Category Archives: Εκδηλώσεις

Προβολή της ταινίας ”IDI I SMOTRI (COME AND SEE)”, Τρίτη 15/03/2022, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ (1985)
IDI I SMOTRI / COME AND SEE

Το σινεμά του Elem Klimov

Ο Έλεμ Κλίμοφ (Elem Klimov) γεννήθηκε στο Στάλινγκραντ στις 9 Ιουλίου του 1933 και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 2003. Υπήρξε σκηνοθέτης ταινιών κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του Σοβιετικού Κράτους. Ο Κλίμοφ κατόρθωσε να γυρίσει μόνο 5 μεγάλου μήκους ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του, η τελευταία, Έλα να Δεις/ Come and See, είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές αντιπολεμικές ταινίες παγκοσμίως.
Το δυτικό κοινό γνώρισε τον Κλίμοφ κυρίως από τα όψιμα έργα του και ειδικότερα το Agoniia («Ρασπούτιν», 1975, που διανεμήθηκε το 1984) και το Idi i smotri («Come and See»- «Έλα να Δεις», 1985). Κι οι δύο είναι ιστορικές ταινίες, η πρώτη για τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν, τον αισθησιοκράτη σύμβουλο του Τσάρου Νικολάου Β’ κι η δεύτερη για τη θηριωδία των ναζί στην Λευκορωσία το 1943.
Ο Κλίμοφ έθεσε τέρμα στην καριέρα του για πολλούς λόγους. Το πολιτικό σκηνικό της Ρωσίας που άλλαζε με γοργούς ρυθμούς και επιπτώσεις που συνεπαγόταν στον πολιτιστικό τομέα, έπληξαν τον Κλίμοφ που είχε διοριστεί, ο πρώτος γραμματέας της Ένωσης Σοβιετικών Σκηνοθετών, το 1986. Η παλαιά φρουρά αντικαταστάθηκε με μια νέα. Ο Κλίμοφ είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με τους σκηνοθέτες που ανέδειξε η Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Ο Κλίμοφ απέτυχε στις προσπάθειές του να εγκαθιδρύσει ένα νέο και δυναμικό σινεμά στα πρότυπα του σπουδαίου Σοβιετικού Κινηματογράφου. Γνωστός καθώς ήταν για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις, παραιτήθηκε από τη θέση του δυο χρόνια αργότερα.

Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το σχέδιό του να γυρίσει μια ταινία βασισμένη στο «Μάστερ και Μαργαρίτα», τη φανταστική σάτιρα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ούτε τη διασκευή του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφκι, «Οι Δαιμονισμένοι». Δήλωνε: «Έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για τις ταινίες. Νιώθω ότι έχω κάνει ό,τι ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί.»
Ο Κλίμοφ είχε ένα ακόμα βαθύ τραύμα. Η σύζυγός του, Λαρίσσα Σεπίτκο, σκοτώθηκε το 1979 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας της Farewell. Μια εβδομάδα μετά τον θάνατό της, ο ίδιος ο Κλίμοφ ολοκλήρωνε τα γυρίσματα της ταινίας. Το ζεύγος Kλίμοφ-Σεπίτκο είχε γοητεύσει κατά τη δεκαετία του ’60, μοιράζονταν κι οι δυο τη ρώσικη ειρωνεία, το μαύρο χιούμορ και την ενδοσκόπηση. Αποφοίτησαν από το VGIK, την ανώτατη Κρατική Σχολή Κινηματογράφου, την εποχή που οι σκηνοθέτες στρέφονταν από τον κοινωνικό ρεαλισμό προς ένα δράμα πιο προσωπικό, αναζητώντας τον ρόλο του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία.

Ο Έλεμ Κλίμοφ γεννήθηκε σε οικογένεια κομμουνιστών – το όνομά του αποτελεί ακρωνύμιο των Ένγκελς, Λένιν και Μαρξ – αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Αεροπορίας του 1957. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι έπειτα μπήκε στο VGIK. Μετά την αποφοίτησή του, το 1964 γύρισε την πρώτη του ταινία Dobro pozhlovat’, ili postoronnim vkhod vospreshchen («Welcome or No Trespassing», 1964), μια σατιρική ταινία για ένα ατίθασο παιδί που αποβάλλεται από την κατασκήνωση απ’ τον αυταρχικό διευθυντή. Οι Περιπέτειες του Οδοντιάτρου (1965) ήταν η δεύτερη ταινία του κι αυτή σατιρική.

