Category Archives: Αυτο-οργανωμένοι χώροι

Προβολή της ταινίας ΄΄THE FRENCH DISPATCH”, Τρίτη 29/03/2022, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Η Γαλλική Αποστολή

The French Dispatch

του Γουές Αντερσον

Η πιο τολμηρή, η πιο σύνθετη, η πιο άρτια, η πιο δύσκολη ταινία του Γουές Αντερσον. Υπόκλιση στη δημοσιογραφία που χάθηκε και το μεγάλο σινεμά που πεισμωμένα συνεχίζει.

Το καλοκαίρι του 1925 ένας νεαρός Αμερικανός αποφασίζει να παρατείνει τις διακοπές του στη φιξιόν κωμόπολη Ennui-sur-Blasé και να ξεκινήσει να γράφει τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες, μεταμορφώνοντας την εφημεριδούλα του πατέρα του («Liberty, Kansas Evening Sun») σε περιοδικό με τίτλο «Γαλλική Αποστολή». Τελικά, ο Αρθουρ Xάουγιτσερ έμεινε εκεί για πάντα – μέχρι το 1975 που άφησε την τελευταία του πνοή και το τελευταίο τεύχος. Εμείς τον συναντάμε λίγο πριν το τέλος, όπου έχει συγκεντρώσει στην ταυτότητα του περιοδικού δημοσιογράφους, συγγραφείς, κριτικούς με δυνατές πένες, εκκεντρικές προσωπικότητες, ασυμβίβαστο βλέμμα, στηρίζοντας τα κείμενα τους με το δικό του αλάνθαστο ένστικτο – ένα δικό του σύστημα αξιών όπου το ταλέντο και η ακεραιότητα προστατεύονται με όποιο κόστος. Κάπως έτσι συγχωρείται ο νέος ταξιδιωτικός του αρθρογράφος, που καταστρέφει το picturesque όνειρο του μέσου Αμερικάνου, περιγράφοντας το Ennui χαριτωμένο ναι, αλλά χωρίς να παραλείπονται τα ποντίκια που κατακλύζουν τους υπονόμους του, ή τα πτώματα (ξεκαθαρίσματα της τοπικής μαφίας) που εμφανίζονται τις πρωινές ώρες να επιπλέουν στο ποτάμι του. Έτσι δικαιολογούνται τα παράλογα έξοδα της ιδιοσυγρασιακής κριτικού τέχνης, διαμονές σε spa και ακριβά δείπνα, γιατί στο τέλος θα του φέρει το πορτρέτο μίας εικαστικής διάνοιας. Κάπως έτσι, αναδεικνύεται κι ο γαστρονομικός οδηγός σε κάτι πολύ πιο ουσιώδες, που αφήνει στον ουρανίσκο γλυκόπικρη κοινωνικοπολιτική επίγευση: τον γράφει ο γκέι συντάκτης του περιοδικού ως αστυνομικό ρεπορτάζ με αιχμές και ουσία που σου σφίγγουν το στομάχι.

Η δέκατη ταινία του Γουές Αντερσον είναι η πιο τολμηρή, η πιο δύσκολη, η πιο σύνθετη. Η μεγαλύτερη πρόκληση στη σύλληψη και την εφαρμογή της. Μία σπονδυλωτή ταινία ανθολογίας, χωρισμένη με βινιέτες και σχεδιασμένη ως… περιοδικό. Με κεφάλαια, διάρκειες, design ανάλογο του ύφους, του μήκους, της σοβαρότητας κάθε άρθρου.

