Category Archives: Εκδηλώσεις

Προβολή της ταινίας ”CRUELLA”, Τρίτη 14/12/2021, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Κρουέλα

Cruella

Κρεγκ Γκιλέσπι

To origin στόρι της Κρουέλα ντε Βιλ. Πιο στιλάτο απ’ ότι χειραφετημένο. Με την Έμα Στόουν και την Έμα Τόμσον σε επική μονομαχία στιλ και female power.

Το ρητό πάει κάπως έτσι: «είμαι γυναίκα, ακούστε με να βρυχώμαι.»

Κι εάν ένας χαρακτήρας θα μπορούσε να πει αυτά τα λόγια με στιβαρότητα και με την απόλυτη αυτοπεποίθηση πως της ανήκουν κάθε μια από αυτές τις λέξεις που λέει, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από την Κρουέλα ντε Βιλ. Οπότε, πόσο ταιριαστό είναι αυτό το ρητό που ανοίγει στην ουσία τη origin ιστορία για μια από τις πιο εμβληματικές κακούς της Disney, σε μια ταινία η οποία όμως μέχρι το τέλος μοιάζει να επικεντρώνεται περισσότερο στο στιλ και να πασχίζει να δώσει στην Κρουέλα την φωνή που δικαιωματικά της αξίζει.

Αν ήθελε κάποιος να χαρακτηρίσει την «Κρουέλα» ως ταινία, δεν θα έπεφτε έξω αν έλεγε ότι δεν είναι απαραίτητα ένα prequel των «101 Σκυλιών της Δαλματίας», αλλά περισσότερο μια ταινία η οποία εμπνέεται μεν από το μύθο αλλά χαράζει μια δικιά της ανεξάρτητη πορεία.

Το ταξίδι ξεκινάει από τα groovy 60s, όπου και γνωρίζουμε ένα μικρό κορίτσι, την Εστέλα, η οποία προσπαθεί να είναι το καλό παιδί που θέλει η μητέρα της, αλλά μετά από ένα τραγικό συμβάν, βρίσκεται μόνη της στους δρόμους του Λονδίνου, και φτάνει μέχρι και τα fabulous 70s, όπου και πλέον μαζί με τους φίλους της, Τζάσπερ και Οράτιο, ζουν μια ζωή γεμάτη κλοπές. Μόνο που η Εστέλα έχει άλλα σχέδια για την ζωή της και το όνειρό της είναι να γίνει μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας. Όλα αυτά γίνονται πραγματικότητα όταν αρχίζει να δουλεύει για την Βαρόνη φον Χέλμαν και τον διάσημο οίκο μόδας της, Liberty, μόνο που η σχέση τους έχει ως αποτέλεσμα μία σειρά γεγονότων και αποκαλύψεων που θα οδηγήσουν την Εστέλα στο να αγκαλιάσει την σατανική πλευρά του χαρακτήρα της και να μεταμορφωθεί στη σκληρή, αδίστακτη και εκδικητική Κρουέλα.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Κρεγκ Γκιλέσπι, δεν είναι άγνωστος στην ανάδειξη δυναμικών, πολυεπίπεδων, εμβληματικών γυναικείων χαρακτήρων – θυμηθείτε το οσκαρικό «Εγώ, η Τόνια» με δυο αξέχαστες ερμηνείες από τις Μαργκο Ρόμπι και Αλισον Τζένεϊ. Οι ηρωίδες του είναι επαναστάτριες, γυναίκες που ο κόσμος βλέπει ως διαβολογυναίκες, στις οποίες ο ίδιος βρίσκει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ανθρωπιά και την κακία τους χωρίς όμως να στρογγυλεύει κανένα από τα δυο άκρα τους. Εξάλλου η Κρουέλα ποτέ, ως χαρακτήρας, δεν ήταν των δυο άκρων, του άσπρου και του μαύρου. Μοιάζει περισσότερο σα μια περίτεχνη παλέτα από αποχρώσεις του γκρίζου και σε αυτές εδώ ακριβώς προσπαθεί να επικεντρωθεί τόσο ο Γκιλέσπι όσο και οι πέντε σεναριογράφοι του, ανάμεσά τους και η Αλίν Μπρος Μακένα, γνωστή για το (συγγενικό) «Ο Διάβολος Φοράει Prada», και ο Τόνι ΜακΝαμάρα, υποψήφιος για Οσκαρ για την (συγγενική;) «Ευνοούμενη».

