Category Archives: Εκδηλώσεις

Προβολή της ταινίας ”OPERATION FINALE”, Δευτέρα 10/12/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

“Operation Finale”: Συλλάβετε τον Eichmann

Με την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Λατινική Αμερική κατέστη «πόλος έλξης» για τα πρώην ανώτερα και ανώτατα στελέχη του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος. Μέσα στα επόμενα χρόνια και κυρίως την δεκαετία του ’60, πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ συρρέουν μαζικά προς την Νότια Αμερική, και δη προς την Αργεντινή, αποσκοπώντας στον εντοπισμό και στην σύλληψη, στην πραγματικότητα στην απαγωγή, και στην μεταφορά προ της ισραηλινής δικαιοσύνης του συνταγματάρχη των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Gestapo, Adolf Eichmann, του ανθρώπου που έχει υποδειχθεί ως ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος.

Η πραγματική ιστορία πίσω από την την απαγωγή του Eichmann και της μεταφοράς του στο Ισραήλ αποτελεί την υπόθεση του νέου δράματος που κλήθηκε να σκηνοθετήσει ο Chris Weitz (“About a Boy”, “The Golden Compass”, “Rogue One: A Star Wars Story“). Το “Οperation Finale”, όπως είναι ο τίτλος της ταινίας, αναμένεται να βγει στους αμερικανικούς κινηματογράφους κατά το τέλος του τρέχοντος καλοκαιριού και συγκεκριμένα στις 29 Αυγούστου και όχι μέσα στην περίοδο των κινηματογραφικών βραβείων, όποτε συνήθως τα κινηματογραφικά στούντιο επιλέγουν να κυκλοφορήσουν ταινίες με τέτοιου είδους κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό περιεχόμενο.

Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους της ταινίας κρατούν ο Ben Kingsley (“Gandhi”, “Schindler’s List“) που θα παίξει τον Eichman, καθώς και ο βραβευμένος με Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στην μίνι σειρά “Show Me a Hero” και γνωστός από τους ρόλους τους στις ταινίες “A Most Violent Year”, “Inside Llewyn Davis”, “Ex Machina” αλλά και από τις πρόσφατες ταινίες του “Star Wars”Oscar Isaac, ο οποίος θα υποδυθεί τον πράκτορα της Mossad Peter Malkin.

Προβολή της ταινίας ”LA SOMBRA DE LA LEY”, Δευτέρα 3/12/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Gun City

Στη Βαρκελώνη του 1921, εν μέσω αναταραχών μεταξύ αναρχικών και αστυνομίας, ένας αστυνομικός το παίζει σε διπλό ταμπλό για να αποτρέψει έναν εμφύλιο πόλεμο.

Προβολή της ταινίας ”BlacKkKlansman”, Δευτέρα 26/11/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Η Παρείσφρηση

BlacKkKlansman

του Σπάικ Λι

Με μια πολιτική κωμωδία τοποθετημένη στα ’70ς, ο Σπάικ Λι επιτίθεται στον αμερικανικό ρατσισμό κάθε εποχής, απροκάλυπτα, έξω απ’ τα δόντια και με ακαταμάχητο στιλ.

Ο Σπάικ Λι πριν σχεδόν 30 χρόνια, στο «Do the Right Thing», ήταν γεμάτος οργή για τη ρατσιστική Αμερική, έριχνε έπιπλα σε τζαμαρίες, τα βίαια ξεσπάσματά του ζητούσαν δικαιοσύνη και ισότητα: τώρα έχει μεγαλώσει, μπορεί να κριτικάρει σαρκαστικά, να γελά στα μούτρα της ΚΚΚ, να κοροϊδεύει με την καρδιά του. Να μιλάει, απλώς, και ο λόγος του να έχει την ίδια δύναμη. Έχει μεγαλώσει και μαζί του η Αμερική. Αλλά η δεύτερη όχι αρκετά.

Το «BlacKkKlansman», η καλύτερη ταινία του εδώ και χρόνια, βραβευμένη στις Κάννες, ξεκινά με το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», τη σκηνή όπου η Σκάρλετ Ο’ Χάρα ψάχνει απεγνωσμένα ανάμεσα στην τεράστια έκταση των τραυματιών του εμφυλίου. Και τελειώνει με σκηνές από έναν άλλο εμφύλιο, αυτόν που έγινε πέρσι, το 2017, στη Σάρλοτσβιλ.

