Category Archives: Προβολές

Προβολή της ταινίας ”ASTEROID CITY”, Τρίτη 29/08/2023, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Asteroid City

Βρισκόμαστε στο 1955 στη μέση της ερήμου των νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και στην Asteroid City που μετρά 87 κατοίκους. Το όνομά της το πήρε επειδή κάποτε ένας μετεωρίτης είχε πέσει σε κοντινό σημείο δημιουργώντας έναν κρατήρα. Εκεί, θα καταφθάσουν τουρίστες και νεαροί αστροπαρατηρητές με τους γονείς τους για ένα συνέδριο.

Το συνέδριο δίνει σε μερικά από αυτά τα παιδιά την ευκαιρία να παρουσιάσουν τις πρωτοποριακές τους εφευρέσεις. Όταν ένας εξωγήινος εισβάλει στην περιοχή, όμως, ο στρατός θα αναγκαστεί να βάλει σε καραντίνα την πόλη, απαγορεύοντας σε όλους να φύγουν. Όλα αυτά που παρακολουθούμε βέβαια είναι μέρος μίας τηλεοπτικής εκπομπής βασισμένη στο θεατρικό του θρυλικού Conrad Earp.

Αυτή είναι η κάπως ομολογουμένως περίπλοκη σύνοψη της νέας ταινίας του Wes Anderson, σε σενάριο του ίδιου και του Roman Coppola, ενώ πρωταγωνιστεί ένα all-star cast ηθοποιών όπως είναι οι: Jason Schwartzman, Scarlett Johansson, Tom Hanks, Jeffrey Wright, Tilda Swinton, Bryan Cranston, Edward Norton, Adrien Brody, Liev Schreiber, Hope Davis, Stephen Park, Rupert Friend, Maya Hawke, Steve Carell, Matt Dillon, Hong Chau, Willem Dafoe, Margot Robbie, Tony Revolori, Jake Ryan και Jeff Goldblum. Διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Robert Yeoman, ενώ στη μουσική ακούμε τις γλυκιές μελωδίες του Alexandre Desplat.

Οι ταινίες του Anderson, είναι σε όλους μας γνωστές για τα σχολαστικά σχεδιασμένα σκηνικά τους, τα οποία παρουσιάζουν πάντα μία ξεχωριστή και ιδιαίτερη αισθητική που μεταφέρει τους θεατές σε ένα προσεκτικά κατασκευασμένο σύμπαν. Από τη συμμετρία του πλαισίου μέχρι τις τολμηρές χρωματικές παλέτες, η προσοχή του Anderson στη λεπτομέρεια είναι μοναδική. Κάθε καρέ μοιάζει με έναν εξαιρετικό πίνακα ζωγραφικής, ξυπνώντας μέσα μας ένα αίσθημα μελαγχολίας και νοσταλγίας.

Η χρήση του χρώματος βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς παίζει καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της αφήγησης και στην πρόκληση συναισθημάτων. Η σχολαστική προσοχή στις χρωματικές επιλογές δημιουργεί μια οπτική γλώσσα που εμπλουτίζει την αφήγηση και προσθέτει βάθος στους χαρακτήρες. Αναζητώντας απεγνωσμένα την λύτρωση, οι πολύπλοκοι χαρακτήρες του, γεμάτο παραξενιές, υπερβολικοί, ιδιότροποι και εκκεντρικοί, είναι εύκολο να σου κλέψουν την καρδιά.

Για το Asteroid City, όσο αφορά το ύφος αλλά και το περιεχόμενό του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκεται κάπου μεταξύ στο Moonrise Kingdom και στο The Life Aquatic With Steve Zissou. Ας ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι. Αν δεν είσαι fan του σινεμά του, η συγκεκριμένη ταινία δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να σε ακουμπήσει.

