Category Archives: Εκδηλώσεις

Προβολή της ταινίας ”LES GARCONS SAUVAGES (Τα Άγρια Αγόρια)”, Δευτέρα 10/02/2020, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Τα Άγρια Αγόρια

Les Garçons Sauvages

του Μπερτράν Μαντικό

Tο αταξινόμητο, τολμηρό, ποιητικό ντεμπούτο του Γάλλου Μπερτράν Μαντικό. Ένα εικαστικό κομψοτέχνημα, αλλά και μια από τις πιο ρηξικέλευθες (αισθητικά και πολιτικά) κινηματογραφικές προτάσεις των τελευταίων χρόνων.

Γράφεται πολύ συχνά για διάφορες πρώτες σκηνοθετικές δουλειές ότι είναι πολλά υποσχόμενα ή και θεαματικά ακόμα ντεμπούτα, που δημιουργούν προσδοκίες για το μέλλον, καμία όμως ταινία της πρόσφατης μνήμης δεν έφερε τόσο σαρωτικά στο προσκήνιο έναν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη όσο τα «Aγρια Αγόρια» του Γάλλου Μπερτράν Μαντικό, ένα αισθητικό και πανσεξουαλικό παραλήρημα που κατέκτησε δικαίως την περίοπτη πρώτη θέση στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς των ακριβοθώρητων Cahiers du Cinema κι αποτελoύσε μέχρι σήμερα ένα καλά κρυμμένο μυστικό για την ελληνική διανομή, το οποίο κέρδισε (επιτέλους) δικαιωματικά την …αποκάλυψη.

Κι αν ο Μαντικό είχε δείξει τα πρώτα (αισθητικά και θεματολογικά) δείγματα γραφής με μια πλειάδα μικρού μήκους ταινιών, στις οποίες μια πανσπερμία διακειμενικών queer αναφορών κι ένα αταξινόμητο gender fluidity συνέθεταν ένα ολότελα προσωπικό και πρωτότυπο καλλιτεχνικό όραμα, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ο Γάλλος σκηνοθέτης πηγαίνει ακόμα ένα βήμα παραπέρα, κηρύσσοντας μια (κινηματογραφικά τουλάχιστον) πολυπόθητη σεξουαλική επανάσταση. Κι όπως κάθε ταινία που (συ)στήνει ab ovo ένα ακραιφνώς ιδιοσυγκρασιακό κινηματογραφικό σύμπαν, τα «Άγρια Αγόρια» απαιτούν τη βύθιση του θεατή σ’ αυτά χωρίς στεγανά και προκαταλήψεις.

Μετά από μια ονειρική in medias res εισαγωγή στην οποία σε ένα τροπικό νησί ένα ερμαφρόδιτο αγόρι με ένα γυναικείο στήθος δέχεται την επίθεση από έναν σκύλο με ανθρώπινο πρόσωπο (όσοι δεν έχουν σταματήσει την ανάγνωση σ’ αυτό το σημείο πρέπει να ξέρουν ότι αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα ακολουθούν), η ταινία μας μεταφέρει στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όπου τα «Άγρια Αγόρια» του τίτλου είναι μια ομάδα έφηβων αγοριών, γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών και συμμαθητές σε ιδιωτικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια μιας αυτοσχέδιας παράστασης του «Μάκβεθ» για τη φιλόλογο τους, οι νεαροί, φορώντας προσωπεία, που παραπέμπουν σε αρχαία τραγωδία, καταλαμβάνονται από μια ένθεη και διονυσιακή μανία, η οποία μετουσιώνεται στη μορφή ενός κρυστάλλινου κρανίου με το όνομα Τρέβορ, και αφού βιάσουν την καθηγήτρια τους τη σκοτώνουν.

Στη δίκη στην οποία ο δικαστής παρουσιάζεται σαν υπερμεγέθης τιμωρός και οι φύλακες είναι ημίγυμνες ερμαφρόδιτες φιγούρες, οι νεαροί κρίνονται ένοχοι και η τιμωρία τους δεν είναι η φυλάκιση, αλλά ο σωφρονισμός επέρχεται με ένα ταξίδι με αρχηγό έναν Ολλανδό καπετάνιο, μια εντελώς butch μορφή βγαλμένη από το Tom Of Finland, o οποίος αναλαμβάνει να φέρνει στον ίσιο δρόμο παραβατικά αγόρια. Ταΐζοντας τους ένα εξωτικό φρούτο που παραπέμπει σε τριχωτό ακτινίδιο (κι ευνόητα σε κάτι πολύ πιο πονηρό), ο καπετάνιος σκληραγωγεί τους νεαρούς στη διάρκεια του ταξιδιού, και τους υποβάλλει σε καταναγκαστικές εργασίες, ενώ τους δένει στο καράβι για να ασκεί απόλυτο σωματικό έλεγχο πάνω τους. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί και μια σαδομαζοχιστικά ερωτική ατμόσφαιρα, δείχνοντάς τους μεταξύ άλλων, και το εξωπραγματικά υπερμέγεθες πέος του.

