται έναν επιθεωρητή αστυνομίας ο οποίος χρίζεται υπεύθυνος μυστικής αστυνομίας που αναλαμβάνει την κατάπνιξη κάθε ανατρεπτικού στοιχείου. Στην εναρκτήρια σεκάνς επισκέπτεται την ερωμένη του (Φλορίντα Μπόλκαν), η οποία τον υποδέχεται με την ερώτηση «Πώς θα με σκοτώσεις αυτή τη φορά;». «Θα κόψω τον λαιμό σου», απαντά εκείνος, και λίγο αργότερα, εν μέσω ερωτικών περιπτύξεων, θα πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του.

Η σαδομαζοχιστική σχέση τους (που ξετυλίγεται μέσα από εκτεταμένα φλας μπακ που περιγράφουν τις συναντήσεις τους ως αναπαραστάσεις εγκλημάτων που αυτός έχει διαλευκάνει, με εκείνη να υποδύεται το θύμα) είναι μόνο ένα κομμάτι του καθηλωτικού παζλ που κατασκευάζει ο Πέτρι, θέτοντας στο στόχαστρο του τη διαφθορά και την αλαζονεία της εξουσίας. Η απόλυτη ταύτιση της επίσημης αστυνομίας με τον φασισμό εκφράζει τις αντικαθεστωτικές πεποιθήσεις του δημιουργού και αντικατοπτρίζει τα δρακόντεια μέτρα καταστολής των ιταλικών κυβερνήσεων της εποχής.

Αφού διαπράξει με παγερή ψυχραιμία τη δολοφονία, ο ήρωας τοποθετεί εσκεμμένα στον τόπο του εγκλήματος ενοχοποιητικά για τον ίδιο στοιχεία, πεπεισμένος ότι αποτελεί πολίτη υπεράνω υποψίας. Αργότερα θα επιστρέψει με την επίσημη ιδιότητά του, μανιπουλάροντας τους συναδέλφους του αλλά και τα μίντια, κατασκευάζοντας μάρτυρες και σπρώχνοντας στα άκρα τα όρια του απυρόβλητου της θέσης του. Καθώς βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στην ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να τον αγγίξει, ένα τρομακτικό ερώτημα αναδύεται: Μήπως όλο αυτό δεν αποτελεί απλά τη φαντασίωση ενός παρανοϊκού μυαλού, αλλά μία πιθανή πραγματικότητα; Ή μήπως στόχος είναι να προκαλέσει την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού;

Με συμμάχους τη σαρδόνια ερμηνεία του Βολοντέ και ένα από τα πιο εκκεντρικά σάουντρακ του Ένιο Μορικόνε, ο Πέτρι κινηματογραφεί με μια αεικίνητη κάμερα αυτή τη σύνθετη, αντεστραμμένη καφκική παραβολή, που λειτουργεί εξίσου ως ψυχολογικά ακριβές πορτρέτο ενός χαρισματικού ψυχοπαθή και ως αιχμηρό πολιτικό σχόλιο πάνω στην ίδια την ψυχοπαθολογία της εξουσίας.

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”ADU”, ΤΡΙΤΗ 21/02/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Τρεις ανεξάρτητες δραματικές κατά βάση ιστορίες με ένα κοινό φόντο, την Αφρική και τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις.

Στην μια ιστορία ο Αντού (του τίτλου) προσπαθεί να ξεφύγει από κυνηγούς ελεφάντων, που τους έχει δει να σκοτώνουν εν ψυχρώ έναν από τους τελευταίους που έχουν απομείνει στο χωριό Μπούμα του Καμερούν, για να πάρουν τους χαυλιόδοντες που θεωρούνται «ευγενές» υλικό μεγάλης αξίας. Ο μικρός Moustapha Oumarou, που παίζει για πρώτη φορά είναι εξαιρετικός ως Αντού που περνάει τα πάνδεινα για να βρεθεί σε έναν καλύτερο κόσμο.

Στη δεύτερη ιστορία έχουμε την τυπική σχέση πατέρα και κόρης. Εκείνος, ο Γκονζάλο (πολύ καλός ο Luis Tosar που τον γνωρίζουμε από τα φιλμ «Κελί 211», «Ο θυρωρός» και «Μέσα απ’ τα μάτια σου») είναι Ισπανός ταγμένος στην προστασία των ελεφάντων. Φτάνει αργά στο Μπούμα με αποτέλεσμα να μην προλάβει να σώσει τον τελευταίο ελέφαντα, που ο Αντού έχει δει να τον σκοτώνουν. Εκείνη, η Σάντρα (Anna Castillo) είναι μαζί του, έχει μόλις ενηλικιωθεί, «τα ξέρει όλα» και θέλει να ζήσει μόνη της σε έναν σκληρό κόσμο. Ο πατέρας την φροντίζει και εκείνη θεωρεί ότι καταπιέζεται και αντιστέκεται. Κλασικά.

