Category Archives: Προβολές

Προβολή της ταινίας ”QUEEN AND SLIM”, Τρίτη 07/07/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Queen And Slim

Mία αφροαμερικανίδα γυναίκα και ένας αφροαμερικάνος άντρας μετά από ένα αξέχαστο πρώτο ραντεβού στο Ohio, εμπλέκονται σε μια μικροσυμπλοκή. Η κατάσταση ξεφεύγει και τα γεγονότα γίνονται πολύ τραγικά, όταν ο άντρας σκοτώνει έναν αστυνομικό, ευρισκόμενος σε αυτοάμυνα. Φοβούμενοι για τις ζωές τους, ο άντρας και η γυναίκα αποφασίζουν να το σκάσουν. Ωστόσο, το γεγονός έχει αποτυπωθεί σε ένα βιντεάκι, το οποίο γίνεται viral και έρχεται μια σειρά από καταστάσεις που θα επηρεάσουν τις ζωές τους.

Πραγματικά είναι μερικές ταινίες που δεν περιμένεις να σε εντυπωσιάσουν και φυσικά δεν έχουν ακουστεί όσο θα έπρεπε στην Ελλάδα. Και ενώ υπάρχει μεν σημαντικό κοινό που βλέπει ανεξάρτητες ταινίες και τις στηρίζει, εστιάζουμε περισσότερο σε πιο “εμπορικές” ταινίες.

Η ταινία Queen And Slim είναι γυρισμένη με απλό τρόπο και ταυτόχρονα ανατρεπτικό τρόπο, με τον σκηνοθέτη να εστιάζει σε μερικά επίκαιρα θέματα μέσα από τον χώρο της φυλακής, σε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση.

Δεν μιλάμε για κάτι “συνηθισμένο” για τον μη μυημένο θεατή, ωστόσο είναι γυρισμένη με απλό τρόπο και ταυτόχρονα εντυπωσιακό τρόπο, χωρίς υπερβολές. Λείπουν πολύ τέτοιες ταινίες, πόσο μάλλον από τις αίθουσες στην χώρα μας.

Πραγματικά αποδεικνύεται ότι σε πολλές ταινίες δεν χρειάζονται φανφάρες απλά να δίνεις την δική σου ταυτότητα, με το Queen And Slim να καταφέρνει πολλά πράγματα μέσα από τις εικόνες και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών.

Η ταινία Queen And Slim εστιάζει στον άνθρωπο και τα προβλήματα του, σε μια ταινία χωρίς μεμψιμοιρίες και σκεπτικισμό, ενώ το σημαντικότερο είναι πως το κάνει με περιορισμένα κλισέ και δίνει μια άλλη οπτική σε θέματα που είναι αν μη τι άλλο πολύ σημαντικά.

Καταρχήν, με βάση την θεματολογία της ταινίας και το γενικότερο στόρι με βάση και τα μηνύματα που θέλει να περάσει, θα ήταν πολύ εύκολο να επιλέξει τον εύκολο δρόμο, ωστόσο (με μερικά ψεγάδια) δίνει μια διαφορετική ματιά.

Υπάρχουν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πινελιές στον χαρακτήρα αλλά και τον περίγυρο του, πολυποίκιλες αναφορές σε θέματα ευρύτερης προσέγγισης και γενικότερα μια αντισυμβατική σκηνοθεσία που σε κάνει να ταυτίζεσαι με όσα γίνονται.

Η ταινία Queen And Slim ποτέ δεν προβοκάρει όπως μπορεί να έκανε κάποια αντίστοιχη, ούτε επιλέγει τον εύκολο δρόμο, ενώ δεν έχει και πολλές ενδιαφέρουσες καταστάσεις και κάτι το οποίο πάντα σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, τα οποία φυσικά δεν θα αποκαλύψουμε.

Ακόμα και σε λίγες σκηνές που μοιάζει στατική (δεν επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα) είναι πρωτότυπη με τον τρόπο της, ενδιαφέρουσα και μάλιστα προσφέρει κάτι στον θεατή χωρίς να είναι δήθεν, αλλά προτάσσει μια νέα μορφή που δεν έχουμε ξαναδει και ένα road movie που σε συνεπαίρνει στο διάβα του.