Ο προορισμός του ταξιδιού είναι ένα τροπικό νησί στη μέση του πουθενά, στο οποία βασιλεύει μια οργιαστική και τελείως sui generis χλωρίδα, με φαλλόμορφα φυτά που (στην κυριολεξία) εκσπερματώνουν τους χορταστικούς χυμούς τους. Σ’ αυτόν τον ερωτικό Παράδεισο, οι νεαροί θα γνωρίσουν κοσμογονικές αλλαγές, όχι μόνο στην κοσμοθεωρία τους, αλλά και στο ίδιο τους το σώμα. Κι ενώ θα αποκαλυφθεί ότι ακόμα και ο ίδιος ο Καπετάνιος βρίσκεται στα μισά της σωματικής αλλαγής με ένα γυναικείο στήθος στο στέρνο του, τα αγόρια θα αποβάλλουν τα γεννητικά τους όργανα και θα γίνουν σταδιακά κορίτσια, υπό την επίβλεψη της επιστήμονα Σεβερίν (μοναδικά και στα όρια του camp ερμηνευμένης από την καλτ θεότητα του πάλαι ποτέ ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου Ελίνα Λόβενσον), της μοναδικής κατοίκου του νησιού, η οποία ανακάλυψε πρώτη ως άντρας της μαγικές ιδιότητες του μέρους και χρησιμοποιεί τα τέως «άγρια αγόρια» ως τους πρώτους πολεμιστές της σεξουαλικής της επανάστασης, η οποία μπορεί επιτέλους να ξεκινήσει.

Κι αν όλα αυτά δεν ήταν αρκετά fucked up, υπάρχει μια ακόμα μικρή λεπτομέρεια που αλλάζει τα πάντα και απογειώνει ακόμα περισσότερο το εγχείρημα του Μαντικό. Τα αγόρια του τίτλου ενσαρκώνονται από γυναίκες ηθοποιούς, κάτι που για τον παρατηρητικό θεατή γίνεται βέβαια αμέσως αντιληπτό, ακόμα όμως και για όσους δεν το παίρνουν αμέσως χαμπάρι και το αποκαλύπτουν στη συνέχεια αυτής της φρενήρους διαδρομής, μπλέκει ακόμα περισσότερο τα όρια ανάμεσα στα φύλα και προσθέτει ακόμα περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης σ’ αυτή την ήδη φιλόδοξη απόπειρα κατάρριψης οποιουδήποτε στερεότυπου αναφορικά με την αναπαράσταση των έμφυλων ταυτοτήτων στο κινηματογραφικό μέσο.

Ο Μαντικό στήνει από την αρχή ένα εξωπραγματικά τεχνητό σύμπαν, μέσα στην πανηδονιστική ατμόσφαιρα του οποίου η έννοια του φύλου δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα που αποδομείται κι επανασυντίθεται διαρκώς. Θυμίζοντας τον διάσημο στίχο των Blur από το Girls and Boys για τα κορίτσια που είναι αγόρια και ούτω καθεξής, η ταινία παίζει διαρκώς με τις αντιλήψεις, τις προσδοκίες (ακόμα και τα ταμπού) του θεατή, δημιουργώντας έναν περιρρέοντα ερωτισμό που (κυριολεκτικά) στάζει καύλα σχεδόν σε κάθε πλάνο, χωρίς όμως ποτέ να εκπίπτει στην πορνογραφία. Αντίθετα η πρόκληση είναι βαθύτερη κι εγκεφαλική, διατηρεί όμως τη σωματικότητα κι εκείνη την απαραίτητη παιγνιώδη και σκανδαλιστική ελαφρότητα που καθιστούν το εγχείρημα του Γάλλου σκηνοθέτη όχι απλώς ένα νοητικό κι αισθητικό πείραμα, αλλά μια ολοκληρωμένη κι ε(ρε)θιστική εμπειρία.

Φυσικά οι αναφορές που μπορεί να εντοπίσει κανείς στο έργο του Μαντικό είναι άπειρες, ο τρόπος όμως που αυτές συντίθενται σε ένα προσωπικό και ξεχωριστό τελικό αποτέλεσμα είναι αυτός που κάνει τη διαφορά. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρουμε μερικές για να φανεί το εύρος του διακειμενικού οράματος του Γάλλου σκηνοθέτη: η εισαγωγή, αλλά και όλη η ειρωνική αντιμετώπιση απέναντι στις έννοιες της παραβατικότητας και του σωφρονισμού παραπέμπουν στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο αχαλίνωτος ερωτισμός και η προκλητική διάθεση κατάρριψης των ταμπού και των απαγορεύσεων στον περιορισμένο χώρο ενός νησιού στο «Γκοτό, το Νησί του Έρωτα» του Βαλέριαν Μπορόβτζικ, η δημιουργία μιας εξαρχής τεχνητής κι επίπλαστης ατμόσφαιρας στις δημιουργίες του Γκάι Μάντιν, αλλά και στα σεξουαλικά φορτισμένα μελοδράματα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ενώ ο ίδιος ο Μαντικό ευχαριστεί στους τίτλους τέλους τον Ιούλιο Βερν (!) και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Και πραγματικά η ταινία αυτή θα μπορούσε να είναι το παιδί της αγάπης αυτών των τόσο διαφορετικών κι ετερόκλιτων συγγραφέων.

