ΙΣΤΟΧΩΡΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΔΡΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ,ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3, ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ ACCION MUTANTE, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ Ή ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Επειδή
μερικά από τα σημαντικότερα πράγματα
στη ζωή ενός ανθρώπου ξεκινούν και
τελειώνουν με το καλοκαίρι, για κάθε
μέρα του Ιουλίου θυμόμαστε τις ταινίες
που δεν ξεχάστηκαν με τον ερχομό του
φθινοπώρου.
«Λοιπόν,
κύριοι, έτσι που το βλέπω, αν αυτός ο
ζεστός καιρός συνεχίσει, θα λιώσει τους
Πόλους και όλον τον κόσμο. Και τα μέρη
του πλανήτη που δεν είναι ήδη καλυμμένα
με νερό θα γεμίσουν αίμα…»
Στο
Μπέντφορντ Στάιβεσαντ του Μπρούκλιν
δεν χρειάζεται να ζήσεις τη πιο ζεστή
μέρα του χρόνου για να καταλάβεις πως
όλη η γειτονιά μοιάζει με ένα καζάνι
που βράζει.
Το
λέει και ο Mister Señor Love Daddy στο ραδιόφωνο:
«Έχω μια πρόγνωση για εσάς και είναι
hot και το χρώμα της ημέρας είναι μαύρο».
Το βλέπεις και στους δρόμους όπου τα
παιδιά σπάνε τους πυροσβεστικούς
κρουνούς για να δροσιστούν και να παίξουν
με το νερό. Το μυρίζεις στην ένταση που
επικρατεί κάθε φορά που ο Μούκι προσπαθεί
να κάνει το σωστό, μπερδεμένος ανάμεσα
στα χρήματα που χρειάζεται για να
συντηρεί το γιο του και την ταπείνωση
του να δουλεύει για έναν λευκό που
αρνείται να δεχθεί πως πλέον αποτελεί
μειοψηφία.
Ο
καύσωνας όμως είναι αμείλικτος και
κανένα ντους ψυχραιμίας δεν είναι ικανό
να δροσίσει το μίσος που ρέει καυτό σαν
τον ιδρώτα. Και η θερμοκρασία ανεβαίνει
κάθε φορά που το «Fight the Power» των Public Enemy
ακούγεται στο boombox του Radio Raheem, κάθε φορά
που η αστυνομία έρχεται για να επιβάλλει
την τάξη, κάθε φορά που ο Μούκι (σε μια
από τις ωραιότερες σκηνές σεξ στην
ιστορία του σινεμά) απλώνει παγάκια στο
καυτό κορμί της Tίνα.
«Δεν
είναι ποτέ πολύ ζεστά ή πολύ κρύα για
να γαμήσεις», θα πει κάποια στιγμή ο
Sweet Dick Willie. Και θα έχει δίκιο. Γιατί όταν
ο ήλιος είναι τόσο καυτός, το μόνο που
μπορείς να κάνεις είναι να τον
χρησιμοποιήσεις για άλλοθι.
Ο,τι
θα συμβεί στο για πολλούς επικίνδυνο –
εν έτει 1989 – φινάλε του «Do the Right Thing» είναι
απλά ό,τι συμβαίνει όταν δεν αντέχεις
πια. Όταν με κάποιο τρόπο πρέπει να
αντιδράσεις σε μια ιστορική συνέχεια
που κουβαλάς πάνω σου σαν ζεστό ρούχο
ενώ έξω έχει καύσωνα. Όταν είσαι πια
σίγουρος πως η μοναδική ελπίδα για να
αλλάξει ο κόσμος είναι να γίνεις εσύ ο
περιστασιακός ήρωας μιας επανάστασης
που θα ολοκληρώσει την πιο καυτή μέρα
ενός καλοκαιριού σαν όλα τα άλλα.
Το
ότι ο Σπάικ Λι, στα 32 του χρόνια, γύρισε
ένα αριστούργημα για ένα μίσος που
κρατάει ακόμη γερά ακόμη και σήμερα, θα
ήταν απλά ένα επίτευγμα. Το γεγονός πως
το έκανε με την οργή ενός παιδιού της
γειτονιάς, ρίχνοντας εκτυφλωτικό φως
σε μια γωνιά του κόσμου που δεν θα
περνούσες ούτε απ’ έξω, είναι ο λόγος
για τον οποίο – ακόμη και μετά από πολλά
κινηματογραφικά ατοπήματα – μπορεί να
μείνει για πάντα στην ιστορία του σινεμά.
