ΙΣΤΟΧΩΡΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΔΡΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ,ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3, ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ ACCION MUTANTE, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ Ή ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Απόλυτα συνεπής στις δημοσιογραφικές, ιδεολογικές και δημιουργικές αρχές που ακολουθεί εδώ και σχεδόν μία οκταετία στο χώρο του ντοκιμαντέρ, ο Άρης Χατζηστεφάνου («Debtocracy», «Catastroika», «This is not a Coup») παρουσιάζει ένα φιλμ που χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από το κοινό. Ο δραστήριος δημοσιογράφος/ντοκιμαντερίστας απομακρύνεται αυτήν τη φορά από την Ευρώπη για να αναλύσει το πολυσυζητημένο φαινόμενο «Βενεζουέλα», επισκεπτόμενος την αμφιλεγόμενη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Παίρνοντας αποστάσεις από το καθεστώς Μαδούρο (και ακόμη μεγαλύτερες από τους δεξιούς πολιτικούς του αντιπάλους), μιλά με οικονομολόγους, δημοσιογράφους και αξιωματούχους διεθνών οργανισμών που σπανίως βλέπουμε στους τηλεοπτικούς δέκτες.
Σίγουρα όμως τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία του ντοκιμαντέρ, εκτός από την εναλλακτική ερευνητική οπτική του (αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν την «ολλανδική ασθένεια»;), είναι η ποιότητα παραγωγής που προσφέρει σε σχέση με τον no budget προϋπολογισμό του, ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο ξεπερνά τον αφηγηματικό σκόπελο του voice over και μερικά εξαιρετικά πανοραμικά πλάνα που μιλούν από μόνα τους· όπως αυτό των δύο κόσμων του Καράκας.
Μια ταινία εποχής βασισμένη σε αληθινά στοιχεία από τη ζωή του Γάλλου μίμου, Μαρσέλ Μαρσό, με τον Τζέσι Αϊζενμπεργκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Μια αληθινή ιστορία ηρωισμού στην οποία μια ομάδα κορίτσια και αγόρια πρόσκοποι, δημιούργησαν ένα δίκτυο που κατέληξε να σώσει τις ζωές περίπου δέκα χιλιάδων ορφανών των οποίων οι γονείς είχαν σκοτωθεί από τους Ναζί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο κέντρο της ταινίας βρίσκουμε έναν Εβραίο ηθοποιό, του οποίου η απεγνωσμένη ανάγκη να βοηθήσει τα παιδιά τον οδήγησε στον κόσμο της παντομίμας και τον μεταμόρφωσαν σε έναν αληθινό θρύλο της μιμητικής τέχνης τον Μαρσέλ Μαρσό.
Με το “Συμβάν”, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν επιστρέφει στις ρίζες του, δημιουργώντας μια ανατριχιαστική και αμείλικτη ταινία τρόμου – μια ιστορία καταστροφής όπου η φύση έρχεται σε θανάσιμη σύγκρουση με την ανθρωπότητα. Η κεντρική ιστορία είναι φαινομενικά απλή: ένας άντρας, μια γυναίκα κι ένα παιδί που προσπαθούν να ξεφύγουν από μια άγνωστη και αόρατη απειλή. Παράλληλα όμως παρουσιάζει με τόλμη ένα σενάριο επικής αποκάλυψης, η οποία δεν προέρχεται άμεσα από τις ενέργειες ανθρώπων αλλά από το φυσικό κόσμο. Η ταινία θέτει το εξής ερώτημα: τι συμβαίνει όταν κάτι πάει στραβά με το βασικότερο ανθρώπινο ένστικτο, το ένστικτο της επιβίωσης; Εξερευνά επίσης το πως η αγάπη κι η τρυφερότητα ίσως να μας βοηθήσουν να επιβιώσουμε από πιο σκοτεινές και επικίνδυνες καταστάσεις.