Εδώ, η meta-αφήγηση του σκηνοθέτη είναι πολύ πιθανό να πετάξει έξω αρκετούς θεατές, ιδιαίτερα αυτούς που δεν έχουν καμία επαφή με το σινεμά του από προηγούμενες ταινίες. Ωστόσο, θεματικά εξερευνάει και πάλι την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, την παιδική ηλικία αλλά και τον θάνατο. Πάντοτε μέσα από το off-beat χιούμορ του αλλά και από τις άβολες σκηνές που τοποθετεί τους χαρακτήρες του.

Ο Wes Anderson διανύει την καλύτερη περίοδο της καριέρας του. Μετά το French Dispatch και την λογική ενός περιοδικού να ζωντανεύει στην οθόνη σου, έτσι και το Asteroid City, σε τοποθετεί σε μία ιστορία, μέσα σε μία άλλη ιστορία.

Το κινηματογραφικό του όραμα αποτελεί απόδειξη της δυναμικότητας που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης όταν μένει πιστός και αυθεντικός απέναντι στις δημιουργίες του. Καταφέρνει συνεχώς να ξεπερνάει τα παραδοσιακά όρια του είδους φτιάχνοντας ταινίες τόσο για τους λάτρεις των arthouse, όσο και για το ευρύτερο κοινό.

Με το ξεχωριστό του οπτικό στυλ, την ιδιόρρυθμη και πάντα ενδιαφέρουσα αφήγηση αλλά και με τους εκκεντρικούς του χαρακτήρες, έχει κατακτήσει μία θέση στην βιομηχανία του κινηματογράφου από την οποία δύσκολα θα βρεθεί κάποιος για να του την πάρει.

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”RHEINGOLD”, ΤΡΙΤΗ 01/08/2023, ΣΤΙΣ 21:30, ΣΤΟ ΠΑΡΚΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΒΥΡΩΝΟΣ 3

Το Χρυσάφι του Ρήνου

Rheingold

του Φατίχ Ακίν

Μια απίστευτα αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου και του roller coaster που ήταν η ζωή του σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στη Γερμανία για τον Φατίχ Ακίν.

Ο Κούρδος Γκιγουάρ Χατζαμπί γεννήθηκε μέσα σε φυλακή στο Ιράκ κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ στις αρχές του 1980. Είκοσι χρόνια περίπου μετά «ξαναγεννήθηκε» σε μια άλλη φυλακή στη Συρία, ηχογραφώντας τον πρώτο του δίσκο με το όνομα Xatar και έγινε ένας από τους διασημότερους καλλιτέχνες του χιπ-χοπ στη Γερμανία.

Ενδιάμεσα, η ζωή του έρχεται ιδανικά να πάρει οπερατικό κινηματογραφικό τίτλο από το πρώτο μέρος της αριστουργηματικής, επικής τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν», αλλά και να σκηνοθετηθεί από τον Φατίχ Ακίν σαν μια βιογραφία που, κάπου ανάμεσα στο success story και το «απίστευτο κι όμως αληθινό» ολοκληρώνεται ως μια σύγχρονη παραβολή πάνω στις έννοιες της αδικίας και της δικαίωσης, της ύβρης και της κάθαρσης, του εγκλήματος και της τιμωρίας, της προσπάθειας και της επιτυχίας.

Βασισμένο στην αυτοβιογραφία του Χατζαμπί (με τίτλο «All or Nothing: We Say the World Belongs to You»), το φιλμ του Φατίχ Ακίν συναρμολογεί χρονικά τη ζωή του ήρωα του, από τη γέννηση του σε μια σπηλιά με νυχτερίδες κάτω από τη Γη, την εξορία της οικογένειας του στο Παρίσι, από εκεί στη Βόννη, στις πρώτες συμμορίες, τη διακίνηση μικροποσοτήτων ναρκωτικών, την πρώτη γνωριμία με την κουλτούρα του χιπ-χοπ, την απόδρασή του στην Ολλανδία και τον κόσμο των νυχτερινών κλαμπ και από εκεί πάλι πίσω στη Γερμανία και το μεγάλο κόλπο με τη ληστεία του φορτηγού που μεταφέρει τα χρυσά δόντια των νεκρών από όλη τη χώρα.