Με ένα κεφάλαιο που αναδύει σε κάθε του
φιλμικό πόρο την πυρακτωμένη ανάγκη
για συνύπαρξη και ανοχή.
Και αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί παρά εκείνη την ημέρα που για πολλούς θα παραμείνει η πιο ζεστή που έζησαν ποτέ.
Νομιμοποιώντας τους Ναζί μέσω των εκλογικών διαδικασιών- εκδήλωση εξελίξεις γύρω από τη δίκη της Χρυσής Αυγής, με ομιλητή τον κ. Θανάση Καμπαγιάννη, δικηγόρο, μέλος της Πολιτικής Αγωγής του αντιφασιστικού κινήματος στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Οι ίδιοι οι φασίστες, είτε της Χ.Α., είτε των ΠΑΤΡΙΕ, είτε άλλων φασιστικών μορφωμάτων, αποποιούνται τις ιδεολογικές τους βάσεις και μέσα από την εκλογική διαδικασία επιθυμούν την νομιμοποίηση και την εδραίωση τους. Πατώντας επί των δημοκρατικών διαδικασιών, επικαλούνται την νομική κατοχύρωση τους μέσω των ψηφοδελτίων, ενώ την ίδια στιγμή υμνούν τις χούντες του Μεταξά και της επταετίας. Μόνο οι αφελής και οι πολιτικά ανάπηροι θα δικαιολογούσαν το ξέπλυμα των φασιστών μέσα από την εκλογική διαδικασία και θα τους δεχόταν, κοιτώντας το δέντρο και όχι το δάσος του φασισμού. Άλλωστε η λογική της καλής και νόμιμης Χ.Α. είναι αυτή που κινείται στα πλαίσια του δήθεν συνταγματικού τόξου, επιζητώντας την αναγνώριση της ως πολιτική δύναμη μέσα στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν σε αυτούς που αναφέρονται στην στροφή του ναζιστικού μορφώματος σε μια σοβαρή και νόμιμη χ.α., πως και οι δολοφονίες του Φύσσα και του Λουκμάν, όπως και οι δεκάδες ρατσιστικές επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν όταν η χ.α. σουλατσάριζε στα δελτία ειδήσεων ως μια σοβαρή τρίτη πολιτική δύναμη στην χώρα. Εμείς από τη μεριά μας, ως ο κόσμος που εναντιώθηκε σε κάθε μορφή της ακροδεξιάς τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο, δηλώνουμε για άλλη μια φορά παρόντες/παρούσες στην αντιφασιστική μας συνείδηση και με αυτή την εκδήλωση επιδιώκουμε να ενημερώσουμε την κοινωνία της Καβάλας για το τι σημαίνει η παρουσία- νομιμοποίηση ενός ναζί στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Η Καβάλα από το 2010 και μετά έχει δεχτεί πολλές ρατσιστικές και φασιστικές επιθέσεις, για να αφήσουμε ανενόχλητο ένα ασπόνδυλο να κείτεται στους χώρους αποφάσεων αυτής της πόλης. Παλεύουμε για την εξάλειψη της φασιστικής απειλής από τα σχολεία μας, τους χώρους εργασίας μας, τους δημόσιους χώρους μας. Η σιωπή και η συστηματική αδιαφορία αποτελεί συνενοχή στη νομιμοποίηση και στο ξέπλυμα του φασισμού. Ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Σηκώνουμε τα κοινωνικά αναχώματα, στέλνουμε τους φασίστες πίσω στις τρύπες τους.
Αυτόνομο Στέκι Καβάλας
Το ωράριο της εκδήλωσης, τόσο η έναρξη όσο και η λήξη της, θα τηρηθούν αυστηρά.