Γυρισμένο σε ένα εξωπραγματικά γυαλιστερό ασπρόμαυρο, οι αποχρώσεις του οποίου μοιάζουν να έχουν εμποτιστεί με glitter, και με σποραδικές εκρήξεις χρώματος, στις οποίες ο σκηνοθέτης μαζί με τη σταθερή διευθύντρια φωτογραφίας του Πασκάλ Γκρανέλ φορτώνουν το κάδρο με φίλτρα συνθέτοντας μια αλλόκοτα απόκοσμη κι αισθαντική ατμόσφαιρα, τα «Άγρια Αγόρια» του Μπερτράν Μαντικό δεν είναι μόνο ένα εικαστικό κομψοτέχνημα, αλλά και μια από τις πιο ρηξικέλευθες (αισθητικά και πολιτικά) κινηματογραφικές προτάσεις των τελευταίων χρόνων, μια ταινία που τολμά να προκαλέσει αντιδράσεις και συζητήσεις, όχι μόνο για τον αυτοσκοπό της πρόκλησης. Κι αυτό είναι επιτακτικά αναγκαίο σε μια εποχή που η πολιτική ορθότητα τείνει να μετατραπεί σε έναν νέο συντηρητισμό.

Προβολή της ταινίας ”JOJO RABBIT”, Δευτέρα 03/02/2020, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Τζότζο

Jojo Rabbit

του Τάικα Γουαϊτίτι

Ο Τάικα Γουαϊτίτι τολμά μία αναρχική κωμωδία για τη ναζιστική Γερμανία. Μία παρωδία με αναχρονιστικό μουσικό σάουντρακ, ανελέητο σαρκασμό, και αναπάντεχη τρυφερή παιδικότητα.

Ο Τζο Μπέτζλερ, ένα αδύνατο και μοναχικό αγοράκι, μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία με την καλόκαρδη και τρυφερή μητέρα του, όσο ο πατέρας του λείπει εδώ και χρόνια «για δουλειές». Ο «Τζότζο» έχει ένα όνειρο: να φορέσει τη στολή με τις σβάστικες και να υπηρετήσει τον Φύρερ. Τον ενοχλεί που τον θεωρούν αδύναμο και δειλό, εκείνος θα αποδείξει στους συμμαθητές του ότι είναι σκληρός, ικανός και πιο πιστός στο όραμα από όλους. Άλλωστε έχει και τη βοήθεια του φανταστικού του φίλου, Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος εμφανίζεται συχνά στο δωμάτιό του, τον ενθαρρύνει και τον κατηχεί: μισούμε τους Εβραίους. Μόνο που την Ημέρα της Ναζιστικής Νεολαίας, ο Τζότζο αποτυγχάνει στις δοκιμασίες: δεν μπορεί να σκοτώσει ένα κουνελάκι με τα γυμνά του χέρια, ενώ τραυματίζεται από θραύσματα μιας χειροβομβίδας και το πρόσωπό του παραμορφώνεται για πάντα. Καταστροφή. Τώρα όλοι τον κοροϊδεύουν ακόμα περισσότερο από πριν: είναι άσχημος, είναι τέρας, είναι δειλός όπως ο πατέρας του που το έσκασε. Είναι ο «Τζότζο το κουνέλι». Όσο αναρρώνει, η μητέρα του τον σταματά από το σχολείο και, μένοντας σπίτι, η ζωή του αλλάζει απότομα. Κι αυτό γιατί ανακαλύπτει ότι σε μια μυστική σοφίτα, που επικοινωνεί μόνο από το δωμάτιό της, η μαμά του κρύβει από τους Γερμανούς μία έφηβη Εβραία κοπέλα. Ο Τζο δεν έχει ξαναδεί ποτέ κάποιον που πρέπει να μισεί, αλλά δεν νιώθει να μισεί την Έλσα. Δεν έχει ουρά, δεν μοιάζει με το διάβολο. Όσο ο Τζότζο ερωτεύεται, όσο καταλαβαίνει την αλήθεια για την αντιστασιακή μητέρα του, τόσο πρέπει να ξυπνήσει από τον τυφλό φανατισμό του, να καταλάβει ποιος πραγματικά είναι, τι πραγματικά πιστεύει, και να πάρει θέση απέναντι σ’ έναν αδίστακτο πόλεμο που σκοτώνει ανεπίστρεπτα την παιδική (κι όχι μόνο) αθωότητα.

Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης (από Εβραία μητέρα και Μαορί πατέρα) Τάικα Γουαϊτίτι έχει στα χέρια του μία κινηματογραφική χειροβομβίδα: μπορεί κανείς να κατασκευάσει μία φαρσική κωμωδία για τα ναζιστικά εγκλήματα, και μάλιστα με πρωταγωνιστή ένα μικρό παιδί; Ως απάντηση, ο Γουαϊτίτι τραβάει με θάρρος την περόνη ασφαλείας. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, που ένας ατσούμπαλος, γελοίος, κακοφορμισμένος «φανταστικός Αδόλφος» μαθαίνει στον μικρό Τζο το σωστό «Χάιλ Χίτλερ» και το πιτσιρίκι τρέχει ενθουσιασμένο και πωρωμένο στους δρόμους, τεντώνοντας σε ναζιστικό χαιρετισμό το χέρι σε όλους τους περαστικούς, υπό τους ήχους του… «I Wanna Hold Your Hand» των Beatles, καταλαβαίνεις ότι ό,τι θα ακολουθήσει θα είναι μία ανίερη κωμωδία του παραλόγου. Μία παρωδία με αναχρονιστικό μουσικό σάουντρακ, ανελέητο σαρκασμό, και αναπάντεχη τρυφερή παιδικότητα.

Ο Γουαϊτίτι («What We Do in the Shadows», «Hunt for the Wilderpeople», «Thor: Ragnarok»), ο οποίος ερμηνεύει ο ίδιος τον Χίτλερ ως στραβοχυμένο, κομπλεξικό λουκουμά, παίζει συνεχώς με το risqué θέμα του, κρατώντας χειρουργικές ισορροπίες και σωστή θερμοκρασία στη σάτιρα. Ταυτόχρονα όμως δεν χαρίζεται σε ευκολίες: οι Ναζί μπορεί να ρεζιλεύονται και να ξεβρακώνονται μέσα από το φαρσικό βλέμμα του (ο Σαμ Ρόκγουελ ως κρυφογκέι ξεπεσμένος αξιωματικός, η Ρέμπελ Γουίλσον ως ταγμένη σαδίστρια Φροϊλάιν) όμως λένε αδίστακτες, σκληρές, ειδεχθείς ατάκες που, σε άλλο τόνο, θα σου έκοβαν το αίμα. Η κωμωδία σε λυτρώνει από τον τρόμο, αλλά με έναν τρόπο, η κωμωδία, πολύ πιο ύπουλα, λέει κάτι πολύ σοβαρό.

Φανερά επηρεασμένος από τον Μελ Μπρουκς («Οι Παραγωγοί») τον Τσάρλι Τσάπλιν («Ο Μεγάλος Δικτάτορας»), ακόμα και τον Γουες Αντερσον (από την ποπ σκηνογραφία μέχρι την αισθαντική ανθρωπιά που εμποτίζει τα πάντα), αλλά βάζοντας και τη δική του πινελιά αναρχίας στο χιούμορ, ο Γουαϊτίτι καταφέρνει να γίνει συγκινητικός, αποφεύγοντας όμως το μελό (κάτι το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο Ρομπέρτο Μπενίνι με το «Η Ζωή Είναι Ωραία»). Τον σώζει η αιρετική του προδιάθεση, η βουτιά με το κεφάλι, το χιούμορ χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Τον βοηθάει και το εξαιρετικό καστ ηθοποιών (δικαίως η Σκάρλετ Τζοχάνσον είναι υποψήφια για Οσκαρ στο ρόλο της μητέρας, απίθανος ο Ρόκγουελ στο πώς κανιβαλίζει τον ναζί ήρωά του στις λεπτομέρειες, ενώ κι ο Στίβεν Μέρτσαντ είναι ξεκαρδιστικός ως SS), στο οποίο κλέβουν την παράσταση τα παιδιά. Ο Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, ως Τζότζο, είναι όπως κι όλη η ταινία: αστείος και συγκινητικός, χαριτωμένος και σοβαρός, παράτολμος και συγκινητικός. Η Τόμασιν ΜακΚένζι, στο ρόλο της εβραιοπούλας, μοιάζει με κοριτσάκι που κουβαλά το old soul της στο βλέμμα, δυνατή και εύθραυστη κι ακριβής σε ό,τι κάνει. Σε έναν μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο (αυτό του χοντρούλη κολλητού φίλου του Τζότζο) ο πιτσιρικάς Αρτσι Γέιτς είναι μία μικρή αποκάλυψη: με απίθανο κωμικό τάιμινγκ και τόνο, ο «Γιόρκι» του είναι η φωνή της ανθρωπιάς μέσα στο παράλογο, η ζεστασιά μέσα στο κυνικό, η αντίθεση της ζωής μέσα στο θάνατο.

Αυτό είναι και το μυστικό του Γουαϊτίτι. Μέσα στις εξυπνάδες, τις ατάκες, τα γκαγκς, θραύσματα ανθρωπιάς θυμίζουν γιατί υπάρχει η αναγκαιότητα να αφηγούμαστε, ξανά και ξανά, τέτοιες ιστορίες. Να μην ξεχνάμε πώς τρύπησε ο ναζισμός τον ανθρώπινο κοινωνικό ιστό, πώς έπεισε μια χώρα να τερατουργήσει, πώς οι κάτοικοί της παρασύρθηκαν στο μίσος, από έναν λαοπλάνο που έπαιξε με τους φόβους τους. Ο Γουαϊτίτι επιτίθεται στο φασισμό με κανιβαλιστικό γέλιο, αλλά το φως στο σκοτάδι το ρίχνει ο άνθρωπος. Η γλυκύτητα της μάνας που ξέρει πολύ καλά ότι το παιδί της δεν είναι ναζί. Ο Γιόρκι με την μεγάλη καρδιά και την αποπροσανατολισμένη ενσυναίσθηση. Η Έλσα με τη γενναία της στάση.