Ναι, η Αμερική δεν έχει μεγαλώσει αρκετά, ο ρατσισμός είναι ολοζώντανος κι ο Σπάικ Λι, γράφοντας και σκηνοθετώντας ακριβώς μια ταινία για το φλεγόμενο «τώρα», έχει την ωριμότητα να το κάνει με χιούμορ κι αυτό το τόσο δικό του coolness που ξεχειλίζει από κάθε σκηνή του φιλμ.

Το «BlacKkKlansman» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τόσο ακραία που μοιάζουν υπερβολικά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν η «οργάνωση της λευκής υπεροχής» μοιάζει παντοδύναμη και οι Μαύροι Πάνθηρες καλούν τον κόσμο τους στα όπλα, ένας μαύρος αστυνομικός, ο Ρον Στάλγουερθ, αναλαμβάνει να διεισδύσει στην Κου Κλουξ Κλαν του Κολοράντο. Όχι μόνος του φυσικά, γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από την οργάνωση, αλλά με τη συνεργασία του Φλιπ, του Εβραίου λευκού συναδέλφου του. Οι δυο τους, με τόσα κοινά όσα και διαφορετικά χαρακτηριστικά, θα γίνουν το αχτύπητο δίδυμο («εγώ θα είμαι ο λόγος, εσύ το πρόσωπο»), που θα φέρει την Αμερική στο δρόμο της ισότητας και τον Νόμο στο δρόμο του δικαίου. Τουλάχιστον για πολύ λίγο.

Αν πει κανείς ότι η ταινία του Σπάικ Λι είναι κωμωδία, δεν θα έχει άδικο. Οι ίδιες οι προσωπικότητες (και το styling!) των ηρώων το προκαλεί κι οι απανωτές διαβρωτικές ατάκες το ενισχύουν. Η πλοκή ξετυλίγεται μέχρι και σαν slapstick, ανεβάζοντας διαρκώς τα ντεσιμπέλ της ακρότητας. Αν η ταινία προκαλεί αστείρευτο γέλιο, άλλο τόσο ξεφεύγει σε περιπέτειες ανοικονόμητες, με αποκορύφωμα ένα split screen – παράλληλο μοντάζ με την (πολιτισμικά ενδιαφέρουσα φυσικά, αλλά περιττή), συμμετοχή του Χάρι Μπελαφόντε. Αλλά, από την άλλη, πότε ο Σπάικ Λι ήταν εγκρατής για να γίνει τώρα και γιατί να το θέλει;

Η ταινία του είναι η πληθωρικότητα στα καλύτερά της. Μια ιδανική επιλογή στους πρωταγωνιστές (ο Ανταμ Ντράιβερ ίσως και στον καλύτερο ρόλο του κι ο Τζον Ντέιβιντ – γιος του Ντενζέλ – Γουόσινγκτον) και ένα απολαυστικό ρεπερτόριο δευτεραγωνιστών (από τον Τόφερ Γκρέις ως τον παλιό μόνιμο του Χαλ Χάρτλεϊ, Ρόμπερτ Τζον Μπερκ), δίνει τη βάση για ν’ απλώσει ο Σπάικ Λι το πέπλο της ατμόσφαιρας του. Φωτογραφία ζεστή, ’70ς, εσωτερικά φλεγόμενη, ρούχα ταυτισμένα με την εποχή της αντίρρησης, λυγερά νεανικά κορμιά, όχι, όχι λευκά, που μεταδίδουν την ορμή και τον αισθησιασμό τους, εμβόλιμες γραφιστικές σφραγίδες, μουσική που διανύει το φάσμα του μαύρου ρυθμού της δεκαετίας με την άνεση του γνώστη. Ένα μοναδικό και μεταδοτικό coolness που ο Σπάικ Λι έχει έμφυτο και μεταφέρει στο σινεμά του ακέραιο και που μπορεί να μεταμορφώσει μια πολιτική κωμωδία στο πιο σέξι δίωρο.