Ο Γκιλέσπι θέλει να κάνει κατεξοχήν μια coming of age ταινία, και να αφηγηθεί μια ενδυναμωτική ιστορία χειραφέτησης για ένα κορίτσι το οποίο μεγαλώνει χωρίς να το ενδιαφέρουν οι νόρμες, κάνει την δική της επανάσταση και στο τέλος βρίσκει την θέση της στην κοινωνία η οποία από την πρώτη στιγμή την βλέπει μόνο ως την κακιά της υπόθεσης. Στην προσπάθειά του να ισορροπήσει στην αρκετά λεπτή γραμμή για το τι είναι αυτό που τελικά διαχωρίζει στην ουσία έναν κακό από έναν αντιήρωα, παραπατάει και αφήνει τους χαρακτήρες του χαμένους μέσα σε ένα θολό τοπίο αναρχίας. Κι εδώ είναι το σημείο που το αποτύπωμα της Disney είναι εμφανές, το σημείο στο οποίο ο Γκιλέσπι συμβιβάζεται και φτιάχνει μια πιο family friendly εκδοχή της ταινίας που θα ήθελε, ανήμπορος να δείξει την πλήρη γκάμα των ικανοτήτων του, κάτι που θα έκανε την ταινία να γίνει ένα πραγματικά υπέροχο φεμινιστικό μανιφέστο.

Εκεί που φαίνεται να τα καταφέρνει κάπως καλύτερα είναι όταν αφήνει την ταινία του να εξελιχθεί ως μια μαύρη κωμωδία για την φιλοδοξία, την απληστία, την εκδίκηση, την ταξική σύγκρουση και, κυρίως, για την υψηλή μόδα όπου είναι ένας χαρακτήρας από μόνη της. Τα κοστούμια της, σχεδιασμένα και ραμμένα από την δέκα φορές υποψήφια για Όσκαρ Τζένι Μπίβαν, κλέβουν την παράσταση με αβίαστο τρόπο. Εντυπωσιακά μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια, κάνουν την ταινία να δείχνει σε στιγμές σαν ένα υπερπολυτελές haute couture ντεφιλέ κάποιου οίκου μόδας, με εκρήξεις punk rock αισθητικής που μπορεί να ζήλευε μέχρι και η Βίβιαν Γουέστγουντ. Η μόδα στην ταινία δεν υπάρχει μόνο για να κάνει τους ηθοποιούς απλά να δείχνουν ωραίοι και σικ, αλλά και για να ολοκληρωθεί ένα fashion statement – επαναστατικό όσο και το εξαιρετικό soundtrack με επιλογές από Νίνα Σιμόν, The Stooges, Deep Purple, Blondie, The Clash και The Rolling Stones.

Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκονται δυο εξαιρετικά ταλαντούχες ηθοποιοί, οι οποίες δίνουν στους αντισυμβατικούς χαρακτήρες τους τον δυναμισμό και την αγριότητα που λείπει από το σενάριο, χωρίς να απολογούνται – ευτυχώς – για τίποτα. Από τη μία έχουμε την Έμα Στόουν η οποία δείχνει να διασκεδάζει απίστευτα στον ρόλο της ως μια γυναίκα η οποία μεταμορφώνεται σε ένα αδίστακτο πλάσμα που θα κάνει τα πάντα για να πάρει αυτό που θέλει, αφήνοντας ως ψίχουλα ταυτόχρονα ψήγματα ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Και από την άλλη έχουμε μια Έμα Τόμσον η οποία σχεδόν απειλεί να κλέψει την προσοχή από την Στόουν, ως διαβολικά κακιά και ψυχρή Βαρόνη φον Χέλμαν σ’ έναν ρόλο που μια άλλη ηθοποιός θα ξεπέταγε γρήγορα ως μια γραφική καρικατούρα. Κρίμα μόνο που οι δευτερεύοντες χαρακτήρες μένουν απλά στο παρασκήνιο και ποτέ δεν έχουν την ευκαιρία να αναδυθούν από το σκοτάδι.

Καθώς λίγο πριν το φινάλε ακούγεται το «Sympathy for the Devil» των Rolling Stones, είναι φανερό πως και η «Κρουέλα» δεν σταματά να αποζητά και την δική μας συμπονετική αποδοχή, και εν μέρει το πετυχαίνει. Όμως ποτέ δεν καταφέρνει να αφήσει αυτό το σαρωτικό βρυχηθμό που περιμένεις (και έχει υποσχεθεί) να αντηχήσει σε όλη την διάρκειά της ταινίας. Ο Γκιλέσπι την κάνει να λάμπει λες και βρίσκεται κάτω από τα φώτα μιας φανταχτερής πασαρέλας, η οποία όμως, μόλις αυτά σβήσουν, προδίδει αμέσως τις ατέλειές της ακόμα και κάτω από την διαχρονική γοητεία του ασπρόμαυρου. Αλλά τουλάχιστον το πετυχαίνει με (απαράμιλλο) στιλ.

Προβολή της ταινίας ”MINAMATA”, Τρίτη 07/12/2021, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Minamata

O σημαντικός φωτογράφος Γιουτζίν Σμιθ επιστρέφει στην ενεργό δράση όταν ένας φίλος του τού προτείνει να φωτογραφίσει για λογαριασμό του περιοδικού «Life» τις επιπτώσεις που έχει στους κατοίκους η σταθερή δηλητηρίαση των νερών από τα απόβλητα ενός χημικού εργοστασίου στη Μιναμάτα της Ιαπωνίας.

Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν πρωτοπόρος του φωτογραφικού δοκιμίου, ένας ευαίσθητος και αυτοκαταστροφικός δημοσιογράφος της κάμερας με καλλιτεχνική ματιά και μισανθρωπικές τάσεις. Με τις λήψεις του στο παραθαλάσσιο χωριό Minamata της Ιαπωνίας έφερε στο προσκήνιο ένα άγνωστο έγκλημα με τραγικούς πρωταγωνιστές ντόπιους που υπέκυψαν σε επώδυνα τραύματα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν μικρά παιδιά και άνθρωποι που παραμορφώθηκαν από τη μόλυνση που προκαλούσε επί δεκαετίες ένα εργοστάσιο υδραργύρου στην περιοχή.

Βρισκόμαστε στο 1971, τη χρονιά που ο Μάρβιν Γκέι κυκλοφόρησε το ανατριχιαστικό τραγούδι του «What’s going on», με στίχους που, εκτός από τον κοινωνικό αντίκτυπο του Βιετνάμ και τις αναταράξεις στα γκέτο των μεγαλουπόλεων, θίγει και το περιβάλλον με την αναφορά στο «fish full of mercury».

Ο Σμιθ πέρασε πολλά μέχρι να κάμψει την αρχική καχυποψία του περιοδικού «Life» ‒με διεθνή απήχηση και εβδομαδιαία κυκλοφορία ακόμα τότε‒ και να το κάνει να του εμπιστευτεί μια πολυέξοδη αποστολή, και για να κερδίσει, στη συνέχεια, με την πολύτιμη βοήθεια της διερμηνέως του, τη συμπάθεια των φοβισμένων και βασανισμένων κατοίκων, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αποτυπώσει το δράμα με μια σειρά εκπληκτικών ασπρόμαυρων ενσταντανέ, εφάμιλλων με έργα τέχνης και με σημαντικό εκτόπισμα στην κοινή γνώμη.

Μετά από ηθελημένες εκδρομές σε κινηματογραφικές αποδράσεις και ακούσια, αν και σίγουρα επαγγελματικώς ζημιογόνα έκθεση στην ταμπλόιντ δημοσιογραφία, ο Τζόνι (Ντεπ) πήρε το όπλο της διασημότητάς του για καλό σκοπό, αυτόν της αφύπνισης και της ευαισθητοποίησης για ένα θέμα που δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά απασχολεί και στις μέρες μας, όπως φροντίζουν να μας υπενθυμίζουν οι εικόνες οικολογικής και ανθρώπινης καταστροφής που τρέχουν παράλληλα με τους τίτλους τέλους της ταινίας του Αμερικανού εικαστικού και σκηνοθέτη Άντριου Λέβιτας.

Για να το πετύχει, μεταμορφώνεται εξωτερικά, όπως το συνηθίζει, και αγκαλιάζει με ζέση την πόζα του καταραμένου καλλιτέχνη, φορώντας μπίτνικ μπερέ, ακούγοντας τζαζ, λέγοντας αφοριστικά τσιτάτα και, φυσικά, καπνίζοντας ασταμάτητα και πίνοντας μέχρι τελικής πτώσης. Με αυτήν τη στολή, προειδοποιεί, στέλνοντας όλα τα δυνατά σήματα, πριν λυτρωθεί. Συνεπώς, είναι σαν να προεξοφλεί τη συνέχεια και την έκβαση της ταινίας, η οποία αναδεικνύεται στις φωτογραφικές λήψεις και συμπληρώνει τη διαδρομή και παράλληλα την αποστολή της.

Προβολή της ταινίας ”TITANE”, Τρίτη 30/11/2021, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Titane

Ζουλιά Ντικουρνό

Ο Χρυσός Φοίνικας του 74ου Διεθνούς Φεστιβάλ Καννών. Δίκαια πολυσυζητημένος, για όλους τους λάθους λόγους.

Eχοντας «γευτεί» με θαρραλέο τρόπο ανθρώπινη σάρκα στο κανιβαλιστικό, αν και όχι «νόστιμο» σε κάθε του μπουκιά μεγάλου μήκους ντεμπούτο της,”RAW”, επιβεβαιώνοντας τα δείγματα σωματοποίησης του τρόμου που είχαν ήδη διαφανεί από το μικρού μήκους της «Junior», η Ζουλιά Ντικουρνό έρχεται με το σαφώς πιο μεγάλο σε φιλοδοξία, προθέσεις και αντίκτυπο, «Titane» για να καθιερωθεί ως μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές γυναίκες δημιουργούς αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη και τον κόσμο.

Στην ταινία που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, η 37χρονη σκηνοθέτης και σεναριογράφος, μεγεθύνει τις διαστάσεις του σινεμά της, δίνει οπερατικές διαστάσεις στο (ψευδό) genre του horror από το οποίο ξεκινάει πάντα την προβληματική της (πριν χαθεί σε αχαρτογράφητα μονοπάτια…) και παραδίδει μια διάτρητη από παντού ταινία, με ισόποσες δόσεις υπερβολικής αμηχανίας και υπερβολικής γοητείας που είναι οι ίδιες, ανάλογα από το με ποια οπτική γωνία τις βλέπει κανείς.