Η ιδέα της ταινίας ήρθε στον Σιάμαλαν ενώ οδηγούσε στην εξοχή, στο Νιου Τζέρσι, παρακολουθώντας την πλούσια βλάστηση έξω από το παρμπρίζ του. “Ήμουν στο δρόμο για Νέα Υόρκη,” θυμάται ο σκηνοθέτης, “ήταν μια όμορφη μέρα και τα δέντρα έφταναν μέχρι την άκρη της λεωφόρου. Ξαφνικά, σκέφτηκα “Τι θα γινόταν αν μια μέρα η φύση στρεφόταν εναντίον μας;”. Το ίδιο κιόλας λεπτό σχηματίστηκε στο μυαλό μου ολόκληρη η δομή της ιστορίας, ενώ μπορούσα να δω ξεκάθαρα τους χαρακτήρες. Ήταν ένα απίστευτο συναίσθημα διότι οι ταινίες είναι πάντα πολύ πιο προσιτές όταν το κυρίαρχο στοιχείο τους είναι η δομή.” Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της έμπνευσης, πριν από τη γραφή του σεναρίου, ο Σιάμαλαν είχε ένα πολύ συγκεκριμένο ύφος στο μυαλό του για την ταινία αυτή. “Ήξερα πως ήθελα να γυρίσω μια ταινία που θα ήταν δυναμική και θα μετέδιδε στο θεατή την αίσθηση της τεταμένης ατμόσφαιρας.”
Αν και το πρώτο draft του σεναρίου ήταν ήδη ιδιαίτερα έντονο, η “Twentieth Century Fox” πρότεινε στον Σιάμαλαν να πάει την ιστορία ακόμα πιο πέρα, δίνοντάς του τη δυνατότητα να γυρίσει την ταινία ως ακατάλληλη για ανήλικους κάτω των 17 που δεν συνοδεύονται από κηδεμόνα. Ο Σιάμαλαν μπορούσε πλέον να φτάσει σε ένα επίπεδο έντασης και τρόμου, στο οποίο δεν είχε πλησιάσει ποτέ μέχρι σήμερα. Ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για εκείνον και είχε πλέον το κίνητρο, αλλά και την ελευθερία, ώστε να αποδεσμεύσει τη φαντασία του και να φτάσει σε νέα άκρα. “Όταν το σκέφτηκα, κατέληξα στο ότι αυτός ήταν ο σωστός τρόπος για να γυριστεί η ταινία αυτή, μιας και πρόκειται για μια ιστορία που αφορά τα ταμπού. Αν δηλαδή προσπαθούσες να γυρίσεις τον “Εξορκιστή” ως μια ταινία κατάλληλη για όλους, θα ήταν πολύ δύσκολο να φανταστώ το αποτέλεσμα” λέει ο Σιάμαλαν.
Ο Σιάμαλαν είχε στο μυαλό του τη δημιουργία μιας σύγχρονης εκδοχής των θρίλερ που είχαν ως κεντρικό θέμα την παράνοια του Ψυχρού Πολέμου, τα οποία άνθισαν την εποχή των 50’s και 60’s. Τα θρίλερ αυτά ψυχαγωγούσαν και καλλιεργούσαν το φόβο με την αίσθηση επικείμενης καταστροφής, ενώ παράλληλα αμφισβητούσαν τη λογική πίσω από την κατεύθυνση της σύγχρονης κοινωνίας. Από τα εκδικητικά “Πουλιά” του Χίτσκοκ, μέχρι το πυρηνικό δημιούργημα “Γκοτζίλα” και τους “Ανθρώπους του Τρόμου” του Ντον Σίγκελ, πολλές από τις κλασικές αυτές ιστορίες τρόμου παρουσίαζαν στο κοινό το όραμα ενός νέου κόσμου, όπου η γη εξακολουθεί να υπάρχει αλλά το ανθρώπινο είδος μπορεί να μην τα καταφέρει.