Όχι, ο Αντερσον δεν υπογράφει «ένα ερωτικό γράμμα στη δημοσιογραφία». Γιατί ξέρει πάρα πολύ καλά ότι η λέξη έχει χάσει το νόημα της. Ο Αντερσον κατασκευάζει, με νοσταλγία, μελαγχολικό βλέμμα και ουτοπική φαντασία μία ονειρεμένη έκδοση, υμνώντας τη δημοσιογραφία που χάθηκε, τα περιοδικά που πέθαναν, τους γραφιάδες που μεταμορφώθηκαν σε δημοσιοσχεσίτες, τα κείμενα χιλιάδων ψαγμένων λέξεων που έγιναν tweets. Kαι τους διευθυντές που δεν λειτουργούσαν ως CEO μίας καλολαδωμένης (από χορηγούς και πολιτικούς) μηχανής, αλλά ως θαρραλέοι οραματιστές που στεκόντουσαν ως ασπίδες ανάμεσα στη συστημική Μηχανή και τον δημοσιογράφο τους. Όπως κι ο Μάρτιν Σκορσέζε με το «The 50 Year Argument» (για το περιοδικό «New York Review of Books»), έτσι κι ο Αντερσον εδώ υποκλίνεται, εμμέσως πλην σαφώς, στο The New Yorker (του οποίου τα τεύχη συλλέγει με θρησκευτική ευλάβεια) και ήρωες που φωτογραφίζουν συγγραφείς της ιστορικής βαρύτητας των Τζέιμς Μπάλντγουιν, Χάρλοντ Ρος, Μέιβις Γκάλαντ. Προσωπικότητες μοναχικές, ιδιαίτερες, συχνά βασανισμένες, καθώς το επάγγελμα που επέλεξαν έδωσε διαφυγή στην προσωπική τους περιέργεια, το ταλέντο, αλλά και τους δαίμονες τους.

Ολα αυτά φυσικά παρουσιάζονται απολαυστικά – με το σήμα-κατατεθέν τρυφερό χιούμορ του βαθιά ανθρωπιστή Αντερσον και τη φαντασιακή του ευφυΐα που εδώ ξεπερνά κάθε άλλη ταινία του.

Στυλιστικά, η «Γαλλική Αποστολή» είναι ένα απαράμιλλης τεχνικής επίτευγμα. Με γυρίσματα στο Angoulême, την υπαρκτή πόλη του γαλλικού νότου, ο Αντερσον δεν περιορίζεται ούτε στο χώρο, ούτε στο χρόνο. Ούτε επαναπαύεται στην αριστοτεχνική σκηνογραφία, τα ευφάνταστα κουστούμια, την έντονη χρωματική παλέτα και το πολυμελές λαμπερό καστ ηθοποιών (από τους Μπιλ Μάρεϊ, Τίλντα Σουίντον, Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, και Οουεν Γουίλσον, μέχρι τους Τίμοθι Σαλαμέ, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Λέα Σεντού κι Εντουαρντ Νόρτον) που πάντα επιδεικνύει στις ταινίες του.

Εδώ, η φόρμα απογειώνεται. Κάδρα απίστευτης λεπτομέρειας, (τόσο έγχρωμες όσο κι ασπρόμαυρες) σεκάνς που ξεδιπλώνουν σύνθετες γεωμετρικές συμμετρίες, αφηγηματικές ιδέες που θέλουν το live action να μπερδεύεται με το animation και το χρόνο να πηδά από το παρελθόν στο παρόν και πίσω ή να σταματά τη δράση με εμπνευσμένα tableau vivant – τόσο εντυπωσιακά που σταματούν και την αναπνοή του θεατή. Βλέπεις Τατί ή Βισκόντι; Γκοντάρ ή Χίτσκοκ; Τριφό ή Σομέ; Βλέπεις Γουές Αντερσον.

Δεν είναι όμως η οπτική φαντασία του Αντερσον που ξεπετάγεται και σε αρπάζει από το λαιμό, όσο το μεγαλείο όσων κρύβονται κάτω από το στιλ. Σε σενάριο του ίδιου και των Ρόμαν Κόπολα, Χούγκο Γκίνες και Τζέισον Σουόρτσμαν, η απολαυστική αισθητικά επιδερμίδα κρύβει στρώσεις κοινωνικής και πολιτικής ανησυχίας, στην καρδιά της ταινίας. Η πραγματική αξία της Τέχνης σε σχέση με ένα entourage μπίζνας γύρω από τον καλλιτέχνη, οι δαίμονες του τελευταίου κι αν αυτοί συγχωρούνται όταν το έργο του είναι ιδιοφυές, τα πολιτικά κινήματα, η σοβαρότητα, η νεανική τους επιπολαιότητα και η δημοσιογραφική αντικειμενικότητα στην κάλυψη τους, η ομοφυλοφιλία που κρυβόταν σε παράνομους καιρούς στο περιθώριο, η αστυνομική βία, η εκμετάλλευση των μεταναστών.