Κι από την άλλη, ο Σπάικ Λι κάνει, το 2018, ακριβώς την πολιτική ταινία που πρέπει να κάνει, με τη δύναμη και το απόλυτο που χρειάζεται. Κατηγορώ στον Ντόναλντ Τραμπ, κατηγορώ μέχρι εξευτελισμού στους ρατσιστές, αλλά και στο αμερικανικό πολιτικό και αστυνομικό Σύστημα. Κατηγορώ έξω από τα δόντια, χωρίς διακριτικότητα ή υπονόμευση ή τεχνάσματα: κατά μέτωπο και με το βλέμμα στην ευθεία. Σινεμά επίκαιρο, της ώρας, αλλά με την ψυχραιμία του ανθρώπου που, έτσι κι αλλιώς, εδώ και δεκαετίες, μ’ αυτό ακριβώς ασχολείται, γι’ αυτό φωνάζει με την κάμερά του κι αυτό διεκδικεί. Και, ταυτόχρονα, σινεμά τόσο όμορφο, δυνατό στις εικόνες του, στιλάτο, πολύχρωμο, βαθιά μαύρο. Με το ύφος και το ήθος ενός αληθινού soul brother που μας κάνει να τον αγαπάμε και να τον θαυμάζουμε ξανά – όχι ότι ποτέ σταματήσαμε.

Προβολή της ταινίας ”HACKSAW RIDGE (Αντιρρησίας Συνείδησης)”, Δευτέρα 12/11/2018, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Αντιρρησίας Συνείδησης

Hacksaw Ridge

του Μελ Γκίμπσον

Θεαματικές σκηνές δράσεις, στιγμές που προσφέρουν πηγαία συγκίνηση και μια δυνατή προσωπική ιστορία που αποδεικνύει πως η επιμονή στις ηθικές αξίες μπορεί να σώσει – κυριολεκτικά – ζωές επιβεβαιώνουν χωρίς αμφιβολία πως ο Μελ Γκίμπσον ακόμα γνωρίζει πώς να προσφέρει γνήσια, απολαυστική κινηματογραφική ψυχαγωγία.

Ο Ντος κατά την διάρκεια της μάχης Οκινάουα, μίας από τις πιο αιματηρές του Β’ παγκοσμίου πολέμου, έσωσε πάνω από 75 άντρες χωρίς να ανοίξει πυρ ή έστω να φέρει όπλο. Ήταν ο μόνος Αμερικανός στρατιώτης του Β παγκοσμίου πολέμου που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των μαχών και πρόσφερε τα μέγιστα χωρίς να φέρει οπλικό εξοπλισμό αφού είχε την πεποίθηση ότι ακόμα και ο πόλεμος δεν δικαιολογεί τους σκοτωμούς. Πρόσφερε ιατρικές υπηρεσίες στον στρατό μεταφέροντας τους τραυματισμένους από τις γραμμές του εχθρού ενώ βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπος με πυρά και τραυματίστηκε σοβαρά από χειροβομβίδα.

Είναι πολύ εύκολο να απορρίψει κανείς με την πρώτη τον «Αντιρρησία Συνείδησης» κολλώντας του τον χαρακτηρισμό «αμερικανιά». Η ταινία και έχει την καλογυαλισμένη όψη ενός χολιγουντιανού έπους και υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία τις ηθικές αξίες του πρωταγωνιστή της και χαιρετάει την πίστη στο αμερικανικό έθνος, όπως και το καθήκον του κάθε πολίτη να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Ταυτόχρονα, όμως, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός την αδικεί αμέσως καθώς ακαριαία ισοπεδώνει όλα της τα προτερήματα, προτιμώντας να παραμείνει μόνο στην επιφάνεια. Γιατί απλά ο «Αντιρρησίας Συνείδησης» είναι μια ταινία φτιαγμένη με τους κανόνες του παλιού Χόλιγουντ και, ακόμα κι αν ο πατριωτισμός της μπορεί κατά στιγμές να γίνεται κόκκινο πανί για τον μέσο Ευρωπαίο θεατή, δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς την μαεστρία με την οποία είναι από την αρχή φτιαγμένη καθώς και το πόσο αποτελεσματική είναι στην άντληση του συναισθήματος από τον θεατή.

Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνά κανείς το σκηνοθετικό παρελθόν του Μελ Γκίμπσον. Ο Γκίμπσον είναι ένας σκηνοθέτης που αγαπά την τραχύτητα, που κινηματογραφεί την ίδια την ενέργεια, που πολλές φορές γκρεμίζεται κάτω από τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του. Ο Μελ Γκίμπσον μπορεί να είναι ο σκηνοθέτης του «Apocalypto» αλλά είναι και ο σκηνοθέτης του «Braveheart», ένας δημιουργός που αγκαλιάζει τη βία στην εικονογραφία του και που στόχο έχει να κάνει τον θεατή του μέρος της δράσης και να τον βυθίσει στο επίκεντρο μιας συναισθηματικής δίνης, είτε αυτή αφορά την αγωνία και την συγκίνηση είτε, αντιθέτως, φλερτάρει με την αηδία και την αποστροφή.

Ο «Αντιρρησίας Συνείδησης» έρχεται δέκα χρόνια μετά το «Apocalypto» και δώδεκα μετά τα «Πάθη του Χριστού», μόνο που εδώ η φρίκη της ιστορίας δεν αφορά το παρελθόν της κεντρικής Αμερικής ή το σκοτεινό κομμάτι της «πιο σημαντικής ιστορίας που ειπώθηκε ποτέ» αλλά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ιστορία του πρώτου αντιρρησία συνείδησης στην ιστορία της Αμερικής που τιμήθηκε με το μετάλλιο της τιμής για την σωτηρία πάνω από 75 αντρών κατά την διάρκεια της μάχης της Οκινάουα, μίας από τις πιο αιματηρές του Β’ παγκοσμίου πολέμου, χωρίς να ανοίξει πυρ ή έστω να φέρει όπλο.

Το πρώτο μισό της ταινίας, ακολουθεί τις δυσκολίες που συνάντησε ο Ντος στην προσπάθειά του να παραμείνει σταθερός στις αρχές του (για εκείνον, ο θάνατος στον πόλεμο ήταν εξίσου φόνος και υποστήριζε πως το σώμα του αντιδρά στο όπλο σαν να ήταν αλλεργικό απέναντί του) σε συνάρτηση με τους γονείς του, την αρραβωνιαστικιά του και στην συνέχεια με τους συφάνταρούς του. Το δεύτερο μισό αντιθέτως είναι εκείνο που βουτά στην κόλαση του πολέμου, που δανείζεται στοιχεία από την «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» και που θυμίζει σε όλους τι εστί ο παλιός, καλός σκηνοθέτης Μελ Γκίμπσον.

Γιατί ο Γκίμπσον δε χάνει ποτέ τον προσανατολισμό του μέσα στην φασαρία του πολέμου, ούτε σταματάει στιγμή να δίνει σημασία στην τοπογραφία της μάχης. Κάθε στιγμή, είναι απόλυτα κατανοητό το τι γίνεται, είναι απόλυτα σαφές σε ποιο σημείο κινούνται οι αντίπαλες στρατιωτικές δυνάμεις, είναι εμφανές ποιος προχωρά και ποιος οπισθοδρομεί. Η αφήγηση της μάχης έχει ροή, έχει αρχή, μέση και τέλος και οι ακρωτηριασμένοι στρατιώτες ή τα φλεγόμενα πτώματα δεν είναι απλά παράγοντες του σοκ αλλά οργανικά στοιχεία της εξιστόρησης. Στον «Αντιρρησία Συνείδησης» ο Μελ Γκίμπσον βρίσκεται στα καλύτερά του, σπρώχνει την ένταση στα άκρα και διατηρεί την προσοχή του κοινού μέχρι το τέλος όχι κάνοντας φτηνά κόλπα εντυπωσιασμού, απλά λέγοντας με τον ιδανικό τρόπο την ιστορία του, προσφέροντάς της μια επική διάσταση και αναγνωρίζοντας χωρίς υποκρισία την σκοτεινή πλευρά της.