Ο Σιάμαλαν ήξερε πως, όπως με τις ταινίες αυτές, η κινητήρια δύναμη πίσω από “Το Συμβάν” θα ήταν ένα έντονο συναίσθημα αβεβαιότητας και φόβου. Πήγε όμως ένα βήμα πιο πέρα, επινοώντας το πιο αφάνταστο είδος καταστροφής για την ανθρωπότητα. “Νομίζω πως αυτό που τρομάζει ιδιαίτερα στο “Συμβάν”, είναι πως οι άνθρωποι έχουν μια εντελώς αντίθετη συμπεριφορά από αυτήν που έχουν συνήθως” εξηγεί ο σκηνοθέτης. “Η ανεξήγητη συμπεριφορά είναι πάντα τρομακτική, ενώ στην ιστορία βλέπουμε και πολλές συμπεριφορές που θεωρούνται ταμπού. Εν τέλει, ποιο είναι το ένα πράγμα που διατηρεί το ανθρώπινο είδος ζωντανό – το ένστικτο της αποφυγής επιβλαβών πραγμάτων, της προστασίας του εαυτού μας αλλά και των άλλων. Τι θα συμβεί αν χαθεί το ένστικτο αυτό; Θα έρθουν τα πάνω κάτω πάρα πολύ γρήγορα.”
“Το Συμβάν” ήταν μια ευκαιρία για τον Σιάμαλαν να απομακρυνθεί από το στερεότυπο που τον ακολουθεί σε όλες τις ταινίες του: το ανατρεπτικό φινάλε. Έβλεπε πάντα την ταινία αυτή ως μια ιστορία που ξετυλίγεται μέσα σε 36 ώρες, η πλοκή εκτοξεύεται αμέσως από τα πρώτα στάδια της καταστροφής σε μια καταιγιστική κλιμάκωση, χωρίς καμιά παράκαμψη, και το κοινό μένει με κομμένη την ανάσα. “”Το Συμβάν” είναι ουσιαστικά μια ιστορία για μια οικογένεια που προσπαθεί να επιβιώσει, ενώ στην προσπάθεια αυτή μαθαίνουν να αγαπούν ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι που μου τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή” αναφέρει ο Σιάμαλαν. “Ο στόχος μου ήταν να γυρίσω μια γρήγορη ταινία όπου ο θεατής θα βγαίνει από την αίθουσα νιώθοντας μια δόση παράνοιας για όσα συμβαίνουν στον κόσμο και δεν τα είχε σκεφτεί ποτέ μέχρι σήμερα.”
Ταινία ενηλικίωσης, γκανγκστερικό θρίλερ και υπερηρωικό animation, όλα χωρούν στα θαρραλέα αμαξίδια από την Ουγγαρία που κέρδισαν τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο Ρουπάζοφ είναι ο πρώην πυροσβέστης που μια γενναία επιχείρηση καθήλωσε σε αναπηρικό αμαξίδιο. Αλλά ο Ρουπάζοφ είναι αποφασισμένος να σταθεί στα δυο του πόδια, πάση θυσία. Τουλάχιστον, έτσι όπως η ιστορία του ξετυλίγεται στο κόμικ των έφηβων Ζόλικα και Μπάρμπα που επίσης πάσχουν από κινητικά προβλήματα. Μέχρι τη στιγμή που ο Ρουπάζοφ, που φέρει μικρές ομοιότητες και με τον πατέρα του Ζόλικα, θα εμφανιστεί στον «πραγματικό» κόσμο και θα παρασύρει τα δυο αγόρια σ’ έναν αγώνα ταχύτητας με τη ζωή, με όχημα τα αμαξίδια.