Ενας πλούσιος, μεστός, ουσιώδης κόσμος που όπως και τα περιοδικά με τα long reads κείμενα, δεν μπορεί απλώς να «ξεφυλλιστεί». Η «Γαλλική Αποστολή» απαιτεί πολλαπλές αναγνώσεις για να πιάσεις όλες της τις χορταστικές πτυχές, όπως επίσης και εικαστικά, χρειάζεσαι να επεξεργαστείς κάθε γωνιά των κάδρων της για να ανακαλύψεις όλα τα καλειδοσκοπικά της δώρα.

Αυτό ίσως είναι κι ό,τι μπορεί να λειτουργήσει εναντίον της ταινίας – στον θεατή που θα νιώσει ότι μπουκώνει από την πληροφορία. Ο Άντερσον δεν επιτρέπει χώρο και χρόνο στα πλάνα του να αναπνεύσουν, να τα σκεφτείς και να τα χωνέψεις. Έχει ξεκινήσει το επόμενο. Με ένα πυκνό λογοτεχνικό/δημοσιογραφικό κείμενο μπορείς να σταματήσεις, να πας πίσω, να ξαναδιαβάσεις μια παράγραφο. Το σινεμά, αντιθέτως, τρέχει μπροστά. Όμως αυτή είναι η πρόκληση. Να αφεθείς. Δε χρειάζεται να τα καταλάβεις όλα, αρκεί να νιώσεις. Οι αισθήσεις να ζήσουν την εμπειρία του εγκεφαλικού και συναισθηματικού πλούτου, χωρίς εκπτώσεις.

Κάτι που, δυστυχώς, δύσκολα πια θα βρεις στα περίπτερα. Στα μανταλάκια (και τα κινηματογραφικά) κρέμονται πλέον πολύ διαφορετικά τεύχη.

Προβολή της ταινίας ” NUNTA MUTA (Σιωπηλός Γάμος)”, Τρίτη 22/03/2022, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Σιωπηλός Γάμος

Nunta Muta

Πολιτική σάτιρα και μαγικός ρεαλισμός σε μια αλά Κουστουρίτσα κωμωδία.

Ρουμανία, 1953, σ’ ένα μικρό χωριό, ξεχασμένο από τον Θεό, ακόμα κι από τη… «μαμά ΕΣΣΔ». Ελάχιστοι οι κάτοικοι, αλλά αρκετοί ώστε να γεμίζουν την πλατεία του χωριού και την εκκλησία, σε γάμους, κηδείες και βαπτίσεις! Ένα ζευγάρι ετοιμάζεται να παντρευτεί. Όλο το χωριό επί ποδός για τις προετοιμασίες. Θα γίνει μεγάλο γλέντι, και, φυσικά, όλοι είναι καλεσμένοι! Τα τραπέζια έχουν στρωθεί. Η αυτοσχέδια τοπική μπάντα έχει αρχίσει το τραγούδι και το χορό. Η γαμήλια πομπή έχει ξεκινήσει. Απρόσμενα και ξαφνικά, εμφανίζεται μπροστά τους μια πομπή οχημάτων του Ρωσικού Στρατού. Ο πατερούλης Στάλιν πέθανε. Το Εθνικό Πένθος κηρύσσεται από σήμερα και για επτά ημέρες. Έχουν μια ώρα στη διάθεσή τους για να μαζέψουν τα… του γάμου και να κλειστούν στα σπίτια τους. Επιβάλλονται συσκότιση, ησυχία και σοβιετικός θρήνος. Όλα του γάμου δύσκολα κι ο Στάλιν πεθαμένος. Αποφασίζουν ότι τίποτα δεν θα διακόψει τη χαρά τους. Θα γιορτάσουν το γάμο των παιδιών.… Στα μουγκά!

Σάββατο 19/03/2022, DJ SET RDaSTREET ”UPROCK funk soul beat breakbeat”, στις 22:00, στην κατάληψη Βύρωνος 3

ΜΠΑΡ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΧΑΡΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΙΔΗ

 

 

Προβολή της ταινίας ”CRUELLA”, Τρίτη 14/12/2021, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Κρουέλα

Cruella

Κρεγκ Γκιλέσπι

To origin στόρι της Κρουέλα ντε Βιλ. Πιο στιλάτο απ’ ότι χειραφετημένο. Με την Έμα Στόουν και την Έμα Τόμσον σε επική μονομαχία στιλ και female power.

Το ρητό πάει κάπως έτσι: «είμαι γυναίκα, ακούστε με να βρυχώμαι.»