Δύο στοιχεία αποδεικνύονται ιδιαίτερα καθοριστικά για την επιτυχία του εγχειρήματος. Από την μία πλευρά, ο Αντριου Γκάρφιλντ αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο ικανός είναι στην δημιουργία συμπαθητικών προσωπικοτήτων στο σινεμά. Το χαμόγελο του Ντος και η γενικότερη ευγενή του αύρα προσφέρουν μερικά πολυπόθητα διαλείμματα στις καταιγιστικές σκηνές του πολέμου, ακόμα και όταν γύρω τα πάντα φλέγονται σαν να βρισκόμαστε σε μια επίγεια κόλαση. Επιπλέον, η έμφαση στην εξερεύνηση του χαρακτήρα του και η συνεχής αναζήτηση της «σωτηρίας» και της «επιβίωσης» προσφέρουν έναν ηθικό κορμό που ξεπερνά τον υπέρμετρο (κατά στιγμές) πατριωτισμό και το γεγονός ότι, ουσιαστικά, οι Ιάπωνες αποτελούν έναν απλό απρόσωπο κακό στην αφήγηση.

Το δεύτερο στοιχείο που κάνει την διαφορά είναι το ίδιο το προσωπικό όραμα του Γκίμπσον. Ο «Αντιρρησίας συνείδησης» μπορεί να μοιάζει με «αμερικανιά» είναι όμως φτιαγμένος έξω από τον μηχανισμό του Χόλιγουντ (οι Χιούγκο Γουίβινγκ, Τερέσα Πάλμερ και Σαμ Γουόρθινγκτον είναι μόνο λίγοι από τους άπειρους Αυστραλούς συντελεστές του καστ) με βάση μόνο το τι έχει στο μυαλό του ο Γκίμπσον ως απαραίτητο για την αποτύπωση της ιστορίας στο πανί. Η ταινία είναι ένα παθιασμένο, προσωπικό όραμα ενός σκηνοθέτη που ξέρει να παίζει στη μεγάλη κατηγορία ακόμα και αν η κατηγορία αυτή τον έχει κατατάξει στους ανεπιθύμητους. Για αυτό και η ταινία είναι δείγμα ενός καλογυαλισμένου σινεμά που σέβεται τον θεατή και κάνει συνεχώς την καρδιά να χτυπάει δυνατά. Φυσικά και ο «Αντιρρησίας Συνείδησης» δεν είναι τέλειος. Εξάλλου, πέρα από τον χαρακτήρα του Ντος, οι υπόλοιποι ήρωες είναι μάλλον σχηματικά ανεπτυγμένοι και το πρώτο μισό της ιστορίας φλερτάρει επικίνδυνα με το μελόδραμα. Σαν σύνολο όμως η αφήγηση είναι εντυπωσιακά ειλικρινής και αυτό συγχωρεί στην ταινία σχεδόν τα πάντα.

Προβολή της ταινίας ”BAD BOY BUBBY”, Δευτέρα 05/11/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Bad Boy Bubby (1993, Rolf de Heer)

Ηθοποιοί: Nicholas Hope, Claire Benito, Ralph Cotterill, Syd Brisbane, Carmel Johnson

Υπόθεση: Ο Bubby είναι ένας 35χρονος άντρας, που η ασταθής, αυταρχική και θρησκόληπτη μητέρα του κρατά σκλαβωμένο μέσα στο σπίτι τους. Ο Bubby δεν έχει δει ποτέ το φως του ήλιου, αφού η μητέρα του τον έχει πείσει ότι ο εξωτερικός αέρας είναι δηλητηριώδης. Ο Bubby, που συναισθηματικά και πνευματικά βρίσκεται ακόμη στην παιδική ηλικία, μοιράζεται τα πάντα με την μητέρα του, η οποία τον κακοποιεί σωματικά και σεξουαλικά. Όταν τελικά καταφέρνει να φύγει από το σπίτι του, καταλήγει στους δρόμους, αντιμετωπίζει τη βιαιότητα του έξω κόσμου, επιδιώκοντας την προσωπική του λύτρωση.