Χωρισμένη σε δύο διακριτά μέρη, η ταινία ξεκινάει από το σημείο 1 και φτάνει στο σημείο 2 (και λίγο παραπέρα), ομολογουμένως σε μια από τις πιο απρόσμενα ανορθόδοξες διαδρομές που έχουμε δει τελευταία στο σύγχρονο σινεμά.

Στο πρώτο μέρος, η Ντικουρνό μάς συστήνει την Αλεξιά, ένα κορίτσι που όταν ήταν παιδί υποβλήθηκε σε μια εγχείρηση μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, υποχρεωμένη να ζει με ένα μέταλλο (τιτάνιο, απ’ όπου κι ο τίτλος της ταινίας) μέσα στο κεφάλι της εφ’ όρου ζωής, εξαιτίας του οποίου θα αναπτύξει και μια ανεξήγητη έλξη προς τα αυτοκίνητα. Ζωντανός θρύλος σε μια μάντρα με γρήγορα αυτοκίνητα, στην οποία η Αλεξιά αποθεώνεται ως στρίπερ από άντρες που την επιθυμούν αλλά αυτή δεν αντέχει ούτε να τους βλέπει, θα κάνει ένα βράδυ σεξ με ένα αυτοκίνητο και θα μεταμορφωθεί σε μια κατα συρροή δολοφόνο, σκοτώνοντας μια κοπέλα για την οποία θα νιώσει μια ρομαντική έλξη αλλά και μια σειρά από αθώους που θα βρεθούν στο δρόμο της.

Κυνηγημένη, μόνη, έγκυος, η Αλεξιά θα υποδυθεί τον Αντριάν, ένα αγόρι που εξαφανίστηκε εδώ και χρόνια και θα «επιστρέψει» για να συναντήσει τον πατέρα του, που τον περιμένει σαν την τελευταία του ελπίδα στη ζωή. Η Αλεξιά θα κρύψει το φύλο της, την εγκυμοσύνη της και την ταυτότητα της, κερδίζοντας χρόνο και μια ευκαιρία στο να εξιλεωθεί, να ζήσει μια «κανονική» ζωή, να νιώσει ελευθερία, αγάπη και προστασία.

Είναι αδύνατον να μην παραδεχτείς ότι ξαφνικά στο δεύτερο αυτό μέρος, το «Titane» γίνεται η πραγματικά πρωτότυπη, προκλητική, θαρραλέα ταινία που ευαγγελίζεται από την κατασκευή της  μια βιβλική ιστορία «αγάπης» πακεταρισμένη στο πιο ψυχρό, κυνικό και σχεδόν αποκρουστικό περιτύλιγμα που θα μπορούσες ποτέ να σκεφτείς. Όπως, όμως, είναι αδύνατον να βρεις λογική και νόημα στο πρώτο μέρος που μοιάζει με κάτι από Ταραντίνο, μια δωρεάν επίδειξη (σκηνοθετικής) βίας που, εκτός από παρωχημένη πια, αφήνει μετέωρη την ηρωίδα του «Titane» χωρίς ποτέ να της δίνει παρελθόν, κίνητρα, αιτίες και αφορμές, μια σχηματική φιγούρα μιας οργισμένης γυναίκας που στρέφεται κατά των πάντων και ικανοποιείται σε ισχυρές δόσεις αμορτισέρ και μπουκωμένης εξάτμισης.

Διχασμένο τελικά, το «Titane» ξεκινάει από ένα φτηνό και  απενοχοποιημένο fun horror για να εξελιχθεί με ύπουλο  τρόπο σε ένα διαπροσωπικό μελόδραμα που αποδομημένο μέχρι και την τελευταία του ίνα, αρχίζει να ψελλίζει κάτι από την παραβολή που μοιάζει να θέλει να ολοκληρώσει – κάτι σαν την άμωμο σύλληψη, την υπέρτατη θυσία για το ανθρώπινο είδος και το ίδιο το τέλος ή την αρχή του κόσμου μαζί. Ενδιάμεσα η Ντικουρνό εξερευνά τις έννοιες της θηλυκότητας, του ανδρισμού, της έμφυλης ταυτότητας και της κρυφής σεξουαλικότητας μέχρι και του ομοερωτισμού, σε ένα ρευστό αλλά όχι και ξεκάθαρο μανιφέστο γύρω από τη διαφορετικότητα που φωνάζει – και κορυφώνεται ουρλιάζοντας – την ίδια στιγμή που μπερδεύει για τις «για την πρόκληση» προθέσεις του.