Το Idi i smotri/ Come and See/ Έλα να Δεις, η πέμπτη και τελευταία του ταινία είναι ένα συγκλονιστικό έπος των φρικαλεοτήτων των Nαζί στη Λευκορωσία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταινία ακολουθεί τον δωδεκάχρονο Φλόρια, ο οποίος γερνά κατά τη διάρκεια της ταινίας καθώς βρίσκεται συνέχεια αντιμέτωπος με την κτηνωδία, τα μαλλιά του ασπρίζουν και ρυτίδες εμφανίζονται στο πρόσωπό του. Τo σενάριο είναι του Αντάμοβιτς που είχε υπηρετήσει στο Β’ Παγκόσμιο κι είχε βιώσει την καταστροφική λαίλαπα που άφησαν οι ναζί στην Λευκορωσία, αναφέρει πραγματικά γεγονότα, όπως η καταστροφή του χωριού Κατίν. Ο Κλίμοφ άντλησε επίσης υλικό από τα παιδικά του χρόνια, όπου αναγκάστηκε να εκκενώσει την πόλη, με μια βάρκα με την μητέρα του και το βρέφος αδελφό του κατά τη μάχη του Στάλινγκραντ. «Οι φλόγες ανέβαιναν ως τον ουρανό, ακόμα και το ποτάμι καιγόταν (Βόλγας). Ήταν νύχτα, βόμβες εκρήγνυνται παντού και οι μητέρες προσπαθούσαν να καλύψουν τα μάτια των παιδιών τους με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Συμπεριέλαβα στην ταινία όλα όσα ήξερα, παρόλο που δεν είχα δει τίποτα». Αυτή η ταινία ήταν το κύκνειο άσμα του Κλίμοφ και η προσωπική του μαρτυρία.

Ο Sean Penn (Σον Πεν) δηλώνει για την ταινία Come and See : «Πριν από μερικά χρόνια μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου και μου είπε να αφησω ό,τι κι αν έκανα και να πάω στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες, Καλιφόρνια (UCLA): Κάποιο τμήμα είχε προγραμματίσει προβολή μιας ρώσικης ταινίας, ενός σκηνοθέτη ονόματι Klimov και δεν έπρεπε να τη χάσω. Βετεράνος σε πάνω από 36 αποστολές στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο πατέρας μου ποτέ δεν υπήρξε ένθερμος θαυμαστής των ταινιών που αναφέρονται στον πόλεμο, αντιλαμβανόμενος είτε τις ανακρίβειες, είτε την τάση της ρομαντικής θέασης των μαχών. Αυτή η ταινία ήταν το Come and See, μια εξαιρετική αντιπολεμική ταινία. Χαίρομαι που έφτασα ως εκεί, εκείνη την ημέρα, Γιατί αυτό που είδα θα μείνει χαραγμένο μέσα μου για πάντα. Είναι ένα αριστούργημα όχι μόνο για τον κινηματογράφο αλλά για όλη την ανθρωπότητα»

Εκκενώστε τους δρόμους από τα όνειρα – Συγγραφέας: Μιχάλης Μαυρόπουλος – Βιβλιοπαρουσίαση στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας Φιλίππου 46 , Παρασκευή 11/2/2022 στις 19:00

Για την αγάπη του αγώνα

«Όταν γοητεύτηκα από το Θείο, κάποια λίγα λόγια με έκαναν να νιώσω βαθιά ολοκληρωμένος, όταν αισθάνθηκα μέσα μου πλήρες, το μεγαλείο τους. Είναι η διδαχή γέροντα προς τον μαθητή του και λέει πως: «ο Παράδεισος έχει κλείσει, δεν χωράει πλέον κανείς, να είσαι με το καλό για την αγάπη και μόνο, απλά γιατί αγαπάς, δεν υπάρχει ανταμοιβή».

Έτσι είναι και με τον αγώνα για την ελευθερία και την χειραφέτηση, κοινωνική και προσωπική. Θέλει αγώνα, καθημερινό, η νίκη δεν είναι αυτοσκοπός, παλεύεις για τον αγώνα, για ένα καλύτερο αύριο, για να είσαι καλύτερος άνθρωπος. Αυτά τα δυο πάνε πακέτο, αγάπη αγώνας, αυτονομία ελευθερία, δέσμευση χειραφέτηση, στράτευση αξιοπρέπεια! Από μικρός αγάπησα…

Προβολή της ταινίας ”CRUELLA”, Τρίτη 14/12/2021, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Κρουέλα

Cruella

Κρεγκ Γκιλέσπι

To origin στόρι της Κρουέλα ντε Βιλ. Πιο στιλάτο απ’ ότι χειραφετημένο. Με την Έμα Στόουν και την Έμα Τόμσον σε επική μονομαχία στιλ και female power.