Κι εάν ένας χαρακτήρας θα μπορούσε να πει αυτά τα λόγια με στιβαρότητα και με την απόλυτη αυτοπεποίθηση πως της ανήκουν κάθε μια από αυτές τις λέξεις που λέει, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από την Κρουέλα ντε Βιλ. Οπότε, πόσο ταιριαστό είναι αυτό το ρητό που ανοίγει στην ουσία τη origin ιστορία για μια από τις πιο εμβληματικές κακούς της Disney, σε μια ταινία η οποία όμως μέχρι το τέλος μοιάζει να επικεντρώνεται περισσότερο στο στιλ και να πασχίζει να δώσει στην Κρουέλα την φωνή που δικαιωματικά της αξίζει.

Αν ήθελε κάποιος να χαρακτηρίσει την «Κρουέλα» ως ταινία, δεν θα έπεφτε έξω αν έλεγε ότι δεν είναι απαραίτητα ένα prequel των «101 Σκυλιών της Δαλματίας», αλλά περισσότερο μια ταινία η οποία εμπνέεται μεν από το μύθο αλλά χαράζει μια δικιά της ανεξάρτητη πορεία.

Το ταξίδι ξεκινάει από τα groovy 60s, όπου και γνωρίζουμε ένα μικρό κορίτσι, την Εστέλα, η οποία προσπαθεί να είναι το καλό παιδί που θέλει η μητέρα της, αλλά μετά από ένα τραγικό συμβάν, βρίσκεται μόνη της στους δρόμους του Λονδίνου, και φτάνει μέχρι και τα fabulous 70s, όπου και πλέον μαζί με τους φίλους της, Τζάσπερ και Οράτιο, ζουν μια ζωή γεμάτη κλοπές. Μόνο που η Εστέλα έχει άλλα σχέδια για την ζωή της και το όνειρό της είναι να γίνει μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας. Όλα αυτά γίνονται πραγματικότητα όταν αρχίζει να δουλεύει για την Βαρόνη φον Χέλμαν και τον διάσημο οίκο μόδας της, Liberty, μόνο που η σχέση τους έχει ως αποτέλεσμα μία σειρά γεγονότων και αποκαλύψεων που θα οδηγήσουν την Εστέλα στο να αγκαλιάσει την σατανική πλευρά του χαρακτήρα της και να μεταμορφωθεί στη σκληρή, αδίστακτη και εκδικητική Κρουέλα.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Κρεγκ Γκιλέσπι, δεν είναι άγνωστος στην ανάδειξη δυναμικών, πολυεπίπεδων, εμβληματικών γυναικείων χαρακτήρων – θυμηθείτε το οσκαρικό «Εγώ, η Τόνια» με δυο αξέχαστες ερμηνείες από τις Μαργκο Ρόμπι και Αλισον Τζένεϊ. Οι ηρωίδες του είναι επαναστάτριες, γυναίκες που ο κόσμος βλέπει ως διαβολογυναίκες, στις οποίες ο ίδιος βρίσκει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ανθρωπιά και την κακία τους χωρίς όμως να στρογγυλεύει κανένα από τα δυο άκρα τους. Εξάλλου η Κρουέλα ποτέ, ως χαρακτήρας, δεν ήταν των δυο άκρων, του άσπρου και του μαύρου. Μοιάζει περισσότερο σα μια περίτεχνη παλέτα από αποχρώσεις του γκρίζου και σε αυτές εδώ ακριβώς προσπαθεί να επικεντρωθεί τόσο ο Γκιλέσπι όσο και οι πέντε σεναριογράφοι του, ανάμεσά τους και η Αλίν Μπρος Μακένα, γνωστή για το (συγγενικό) «Ο Διάβολος Φοράει Prada», και ο Τόνι ΜακΝαμάρα, υποψήφιος για Οσκαρ για την (συγγενική;) «Ευνοούμενη».