Σ’ αυτόν τον αγώνα, ο Ρουπάζοφ θα διδάξει στ’ αγόρια τα μυστικά της ωριμότητας. Θα τους βάλει να οδηγούν αυτοκίνητο. Θα τους βγάλει στα κλαμπ να πιουν και να ξεφαντώσουν. Θα τους πείσει ότι η ζωή υπάρχει για να τη ζεις πατώντας στα δυο σου πόδια, έστω και καθιστός. Ακόμα σημαντικότερο, θα τους μάθει ότι μπορείς πολύ εύκολα να διαπράττεις τα τρομερότερα εγκλήματα, από ληστεία μέχρι φόνο και να τη σκαπουλάρεις με άνεση: γιατί κανείς, ποτέ, δε θα υποψιαστεί τον ανάπηρο στο καροτσάκι!
Ο Ούγγρος Ατίλα Τιλ, τη στιγμή ακριβώς που η χώρα του χαρακτηρίζεται από την άνοδο του ρατσισμού, παρουσιάζει μια ταινία που δε μιλά για τον ρατσισμό, απλώς τον αποκλείει, οριστικά, στην πράξη. Οι δυο πρωταγωνιστές του είναι μη επαγγελματίες ηθοποιοί, οι ίδιοι με τα κινητικά προβλήματα των ηρώων τους και, πράγματι, στέκονται θαυμάσια απέναντι στον Ζάμπολτς Θουρόζι του «White God». Οι τρεις τους συνθέτουν ένα αταίριαστο γκρουπ έτοιμο για περιπέτεια, σ’ ένα φιλμ που διατρέχει τα είδη, από το βαλκανικό γουέστερν στο γκανγκστερικό θρίλερ κι από την εφηβική κομεντί στο υπερηρωικό animation.
Κρατώντας σταθερή την κάμερά του (στο ύψος ενός ανθρώπου που κάθεται, για την ακρίβεια), μπροστά στους ήρωές του επίμονα από την αρχή, κάνει πρώτα τον θεατή να νιώσει άβολα με τη σωματική παραμόρφωση ή αδυναμία, για να το υπερβεί αμέσως με τη μέθοδο της εξοικείωσης και του χιούμορ. Η πλοκή είναι προβλέψιμη, αλλά οτιδήποτε άλλο δεν είναι. Με μια θεαματική σκηνή φόνου στο μέσο του, το φιλμ του Ατίλα Τιλ είναι ελαφρύ και διασκεδαστικό, χειριζόμενο ανθρώπους και ήθη που έχουν μάθει να ζουν στο σκοτάδι της διάκρισης. Και δεν το κάνει βαρυσήμαντα, αλλά με την πιο αφοπλιστική διάθεση για κινηματογραφικό και κοινωνικό παιχνίδι.
Παρότι η αρχική εντύπωση ήταν ότι ο Παζολίνι κι ο Φεράρα θα προκαλέσουν έναν εκρηκτικό συνδυασμό στην οθόνη, το επιλεκτικό biopic δίνει έμφαση όχι στη δύναμη των γεγονότων αλλά στο πνεύμα του δημιουργού.
Ένας σκηνοθέτης γεμάτος εσωτερικές συγκρούσεις, με πολύκροτο πολιτικό λόγο, σεξουαλική ζωή που προκάλεσε έντονες, ως και μοιραίες αντιδράσεις στην (όχι πολύ μακρινή) εποχή της, μια προσωπικότητα γεμάτη αντιθέσεις, ένας πολυπρισματικός καλλιτέχνης και λόγιος που συγκέντρωσε πάνω του όλη τη σοφία και τη σύγχυση του ’60 και του ’70. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι αποτελεί το αντικείμενο της νέας ταινίας του Εϊμπελ Φεράρα, του σκηνοθέτη που ακόμα και στις χειρότερες ταινίες του, ανάμεσά τους το «Welcome to New York», ποτέ δεν τράβηξε το βλέμμα από το βίαιο πάθος, το βρώμικο σκοτάδι, την ένταση, την παρακμή, το θάνατο. Κι όμως, το «Pasolini» του Φεράρα είναι η πιο εσωστρεφής, ανώδυνη, απαλή ταινία του, παρότι το θέμα της προσφέρεται για αμέτρητες προεκτάσεις.