Το «μέταλλο» της ταινίας είναι η Αγκάτ Ρουσέλ. Σαρωτική ως Αλεξιά στις πρώτες σκηνές της ταινίας, αναδεικνύεται ισοπεδωτική ως Αντριάν, σε μια ερμηνεία επώδυνα (όχι μόνο λόγω του προσθετικού μακιγιάζ) και διαρκώς αποκαλυπτικά σωματική όπως αρμόζει στην ίδια την υφή της ταινίας – σύμβολο η ίδια μιας γυναικείας μετάλλαξης που απεκδύεται την κοινωνική ταυτότητα της για να ελευθερωθεί μέσα από την ίδια την υιοθέτηση και ταυτόχρονη ανατροπή του πατριαρχικού προτύπου.

Ποιου τελικά την ιστορία αφηγείται το «Titane», ενός παιδιού που αναζητά αποδοχή ή ενός πατέρα που αναζητά να γεμίσει με οποιοδήποτε τρόπο το κενό μιας απώλειας; Τι ιστορία τελικά αφηγείται το «Titane», μια ιστορία εξιλέωσης ή μια ιστορία αγάπης; Τι είναι τελικά το «Titane»: μια ταινία που χρησιμοποιεί την πρόκληση για να εκμαιεύσει την προσοχή του θεατή ή μια ταινία που εξαντλείται στην πρόκληση πριν προλάβει να φτάσει στον θεατή;

Ερωτήσεις, ναι. Αυτό περιμένει κανείς από κάθε (καλή) ταινία. Το «Titane» ασχολείται τόσο πολύ με την κατασκευή του (και τη διαρκή του πρόθεση να είναι «μεταλλικό», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) που όχι μόνο αγνοεί τις περισσότερες από τις ερωτήσεις που αντέχει να διατυπώσει, αλλά αδιαφορεί για το γεγονός ότι ο θεατής δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις απαντήσεις.

(Ακόμη μία) «ταινία – σοκ», για όλους τους λάθος λόγους.

Προβολή της ταινίας ”BACURAU”, Τρίτη 23/11/2021, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Bacurau

Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου, Ζουλιάνο Ντορνέλες

Οι Βραζιλιάνοι Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες παίζουν με το σινεμά είδους, τα b-movies και την πολιτική σύγχυση της χώρας τους σε μια ταινία που δεν χωράει τελικά πουθενά. Κι αυτό δεν το λέμε για καλό. Βραβείο Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών του 2019.

Ένα (γαλατικό) χωριό στα βάθη της Βραζιλίας – που πιστεύει πριν από οτιδήποτε στη μητριαρχία – πέφτει θύμα των ορέξεων μιας ομάδας λευκών Αμερικάνων που το επισκέπτονται με σκοπό να σκοτώσουν τους κατοίκους του σε ένα ιδιόρρυθμο, να το πεις και χόμπι, ανθρωποκυνηγητό.

Αυτή είναι η κεντρική υπόθεση της νέας ταινίας του Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου που είχε κερδίσει τις εντυπώσεις με το εξαιρετικό ντεμπούτο του, «Neighbouring Sounds» το 2012 και βρέθηκε για πρώτη φορά στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών το 2016 με τη μόλις δεύτερη ταινία του, το «Αquarius», που είχε βρει και διανομή στην Ελλάδα.

Εδώ, στην τρίτη του ταινία συνεργάζεται στη σκηνοθεσία με τον Ζουλιάνο Ντορνέλες (υπεύθυνος για την καλλιτεχνική διεύθυνση των δύο προηγούμενων ταινιών του), καθώς η φιλοδοξία του υπερβαίνει την παραπάνω αυτοσχέδια σύνοψη και ανοίγει σε κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως τολμηρό, εξωφρενικό, αναρχικό – σε κάθε περίπτωση κάτι που αρνείται να υπακούσει σε συμβάσεις και προτιμά να κρύβει συνεχώς εκπλήξεις κάτω από την φαινομενικά γνώριμη επιφάνειά του.

Τοποθετημένο, όπως αναφέρει στην εναρκτήρια σκηνή του, «σε μερικά χρόνια από τώρα», το «Bacurau» ξεκινάει με διαθέσεις… Αποκάλυψης, Μια νεαρή γυναίκα, η Τερέζα επιστρέφει από την πόλη στο χωριό της για την κηδεία της γιαγιάς της. Στο δρόμο θα συναντήσει μια παρέλαση από ανοιχτά φέρετρα και κατακρεουργημένους νεκρούς, στο σπίτι όπου θρηνούν την ηγετική μορφή της γιαγιάς Καρμελίτα, η γιατρός του χωριού (την υποδύεται η Σόνια Μπράγκα, πρωταγωνίστρια στο «Aquarius») θα κάνει μια σκηνή βρίζοντας την χυδαία, ο διεφθαρμένος δήμαρχος κάνει τα πάντα για να μην φτάσει ποτέ εκεί πόσιμο νερό και ο δάσκαλος του χωριού ανακαλύπτει πως το χωριό τους έχει εξαφανιστεί από το Google maps.