To Queen And Slim είναι μια προσεγμένη και απλή παραγωγή και γενικότερα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο που κυλάει στο σύνολο της η ταινία, ενώ όσο περνάει η ώρα εξελίσσεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Συνοψίζοντας, μιλάμε σίγουρα για μια αξιοπρόσεκτη ταινία, η οποία κακά τα ψέματα είναι μια προσπάθεια που χρειαζόμαστε για να δώσει μια άλλη οπτική, χωρίς φανφάρες και κουραστικές αναλύσεις, μέσα από μια άκρως ενδιαφέρουσα ματιά. Ένα ακόμα “διαμαντάκι” που δυστυχώς δεν είχε την ανάλογη προσοχή.

Προβολή της ταινίας ”LA GOMERA (ΟΙ ΣΦΥΡΙΧΤΕΣ)”, Τρίτη 30/06/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Οι Σφυριχτές

La Gomera

του Κορνέλιου Πορομπόιου

Όχι μακριά από το πνεύμα του «Αστυνομία, Ταυτότητα», ο Ρουμάνος Κορνέλιο Πορουμπόιου κάνει ένα κωμικό νουάρ που, αν ήταν αμερικανικό, θα ήταν κι εμπορικό.

Ο Κρίστι μαθαίνει να σφυρίζει, καλύτερα κι από τη Λορίν Μπακόλ στο «To Have and Have Not». Ο δάσκαλός του, στο εξωτικό νησάκι των Καναρίων, του δίνει ξεκάθαρες οδηγίες κι επιμένει στην εξάσκηση: βάζεις στο στόμα το δάχτυλό σου, σαν γαντζάκι, άκρη-άκρη, σαν να κρατάς σκανδάλη. Η φορά πρέπει να είναι πλάγια, σαν η σφαίρα να πρόκειται να βγει από το αντίστροφο αυτί. Σουφρώνεις τα χείλη. Φυσάς.

Ο Κρίστι είναι ένας βρώμικος αστυνομικός από το Βουκουρέστι, που ζει με το βάρος της καταπιεστικής μητέρας του και μπόλικων χιλιάδων ευρώ κρυμμένων στο στρώμα. Προκειμένου να «ξεπλύνει» τον μαφιόζο που τον προστατεύει και πληρώνει, ο Κρίστι πρέπει να μάθει τη silbo, τη γλώσσα των ιθαγενών των Καναρίων, έναν κώδικα σφυριγμάτων, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος, τουλάχιστον για το χαριτωμένο εύρημα της ταινίας, ώστε ο Κρίστι και τα πρωτοπαλίκαρα του Ζολτ να συνεννοούνται χωρίς να τους καταλάβει η αστυνομία. Το κόλπο θα περιπλέξει, φυσικά, η ύπαρξη της Γκίλντα (όνομα και πράγμα, η Κατρινέλ Μάρλον σε πείθει ότι δεν υπάρχει ομορφότερη γυναίκα από εκείνη στη γη), μια femme fatale χωρίς φραγμούς και χωρίς καλοσύνη.

Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου, ο ένας από τους κεντρικούς εκπροσώπους εκείνου που χαρακτηρίζαμε ως ρουμανικό νέο κύμα, επιστρέφει στο σύμπαν του Νόμου και της απάτης του «Αστυνομία, Ταυτότητα», έχοντας, ωστόσο, ωριμάσει σκηνοθετικά κι επιχειρώντας ένα αυθεντικό νουάρ κι υπονομεύοντάς το με κυνικό χιούμορ, με μια κωμικότητα διατυπωμένη με σοβαρή έκφραση. Η φωτογραφία του ξεδιψά στα Κανάρια, χτίζοντας τις αντιθέσεις της μέρας και της νύχτας, της λάμψης και της σκοτεινιάς, σ’ έναν όμορφο, εξωτικό προορισμό. Η ψυχή της ταινίας χτυπά στην κινηματογραφική παράδοση του είδους, όπου τίποτε δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται κι όλα είναι κατά βάθος σάπια. Ο Βλαντ Ιβάνοφ ως Κρίστι έχει τη σωστή όψη και τη σωστή ερμηνεία του λιγομίλητου μπάτσου που θα πέσει θύμα των επιλογών του και μιας ωραίας γυναίκας. Όλα είναι σωστά κι όλα έχουν μια δόση χάρης.