Ο Γκιλέσπι θέλει να κάνει κατεξοχήν μια coming of age ταινία, και να αφηγηθεί μια ενδυναμωτική ιστορία χειραφέτησης για ένα κορίτσι το οποίο μεγαλώνει χωρίς να το ενδιαφέρουν οι νόρμες, κάνει την δική της επανάσταση και στο τέλος βρίσκει την θέση της στην κοινωνία η οποία από την πρώτη στιγμή την βλέπει μόνο ως την κακιά της υπόθεσης. Στην προσπάθειά του να ισορροπήσει στην αρκετά λεπτή γραμμή για το τι είναι αυτό που τελικά διαχωρίζει στην ουσία έναν κακό από έναν αντιήρωα, παραπατάει και αφήνει τους χαρακτήρες του χαμένους μέσα σε ένα θολό τοπίο αναρχίας. Κι εδώ είναι το σημείο που το αποτύπωμα της Disney είναι εμφανές, το σημείο στο οποίο ο Γκιλέσπι συμβιβάζεται και φτιάχνει μια πιο family friendly εκδοχή της ταινίας που θα ήθελε, ανήμπορος να δείξει την πλήρη γκάμα των ικανοτήτων του, κάτι που θα έκανε την ταινία να γίνει ένα πραγματικά υπέροχο φεμινιστικό μανιφέστο.

Εκεί που φαίνεται να τα καταφέρνει κάπως καλύτερα είναι όταν αφήνει την ταινία του να εξελιχθεί ως μια μαύρη κωμωδία για την φιλοδοξία, την απληστία, την εκδίκηση, την ταξική σύγκρουση και, κυρίως, για την υψηλή μόδα όπου είναι ένας χαρακτήρας από μόνη της. Τα κοστούμια της, σχεδιασμένα και ραμμένα από την δέκα φορές υποψήφια για Όσκαρ Τζένι Μπίβαν, κλέβουν την παράσταση με αβίαστο τρόπο. Εντυπωσιακά μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια, κάνουν την ταινία να δείχνει σε στιγμές σαν ένα υπερπολυτελές haute couture ντεφιλέ κάποιου οίκου μόδας, με εκρήξεις punk rock αισθητικής που μπορεί να ζήλευε μέχρι και η Βίβιαν Γουέστγουντ. Η μόδα στην ταινία δεν υπάρχει μόνο για να κάνει τους ηθοποιούς απλά να δείχνουν ωραίοι και σικ, αλλά και για να ολοκληρωθεί ένα fashion statement – επαναστατικό όσο και το εξαιρετικό soundtrack με επιλογές από Νίνα Σιμόν, The Stooges, Deep Purple, Blondie, The Clash και The Rolling Stones.

Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκονται δυο εξαιρετικά ταλαντούχες ηθοποιοί, οι οποίες δίνουν στους αντισυμβατικούς χαρακτήρες τους τον δυναμισμό και την αγριότητα που λείπει από το σενάριο, χωρίς να απολογούνται – ευτυχώς – για τίποτα. Από τη μία έχουμε την Έμα Στόουν η οποία δείχνει να διασκεδάζει απίστευτα στον ρόλο της ως μια γυναίκα η οποία μεταμορφώνεται σε ένα αδίστακτο πλάσμα που θα κάνει τα πάντα για να πάρει αυτό που θέλει, αφήνοντας ως ψίχουλα ταυτόχρονα ψήγματα ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Και από την άλλη έχουμε μια Έμα Τόμσον η οποία σχεδόν απειλεί να κλέψει την προσοχή από την Στόουν, ως διαβολικά κακιά και ψυχρή Βαρόνη φον Χέλμαν σ’ έναν ρόλο που μια άλλη ηθοποιός θα ξεπέταγε γρήγορα ως μια γραφική καρικατούρα. Κρίμα μόνο που οι δευτερεύοντες χαρακτήρες μένουν απλά στο παρασκήνιο και ποτέ δεν έχουν την ευκαιρία να αναδυθούν από το σκοτάδι.

Καθώς λίγο πριν το φινάλε ακούγεται το «Sympathy for the Devil» των Rolling Stones, είναι φανερό πως και η «Κρουέλα» δεν σταματά να αποζητά και την δική μας συμπονετική αποδοχή, και εν μέρει το πετυχαίνει. Όμως ποτέ δεν καταφέρνει να αφήσει αυτό το σαρωτικό βρυχηθμό που περιμένεις (και έχει υποσχεθεί) να αντηχήσει σε όλη την διάρκειά της ταινίας. Ο Γκιλέσπι την κάνει να λάμπει λες και βρίσκεται κάτω από τα φώτα μιας φανταχτερής πασαρέλας, η οποία όμως, μόλις αυτά σβήσουν, προδίδει αμέσως τις ατέλειές της ακόμα και κάτω από την διαχρονική γοητεία του ασπρόμαυρου. Αλλά τουλάχιστον το πετυχαίνει με (απαράμιλλο) στιλ.