Αυτά και άλλα πολλά παράξενα συμβαίνουν στο Μπακουράου, ένα μέρος που θυμίζει ένα άλλο Τουίν Πικς και που όλα τα απίθανα είναι πιθανά. Όταν λέμε όλα εννοούμε όλα, καθώς στον καταγάλανο βραζιλιάνικο ουρανό δεν θα αργήσει να εμφανιστεί και ένας ιπτάμενος δίσκος που μπορεί να είναι και drone (ή και το αντίθετο), οι τοπικοί γκάνγκστερ θα βγουν από τα λαγούμια τους και τη φαινομενική ησυχία του χωριού θα διακόψει ο ερχομός μιας ομάδας «κυνηγών» από την Αμερική που είναι αποφασισμένοι να φύγουν μόνο όταν θα έχει χυθεί αίμα – ανάμεσά τους και ο Ούντο Κίερ.

Αλλάζοντας συνεχώς διαθέσεις, το «Bacurau» είναι συνεχώς μετέωρο ανάμεσα στο παιχνίδι του με τα κινηματογραφικά είδη και την παραβολή που θέλει να ψελλίσει – κυρίως γιατί ποτέ δεν καταφέρνει να την κάνει να ακουστεί δυνατά. Λίγο σπαγγέτι γουέστερν, λίγο video game, μια μικρή (αναίτια) δόση από space σουρεαλισμό και μια ισχυρή από ψυχοτροπικές ουσίες, το φιλμ των Φίλιου και Ντορνέλες δεν είναι ούτε αρκετά εξωφρενικό για να παραδοθεί με ζητωκραυγές (των θεατών) στην b-movie φιλοδοξία του, ούτε αρκετά πολιτικά στέρεο για μπορέσει να σε οδηγήσει με ασφάλεια στη σύγχυση μιας χώρας που βιώνει ανυπέρβλητες κοινωνικές ανισότητες, ακροδεξιά κυβερνητική πολιτική (υπάρχει μια ομολογουμένως αστεία σκηνή – αναφορά στα ναζιστικά φίλια αισθήματα του Ζαΐρ Μπολσονάρου) και την παρεμβατική «εισβολή» της Αμερικής στην ψευδή τουριστική ευημερία της.

Όσο λειτουργικός κι αν είναι ο Ούντο Κίερ σε μια queer αναγωγή του όλου εγχειρήματος, τόσο σχηματικοί είναι οι Αμερικάνοι που ο Φίλιου θα ήθελε να είναι τα ανδρείκελα ενός προσομοιωμένου video game και όσο κι αν οι γυναίκες (από την πλευρά των Βραζιλιάνων) προσδίδουν δύναμη ως μπροστάρισσες μιας μάχης σώμα με σώμα, τόσο μένουν ανεκμετάλλευτες στις σκηνές προς το φινάλε. Εκεί όπου απλά επιβεβαιώνεις (για ακόμη μια φορά) πως μια τολμηρή ιδέα, μια εκπληκτική (συνθετική, 70s και «πειραγμένη») διεύθυνση φωτογραφίας από τον Πέντρο Σοτέρο και λίγο gore – ειδικά αν δεν είσαι ο Κουέντιν Ταραντίνο, για παράδειγμα – δεν αρκούν για να κάνουν μια ταινία πραγματικά αξιοσημείωτη. Πόσο μάλλον αυτό να είναι και ένα κάλεσμα για επείγουσα επανάσταση.

Προβολή της ταινίας ”QUO VADIS, AIDA?”, Τρίτη 16/11/2021, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Κβο Βάντις, Αϊντα;

Quo Vadis, Aida?

Τζασμίλα Ζμπάνιτς

H πολυβραβευμένη πολιτική ταινία της Τζασμίλα Ζμπάνιτς, μετά το «Σαράγεβο Σ’ Αγαπώ», μια καθηλωτική αποτύπωση της γενοκτονίας στη Σρεμπρένιτσα με σημαία μια εκπληκτική γυναικεία ερμηνεία.

Μια καθηλωτική ερμηνεία και μια δυνατή πολιτική ταινία φέρνει στο προσκήνιο η Τζασμίλα Ζμπάνιτς του «Σαράγεβο σ’ Αγαπώ» και συγκεντρώνει πλήθος βραβείων: υποψήφια για Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας, για BAFTA Σκηνοθεσίας και Ξενόγλωσσης Ταινίας, Βραβείο Κοινού και Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Les Arcs, Βραβείο Κοινού στο Ρότερνταμ, Βραβείο Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας στα Independent Spirit Awards, μεταξύ άλλων.