Από την άλλη πλευρά, δεν έχουν και τίποτε παραπάνω. Το φιλμ του Πορουμπόιου είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται, χωρίς ένα άλλο επίπεδο ερμηνείας ή βάθους. Είναι ένα mainstream ρουμανικό «polar», που είναι πολύ πιθανό να γοητεύσει το γαλλικό κοινό γιατί μιμείται το δικό του κλασικό σινεμά. Είναι, όμως και παγιδευμένο στη δική του ταυτότητα. Μια εμπορική ταινία χωρίς ελκυστικά στοιχεία για ένα διεθνές ταξίδι. Πράγμα απολύτως θεμιτό για τον Ρουμάνο σκηνοθέτη, που προφανώς είχε όρεξη να παίξει με τους κανόνες του σινεμά, έστω κι αν η ταινία αφήνει μια αίσθηση ανικανοποίητου.

Προβολή του ντοκιμαντέρ ”MAKE THE ECONOMY SCREAM”, Τρίτη 23/06/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Απόλυτα συνεπής στις δημοσιογραφικές, ιδεολογικές και δημιουργικές αρχές που ακολουθεί εδώ και σχεδόν μία οκταετία στο χώρο του ντοκιμαντέρ, ο Άρης Χατζηστεφάνου («Debtocracy», «Catastroika», «This is not a Coup») παρουσιάζει ένα φιλμ που χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από το κοινό. Ο δραστήριος δημοσιογράφος/ντοκιμαντερίστας απομακρύνεται αυτήν τη φορά από την Ευρώπη για να αναλύσει το πολυσυζητημένο φαινόμενο «Βενεζουέλα», επισκεπτόμενος την αμφιλεγόμενη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Παίρνοντας αποστάσεις από το καθεστώς Μαδούρο (και ακόμη μεγαλύτερες από τους δεξιούς πολιτικούς του αντιπάλους), μιλά με οικονομολόγους, δημοσιογράφους και αξιωματούχους διεθνών οργανισμών που σπανίως βλέπουμε στους τηλεοπτικούς δέκτες.

Σίγουρα όμως τα πλέον ενδια­φέροντα στοιχεία του ντοκιμαντέρ, εκτός από την εναλλακτική ερευνητική οπτική του (αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν την «ολλανδική ασθένεια»;), είναι η ποιότητα παραγωγής που προσφέρει σε σχέση με τον no budget προϋπολογισμό του, ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο ξεπερνά τον αφηγηματικό σκόπελο του voice over και μερικά εξαιρετικά πανοραμικά πλάνα που μιλούν από μόνα τους· όπως αυτό των δύο κόσμων του Καράκας.

Προβολή της ταινίας ”RESISTANCE”, Τρίτη 16/06/2020, στις 21:30, στην κατάληψη Βύρωνος 3

Resistance

του Τζόναθαν Γιακούμποβιτς

Μια ταινία εποχής βασισμένη σε αληθινά στοιχεία από τη ζωή του Γάλλου μίμου, Μαρσέλ Μαρσό, με τον Τζέσι Αϊζενμπεργκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Μια αληθινή ιστορία ηρωισμού στην οποία μια ομάδα κορίτσια και αγόρια πρόσκοποι, δημιούργησαν ένα δίκτυο που κατέληξε να σώσει τις ζωές περίπου δέκα χιλιάδων ορφανών των οποίων οι γονείς είχαν σκοτωθεί από τους Ναζί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο κέντρο της ταινίας βρίσκουμε έναν Εβραίο ηθοποιό, του οποίου η απεγνωσμένη ανάγκη να βοηθήσει τα παιδιά τον οδήγησε στον κόσμο της παντομίμας και τον μεταμόρφωσαν σε έναν αληθινό θρύλο της μιμητικής τέχνης τον Μαρσέλ Μαρσό.