Πρόκειται για μια εξαιρετική μεταφορά στην μεγάλη οθόνη του ομώνυμου πολυσυζητημένου βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη, που κυκλοφόρησε το 1952. Ένα βιβλίο του οποίου αν και η κυκλοφορία απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες του κόσμου και μπήκε στην Ρωμαιοκαθολική λίστα των λεγόμενων «απαγορευμένων βιβλίων», κατάφερε κι έγινε best seller. Εξ αιτίας του βιβλίου αυτού, ο βαθιά θρησκευόμενος, μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης, αφορίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Martin Scorsese, μετά από παρότρυνση της ηθοποιού Barbara Hershey που είχε διαβάσει το βιβλίο, αποφάσισε να το μεταφέρει σε ταινία. Ο επίσης καταξιωμένος σεναριογράφος και παλιός συνεργάτης του Scorsese, Paul Schrader, ακολουθώντας όσο πιο πιστά μπορούσε το κείμενο του Καζαντζάκη, συνεργάστηκε άψογα με τον σκηνοθέτη και το αποτέλεσμα είναι μια ταινία μυθοπλασίας που καταφέρνει και αναδίδει με εξαιρετικό τρόπο όλα τα νοήματα και τους συμβολισμούς που πηγάζουν μέσα από το βιβλίο του κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη.
Το θέμα της ταινίας (όπως και του βιβλίου) επικεντρώνεται στους πειρασμούς που περιστοίχισαν τον Ιησού (γεγονός που αναφέρεται και στις Γραφές) και στο τι θα γινόταν αν ο ίδιος λύγιζε και αποποιούταν το σκοπό για τον όποιο ήρθε στη γη, ενδίδοντας στην ανθρωπινή υπόστασή του και ζώντας ως ένας απλός άνθρωπος δημιουργώντας οικογένεια και κάνοντας παιδιά δίπλα στη γυναίκα που αγαπούσε, την Μαρία Μαγδαληνή. Η ταινία αρχίζει με ένα απόσπασμα από το εισαγωγικό κείμενο του Καζαντζάκη που αναφέρει: «Η κυριότερη αγωνία μου και το αποτέλεσμα που πηγάζει από τις χαρές και τις λύπες μου είναι η συνεχής και χωρίς οίκτο μάχη ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα…» και συνεχίζοντας ξεκαθαρίζει με απόλυτα σαφή και ειλικρινή τρόπο στο κοινό, ότι δεν βασίζεται ούτε σε καμία ιστορική αλήθεια, ούτε και στα Ευαγγέλια της Χριστιανικής Πίστης των οποίων τα κείμενα, ακολουθεί αναγκαστικά και εμφανώς διαφοροποιημένα, μόνο και μόνο για να πλαισιώσει την ιστορία της. Βέβαια, το να καθιστά κάποιος ως κεντρικό πρόσωπο σε μια ταινία το υπέρτατο σύμβολο του Χριστιανισμού, τον Ιησού Χριστό, και να τον διαφοροποιεί σε τέτοιο βαθμό έτσι ώστε να τον παρουσιάζει σαν κοινό θνητό με πάμπολλες αδυναμίες, πνευματικές και σαρκικές, δεν παύει σε καμία περίπτωση να είναι προκλητικό και παρακινδυνευμένο. Είναι ευκολονόητο πως θα κατηγορηθεί από μία μεγάλη μερίδα φανατικών θρησκόληπτων και όχι μόνο, τουλάχιστον, ως αιρετικός, αντιχριστιανικός και βλάσφημος. Από την άλλη πάλι, όταν αφήνει να εννοηθεί ότι το όλο θέμα πρόκειται για μία μυθοπλασία με θρησκευτικές αναζητήσεις μέσα από την οποία, η εστίαση στο ανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού γίνεται με σκοπό να τονιστεί το μεγαλείο της θεϊκής Του υπόστασης έτσι ώστε ο θεατής να νιώσει το μέγεθος της θυσίας Του, τότε μάλλον οι κατηγόριες που του επισυνάπτουν είναι άδικες.