Η ταινία ξεκινάει από τη φυλάκιση του Χατζαμπί στη Σύρια και την άρνηση του να απαντήσει «που βρίσκεται ο χρυσός» και ξαναγυρίζει εκεί αφού μέσα στο κελί θα καταφέρει να βρει τη φωνή του, αφήνοντας πίσω του το βίο και την πολιτεία του ανθρώπου που υπήρξε.

Στο πρώτο μέρος, ο Φατίχ Ακίν που γνωρίζουμε και αγαπάμε «δίνει πόνο» (βλ. στιγμές αφοπλιστικού ρεαλισμού) ειδικά στο κομμάτι της ενηλικίωσης του ήρωα του στη Γερμανία), τραβώντας γραμμές προς κάθε κατεύθυνση που φωτίζουν όλες τις πτυχές της προσωπικότητας ενός ταλαντούχου αλλά χαμένου ανθρώπου που ήταν μοναχικό παιδί και που ενηλικιώθηκε προσπαθώντας να βρει ταυτότητα και «σπίτι» σε λάθος μέρη. Οι χαρισματικοί ηθοποιοί που υποδύονται τον Χατζαμπί σε διαφορετικές ηλικίες έρχονται να συναντήσουν τον Εμίλιο Σακράγια, τον τέλειο ηθοποιό στο τέλειο κάστινγκ – όχημα για να τρέξει ακόμη περισσότερο η καταιγιστική αφήγηση μιας ζωής που ήταν σαν φτιαγμένη να γίνει σινεμά.

Στο δεύτερο μέρος, η προσωπική διαδρομή του Χατζαμπί δυστυχώς παραμερίζεται προκειμένου να χαρτογραφηθεί – αλά Γκάι Ρίτσι (και λίγο «του φτωχού») – η θρυλική ληστεία με τα χρυσά δόντια που έγινε το μεγάλο κατόρθωμα του Xatar και ο λόγος για τον οποίο έγινε διάσημος πριν ακόμη γίνει ακόμη πιο διάσημος, μπαίνοντας στη φυλακή και ηχογραφώντας το πρώτο του άλμπουμ σε ένα παράνομα περασμένο από την πύλη κασετοφωνάκι, μονώνοντας τον ήχο κάτω από κουβέρτες.

Εκεί σε αυτές τις μοναδικές – αστείες και ταυτόχρονα τραγικές – στιγμές που ο κύκλος της ζωής του ήρωα του κλείνει για να ελευθερώσει ένα κοσμοπολίτικο heist movie και να επιστρέψει στην αρχική ταινία ενηλικίωσης, ο Ακίν αποδεικνύεται ικανότατος χειριστής του genre-bending και του φωτεινού γυρίσματος μιας σκοτεινής ιστορίας (με άλλους όρους και εντελώς αντίθετα αποτελέσματα το είχε κάνει ξανά στο αποτρόπαιο «Χρυσό Γάντι», την πρώτη του κινηματογραφική βιογραφία).

Γοητευμένος – αν όχι συνεπαρμένος (και αυτό δεν το λέμε για καλό) από τον ήρωα του – στρογγυλεύει (κατά το απόλυτα κινηματογραφικό) το μήνυμα μιας παραβολής που υπό συνθήκες εξωραΐζει την παρανομία, αλλά σε κάθε περίπτωση το τραγούδι που συνθέτει λέει με τον δικό του τρόπο μια αφοπλιστική αλήθεια για το που πρέπει να ψάξει κανείς (μέσα του) για να βρει το πραγματικό χρυσάφι.