Κάπως έτσι, ο Γουαϊτίτι στραγγαλίζει το κουνέλι της πολιτικής ορθότητας, με μία κωμωδία που έχει κάτι πολύ σοβαρό να πει. Ζούμε και τώρα σε παρόμοιες εποχές. Και η μόνη διέξοδος στο απάνθρωπο πολιτικό κλίμα είναι να θυμόμαστε (και να εμπιστευόμαστε) τι μας κάνει ανθρώπους. Το γέλιο, το θάρρος, οι μάταιοι έρωτες μας κι ένας γενναίος χορός.

 

Προβολή της ταινίας ”THE LIGHTHOUSE”, Δευτέρα 27/01/2020, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

«The Lighthouse» του Ρόμπερτ Έγκερς

Η δεύτερη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη του «The Witch», ξεπερνά και παραβλέπει τις προσδοκίες καθ οδόν προς ένα σκοτεινό μεγαλείο.

Από τον Χέρμαν Μέλβιλ και τον Χάουαρντ Φίλιπ Λάβκραφτ κι από τον μύθο του Προμηθέα στις απαρχές του εξπρεσιονισμού και στις πιο αλλόκοτες ναυτικές ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, αυτή η κλειστοφοβική ταινία γοτθικού, ψυχολογικού τρόμου, σε κάνει να νιώθεις την θάλασσα και την καταιγίδα στο δέρμα σου, την παράνοια να εισβάλλει στο μυαλό σου και το χιούμορ μαύρο σαν σκοτάδι να σε καταπίνει -σε μια κινηματογραφική εμπειρία που δεν μπορείς εύκολα να ξεχάσεις.

Ο Γουίλεμ Νταφόε κι ο Ρόμπερτ Πάτινσον είναι απλά συγκλονιστικοί σε δυο ερμηνείες που θα έχτιζαν τις καριέρες τους, αν δεν ξέραμε πια τι ακριβώς μπορούν να κάνουν με την κατάλληλη καθοδήγηση και ο Ρόμπερτ Εγκερς αποδεικνύει ότι το «The Witch» ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ατύχημα.

Κινηματογραφημένο σε ασπρόμαυρο, σε ένα σχεδόν τετράγωνο 1.19:1 κάδρο, με μια εντυπωσιακή φωτογραφία από τον Τζάριν Μπλάσκε που είχε δείξει ήδη το ταλέντο του και στη «Μάγισσα», το φιλμ μας φέρνει σε ένα απομονωμένο νησί στην μέση του πουθενά, σε μια απροσδιόριστη χρονολογία κάπου στον 19ο αιώνα. Ο Τόμας Γουέικ κι ο Εφρέμ Γούνσλοου είναι οι δυο φαροφύλακες που θα αναλάβουν για έναν μήνα την ευθύνη του φάρου που στέκεται εκεί και, μιας σειρήνας, της οποίας ο επαναλαμβανόμενος ήχος προειδοποιεί τα πλοία που περνούν, για τον κίνδυνο που παραμονεύει.

Μόνο που εκτός από τις ξέρες που κρύβονται κάτω από τα αγριεμένα κύματα, οι κίνδυνοι μοιάζουν να βρίσκονται και στην ξηρά, στην σχέση των δύο ανδρών που είναι από την αρχή γεμάτη εντάσεις κι ανταγωνισμό. Ο βετεράνος Τόμας απαιτεί να είναι μόνο εκείνος που θα φροντίζει την λάμπα του φάρου («η πιο πιστή και ήσυχη γυναίκα που είχα ποτέ»), ο νεαρός Εφρέμ βρίσκει τις αγγαρείες της καθημερινότητας, το καθάρισμα, το κουβάλημα κάρβουνου, τα μερεμέτια, αδιάφορα, κουραστικά και μάταια. Το αφιλόξενο τοπίο, ένας ενοχλητικός γλάρος, η μοναξιά, το κακότροπο αφεντικό του, αλλά και τα μυστικά που ο καθένας κουβαλά, τα ψέματα που λένε, θα φέρουν τους δυο τους στα όρια τους, πριν η αναγκαστική συνύπαρξη και μερικά μπουκάλια ρούμι τους φέρουν πιο κοντά.

Αλλά όπως και στην φύση γύρω τους, η φαινομενική ηρεμία, απλά προϊδεάζει για την καταιγίδα που θα ακολουθήσει κι όταν μια κυριολεκτική καταιγίδα που δεν λέει να κοπάσει θα τους αποκλείσει στο νησί πολύ περισσότερο απ΄όσο υπολόγιζαν να μείνουν, η απουσία ικανοποιητικής τροφής, η υπερκατανάλωση αλκοόλ, η υπερβολική μεταξύ τους τριβή, η σαρωτική μοναξιά, τα φαντάσματα του καθενός, οι εμμονικές ιδέες, η σεξουαλική στέρηση, θα οδηγήσουν την σχέση τους σε μια αληθινά εκρηκτική πορεία και τους δυο τους στα όρια της ψύχωσης και της παράνοιας.