Από καλλιτεχνικής άποψης η ταινία είναι άψογη. Εκπληκτική είναι η σκηνοθεσία του Martin Scorsese, ο οποίος περνάει τα μηνύματά και τους συμβολισμούς του, άλλοτε με όμορφες “θεϊκές” σκηνές και άλλοτε με πλάνα που σοκάρουν και κυριολεκτικά προκαλούν, δημιουργώντας έντονες αντιφάσεις σχετικά με το τι θέλει πραγματικά να δείξει. Πολύ καλή είναι η φωτογραφία, το μοντάζ, τα οπτικά εφέ αλλά και η μουσική επένδυση του Peter Gabriel, που ακολουθεί με πολύ ωραίο τρόπο τις ανάλογες εκφράσεις των συναισθημάτων της κάθε σκηνής. Το μοναδικό ίσως μειονέκτημα της ταινίας σε σύγκριση με άλλες του αντίστοιχου είδους, είναι η κάπως φτωχή απεικόνιση της εποχής, γεγονός που μάλλον οφείλεται στο περιορισμένο budget που είχε στην διάθεσή του ο δημιουργός. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι πολύ καλές, με κορυφαία αυτή του Willem Dafoe στο ρόλο του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Για την ερμηνεία του ο Dafoe απέσπασε άριστες κριτικές και δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστήριξαν πως στο πρόσωπο του υπήρξε, η πιο ρεαλιστική απεικόνιση όλων των εποχών, του “κινηματογραφικού Ιησού Χριστού”. Στο πλευρό του ο Harvey Kaitel, υποδύεται τον Ιούδα έχοντας έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία αφού παρουσιάζεται ως ο μόνος άνθρωπος που πραγματικά καταλαβαίνει τη σημαντικότητα του Ιησού και Τον προτρέπει να αναλάβει τον ρόλο του, ξεδιαλύνοντας μάλιστα το απατηλό του τελευταίου πειρασμού και αποκαλώντας Τον προδότη(!). Στον ρόλο της Μαγδαληνής η πολύ καλή Barbara Hershey, ενώ στον σύντομο ρόλο του Πόντιου Πιλάτου βλέπουμε τον χαρισματικό David Bowie.
Τα διάφορα προβλήματα και οι επικρίσεις για το εγχείρημα του Scorsese, ξεκίνησαν πολύ νωρίς, πριν καν αρχίσουν τα γυρίσματα της ταινίας. Αρχικά το 1983, ως εταιρία παραγωγής είχε αναλάβει η Paramount Pictures, αλλά μερικές βδομάδες πριν τα προγραμματισμένα γυρίσματα στο Μαρόκο, αποχώρησε φοβούμενη τις αντιδράσεις που θα επακολουθούσαν. Μετά από αυτό ο σκηνοθέτης απευθύνθηκε στην Universal Studios, της οποίας οι υπεύθυνοι δέχθηκαν να αναλάβουν την παραγωγή, αλλά ανάγκασαν τον Scorsese να κάνει υποχωρήσεις σχετικά με το κόστος, θέτοντας ως μάξιμουμ τα 7.000.000 δολάρια, καθώς ήταν σχεδόν σίγουροι ότι η ταινία δεν θα σημείωνε εμπορική επιτυχία -όπως άλλωστε κι έγινε αφού οι εισπράξεις παγκοσμίως με το ζόρι ξεπέρασαν τα 8 εκατομμύρια δολάρια. Το «The Last Temptation of Christ» έκανε πρεμιέρα στις Αμερικανικές αίθουσες στις 12 Αυγούστου του 1988, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο από την Εκκλησία αλλά και από σωρεία πιστών που την κατέκριναν για κατάφωρη έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Φυσικά υπήρχαν και οι πιο “ανοικτόμυαλοι” ή μη ανήκοντες στην Παπική ή Ορθόδοξη μερίδα ή σε κάποια άλλη θρησκεία γενικότερα, που την αντιμετώπισαν ως άλλη μία ταινία που πραγματεύεται τη ζωή κάποιου ιστορικού προσώπου. Τον Οκτώβριο του ’88, κατά την διάρκεια της προβολής της σε Γαλλικό κινηματογράφο, ομάδα “πιστών” έριξε βόμβες μολότοφ μέσα στην αίθουσα με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό πολλών θεατών. Στην Αθήνα, έξω από τον κινηματογράφο ”Ιντεάλ” ομάδα από ορκισμένους χριστιανούς με σημαίες, λάβαρα και σταυρούς, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών εμποδίζοντας την προβολή της και απειλώντας να πυρπολήσουν την αίθουσα. Σε αρκετές χώρες του κόσμου, όπως στην Τουρκία, στο Μεξικό, στη Χιλή και στην Αργεντινή, η ταινία απαγορεύτηκε για αρκετά χρόνια, ενώ η απαγόρευσή της συνεχίζεται μέχρι και σήμερα στη Χιλή, στη Φιλιππίνες και στη Σιγκαπούρη. Στην χώρα μας, δεν έχει προβληθεί ποτέ από κανένα τηλεοπτικό κανάλι (παρά τις προσπάθειες που έχει κάνει κατά καιρούς το Star Channel) και απουσιάζει απ’ όλα τα video clubs. DVD της ταινίας κυκλοφόρησε πριν από καιρό, με μια Αθηναϊκή εφημερίδα.