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”SOYLENT GREEN”, ΤΡΙΤΗ 30/05/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

«Soylent Green»: Τι μας λέει για το 2022 η cult sci-fi ταινία των ’70s

Το «Soylent Green» είναι μια cult ταινία επιστημονικής φαντασίας, γυρισμένη στις αρχές των ‘70s, όταν υπήρξε μια μίνι αναβίωση της προειδοποιητικής επιστημονικής φαντασίας των ‘50s. Ο Έλληνας διανομέας της εποχής είχε φροντίσει για την ενημέρωσή μας αναφορικά με το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας, κυκλοφορώντας το φιλμ στις αίθουσες με τον τίτλο «Νέα Υόρκη, Έτος 2022 Μ.Χ.», αλλά το είχαμε ξεχάσει.

Το φιλμ παρουσιάζει μια δυστοπική εκδοχή του ανθρώπινου μέλλοντος, όπου το πρόβλημα του υπερπληθυσμού έχει ξεφύγει, οι πόροι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν στοιβαγμένοι μαζικά στα κτίρια, εκτός από μια μικρή ομάδα που συγκεντρώνει το συντριπτικό μέρος του εναπομείναντα πλούτου και ζει σε πολυτελή ρετιρέ, καθώς και όσους εργάζονται για τη Διοίκηση, οι οποίοι έχουν το «προνόμιο» του προσωπικού δωματίου.

Τη σίτιση έχει αναλάβει μονοπωλιακά μια εταιρεία, η Soylent, τα συμπυκνωμένα τρόφιμα της οποίας παίρνουν την επιμέρους ονομασία τους από το χρώμα τους – Soylent Yellow, Soylent Red, Soylent Green και ούτω καθεξής.

Το Soylent Green, λοιπόν, είναι το νέο προϊόν της εταιρείας, μια «θαυματουργή τροφή, καμωμένη από θρεπτικότατο πλαγκτόν που συλλέχθηκε από ωκεανούς». Το Soylent Green μοιράζεται στο κοινό τις Τρίτες –«Tuesday is Soylent Green Day» αναφέρει η επιγραφή– κατά το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα βάσει κουπονιών, καθώς διατίθεται σε περιορισμένη ποσότητα.

Οδηγός μας σε αυτό τον κόσμο είναι ένας αμοραλιστής  αστυνομικός –όπως όλοι οι αστυνομικοί στο έργο– τον οποίο υποδύεται ο Τσάρλτον Ίστον. H επιτυχία του «Πλανήτη των Πιθήκων» (1968) γέννησε κι άλλα πρωταγωνιστικά οχήματα επιστημονικής φαντασίας για τον σταρ, όπως το «Omega Man» (1971) και το παρόν.

Ο αστυνομικός του Ίστον αναλαμβάνει να διαλευκάνει τη δολοφονία ενός μέλους της εταιρείας Soylent και σταδιακά ανακαλύπτει τι κρύβεται πίσω από τηνδράση της. Η αστυνομική πλοκή είναι προσχηματική στο φιλμ, εκείνο που ενδιαφέρει πραγματικά τους δημιουργούς του είναι να βολτάρουμε μαζί τους στο σύμπαν που επινόησαν, επιχειρώντας να παρουσιάσουν το δική τους όραμα πάνω στο μέλλον της ανθρωπότητας. Οι σκηνές που αφορούν την έρευνα είναι και οι λιγότερο ενδιαφέρουσες, χώρια που συνήθως αποτελούν αφορμή για να συναντήσει ο ήρωας ωραίες γυναίκες και να μπει σε upper class διαμερίσματα, διακοσμημένα με γνώμονα τη μόδα της εποχής – αμφότερα στόχο είχαν να ενισχύσουν την εμπορική απήχηση του φιλμ.

Σε σκηνές όπως εκείνη του δείπνου του ήρωα με τον φίλο του εντοπίζεται η γοητεία του έργου. Τον τελευταίο υποδύεται ο αγαπημένος καρατερίστας Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον που έπαιξε στην ταινία σχεδόν χωρίς ακοή και γνωρίζοντας ότι επρόκειτο να πεθάνει σύντομα.