Στην καρδιά του πολέμου Σερβίας – Βοσνίας, το 1995, στη μικρή πόλη της Σρεμπρένιτσα έχουν συγκεντρωθεί, υπό διωγμό, χιλιάδες Βόσνιων Μουσουλμάνων. Το στρατόπεδο του ΟΗΕ είναι το μόνο σημείο που θεωρείται ασφαλές, ενώ ο χριστιανικός σερβικός στρατός του Μλάντιτς, ώρα με την ώρα, σφίγγει τον κλοιό της πολιορκίας. Μέσα στο στρατόπεδο, η Άιντα, πρώην δασκάλα αγγλικών, δουλεύει ως διερμηνέας για τους κυανόκρανους. Με το χρόνο να μετρά αντίστροφα προς την καταστροφή, το μέγεθος της οποίας κανείς δεν γνωρίζει ακόμα, η Άιντα αγωνίζεται να βάλει μέσα στο στρατόπεδο τον άντρα και τους δυο γιους της, για να εξασφαλίσει, πιστεύει, τη ζωή τους.

Βασισμένη στη μαρτυρία (και το βιβλίο Under the UN Flag) του δημοσιογράφου και διερμηνέα Χασάν Νουχάνοβιτς, η Ζμπάνιτς διανύει μια πορεία φρίκης, χτίζοντας, λεπτό με το λεπτό, την αγωνία, σ’ ένα φιλμ του οποίου η κατάληξη είναι ήδη καταχωρημένη στην Ιστορία ως ένα από τα μεγάλα εγκλήματα της ανθρωπότητας (φυσικά η σκηνοθέτης κι η ταινία τάσσεται απόλυτα υπέρ των Βοσνίων κι εναντίον Σέρβων αλλά και Ολλανδών στο φιλμ, αλλά κανείς δεν μπορεί να τη θεωρήσει μονόπλευρη, όταν έχει, πια, επιβεβαιωθεί από την ίδια την πραγματικότητα). Σκηνοθετημένη σαν θρίλερ, με την κάμερα στο χέρι ν’ ακολουθεί την ηρωίδα της στις απέλπιδες προσπάθειές της, θυμίζοντας, με λιγότερο εστέτ τρόπο, έναν «Γιο του Σαούλ», η Ζμπάνιτς χειρίζεται δυναμικά και, ταυτόχρονα, σπαρακτικά το χρόνο, τη λαοθάλασσα μέσα κι έξω από το στρατόπεδο, την ιλιγγιώδη διαδρομή της Αϊντα, αλλά και την αίσθηση της τραγικής ειρωνίας, παρεμβάλλοντας στη δράση μικρές σκηνές της προπολεμικής καθημερινότητας που παίρνουν, στο παρόν της ταινίας, διάσταση γκροτέσκ.

Η αίσθηση ασφυξίας εντείνεται από την εκπληκτική σωματική ερμηνεία και το βλέμμα της Γιάσνα Τζούρισιτς , της Σέρβας ηθοποιού που συμπυκνώνει, λες, σε 100 λεπτά το απόσταγμα της φρίκης του τόσο πρόσφατου και τόσο άγριου βαλκανικού πολέμου. Γιατί, ξεκάθαρα, αυτή είναι μια ανθρωποκεντρική μεν, αλλά απόλυτα πολιτική ταινία, που εκθέτει και καταδικάζει την παροιμιώδη, πια, βία της γενοκτονίας στη Σρεμπρένιτσα. Αν, μόνο, η Ζμπάνιτς εμπιστευόταν περισσότερο το κοινό της και τελείωνε την ταινία της εκεί όπου τελειώνει κι η ιστορία της. Αντίθετα, τοποθετώντας μια τελική σεκάνς «επιστροφής» στον τόπο του εγκλήματος, ολοκληρώνει με τρόπο κλισέ, μελοδραματικά χειριστικό, μια ταινία της οποίας η δύναμη κι ο ρεαλισμός δεν έχει καμία ανάγκη υπογράμμισης.

 

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”JUDAS AND THE BLACK MESSIAH”, ΤΡΙΤΗ 09/11/2021, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Judas and the Black Messiah Review – Ένα χρονικό επανάστασης με τους Daniel Kaluuya και Lakeith Stanfield

Μία από τις φετινές συμμετοχές που θα διεκδικήσουν το Χρυσό Αγαλματίδιο στην 93η Απονομή των Όσκαρ είναι και το κοινωνικοπολιτικό-βιογραφικό δράμα Judas and the Black Messiah το οποίο σκηνοθετεί ο Shaka King υπογράφοντας και τους διαλόγους με τον Will Berson, με τους Daniel Kaluuya και Lakeith Stanfield να συναντιούνται πια σε μία ακόμη κινηματογραφική δουλειά έπειτα και από την πρώτη συνεργασία τους στο Get Out (2017) του Jordan Peele. Το cast συγκροτούν επίσης οι: Jesse Plemons, Dominique Fishback, Ashton Sanders, Algee Smith, Darrell Britt-Gibson, Lil Rel Howery, Dominique Thorne, Martin Sheen, Amari Cheatom, Khris Davis και ο Ian Duff.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Σικάγο, τέλη της δεκαετίας του 1960, με επίκεντρο τον Fred Hampton (Kaluuya), επικεφαλής του κινήματος των Μαύρων Πανθήρων στην Πολιτεία του Illinois, και συγκεκριμένα έχει ως σημείο αναφοράς της την προδοσία της εν λόγω ιστορικής φυσιογνωμίας από τον William O’Neal (Stanfield), έναν έγχρωμο πληροφοριοδότη του FBI.