Στην τρίτη ιστορία, έχουμε τον Ματέο (Álvaro Cervantes) της Ισπανικής Πολιτοφυλακής, ο οποίος έχει καθήκον να προστατεύει τα σύνορα μεταξύ της Μελίγια που βρίσκεται στη Βόρεια Αφρική, αλλά ανήκει στην Ισπανία. Υπηρετεί κοντά στα συρματοπλέγματα που παρεμποδίζουν την είσοδο. Κατά τη διάρκεια μιας μαζικής απόπειρας εισόδου μεταναστών, την ώρα που οι Αφρικανοί είναι σκαρφαλωμένοι στο συρματόπλεγμα, ένας συνάδελφος του Ματέο χτυπάει με το κλομπ στο κεφάλι έναν μετανάστη που πέφτοντας στο έδαφος πεθαίνει, προκαλώντας την οργή στους υπόλοιπους. Τα επεισόδια γενικεύονται και ο συνάδελφός του περνάει πειθαρχικό με μάρτυρα υπεράσπισης τον Ματέο. Δύσκολο.

Από τις τρεις ιστορίες η τρίτη είναι και η πιο αδύναμη. Το μεταναστευτικό είναι δύσκολο, όταν παίζονται παιχνίδια κοντά στα συρματοπλέγματα. Οι άλλες δύο είναι λίγο πιο δυνατές, έχουν δράση και παράλληλα είναι συγκινητικές. Διαθέτουν και καλύτερες ερμηνείες. Εκπέμπουν βέβαια κάποιο διδακτισμό, αλλά τι να κάνουμε; Ο κόσμος που εμείς έχουμε μάθει να ζούμε, δεν είναι κάτι αυτονόητο και δεδομένο, οπότε καλό είναι να δείχνονται μερικά πράγματα.

Συνολικά, η ταινία είναι καλοσκηνοθετημένη, με αρκετά καλές ερμηνείες και εξαίρετη φωτογραφία του Sergi Vilanova Claudín.

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”TRIANGLE OF SADNESS”, ΤΡΙΤΗ 07/02/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

«Triangle of Sadness» του Ρούμπεν Εστλουντ.

Ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα Σουηδός σε αντικαπιταλιστική (λογο)διάρροια. Διαβάστε τη γνώμη του Flix για την ταινία που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα του 75ου Φεστιβάλ Καννών.

Ο Ρούμπεν Εστλουντ έχει ήδη αποδείξει (εξαιρετικά με το «Force Majeure», αλαζονικά με το «Τετράγωνο» που του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα το 2017), ότι είναι ένας αιχμηρός παρατηρητής της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας του πλούτου και της υποκρισίας, ένας οξυδερκής no-bullshiter της ταξικής σάτιρας. Η νέα του ταινία, το «The Triangle of Sadness», γυρισμένη κατά το ήμισυ στην Ελλάδα, κινείται στο ίδιο κριτικό πλαίσιο, με σεναριακές ταλαντώσεις που μπορεί να προκαλέσουν ναυτία, με εμετούς και ευκοίλια ικανά ν’ αλλάξουν το χρώμα της θάλασσας, με ανθρωπιστική, σοσιαλιστική ιδεολογία που υπογραμμίζει μέχρι τελικής πτώσεως

Κεντρικοί ήρωες, ο Καρλ και η Γιάγια, στην αρχή τουλάχιστον. Ο Καρλ είναι ένα νεαρό μοντέλο που, με αφορμή μια άβολη οντισιόν (το «τρίγωνο της θλίψης», η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του, μοιάζει να χρειάζεται botox!), συνειδητοποιεί ότι η καριέρα του φθίνει. Η κοπέλα του, η Γιάγια, επίσης μοντέλο αλλά και πετυχημένη influencer, βρίσκεται σε άνοδο. Μετά από έναν (απολαυστικό) τσακωμό, για να εξιλεωθεί, η Γιάγια προτείνει στον Καρλ να πάνε μια κρουαζιέρα – δώρο, φυσικά, των followers της. Έτσι και θα γίνει, μόνο που στο κατάστρωμα και τη σάλα του γιοτ (που δεν είναι άλλο από το «Christina O» του Ωνάση), ο Καρλ και η Γιάγια θα έρθουν σ’ επαφή με τους εκπροσώπους των υπερ-πλούσιων της Ευρώπης και με αλλεπάλληλες ιδεολογικές κενώσεις.

Αυτο που ξεκινά σαν μια σάτιρα του κόσμου της μόδας και της ομορφιάς, γενικεύεται στην πορεία για να συμπεριλαμβάνει την τάξη των προνομίων και των χρημάτων. Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι στ’ αλήθεια διασκεδαστικό και εύστοχο. Ο καυγάς των δυο μοντέλων για το ποιος, τελικά και γιατί, θα πληρώσει το λογαριασμό του εστιατορίου γίνεται αυτόματα σημείο αναφοράς της ποπ κουλτούρας. Η σκηνή όπου ο Καρλ δεν βρίσκει πώς ανάβει η αναθεματισμένη λάμπα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου φέρνει δάκρυα από γέλια στα μάτια.