Στην εν λόγω σκηνή, ο Ίστον έχει φέρει προμήθειες που υπεξαίρεσε από το σπίτι του δολοφονημένου μέλους της Soylent –μια άλλη γνώριμη φιγούρα του παρελθόντος, ο Τζόζεφ Κότεν– και ο Ρόμπινσον ετοιμάζει ένα δείπνο με υλικά που αυτός θα ξαναδοκιμάσει μετά από δεκαετίες και ο Ίστον για πρώτη φορά.

Στην έκδηλη συγκίνηση του Ρόμπινσον αλλά και στην έκπληξη του Ίστον, όταν τρώνε ένα απλό μαρούλι, συνοψίζεται και μεταδίδεται εύστοχα το δράμα των ανθρώπων του έργου, που βρέθηκαν να στερούνται τα απολύτως απαραίτητα αγαθά από την απληστία, την αδιαφορία και την αγνωμοσύνη των προγόνων τους – το κολάζ των τίτλων αρχής καθιστά όχι στενά προσδιορισμένους μεν, μα εμφανείς τους λόγους της καταστροφής. Και είναι σε αυτήν τη σκηνή που το έργο ίσως χτυπήσει κάποια ευαίσθητη χορδή των σημερινών θεατών, απευθυνόμενο αναλογικά σε εκείνα που στερηθήκαμε όλο αυτό το διάστημα, υπογραμμίζοντας τη γνώση που συνειδητά και ασυνείδητα επιλέγουμε να παραμερίσουμε, όσοι ζούμε στις δυτικές δημοκρατίες: ότι τα ωφελήματα και τα προνόμιά μας τελούν πάντοτε υπό την αίρεση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης που θεωρούμε εντελώς απίθανη, μέχρι αυτή να επέλθει και να πέσουμε από τα σύννεφα.

Στο τελευταίο ημίωρο της ταινίας τη σκυτάλη από τις μετα-αποκαλυπτικές συνθήκες, που επινόησε ο σεναριογράφος Στάνλεϊ Γκρίνμπεργκ διασκευάζοντας το βιβλίο του Χάρι Χάρισον, παίρνουν ο επαγγελματισμός και η μαστοριά του σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Φλάισερ («20.000 Leagues Under the Sea», «Compulsion», «The Boston Strangler»). Ο Φλάισερ θα στήσει πρώτα μια αρμοστά χαοτική σκηνή μαζικής εξέγερσης και σκληρής καταστολής, που κατά κάποιον τρόπο προοικονομεί και το φινάλε, και στη συνέχεια μια μακροσκελή, σιωπηρή σεκάνς καταδίωξης που οδηγεί στη μεγάλη αποκάλυψη.

Έχοντας ως πρότυπο την άλλη sci-fi επιτυχία του πρωταγωνιστή Ίστον, τον «Πλανήτη των Πιθήκων», που άφηνε τους θεατές σοκαρισμένους με το twist του, οι δημιουργοί του «Soylent Green» επιφυλάσσουν κι αυτοί ένα σοκ, βάζοντας και πάλι τον Ίστον να ωρύεται ηττημένος. Αν και η ατάκα που ξεστομίζει είναι γνωστή ακόμα και σε ανθρώπους που δεν έχουν δει την ταινία, δεν θα την αναφέρουμε, ούτε θα αποκαλύψουμε το φινάλε, για να μη χαλάσουμε την έκπληξη στον «παρθένο» θεατή. Θα επισημάνουμε μόνο ότι ως σύλληψη επικυρώνει τον προειδοποιητικό χαρακτήρα του έργου, καθώς ενέχει ένα δομικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης: τη ροπή προς την αυτοκαταστροφή.