Αυτό που θα ακολουθήσει είναι ένα ονειρικό, εφιαλτικό κρεσέντο συγκλονιστικής ομορφιάς και υποδόριου τρόμου, όμως «O Φάρος» δεν είναι ένα σε καμία περίπτωση ένα τυπικό horror movie, αλλά μάλλον ένα ψυχολογικό δράμα δωματίου εξαιρετικής ορμής κι έντονων ομοερωτικών υπονοούμενων (ή όχι και τόσο υπονοούμενων), που θέλει να εξερευνήσει ανάμεσα σε άλλα για πράγματα όπως οι διαδάλοι της ανδρικής ψυχολογίας, τις καταπιεστικές νόρμες του ανδρισμού, τις μεθόδους με τις οποίες κατασκευάζουμε ή διαλύουμε τους εαυτούς μας, την δυναμική των σχέσεων εξουσίας, το πόσο αδύναμη είναι η ανθρώπινη θέληση απέναντι στη φύση, ή απέναντι στη φύση μας.

Με μια ποιητική, λογοτεχνική γλώσσα που προσθέτει πολύ στον αντίκτυπο της ταινίας και μας χαρίζει μερικές από τις πιο ευφυείς προσβολές κι ευρηματικές κατάρες που ακούσαμε ποτέ, με μια κινηματογραφική γραμματική που μπλέκει τα όρια ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ονειρικό και με το τοπίο να αποτελεί έναν ακόμη διακριτό χαρακτήρα, «O Φάρος» λάμπει με την ένταση ενός βροντερού κεραυνού στην καρδιά μιας ξέφρενης κινηματογραφικής καταιγίδας και προβάλλει σαν ένα σπουδαίο κατόρθωμα που κερδίζει αυτοστιγμεί τη σφραγίδα ενός κλασικού φιλμ.

https://youtu.be/XmRfMPFiYZo

Προβολή Ταινίας – Ενημέρωση Για Τις Γυναίκες Στη Ροζάβα (στις Κούρδικες περιοχές στη Βόρεια Συρία), Σάββατο 25/01/2020, στις 19:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Προβολή της ταινίας – Ενημέρωση για τις γυναίκες στη Ροζάβα (στις Κούρδικες περιοχές στη Βόρεια Συρία)

A Film By Haluk Unal ”JIYAN’S STORY”

Το κοινωνικό επαναστατικό πείραμα (κοινωνικής δικαιοσύνης, εθνοτικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής συνύπαρξης, οικολογίας και ισότητας), που προσπαθεί να διαλύσει ο Τούρκικος φασισμός.

Στο χώρο του στεκιού, Φιλίππου 46, θα μαζεύονται χρήματα και τρόφιμα για τους Κούρδους πρόσφυγες του Λαυρίου

Προβολή της ταινίας ”THE GOOD LIE”, Δευτέρα 20/01/2020, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Ενα Γενναίο Ψέμα

The Good Lie

του Φιλίπ Φαλαρντό

Σινεμά καταγγελίας από τον σκηνοθέτη του «Εξαιρετικού Κύριου Λαζάρ», ή πώς η Ελ Γουντς του «Legally Blonde» ανακαλύπτει τη δυστυχία στον κόσμο.

Μια ομάδα παιδιών εγκαταλείπει το εμπόλεμο Σουδάν και, αντιστεκόμενη στη βία, τη φρίκη και τις κακουχίες, φτάνει σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Κένυα κι από εκεί στη Γη της Επαγγελίας, την Αμερική που αναδεικνύεται στο όνειρο που ήλπιζαν. Σύμμαχός τους στο νέο τους σπίτι θα είναι μια ταξιδιωτική πράκτορας που, γιατί όχι, ανακαλύπτει ότι στον υπόλοιπο κόσμο υπάρχει πόλεμος και δυστυχία και θα βοηθήσει τους πρόσφυγες να προσαρμοστούν αλλά και ν’ αναζητήσουν τον αδελφό που έχουν αφήσει πίσω.

Ο Φιλίπ Φαλαρντό, ο σκηνοθέτης του «Εξαιρετικού Κυρίου Λαζάρ» παρουσιάζει μια ταινία καταγγελίας, γραμμένη με τέτοια αφέλεια που ακόμα κι η Διεθνής Αμνηστία θα δυσκολευόταν να την υποστηρίξει. Το πρώτο μέρος του φιλμ, όπου τα «χαμένα παιδιά του Σουδάν», έχοντας χάσει στους βομβαρδισμούς του εμφυλίου οικογένεια και σπίτι, διασχίζουν με τα πόδια δυο χώρες, αντιμετωπίζοντας με θάρρος, επιμονή κι ομαδικότητα τους κινδύνους, για να φτάσουν στην προστασία της Κένυας, είναι μεν στερεοτυπικό, αλλά κερδίζει σε ατμόσφαιρα και πειστικότητα από την ανοιχτή, ηλιοκαμένη φωτογραφία των τοπίων και μια, αναπόφευκτη, δόση συγκίνησης μπροστά σε τέτοια απώλεια και αγώνα.