Το ύφος όταν το ζευγάρι ανεβαίνει στο γιοτ, αλλάζει. Το φως γίνεται πιο σκληρό, οι χώροι πιο άδειοι, πιο «επιλεκτικοί». Οι ήρωες (περισσότερο «τύποι», οριακά καρικατούρες), που ο Εστλουντ θέλει για επιβάτες είναι ταυτόχρονα ενδεικτικοί αλλά και συμβολικοί. Εδώ χτίζει μια «πολιτεία» του πλούτου και το υπόστρωμα που θα την ανατρέψει. Το ζευγάρι των Βρετανών οπλεμπόρων που λέγεται Γουίνστον και Κλέμενταϊν, συμπυκνώνει με δυο ονόματα τον ευρωπαϊκό επεκτατισμό, η αφόρητη Ρωσίδα κυρία θέλει σώνει και καλά να διδάξει την επανάσταση στους καμαρότους, αναγκάζοντάς τους ν’ αφήσουν τη βάρδια και να κολυμπήσουν, ο άντρας της είναι ένας χυδαίος ολιγάρχης, η επικεφαλής του προσωπικού μια αυταρχική, συμπλεγματική, αλλά απαρέγκλιτα ευγενική Σκανδιναβή, η Φιλιππινέζα καθαρίστρια Αμπιγκεϊλ κρατά καλά κρυμμένους τους άσους στο μανίκι της.

Κάπου στη μέση της ταινίας, γίνεται η ανατροπή (κάπου εκεί, η δράση μεταφέρεται, χωρίς να ονοματίζεται, στην Ελλάδα, στην Εύβοια και στην Ηλεία, με την υπογραφή της Heretic στη συμπαραγωγή και με τη συμμετοχή του μοναδικού Ελληνα ηθοποιού στο καστ, του μεσογειακά γοητευτικού Τιμολέοντα Γκέτσου). Το πλοίο αρχίζει να κουνάει και η κοινωνική δομή συντρίβεται συθέμελα. Το επίσημο δείπνο προκαλεί κοινωνική δηλητηρίαση, ο ίδιος ο καπετάνιος (ο Γούντι Χάρελσον στο ρόλο που, έτσι κι αλλιώς, έχει γεννηθεί για να παίζει) αναλώνεται σε μια εξαντλητική κόντρα με τον Ρώσο ολιγάρχη για το ποιος είναι πιο κομμουνιστής και η σκατοθύελλα έρχεται, παρέα με την εμετοπλημμύρα. Από εκεί και μετά, τίποτε δεν θα είναι ίδιο: το πλοίο εγκαταλείπεται, οι επιβάτες καταλήγουν σε μια ερημική παραλία (πρωταγωνίστρια η Χιλιαδού με τον επιβλητικό βράχο της) και το αγαπημένο, ασφαλές status quo καταρρέει.

Και κάπως έτσι, σε δυο διακριτά μέρη, το «τρίγωνο της θλίψης» γίνεται «τετράγωνο» του… προλεταριάτου. Το πρώτο φωτογενές (αυτό είναι και το νόημά του, άλλωστε), ρυθμικό, το δεύτερο πιο μπερδεμένο σε ομόκεντρους κύκλους που όλο και διευρύνονται χάνοντας το κύριο νόημά τους και επιβραδύνοντας το ρυθμό τους. Η ενέργεια μειώνεται, η δράση σκουντουφλά στα βότσαλα, κάποια «πηδήματα» στο σενάριο μένουν ανεξήγητα, ακόμα και στο πλαίσιο του ότι όσα συμβαίνουν παίζουν μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού.

Το «Τρίγωνο» είναι μια ταινία ανοιχτή στο ευρύ κοινό, το σκατολογικό χιούμορ πάντα ενθουσιάζει μια μερίδα θεατών, η πολιτική ματιά του είναι ξεκάθαρα υπέρ του αδυνάτου, έστω κι αν οι ιδέες του Εστλουντ διατυπώνονται απλουστευμένες, αλλά και με μια επίμονη, ακόμα και φλύαρη διατύπωσή τους. Σ’ ένα διασκεδαστικό ραντεβού του «Swept Away» (μάλλον του Γκάι Ρίτσι με τη Μαντόνα, παρά της Λίνα Βερτμίλερ), με το «Μεγάλο Φαγοπότι» του Φερέρι, όλα ξεπερνούν ελαφρώς το όριο, από τη δυσπεψία των επιβατών, ως την επιθυμία του Εστλουντ να είναι υπερσίγουρος ότι έχουμε καταλάβει, πάρα πολύ καλά κι αναλυτικά, εκείνο που θέλει να μας πει. Το οποίο, όμως, είναι αυτονόητο εξαρχής, καμουφλαρισμένο σε λαϊκή κωμωδία, εκτεθειμένο στον καυτό ήλιο, πιο προφανές κι από την πιο βαθιά ρυτίδα.