 

Το Bad Boy Bubby είναι μια κατάμαυρη ιλαροτραγωδία, σκηνοθετημένη από τον Αυστραλό Rolf de Heer, η οποία εξαιτίας της αμφιλεγόμενης θεματικής της βάσης και μερικών ιδιαίτερων ενοχλητικών σκηνών δεν κατάφερε να βρει διανομή σε αρκετές χώρες. Το Bad Boy Bubby είναι ταυτόχρονα εξωφρενικό, ξεκαρδιστικό, προσβλητικό, βάναυσο, σκοτεινό, ωμό, ακατέργαστο, βέβηλο και δύσπεπτο, μια αρκετά προκλητική ταινία που καταφέρνει να συνδυάσει την ασχήμια με την ομορφιά και την απόλυτη διαφθορά με την πνευματική υπέρβαση. Από την κριτική των φανατικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, της οργανωμένης θρησκείας μέχρι και την επίθεση στον τρόπο λειτουργίας της βιομηχανίας του θεάματος και την εκμετάλλευση των γυναικών, το Bad Boy Bubby είναι τολμηρό, βλάσφημο, σκληρό και αστείο. Η συγκεκριμένη ταινία είναι αρκετά σκληρή και προκλητική και ενδέχεται να προσβάλει αρκετούς θεατές, οι οποίοι στο πρώτο 20λεπτο βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα απίστευτο μπαράζ σκληρότητας, κακοποίησης, αιμομιξίας, παρακμής και βίας απέναντι σε ζώα, μέσα σε ένα παρακμιακό, γκροτέσκο περιβάλλον που μυρίζει σήψη και αποσάθρωση. Η περιήγηση του Buddy στον έξω κόσμο, έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνει, αποκτά τη διάσταση μιας υπαρξιακής οδύσσειας μέσα στη βία, την ανέχεια, την υποτίμηση, η οποία θα οδηγήσει στην αναζήτηση της προσωπικής λύτρωσης μέσα από πατροκτονικές τάσεις. Από το σκοτεινό, κλειστοφοβικό κλίμα του εσωτερικού του σπιτιού του, σταδιακά ο σκηνοθέτης αλλάζει τους τόνους προς το φωτεινότερο, με αποτέλεσμα η έκθεση του Buddy στον έξω κόσμο να διακρίνεται από μια εξωτική πολυχρωμία. Τα αισθήματα παίζουν ανάμεσα στη μελαγχολία, τη συγκίνηση και την πεσιμιστική διάθεση, με τον de Heer να εμμένει στο προκλητικό, κυνικό, σκληρό του ύφος, αφήνοντας όμως να φανεί ένας πιο ανθρώπινος πυρήνας στο κέντρο της ιστορίας. Αν και οι συνθήκες που περιγράφει η ταινία, απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ρεαλιστικές, το Bad Boy Buddy έχει μια συναισθηματική αλήθεια και μια πρωτόγονη ειλικρίνεια. Ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής της επιτυχίας, η ταινία το οφείλει στην εκπληκτική ερμηνεία του Nicholas Hope, στον ρόλο του κοινωνικά απροσάρμοστου Buddy, ο οποίος καταφέρνει να παρουσιάσει τέλεια το μείγμα αθωότητας και απειλής του χαρακτήρα. To Bad Boy Buddy είναι μια έντονη, ανατρεπτική κινηματογραφική εμπειρία που προκαλεί τον θεατή από την αρχή μέχρι το τέλος της.

Προβολή της ταινίας ”L’AMOUR ET LA REVOLUTION (έρωτας και επανάσταση)”, Δευτέρα 29/10/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

“Έρωτας και Επανάσταση”: Γαλλική ταινία για το Κράτος των Εξαρχείων με… guest star τον “Ρουβίκωνα”

Πάρα πολλές είναι οι προβολές στο Youtube της Γαλλικής ταινίας “Έρωτας και Επανάσταση”(L’Amour et La Revolution) των Maud & Yannis Youlountas.

Η ταινία καταγράφει με ενδιαφέρουσα κινηματογραφική ματιά την σημερινή κατάσταση του Ελληνικού Αναρχικού Κινήματος κάνοντας (υποχρεωτικά) focus στην Πλατεία Εξαρχείων και στο… αυτόνομο “Κράτους του Εξαρχιστάν”.

Παρουσιάζει ιστορίες μεταναστών, τις δράσεις των ομάδων αλληλεγγύης σε Αθήνα και νησιά, αλλά και ενέργειες ακτιβισμού που έχουν να κάνουν με το Αεροδρόμιο Καστελίου, τους πλειστηριασμούς στη Θεσσαλονίκη κ.λ.π.