Την βραδιά της απονομής των βραβείων Όσκαρ του 1989, η ταινία βρέθηκε υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, ενώ ήταν και υποψήφια για δύο Χρυσές Σφαίρες (Καλύτερης Μουσικής για τον Peter Gabriel και Καλύτερου Ηθοποιού Β’ Ρόλου για την Barbara Hershey). Διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου ο Martin Scorsese, απέσπασε το Βραβείο κριτικών “Bastone Bianco”. Ο Harvey Kaitel βρέθηκε υποψήφιος για Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου στον διαγωνισμό Razzie (Χρυσά Βατόμουρα)*. Σήμερα η ταινία, σύμφωνα με τις κινηματογραφικές ιστοσελίδες IMDb και Rotten Tomatoes, βρίσκεται σε υψηλή θέση στις προτιμήσεις των θεατών και η δημοτικότητά της ανεβαίνει συνεχώς. Όπως και να ‘χει, είναι μια ανατρεπτική ταινία που αξίζει να την δει κάποιος για να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Η
χειριστική, στα όρια του exploitation, ματιά
της Λιβανέζας Ναντίν Λαμπακι για τα
παιδιά και τις γυναίκες που ξέχασε ο
Θεός. Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ
Καννών, υποψηφιότητα για Οσκαρ Καλύτερης
Ξενόγλωσσης Ταινίας.
To
γεγονός πως η Ναντίν Λαμπακί αποδεικνύει
στην τρίτη της ταινία (θυμηθείτε το
«Caramel» και το «Όταν Θέλουν οι Γυναίκες»)
πως μπορεί ως σκηνοθέτης να χειριστεί
ικανά μια δύσκολη παραγωγή τόσο σε
μέγεθος όσο και απαιτήσεις εξαιτίας
των ερασιτεχνών ηθοποιών της, δεν κάνει
απαραίτητα την ταινία της κάτι περισσότερο
από μια «εύκολη» ματιά πάνω στην ανθρώπινη
δυστυχία όπως αυτή απλώνεται πάνω από
τη σύγχρονη Βηρυτό, εκεί όπου θα
συναντηθούν οι ιστορίες του Ζεν και της
Ραχήλ.
Ο
12χρονος (ή έτσι υπολογίζουν όλοι αφού
ακόμη και οι γονείς του δεν γνωρίζουν
την ηλικία του) Ζεν μεγαλώνει με την
πολυμελή οικογένειά του στις πιο
υποβαθμισμένες περιοχές της Βηρυτού.
Είναι με κάποιο τρόπο ο άντρας του
σπιτιού, αφού δουλεύει, κλέβει φαγητό
για λογαριασμό όλων και είναι αυτός που
φροντίζει τα αδέρφια του. Περισσότερος
δεμένος με τη συνομήλικη αδερφή του, θα
φύγει από το σπίτι, όταν οι γονείς του
θα την «πουλήσουν» σε έναν ενήλικα για
να την παντρευτεί, ανταλλάσσοντας έτσι
διαρκές ενοίκιο για το διαμέρισμα στο
οποίο μένουν. Στη διαδρομή του μέσα στην
πόλη θα συναντήσει την Ραχήλ, μια γυναίκα
από την Αιθιοπία που δουλεύει καθαρίστρια
σε ένα λούνα – παρκ και μεγαλώνει κρυφά
το παιδί της. Με τα χαρτιά της να έχουν
λήξει, η Ραχήλ προσπαθεί να βρει λύση,
ενώ εμπιστεύεται στον Ζεν τη φροντίδα
του μωρού της.