 

O O’Neal κατορθώνει να παρεισφρήσει στους κόλπους της οργάνωσης ενώ διατηρεί κρυφά στενή επικοινωνία με τον ‘Mitchell’ (Plemons), έναν πράκτορα του J. Edgar Hoover. Καθώς λοιπόν, ανεβαίνει η δημοτικότητα του αρχηγού των Μαύρων Πανθήρων, ο William δρα υπογείως κατ’ εντολή των ομοσπονδιακών αρχών αλλά ταυτόχρονα θα υπάρξουν τεκταινόμενα που θα τον διχάσουν, πυροδοτώντας μέσα του μία εξίσου σκληρή πάλη που θα ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο την επιταγή να διαλέξει επιτέλους πλευρά.

Πρόκειται για ένα βραδυφλεγές σε ένταση φιλμ, με βαριά, ατμοσφαιρική αύρα διάχυτη από την αρχή μέχρι το τέλος. Κάνει μια βουτιά στην νεότερη αμερικανική ιστορία, συνδυάζοντας κατάλληλα και το δημιουργικό στοιχείο αλλά και γνήσια ντοκουμέντα, την αγωνία και την δράση, διατηρώντας αξιοσημείωτη πιστότητα ως προς την απόδοση αληθινών συμβάντων μίας πολύ ασταθούς περιόδου για τις Η.Π.Α. με έντονους κοινωνικοπολιτικούς τριγμούς και την υπέρμετρη βαναυσότητα της αστυνομίας να εκδηλώνεται με απερίγραπτη δριμύτητα απέναντι στους Αφροαμερικανούς.

 

Ο Shaka King μας παραδίδει μέσα από την κοφτερή του ματιά μία αφήγηση με παλμό που καυτηριάζει εύστοχα, και παράλληλα μένει μακριά από εύπεπτες, λαϊκίστικές τοποθετήσεις και πομπώδεις λόγους με ηθικολογικό υπόστρωμα.

Το έργο αυτό προσλαμβάνει επίκαιρο χαρακτήρα βρίσκοντας αναφερόμενα και στην σημερινή  εποχή, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τα επεισόδια αστυνομικής βίας στην σύγχρονη Αμερική αλλά και τις εν γένει περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας από εκπροσώπους του Νόμου σε διεθνές επίπεδο.

 

Δεν είναι δύσκολο να ανατρέξει κανείς στο 2017 σε μία σειρά από φονικές ενέργειες εναντίον Αφροαμερικανών από ένοπλους αστυνομικούς, αλλά και στην πιο πρόσφατη δολοφονία του George Floyd, γεγονότα που προκάλεσαν σοκ και φρίκη σε όλη την υφήλιο.

Το project αυτό καταπιάνεται με ακανθώδη ζητήματα, όπως το χάσμα των ανισοτήτων που βαθαίνει συνεχώς λόγω του καπιταλισμού, το θέμα των διακρίσεων, των στερεοτύπων, του ρατσισμού, των προκαταλήψεων,  και με το αποτέλεσμα αυτών, την ριζοσπαστικοποίηση, την επιστράτευση ένοπλων μέσων από όσους υφίστανται επί χρόνια την αυθαιρεσία των οργάνων της τάξης που πολλές φορές εξαπολύουν άγριες επιθέσεις που έχουν ακόμη και την μοιραία, θλιβερή έκβαση εγκλημάτων μίσους.  Η προσοχή του θεατή διατηρείται απερίσπαστη μέχρι τον επίλογο που συνοδεύεται από πλάνα αρχείου με τον πραγματικό William O’Neal.

 

Βεβαίως, εδώ αξίζουν συγχαρητηρίων οι δύο παλιοί γνώριμοι συνάδελφοι, Daniel Kaluuya και Lakeith Stanfield, καθένας από τους οποίους καταφέρνει να αγκαλιάσει με εξαιρετική φυσικότητα τον ρόλο του, ώστε δικαίως το κοινό να αισθάνεται συνεπαρμένο με την υποκριτική τους δεινότητα. Από τη μία πρωτοστατεί ένας επί γης σωτήρας και αγωνιστής για τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, και από την άλλη ένας καταδότης και αριβιστής.

Ο μίτος του Judas and the Black Messiah ξετυλίγεται αριστοτεχνικά μέσα από ένα καλογραμμένο σενάριο και εντυπωσιακές ερμηνείες, υπό τους υποβλητικούς τζαζ ήχους των Mark Isham και Graig Harris, παραδίδοντας μας μία ιστορία εξέγερσης ενάντια στην αδικία, με μία υπενθύμιση όμως ότι συχνά «τα κάστρα πέφτουν από μέσα».