Ευτυχώς τώρα που καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι το σωτήριο έτος 2022 Μ.Χ. μπορούμε να πούμε ότι, προς το παρόν, η ταινία έχει πέσει έξω στις πιο ζοφερές προβλέψεις της. Γενικά, όταν παρακολουθείς σχετικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας του παρελθόντος σήμερα, που «το μέλλον είναι τώρα», όπως έλεγε εκείνη η κλισέ ατάκα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να εξετάζεις ποιο σκέλος της επιστημονικής φαντασίας, έπαψε να είναι τέτοιο – φαντασία. Και η πραγματικότητα του «Soylent Green» είναι ακόμα μακριά από τη δική μας.

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”MADRES PARALELAS”, ΤΡΙΤΗ 25/04/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

 

Παράλληλες Μητέρες

Madres Paralelas

του Πέδρο Αλμοδόβαρ

O Πέδρο Αλμοδόβαρ, πιο πολιτικός από ποτέ, αφιερώνει ακόμη μια φορά στη μητρότητα. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για την Πενέλοπε Κρουζ.

Δύο ανύπαντρες έγκυες γεννούν την ίδια μέρα. Λίγους μήνες μετά και με αφορμή μια τυχαία παρατήρηση για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του βρέφους, η μία από αυτές ανακαλύπτει ότι δεν είναι η βιολογική μητέρα του μωρού με το οποίο έφυγε από τα μαιευτήριο. Αναζητά την άλλη γυναίκα με το φόβο ότι έχει γίνει ένα χοντρό λάθος. Στην πορεία προστίθενται μία τραγική απώλεια, ένας λεσβιακός έρωτας, αλλεπάλληλα τεστ DNA, το συλλογικό τραύμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, οι νεκροί που ζητούν τη λύτρωση μέσα από την ιστορική δικαίωση, οι ζωντανοί που ψάχνουν τις απαντήσεις. Όλο αυτό θα μπορούσε να είναι μία κακόγουστη σαπουνόπερα. Ή η νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ευτυχώς για όλους μας είναι το δεύτερο.

Αμετάκλητα πλέον στο πάνθεον του ισπανικού και του παγκόσμιου σινεμά, ο Αλμοδόβαρ δεν χρειάζεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής του να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, συνεχίζει ωστόσο να κινηματογραφεί με το ίδιο πάθος των πρώτων ημερών της movida. Σ’ αυτή την ύστερη, πιο ώριμη, περίοδο κάθε ταινία του είναι μια ακόμα αποθέωση (στυλιστική, θεματική, αισθητική) των εμμονών του, δεν χάνει όμως ποτέ την αιχμή του. Στις «Παράλληλες Μητέρες», μάλιστα, γίνεται πιο πολιτικός από ποτέ. Ίσως γιατί στη δύση της ζωής του συνειδητοποιεί ότι για να αλλάξεις το μέλλον πρέπει να συμφιλιωθείς με το παρελθόν. Και να κλείσεις τις πληγές του.

Κι αν η μητρότητα είναι από τα βασικά θέματα-φετίχ που διατρέχουν ολόκληρη τη φιλμογραφία του, από το «Μια Ζωή Ταλαιπωρία» μέχρι φυσικά το «Όλα για τη Μητέρα μου», εδώ γίνεται μια ξεκάθαρα πολιτική πράξη αλληλεγγύης και προσφοράς, ένας δεσμός που ξεπερνά την επιστημονική νομοτέλεια του ανθρώπινου γονιδιώματος και γίνεται κάτι βαθύτερο, ένας συνεκτικός δεσμός που καθιστά τη γυναικεία μορφή θεματοφύλακα της ιστορικής μνήμης. Και τον σκηνοθέτη μια παράλληλη μητέρα με τις ηρωίδες του.