Το ρητό πάει κάπως έτσι: «είμαι γυναίκα, ακούστε με να βρυχώμαι.»

Κι εάν ένας χαρακτήρας θα μπορούσε να πει αυτά τα λόγια με στιβαρότητα και με την απόλυτη αυτοπεποίθηση πως της ανήκουν κάθε μια από αυτές τις λέξεις που λέει, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από την Κρουέλα ντε Βιλ. Οπότε, πόσο ταιριαστό είναι αυτό το ρητό που ανοίγει στην ουσία τη origin ιστορία για μια από τις πιο εμβληματικές κακούς της Disney, σε μια ταινία η οποία όμως μέχρι το τέλος μοιάζει να επικεντρώνεται περισσότερο στο στιλ και να πασχίζει να δώσει στην Κρουέλα την φωνή που δικαιωματικά της αξίζει.

Αν ήθελε κάποιος να χαρακτηρίσει την «Κρουέλα» ως ταινία, δεν θα έπεφτε έξω αν έλεγε ότι δεν είναι απαραίτητα ένα prequel των «101 Σκυλιών της Δαλματίας», αλλά περισσότερο μια ταινία η οποία εμπνέεται μεν από το μύθο αλλά χαράζει μια δικιά της ανεξάρτητη πορεία.

Το ταξίδι ξεκινάει από τα groovy 60s, όπου και γνωρίζουμε ένα μικρό κορίτσι, την Εστέλα, η οποία προσπαθεί να είναι το καλό παιδί που θέλει η μητέρα της, αλλά μετά από ένα τραγικό συμβάν, βρίσκεται μόνη της στους δρόμους του Λονδίνου, και φτάνει μέχρι και τα fabulous 70s, όπου και πλέον μαζί με τους φίλους της, Τζάσπερ και Οράτιο, ζουν μια ζωή γεμάτη κλοπές. Μόνο που η Εστέλα έχει άλλα σχέδια για την ζωή της και το όνειρό της είναι να γίνει μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας. Όλα αυτά γίνονται πραγματικότητα όταν αρχίζει να δουλεύει για την Βαρόνη φον Χέλμαν και τον διάσημο οίκο μόδας της, Liberty, μόνο που η σχέση τους έχει ως αποτέλεσμα μία σειρά γεγονότων και αποκαλύψεων που θα οδηγήσουν την Εστέλα στο να αγκαλιάσει την σατανική πλευρά του χαρακτήρα της και να μεταμορφωθεί στη σκληρή, αδίστακτη και εκδικητική Κρουέλα.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Κρεγκ Γκιλέσπι, δεν είναι άγνωστος στην ανάδειξη δυναμικών, πολυεπίπεδων, εμβληματικών γυναικείων χαρακτήρων – θυμηθείτε το οσκαρικό «Εγώ, η Τόνια» με δυο αξέχαστες ερμηνείες από τις Μαργκο Ρόμπι και Αλισον Τζένεϊ. Οι ηρωίδες του είναι επαναστάτριες, γυναίκες που ο κόσμος βλέπει ως διαβολογυναίκες, στις οποίες ο ίδιος βρίσκει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ανθρωπιά και την κακία τους χωρίς όμως να στρογγυλεύει κανένα από τα δυο άκρα τους. Εξάλλου η Κρουέλα ποτέ, ως χαρακτήρας, δεν ήταν των δυο άκρων, του άσπρου και του μαύρου. Μοιάζει περισσότερο σα μια περίτεχνη παλέτα από αποχρώσεις του γκρίζου και σε αυτές εδώ ακριβώς προσπαθεί να επικεντρωθεί τόσο ο Γκιλέσπι όσο και οι πέντε σεναριογράφοι του, ανάμεσά τους και η Αλίν Μπρος Μακένα, γνωστή για το (συγγενικό) «Ο Διάβολος Φοράει Prada», και ο Τόνι ΜακΝαμάρα, υποψήφιος για Οσκαρ για την (συγγενική;) «Ευνοούμενη».