Η ταινία συναντά τον Παζολίνι λίγο μετά τα γυρίσματα του «Σαλό» – είναι ήδη διάσημος, αναγνωρισμένος ως ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους του σύγχρονου πνεύματος. Το φιλμ ξεκινά με σκηνές από συνεντεύξεις που δίνει ο Παζολίνι σε διαφορετικά μέσα. Εκεί φροντίζει να δηλώσει ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ, η δράση και η τέχνη του είναι πολιτική. Και καλά που το λέει, γιατί η ταινία δεν ασχολείται λεπτό μ’ αυτήν, την τόσο σημαντική πλευρά του. Ο Παζολίνι ετοιμάζει δυο νέα έργα, τα γράφει, τα μοιράζεται, τ’ αναθεωρεί. Τα δυο αυτά έργα ζωντανεύουν στην οθόνη, το καθένα του καλύπτοντας μέρος του προφίλ του Παζολίνι και οδηγούν την ταινία.
Οι αποσπασματικές σκηνές που συνδέουν την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία αγγίζουν, ως alter ego του, τα στοιχεία της ζωής και του έργου του Παζολίνι μόνο επιδερμικά. Το φιλμ ούτε προσφέρει νέες πληροφορίες γι’ αυτόν, ούτε εμβαθύνει. Η αιχμηρή πολιτική δράση δεν επισκέπτεται καμιά σκηνή της, το σεξ, τα ψωνιστήρια, ο λανθάνων μαζοχισμός περιγράφονται, αλλά χωρίς πάθος και χωρίς κόστος.
Όσο οι γλώσσες του φιλμ μπερδεύονται, μάλλον αμήχανα, ανάμεσα στα αγγλικά και τα ιταλικά, ο Γουίλαμ Νταφόε στον κεντρικό ρόλο γνωρίζει απόλυτα τι θέλει να κάνει και το κάνει αριστοτεχνικά. Κι εκεί είναι που αποκαλύπτεται και η επιθυμία του Φεράρα. Όχι στο να σκηνοθετήσει μια ανώδυνη, χωρίς αντίκτυπο βιογραφία του Παζολίνι. Αλλά στο να παγιδεύσει κάτι από το πνεύμα του και την εποχή του, τα ταξίδια του μυαλού του και τη μελαγχολία ενός διαρκούς αγώνα, σε μια ταινία που δεν έχει, ίσως, νόημα, αλλά έχει αίσθηση και αισθητική. Στην εξαιρετική σκηνογραφία και τα κοστούμια της, στη λυρική φωτογραφία που κινείται από τη σέπια του ’70 στις νύχτες των ενοχών, σε μια αφαιρετική διατύπωση ενός αγγίγματος μιας μεγαλοφυΐας.
Ο «Παζολίνι» του Φεράρα είναι μια ταινία μάλλον ελλειπτική, μια και στην προσπάθειά της να αποδώσει το όλο, δεν επικεντρώνεται σε τίποτα. Ούτε κι ανταποκρίνεται στην πρόκληση της ανάλυσης μιας προσωπικότητας τόσο σύνθετης όσο ο Παζολίνι. Εκεί όμως που ετοιμάζεται κανείς να την απορρίψει ως αδύναμη, βαρετή, επιπόλαιη, αδιάφορη, συνειδητοποιεί τη μερική επιτυχία της: στο να μεταφέρει την υφή, εικαστική κι εγκεφαλική, ενός καλλιτέχνη που δεν ησύχασε ποτέ και που στάθηκε τόσο μπροστά από την εποχή του, ώστε να μη γίνει απόλυτα αποδεκτός ή κατανοητός ούτε καν από τους θαυμαστές και τους οικείους του. Αυτή η σκληρή μελαγχολία πιάνει τον θεατή από το λαιμό και δεν τον εγκαταλείπει εύκολα, αφήνοντάς τον να παιδευτεί μόνος του με την ουσία.