Από μια τέτοια ταινία προφανώς δεν θα μπορούσε να έλειπε και ο “Ρουβίκωνας” -μετά το 54ο λεπτό της ταινίας. Ιδρυτικό στέλεχος του οποίου για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα (η πρώτη ήταν πριν από λίγες μέρες στο Ισπανόφωνο TeleSur) επιλέγει να υπερασπιστεί δημόσια και on camera τις δράσεις και τις ενέργειες του.

Επιστρέφοντας στο φίλμ “Έρωτας και Επανάσταση” παρότι επιχειρεί να εξιδανικεύσει πρακτικές που κινούνται πέρα από τα όρια της νομιμότητας, αποτελεί μια εξαιρετική καταγραφή του “παράλληλου κόσμου” των Εξωκοινοβουλευτικών Αριστερών – Αναρχικών Κινημάτων στην Ελλάδα του 2018.

Αλλά και της καθημαγμένης Ελλάδας της παρατεταμένης λιτότητας με την λάθος συνταγή, την οποία έλαχε να… ισοπεδώσει η χειρότερη Κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, αυτή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Νομίζουμε πως αξίζει να την δείτε-ακόμη και όσοι θεωρείτε πως όλος αυτός ο κόσμος βρίσκεται ιδεολογικά απέναντι σας.

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”THE INSULT”, ΔΕΥΤΕΡΑ 22/10/2018, ΣΤΙΣ 21:30, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Το «The Insult» του Ζιάντ Ντουεϊρί είναι ένα πολιτικό δράμα που δεν ξέρει τι σημαίνει λεπτότητα, ή μέτρο

Σε μια γειτονιά της Βηρυτού, ένα συνεργείο του δήμου, διορθώνει κατασκευαστικά λάθη στους δρόμους, τρύπες στο οδόστρωμα. Κάτω από το μπαλκόνι του Τόνι και της εγκύου γυναίκας του Σιρίν, ο εργοδηγός Γιασέρ θα βραχεί από τα νερά του μπαλκονιού τους και θα του ζητήσει να προσέχει και δίχως την άδειά του θα δοκιμάσει να διορθώσει την υδρορροή τους. Μόνο που στην διάρκεια αυτής της σύντομης διαδικασίας, οι δυο άντρες θα έρθουν σε αντιπαράθεση και μια προσβλητική κουβέντα του Γιασέρ προς τον Τόνι, θα γίνει η αρχή μιας αντιπαράθεσης που γρήγορα θα ξεφύγει από τον έλεγχό τους.

Η ουσία της βεβαίως βρίσκεται όχι στην ίδια την πράξη ή τα λόγια που ειπώθηκαν –και στη συνέχεια στις πράξεις που θα ακολουθήσουν- μα στην ίδια τους την ταυτότητα, στο γεγονός ότι ο Τόνι είναι χριστιανός Λιβανέζος κι ο Γιασέρ Παλαιστίνιος και στο πως ο πρώτος δεν κρύβει ιδιαίτερα την εχθρότητά του απέναντι στους Παλαιστινίους.

Και με αφορμή μερικές μόνο λέξεις, το φιλμ του Νταουεϊρί θα δοκιμάσει να μιλήσει για κάτι πολύ μεγαλύτερο για το εκρηκτικό φυλετικό και θρησκευτικό καζάνι που βράζει στην Λιβανέζικη κοινωνία αλλά κι ολόκληρη την μέση ανατολή. Μονο που ο τρόπος που θα επιλέξει να το κάνει, αρχικά σαν να αντιγράφει –μάλλον χοντροκομμένα- τις ηθικές διελκυστίνδες του σινεμά του Ασγκάρ Φαραντί και στη συνέχεια δανειζόμενος τα φτηνά κόλπα μια τηλεοπτικής δικαστικής σειράς, δείχνει τετριμμένος και υπερβολικά βαρύγδουπος.

Οι προσθέσεις μπορεί να είναι καλές και η ιδέα πως κανείς δεν έχει μονοπώλιο στην ιδιότητα του μάρτυρα εν δυνάμει αξιοσημείωτη, μα το «The Insult» είναι προφανές σε όλα όσα έχει να πει, όπως το «ο φανατισμός είναι κακός» ή «δεν είναι ντροπή να ζητάς συγνώμη» και η κινηματογραφική του γλώσσα είναι βουτηγμένη στην υπερβολή και το μελόδραμα.