Ο Γκιλέσπι θέλει να κάνει κατεξοχήν μια coming of age ταινία, και να αφηγηθεί μια ενδυναμωτική ιστορία χειραφέτησης για ένα κορίτσι το οποίο μεγαλώνει χωρίς να το ενδιαφέρουν οι νόρμες, κάνει την δική της επανάσταση και στο τέλος βρίσκει την θέση της στην κοινωνία η οποία από την πρώτη στιγμή την βλέπει μόνο ως την κακιά της υπόθεσης. Στην προσπάθειά του να ισορροπήσει στην αρκετά λεπτή γραμμή για το τι είναι αυτό που τελικά διαχωρίζει στην ουσία έναν κακό από έναν αντιήρωα, παραπατάει και αφήνει τους χαρακτήρες του χαμένους μέσα σε ένα θολό τοπίο αναρχίας. Κι εδώ είναι το σημείο που το αποτύπωμα της Disney είναι εμφανές, το σημείο στο οποίο ο Γκιλέσπι συμβιβάζεται και φτιάχνει μια πιο family friendly εκδοχή της ταινίας που θα ήθελε, ανήμπορος να δείξει την πλήρη γκάμα των ικανοτήτων του, κάτι που θα έκανε την ταινία να γίνει ένα πραγματικά υπέροχο φεμινιστικό μανιφέστο.

Εκεί που φαίνεται να τα καταφέρνει κάπως καλύτερα είναι όταν αφήνει την ταινία του να εξελιχθεί ως μια μαύρη κωμωδία για την φιλοδοξία, την απληστία, την εκδίκηση, την ταξική σύγκρουση και, κυρίως, για την υψηλή μόδα όπου είναι ένας χαρακτήρας από μόνη της. Τα κοστούμια της, σχεδιασμένα και ραμμένα από την δέκα φορές υποψήφια για Όσκαρ Τζένι Μπίβαν, κλέβουν την παράσταση με αβίαστο τρόπο. Εντυπωσιακά μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια, κάνουν την ταινία να δείχνει σε στιγμές σαν ένα υπερπολυτελές haute couture ντεφιλέ κάποιου οίκου μόδας, με εκρήξεις punk rock αισθητικής που μπορεί να ζήλευε μέχρι και η Βίβιαν Γουέστγουντ. Η μόδα στην ταινία δεν υπάρχει μόνο για να κάνει τους ηθοποιούς απλά να δείχνουν ωραίοι και σικ, αλλά και για να ολοκληρωθεί ένα fashion statement – επαναστατικό όσο και το εξαιρετικό soundtrack με επιλογές από Νίνα Σιμόν, The Stooges, Deep Purple, Blondie, The Clash και The Rolling Stones.

Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκονται δυο εξαιρετικά ταλαντούχες ηθοποιοί, οι οποίες δίνουν στους αντισυμβατικούς χαρακτήρες τους τον δυναμισμό και την αγριότητα που λείπει από το σενάριο, χωρίς να απολογούνται – ευτυχώς – για τίποτα. Από τη μία έχουμε την Έμα Στόουν η οποία δείχνει να διασκεδάζει απίστευτα στον ρόλο της ως μια γυναίκα η οποία μεταμορφώνεται σε ένα αδίστακτο πλάσμα που θα κάνει τα πάντα για να πάρει αυτό που θέλει, αφήνοντας ως ψίχουλα ταυτόχρονα ψήγματα ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Και από την άλλη έχουμε μια Έμα Τόμσον η οποία σχεδόν απειλεί να κλέψει την προσοχή από την Στόουν, ως διαβολικά κακιά και ψυχρή Βαρόνη φον Χέλμαν σ’ έναν ρόλο που μια άλλη ηθοποιός θα ξεπέταγε γρήγορα ως μια γραφική καρικατούρα. Κρίμα μόνο που οι δευτερεύοντες χαρακτήρες μένουν απλά στο παρασκήνιο και ποτέ δεν έχουν την ευκαιρία να αναδυθούν από το σκοτάδι.

Καθώς λίγο πριν το φινάλε ακούγεται το «Sympathy for the Devil» των Rolling Stones, είναι φανερό πως και η «Κρουέλα» δεν σταματά να αποζητά και την δική μας συμπονετική αποδοχή, και εν μέρει το πετυχαίνει. Όμως ποτέ δεν καταφέρνει να αφήσει αυτό το σαρωτικό βρυχηθμό που περιμένεις (και έχει υποσχεθεί) να αντηχήσει σε όλη την διάρκειά της ταινίας. Ο Γκιλέσπι την κάνει να λάμπει λες και βρίσκεται κάτω από τα φώτα μιας φανταχτερής πασαρέλας, η οποία όμως, μόλις αυτά σβήσουν, προδίδει αμέσως τις ατέλειές της ακόμα και κάτω από την διαχρονική γοητεία του ασπρόμαυρου. Αλλά τουλάχιστον το πετυχαίνει με (απαράμιλλο) στιλ.