Φυσικά
και αυτή η σύνοψη είναι μόνο το περίγραμμα
μιας ταινίας που δεν φοβάται να καταδείξει
τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας που θα
συμβούν σε ένα αθώο παιδί, θέλοντας με
αυτόν τον τρόπο να καταγγείλει τους
ενήλικες μιας ολόκληρης κοινωνίας (έτσι
κι αλλιώς η ταινία εκτυλίσσεται γύρω
από την εκδίκαση της αγωγής του Ζεν
εναντίον των γονιών του με την κατηγορία
ότι «τον έφεραν στη ζωή») και μαζί τον
κόσμο όλο, παίζοντας χωρίς ενοχή
ταυτόχρονα και με την αίσθηση σοκ προς
τον Δυτικό θεατή ο οποίος – δυστυχώς –
μοιάζει να περιμένει διαρκώς μια τέτοια
ταινία για να μάθει τι συμβαίνει έξω
από την πόρτα του σπιτιού του.
Και
αν μια ταινία καθαρής καταγγελίας δεν
έχει πλέον πολλά στο να βασιστεί, εκτός
από την κινηματογράφηση της, η Λαμπακί
επιλέγει όλους τους λάθος τρόπους για
να γυρίσει την ιστορία του Ζεν – και δεν
εννοεί κανείς μόνο την πομπώδη μουσική
που τερματίζει τον μελοδραματισμό ακόμη
και στις λίγες στιγμές που η κάμερα
προσπαθεί να δηλώσει αποστασιοποιημένη,
ούτε φυσικά τα ιντερλούδια αργής κίνησης
που καταλήγουν με τη βοήθεια κάμερας
σε drone σε εντυπωσιακά εναέρια πλάνα που
παραπέμπουν σε διαφημιστική ταινία.
Απόλυτα
χειριστική, με μελετημένη κάθε επόμενη
σκηνή που θα κάνει το μέσο θεατή να
αγανακτήσει για τη μοίρα αυτού του
παιδιού, με ισόποσες δόσεις χιούμορ και
πόνου, τρυφερότητας και βίας, η Λαμπακί
θα ήθελε να κάνει την «Πόλη του Θεού»,
αλλά στην πραγματικότητα κάνει ένα
ξεχειλωμένο «Slumdog Millionaire» και με έναν
τρόπο (που ακούγεται όσο άσχημα διαβάζεται)
ένα σχεδόν οσκαρικό crowd pleaser, εκμεταλλευόμενη
– είμαστε σίγουροι – καταστάσεις που
όντως συμβαίνουν στο Λίβανο, όπως και
σε όλη τη Μέση Ανατολή, αλλά ευτυχώς όχι
κινηματογραφημένες σαν να επρόκειτο
για τις ανάγκες ενός πολυτελούς coffee
table book.
Η
τόλμη της Ναντίν Λαμπακί να καταπιαστεί
με μια φέτα αληθινής ζωής καταποντίζεται
από την ολοφάνερη διάθεσή της να είναι
καταγγελτική, αλλά όχι και επιθετική
στο θεατή. Στην ταινία της υπάρχουν
(ολιγόλεπτες) στιγμές νεορεαλιστικής
αυθεντικότητας (που βασίζονται κυρίως
στις ερμηνείες των ερασιτεχνών ηθοποιών
της) και μικρές δόσεις ανατρεπτικού
χιούμορ, κόντρα στην βαρύτητα όσων
δείχνει, αλλά το φλερτ της με τον
μελοδραματισμό είναι τόσο έντονο που
πολύ γρήγορα η «Καπερναούμ» καταλήγει
σε ένα στα όρια του exploitation και μαζί
αφελούς μωσαϊκού από μικρές και μεγάλες
δυστυχίες – για τα μάτια σας μόνο.
Η έκδηλη αναφορά στη βιβλική ιστορία του Χριστού που επισκέφθηκε την ομότιτλη πόλη για να σηκώσει τον παράλυτο από το κρεβάτι του και έτσι να πείσει για την ταυτότητά του όσους τον αμφισβητούσαν, μένει εδώ χωρίς αντικείμενο, καθώς όσο και να προσπαθήσεις είναι αδύνατον να βρεις το παραμικρό θαύμα σε αυτήν την ταινία.
To «Σε σύγχρονη δουλεία» (πρωτότυπος τίτλος «De la servitude moderne») είναι ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2007 από τον Jean-François Brient. Η κινηματογραφική του προσαρμογή, από τον Victor León Fuentes, είναι ένα ντοκιμαντέρ ανεξάρτητης παραγωγής διάρκειας 52 λεπτών. Το βιβλίο και η ταινία διατίθενται δωρεάν σε διάφορες γλώσσες. Το κείμενο γράφτηκε στην Τζαμάικα τον Οκτώβρη του 2007 και το ντοκιμαντέρ ολοκληρώθηκε στην Κολομβία τον Μάιο του 2009. Η ταινία αποτελείται από οπτικό υλικό προερχόμενο κυρίως από διαφημίσεις και ντοκιμαντέρ.