Από τη στιγμή, ωστόσο, που τα τρία αγόρια θα φτάσουν στην Αμερική, στο Κάνσας και θα προσπαθήσουν να προσαρμοστούν στη δυτικότροπη ζωή, το φιλμ αλλάζει ύφος και, κρατώντας τα ίδια στερεότυπα, μετατρέπεται σε μια ελαφριά κοινωνική κωμωδία, με τους Σουδανούς πρόσφυγες να κοιτάζουν την εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά και των ηθικών αρχών όπως η Ντόροθι τη Σμαραγδένια πολιτεία. Όταν στο σπίτι όπου εγκαθίστανται χτυπά το τηλέφωνο, πιστεύουν ότι είναι κάποιος συναγερμός. Στο σούπερ μάρκετ κάνουν πάρτι, οι καραμέλες τους τραβούν εθιστικά και τα γυναικεία ντεκολτέ χρειάζονται αντιμετώπιση από το μάγο της φυλής, θα έλεγε κανείς.

Χείρα βοηθείας θα προσφέρει η Κάρι της Ρις Γουίδερσπουν, η ταξιδιωτική πράκτορας που κανόνισε το ταξίδι τους, ελαφρών ηθών ακατάστατη μικροαστή που, για πρώτη φορά στα τριαντατόσα της ακούει ότι στον υπόλοιπο κόσμο συμβαίνουν έκτροπα, συγκινείται και κάνει ό,τι μπορεί για να τους βοηθήσει. Και, πραγματικά, τους βοηθάει τόσο εύκολα: τους βρίσκει αμέσως δουλειές, παρότι ο ένας είναι αχαΐρευτος, τούς γνωρίζει στους φίλους και συναδέλφους, προσπερνά την αμερικανική μεταναστευτική γραφειοκρατία που, ως γνωστόν, είναι μάλλον αυστηρή κι όλα αυτά, με μια ερμηνεία που φέρνει κοντά τον σέξι ακτιβισμό μιας Εριν Μπρόκοβιτς με τη χοροπηδηχτή αισιοδοξία της Ελ Γουντς του «Legally Blonde», σε καστανό αυτή τη φορά.

Απέναντί της, οι Αρνολντ Οτσένγκ, Γκερ Ντουάνι και Εμάνιουελ Τζαλ, δοκιμασμένοι ηθοποιοί οι δυο πρώτοι, γνωστός μουσικός ο τρίτος, ανταπαντούν με μεγαλύτερη αυθεντικότητα, αλλά και πάλι έναν αδικαιολόγητο ερασιτεχνισμό που αν πραγματικά αναζητούσε ο Φαλαρντό, θα μπορούσε τουλάχιστον να έχει χρησιμοποιήσει πραγματικούς πρόσφυγες, προσφέροντάς τους και δουλειά. Το «γενναίο ψέμα» του τίτλου είναι εκείνο που λέμε όταν οι προθέσεις μας το δικαιολογούν, για έναν καλό απώτερο σκοπό. Με τον ίδιο τρόπο, ο Φαλαρντό κάνει μια ολότελα ψεύτικη ταινία, με καλές προθέσεις, που όμως καθόλου δεν ανταποκρίνεται στο προηγούμενο βήμα της καριέρας του.

Προβολή της ταινίας ”DOCTOR SLEEP”, Δευτέρα 13/01/2020, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Δόκτωρ Υπνος

Doctor Sleep

του Μάικ Φλάναγκαν

Η «Λάμψη» συνεχίζει να λούζει τον Νταν Τόρανς σε ένα θρίλερ μεταφυσικού τρόμου που συμβιβάζει γνωστικά τις κοσμοθεωρίες των Στίβεν Κινγκ και Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

Παλεύοντας επί δεκαετίες να απαλλαγεί από την κληρονομιά της απελπισίας και του αλκοολισμού που του άφησε ο πατέρας του Τζακ και να σβήσει τις τραυματικές μνήμες από το ξενοδοχείο Overlook, ο χαρισματικός Νταν Τόρανς, μεσήλικας πια, προσπαθεί να κρατήσει «κλειδωμένα» σε κουτιά του νου τα στοιχειά που συνεχίζουν να τον κατατρύχουν. Με την ελπίδα να αλλάξει ζωή, καταλήγει σε μια κωμόπολη του Νιου Χάμσαϊρ και, μέσω μιας νέας φιλίας, σε μια κοινότητα Ανώνυμων Αλκοολικών και σε μια δουλειά σε ένα γηροκομείο όπου, με όση δύναμη «λάμψης» του έχει απομείνει, προσφέρει την ύστατη ανακούφιση στους ετοιμοθάνατους.

Στους αυτοκινητόδρομους των ανατολικών πολιτειών, μια αίρεση που αποκαλείται «Αληθινός Δεσμός» ταξιδεύει με αυτοκινούμενα τροχόσπιτα αναζητώντας τροφή. Αν και φαινομενικά συνηθισμένα, τα μέλη της είναι απέθαντοι που ρουφάνε βαμπιρικά τον «ατμό» ζωής από τα θύματά τους ενώ τα θανατώνουν αργά και βασανιστικά. Έχουν μόλις «προσηλυτίσει» μια πανούργα έφηβη στους κόλπους τους, και τώρα ψάχνουν για την επόμενη πηγή ενέργειας που θα τους προστατέψει από τη φθορά του χρόνου.