Προβολή της ταινίας ”MINAMATA”, Τρίτη 07/12/2021, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Minamata

O σημαντικός φωτογράφος Γιουτζίν Σμιθ επιστρέφει στην ενεργό δράση όταν ένας φίλος του τού προτείνει να φωτογραφίσει για λογαριασμό του περιοδικού «Life» τις επιπτώσεις που έχει στους κατοίκους η σταθερή δηλητηρίαση των νερών από τα απόβλητα ενός χημικού εργοστασίου στη Μιναμάτα της Ιαπωνίας.

Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν πρωτοπόρος του φωτογραφικού δοκιμίου, ένας ευαίσθητος και αυτοκαταστροφικός δημοσιογράφος της κάμερας με καλλιτεχνική ματιά και μισανθρωπικές τάσεις. Με τις λήψεις του στο παραθαλάσσιο χωριό Minamata της Ιαπωνίας έφερε στο προσκήνιο ένα άγνωστο έγκλημα με τραγικούς πρωταγωνιστές ντόπιους που υπέκυψαν σε επώδυνα τραύματα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν μικρά παιδιά και άνθρωποι που παραμορφώθηκαν από τη μόλυνση που προκαλούσε επί δεκαετίες ένα εργοστάσιο υδραργύρου στην περιοχή.

Βρισκόμαστε στο 1971, τη χρονιά που ο Μάρβιν Γκέι κυκλοφόρησε το ανατριχιαστικό τραγούδι του «What’s going on», με στίχους που, εκτός από τον κοινωνικό αντίκτυπο του Βιετνάμ και τις αναταράξεις στα γκέτο των μεγαλουπόλεων, θίγει και το περιβάλλον με την αναφορά στο «fish full of mercury».

Ο Σμιθ πέρασε πολλά μέχρι να κάμψει την αρχική καχυποψία του περιοδικού «Life» ‒με διεθνή απήχηση και εβδομαδιαία κυκλοφορία ακόμα τότε‒ και να το κάνει να του εμπιστευτεί μια πολυέξοδη αποστολή, και για να κερδίσει, στη συνέχεια, με την πολύτιμη βοήθεια της διερμηνέως του, τη συμπάθεια των φοβισμένων και βασανισμένων κατοίκων, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αποτυπώσει το δράμα με μια σειρά εκπληκτικών ασπρόμαυρων ενσταντανέ, εφάμιλλων με έργα τέχνης και με σημαντικό εκτόπισμα στην κοινή γνώμη.

Μετά από ηθελημένες εκδρομές σε κινηματογραφικές αποδράσεις και ακούσια, αν και σίγουρα επαγγελματικώς ζημιογόνα έκθεση στην ταμπλόιντ δημοσιογραφία, ο Τζόνι (Ντεπ) πήρε το όπλο της διασημότητάς του για καλό σκοπό, αυτόν της αφύπνισης και της ευαισθητοποίησης για ένα θέμα που δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά απασχολεί και στις μέρες μας, όπως φροντίζουν να μας υπενθυμίζουν οι εικόνες οικολογικής και ανθρώπινης καταστροφής που τρέχουν παράλληλα με τους τίτλους τέλους της ταινίας του Αμερικανού εικαστικού και σκηνοθέτη Άντριου Λέβιτας.

Για να το πετύχει, μεταμορφώνεται εξωτερικά, όπως το συνηθίζει, και αγκαλιάζει με ζέση την πόζα του καταραμένου καλλιτέχνη, φορώντας μπίτνικ μπερέ, ακούγοντας τζαζ, λέγοντας αφοριστικά τσιτάτα και, φυσικά, καπνίζοντας ασταμάτητα και πίνοντας μέχρι τελικής πτώσης. Με αυτήν τη στολή, προειδοποιεί, στέλνοντας όλα τα δυνατά σήματα, πριν λυτρωθεί. Συνεπώς, είναι σαν να προεξοφλεί τη συνέχεια και την έκβαση της ταινίας, η οποία αναδεικνύεται στις φωτογραφικές λήψεις και συμπληρώνει τη διαδρομή και παράλληλα την αποστολή της.