Η Γιάνις, εξάλλου, είναι μια αρχετυπικά αλμοδοβαρική ηρωίδα. Είναι εκείνη που ψάχνει σε πείσμα όλων έναν ομαδικό τάφο γεμάτο από τα πτώματα εκτελεσθέντων Δημοκρατικών του Εμφυλίου, μεταξύ των οποίων ο παππούς της. Εκείνη που αποφασίζει να κρατήσει το παιδί με τον παντρεμένο ανθρωπολόγο που θα τη βοηθήσει με την εκσκαφή και την ταυτοποίηση και να το μεγαλώσει μόνη της, γιατί «είναι παράδοση στην οικογένειά της οι γυναίκες να ανατρέφουν μόνες τα παιδιά τους». Εκείνη που θα θελήσει να μάθει όλη την αλήθεια για την ταυτότητα της κόρης της και θα θυσιάσει την ευτυχία της για να προχωρήσει μπροστά. Εκείνη που θα δώσει στην Πενέλοπε Κρουζ την ευκαιρία να αποδείξει για άλλη μια φορά πόσο πολύτιμο ερμηνευτικό όργανο μπορεί να γίνει στα χέρια του σκηνοθέτη που την ανέδειξε.

Με έναν ολόκληρο αστερισμό από γνώριμες και μη μορφές, μεταξύ των οποίων η πάντα έτοιμη να κλέψει την παράσταση Ρόσι Ντε Πάλμα, με μία χρωματική παλέτα που αγκαλιάζει όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και υπογραμμίζει τη συναισθηματική πορεία προς την κάθαρση, με την απρόβλεπτα χιτσκοκική μουσική επένδυση του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας και μια ερωτική σκηνή ανθολογίας με υπόκρουση του Summertime της Τζάνις Τζόπλιν (η οποία, άλλωστε, ήταν η πηγή έμπνευσης για το όνομά της ηρωίδας), και με ένα συγκλονιστικό τελευταίο δεκάλεπτο, ικανό να σου φέρει δάκρυα στα μάτια, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ κάνει κάτι τελικά παραπάνω από μια (υπέροχη) ταινία. Δημιουργεί ένα safe place και ανοίγει μια κινηματογραφική αγκαλιά. Σαν μια μητέρα. Παράλληλη ή μη.

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”THE BANSHEES OF INISHERIN”, ΤΡΙΤΗ 21/03/2023, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

 

Τα Πνεύματα του Ινισέριν

The Banshees of Inisherin

του Μάρτιν ΜακΝτόνα

Η νέα ταινία του Μάρτιν ΜακΝτόνα δεν είναι τίποτα λιγότερο από σπουδαία. Με έναν εξαιρετικά αστείο, απολαυστικό κι εξαιρετικά θλιμμένο τρόπο. 9 υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσα στις οποίες Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου και υποψηφιότητες για τους τέσσερις βασικούς ηθοποιούς της

Πέντε χρόνια μετά τον Θρίαμβο του «Οι Τρεις Πινακίδες Εξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι», ο Μάρτιν ΜακΝτόνα επιστρέφει, επανενώνοντας τους πρωταγωνιστές του στο «Αποστολή στη Μπριζ», Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον σε μια ακόμη απολαυστική, ιδιοφυή, κατάμαυρη κωμωδία που οδεύει νομοτελειακά προς το δραματικό, επιβεβαιώνοντας πως συχνά «τα πολλά γέλια φέρνουν κλάματα».

Τοποθετημένη στο πλασματικό απομονωμένο νησί του Ινίσεριν, κοντά στις ακτές της Ιρλανδίας το 1923, η ταινία πιάνει την αρχή της αφήγησής της, την μέρα που ο Κολμ, ανακοινώνει στον κολλητό του Πάρικ πως δεν θέλει πια να είναι φίλοι και πως θα πρέπει να σταματήσει να του μιλά. «Απλά δεν σε συμπαθώ πια» του λέει, όταν ο Πάρικ προσπαθεί να καταλάβει για ποιο λόγο δεν μπορούν να πίνουν πλέον τις μπίρες τους μαζί κάθε απόγευμα στις δύο. Ο Κολμ είναι αποφασισμένος πως δεν έχει χρόνο για άσκοπες πολυλογίες και ανούσιες κουβέντες, προτιμά να περάσει τα χρόνια που του απομένουν μέχρι να πεθάνει, συνθέτοντας μουσική, θέλοντας να αφήσει πίσω του κάτι που θα κάνει τους ανθρώπους να τον θυμούνται. «Κανείς δεν θυμάται κάποιον μόνο και μόνο επειδή ήταν καλός άνθρωπος» λέει.