Βασικός σκοπός του έργου είναι να καταγγείλει την κατάσταση του ανθρώπου ως σύγχρονου σκλάβου μέσα στο πλαίσιο του «Εμπορικού Ολοκληρωτισμού» (του πραγματικού ονόματος, όπως υποστηρίζει, της αστικής δημοκρατίας) και να καταδείξει τις μάσκες που καλύπτουν τη δουλεία του.
Η θέση που υπερασπίζεται βασίζεται στην ιδέα ότι η δικτατορία δεν ασκείται πλέον από έναν άνθρωπο αλλά από μια αρχή: το εμπόρευμα ή το χρήμα που υπαγορεύουν την ύπαρξη κάθε ανθρώπινου όντως, που όντας υποβιβασμένο σε έναν καταναλωτή, έναν εργαζόμενο, έναν υπηρέτη, χάνει την ανθρωπιά του.
Το κείμενο και η ταινία διατίθενται ελεύθερα δικαιωμάτων. Μπορούν να αντιγραφούν, να διανεμηθούν και να προβληθούν χωρίς κανένα τίμημα, και «σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν να πουληθούν ή να εμπορευματικοποιηθούν κατά οποιονδήποτε τρόπο». Όπως δηλώνουν οι γράφουν Jean-François Brient και Victor León Fuentes «Θα ήταν επιεικώς ανακόλουθο να προτείνει κανείς ως εμπόρευμα ένα αντικείμενο που σκοπός του είναι να στηλιτεύσει την πανταχού παρουσία του εμπορεύματος. Ο αγώνας ενάντια σε κάθε ατομική ιδιοκτησία, πνευματική ή άλλη, είναι η δύναμη κρούσης μας ενάντια στην υπάρχουσα κυριαρχία. Αυτή η ταινία, που διανέμεται έξω από κάθε είδους εμπορικά και νομικά κανάλια, δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο χάρη στην υποστήριξη όσων οργανώνουν τη διάδοση ή την προβολή της. Δεν ανήκει σ” εμάς. Ανήκει σε όσους επιθυμούν να την αδράξουν για να τη ρίξουν στη φωτιά της μάχης».
«Η σύγχρονη δουλεία είναι μια εθελοντική δουλεία, που χορηγείται από το πλήθος των δούλων, που σέρνονται στην επιφάνεια της γης. Οι ίδιοι αγοράζουν όλα τα αγαθά που πάντα τους υποδουλώνουν λίγο παραπάνω. Οι ίδιοι τρέχουν πίσω από μια εργασία, όλο και πιο αλλοτριωτική, η οποία πρόθυμα και γενναιόδωρα τους δίνεται, αν είναι αρκετά υπάκουοι. Οι ίδιοι διαλέγουν τους κύριους που θα πρέπει να υπηρετούν. Για να καταφέρει αυτή η παράλογη τραγωδία να τεθεί σε ισχύ, χρειάστηκε πρώτα απ’ όλα να αφαιρεθεί από τα μέλη αυτής της τάξης η συνείδηση της εκμετάλλευσης και της αποξένωσης τους. Ορίστε ο παράξενος νεωτερισμός της εποχής μας. Σε αντίθεση με τους δούλους της αρχαιότητας, τους δουλοπάροικους του Μεσαίωνα ή τους εργάτες των πρώτων βιομηχανικών επαναστάσεων, σήμερα, είμαστε μάρτυρες μιας τάξης ολοκληρωτικά υποταγμένης που όμως δεν το ξέρει ή μάλλον που δεν θέλει να το μάθει. Συνεπώς, αγνοούν την εξέγερση που θα έπρεπε να είναι η μόνη νόμιμη αντίδραση των εκμεταλλευομένων. Δέχονται χωρίς αμφισβήτηση, τη θλιβερή ζωή που χτίστηκε για εκείνους. Η αποκήρυξη και η παραίτηση είναι η πηγή της δυστυχίας τους.»