Κάπου στην Ατλάντα, η μικρή Αμπρα, που ζει με τους γονείς της, έχει τις δικές της τηλεπαθητικές ικανότητες. Η δύναμη της «λάμψης» της είναι μεγάλη, όμως έχει μάθει να τη διαχειρίζεται από παιδάκι με σύνεση, θάρρος και αισιοδοξία. Μπορεί ακόμη να επικοινωνεί με άλλα άτομα ανάλογου χαρίσματος από χιλιάδες μίλια μακριά.

Οι τρεις ιστορίες διαπλέκονται βραδυφλεγώς στην κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος φρίκης «Δόκτωρ Ύπνος», που έγραψε ο Στίβεν Κινγκ το 2013 ως συνέχεια στη θρυλική του «Λάμψη» του 1977. Και ο παραλληλισμός της δράσης τους πυκνώνει μετά το πρώτο 60λεπτο της ταινίας του Μάικ Φλάναγκαν, έμπειρου μοντέρ και ικανού σκηνοθέτη ταινιών και σειρών τρόμου («Ο Καθρέφτης της Κολάσεως», «Το Παιχνίδι του Τζέραλντ», «Οι Δαίμονες του Χιλ Χάουζ»), μετά την τηλεπαθητική επαφή που εγκαινιάζουν ο Νταν και η Άμπρα μέσω ενός μαυροπίνακα κι αφότου το κορίτσι γίνεται εξ αποστάσεως «μάρτυρας» της άγριας σφαγής ενός αγοριού από την Ρόουζ, την ανελέητη –κι εξίσου χαρισματική- αρχηγό του Δεσμού.

Μέχρι που όλες καταλήγουν στον ίδιο χώρο της πηγής του κακού, το στοιχειωμένο ξενοδοχείο των Βραχωδών Ορών του Κολοράντο. Εδώ, στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, τα στιγματισμένα από κρουνούς αίματος χολ, την απόκοσμη σάλα χορού, τα μισοερειπωμένα δωμάτια και τον χιονισμένο λαβύρινθο του Overlook θα γίνει η μεγάλη αναμέτρηση και θα επέλθει η κάθαρση που είχε σκανδαλωδώς στερήσει ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ από τον Στίβεν Κινγκ στη δική του, ανοιχτή σε ερμηνείες φιλμική «Λάμψη» του 1980.

Ο Φλάναγκαν σέβεται και τα δύο. Τόσο τον αγνωστικισμό του Κιούμπρικ, έτσι όπως προκύπτει από το σινεμά του αλλά και τις μαρτυρίες συνεργατών, απογόνων και μελετητών του, όσο και τον θεϊσμό του Κινγκ, του οποίου η μεθοδική ανατροφή διαποτίζει ολόκληρο το λογοτεχνικό του σύμπαν. Και συντονίζει αυτόν τον σεβασμό με την ψυχραιμία ενός επίμονου μελετητή, όπως και την επιδεξιότητα ενός δημιουργού που ξέρει πώς να επεξεργάζεται δάνεια.

Μπορεί τα μοτίβα του διαφορετικού και του καταραμένου να μοιάζουν εξαντλημένα μετά την επέλαση των X-Men και των κινηματογραφικών τους ομολόγων, όμως δε θα βρούμε εδώ ούτε τους χάρτινους χαρακτήρες ούτε και τα φθηνά τρικ των conceptual fantasies του συρμού. Μπορεί, ακόμα, ο σκηνοθέτης να το παρακάνει με την υποχρέωση να τιμήσει κάθε γωνιά και στοιχειό του κιουμπρικικού Overlook, όμως δεν υπάρχει ίχνος κακέκτυπου στην αναπαράστασή του και τίποτα σε αυτήν που να μην εντάσσεται οργανικά στην αφήγηση.

Άλλωστε, η κορύφωση που υπογραμμίζει τον φόρο τιμής είναι μονάχα η… κορύφωση σε ένα 2,5ωρο μεταφυσικό θρίλερ που έχει ακόμα να προτείνει ευρηματικά ανατριχιαστικές σεκάνς (και οι τρεις φασματικές συναντήσεις της μικρής Άμπρα με την ανηλεή Ρόουζ αξίζουν ανθολόγησης στο είδος) και δύο αποκαλυπτικές κατά τη γνώμη μας ερμηνείες που σκιάζουν ακόμη και την εκ των πραγμάτων αβανταδόρικη της καλής Ρεμπέκα Φέργκιουσον: εκείνες της απίθανα εκφραστικής Κάιλι Κέραν στον ρόλο της Αμπρα, και του Ζαν ΜακΚλάρνον, που υποδύεται τον Crow Daddy, υπαρχηγό της αίρεσης, με μια φυσικότητα τουλάχιστον ανησυχητική.