Κι όταν ο Πάρικ επιμένει να προσπαθεί να χτίσει γέφυρες, για να αναθερμάνει την φιλία τους, ο Κολμ τον απειλεί πως για κάθε φορά που θα τον ενοχλεί, για κάθε φορά που θα του ξαναμιλήσει, θα κόβει ένα δάχτυλο του χεριού του με ένα κλαδευτήρι. Μια απειλή που απροσδόκητα, θα κάνει σύντομα πράξη, κάνοντας τον Πάρικ να καταλάβει ότι δεν αστειεύεται, αλλά όχι και να τον πείσει να σταματήσει να προσπαθεί να τον κερδίσει ξανά.

Σύντομα, το τέλος της σχέσης τους, θα εμπλέξει στο δράμα του ολόκληρο το μικρό χωριό τους, δίνοντας στον ΜακΝτόνα την ευκαιρία να παρουσιάσει μια σειρά από εξαιρετικά καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, που κεντούν πάνω σε ένα άψογο σενάριο και διαλόγους που δεν χτυπούν ούτε μια λάθος νότα. Το φιλμ ξεκινά απολαυστικά, ανυψώνει την ιστορία του στο πεδίο της πιο πνευματώδους κωμωδίας, αφήνοντας χώρο στην ανάσα μιας υπαρξιακής μελαγχολίας να γίνεται όλο και πιο βαριά καθώς η ώρα προχωρά και τα πράγματα σοβαρεύουν.

Οριοθετώντας με αποφασιστικότητα το δικό της ύφος κάπου ανάμεσα στο φολκλόρ, την λαϊκή κωμωδία και το υπαρξιακό δράμα, κατορθώνει να φωτίσει ένα συναρπαστικό πορτρέτο μιας κοινότητας και της ψυχολογίας ενός ολόκληρου λαού και μαζί να εξερευνήσει μια σειρά από πυκνότερες ιδέες: Οι διαφορετικοί τρόποι να βλέπεις και να ζεις την ζωή σου, η αξία της χειροπιαστής στιγμής απέναντι στην φευγαλέα αιωνιότητα, η περηφάνια και οι προκαταλήψεις, η ρευστή φύση της αγάπης, οι δεσμοί που χτίζεις με έναν τόπο και ο τρόπος που αυτός μπορεί να γίνει φυλακή, είναι μερικά μόνο από αυτά για τα οποία μιλούν τα «Πνεύματα του Ινισέριν», με τον δικό του απροσδόκητο μα πάντα αποτελεσματικό τρόπο.

Με φόντο τον Ιρλανδικό Εμφύλιο που μαίνεται στην αντίπερα όχθη, το φιλμ, ακολουθεί μια μικρότερου βεληνεκούς αλλά όχι ήσσονος σημασίας σύγκρουση ανάμεσα στους δύο ήρωές της και στην νοοτροπία τους για την ζωή, μια σύγκρουση που λαμβάνει χώρα στο σημείο όπου το ρεαλιστικό συναντά το παράλογο και το γκροτέσκο το αφοπλιστικά τρυφερό. Χτισμένη από σκηνές που η κάθε μια είναι πιο πετυχημένη από την άλλη και που ο τόνος τους κυμαίνεται από το αληθινά αστείο έως το συντριπτικά επώδυνο, η ταινία οδεύει με απόλυτο έλεγχο προς ένα αναπόφευκτο φινάλε, νικώντας κάθε σου συναισθηματική άμυνα μη αφήνοντάς σου άλλη επιλογή από τα παραδοθείς στην μελαγχολική της πνοή που διαποτίζει κάθε πλάνο σαν την υγρασία του τόπου όπου διαδραματίζεται.