 

ΚΑΘΕ ΤΡΙΤΗ ΘΕΡΙΝΟ ΣΙΝΕΜΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΒΥΡΩΝΟΣ 3 ΣΤΙΣ 21:30

ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ
THE HAPPENING
του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν

Με το “Συμβάν”, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν επιστρέφει στις ρίζες του, δημιουργώντας μια ανατριχιαστική και αμείλικτη ταινία τρόμου – μια ιστορία καταστροφής όπου η φύση έρχεται σε θανάσιμη σύγκρουση με την ανθρωπότητα. Η κεντρική ιστορία είναι φαινομενικά απλή: ένας άντρας, μια γυναίκα κι ένα παιδί που προσπαθούν να ξεφύγουν από μια άγνωστη και αόρατη απειλή. Παράλληλα όμως παρουσιάζει με τόλμη ένα σενάριο επικής αποκάλυψης, η οποία δεν προέρχεται άμεσα από τις ενέργειες ανθρώπων αλλά από το φυσικό κόσμο. Η ταινία θέτει το εξής ερώτημα: τι συμβαίνει όταν κάτι πάει στραβά με το βασικότερο ανθρώπινο ένστικτο, το ένστικτο της επιβίωσης; Εξερευνά επίσης το πως η αγάπη κι η τρυφερότητα ίσως να μας βοηθήσουν να επιβιώσουμε από πιο σκοτεινές και επικίνδυνες καταστάσεις.
Η ιδέα της ταινίας ήρθε στον Σιάμαλαν ενώ οδηγούσε στην εξοχή, στο Νιου Τζέρσι, παρακολουθώντας την πλούσια βλάστηση έξω από το παρμπρίζ του. “Ήμουν στο δρόμο για Νέα Υόρκη,” θυμάται ο σκηνοθέτης, “ήταν μια όμορφη μέρα και τα δέντρα έφταναν μέχρι την άκρη της λεωφόρου. Ξαφνικά, σκέφτηκα “Τι θα γινόταν αν μια μέρα η φύση στρεφόταν εναντίον μας;”. Το ίδιο κιόλας λεπτό σχηματίστηκε στο μυαλό μου ολόκληρη η δομή της ιστορίας, ενώ μπορούσα να δω ξεκάθαρα τους χαρακτήρες. Ήταν ένα απίστευτο συναίσθημα διότι οι ταινίες είναι πάντα πολύ πιο προσιτές όταν το κυρίαρχο στοιχείο τους είναι η δομή.” Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της έμπνευσης, πριν από τη γραφή του σεναρίου, ο Σιάμαλαν είχε ένα πολύ συγκεκριμένο ύφος στο μυαλό του για την ταινία αυτή. “Ήξερα πως ήθελα να γυρίσω μια ταινία που θα ήταν δυναμική και θα μετέδιδε στο θεατή την αίσθηση της τεταμένης ατμόσφαιρας.”
Αν και το πρώτο draft του σεναρίου ήταν ήδη ιδιαίτερα έντονο, η “Twentieth Century Fox” πρότεινε στον Σιάμαλαν να πάει την ιστορία ακόμα πιο πέρα, δίνοντάς του τη δυνατότητα να γυρίσει την ταινία ως ακατάλληλη για ανήλικους κάτω των 17 που δεν συνοδεύονται από κηδεμόνα. Ο Σιάμαλαν μπορούσε πλέον να φτάσει σε ένα επίπεδο έντασης και τρόμου, στο οποίο δεν είχε πλησιάσει ποτέ μέχρι σήμερα. Ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για εκείνον και είχε πλέον το κίνητρο, αλλά και την ελευθερία, ώστε να αποδεσμεύσει τη φαντασία του και να φτάσει σε νέα άκρα. “Όταν το σκέφτηκα, κατέληξα στο ότι αυτός ήταν ο σωστός τρόπος για να γυριστεί η ταινία αυτή, μιας και πρόκειται για μια ιστορία που αφορά τα ταμπού. Αν δηλαδή προσπαθούσες να γυρίσεις τον “Εξορκιστή” ως μια ταινία κατάλληλη για όλους, θα ήταν πολύ δύσκολο να φανταστώ το αποτέλεσμα” λέει ο Σιάμαλαν.
Ο Σιάμαλαν είχε στο μυαλό του τη δημιουργία μιας σύγχρονης εκδοχής των θρίλερ που είχαν ως κεντρικό θέμα την παράνοια του Ψυχρού Πολέμου, τα οποία άνθισαν την εποχή των 50’s και 60’s. Τα θρίλερ αυτά ψυχαγωγούσαν και καλλιεργούσαν το φόβο με την αίσθηση επικείμενης καταστροφής, ενώ παράλληλα αμφισβητούσαν τη λογική πίσω από την κατεύθυνση της σύγχρονης κοινωνίας. Από τα εκδικητικά “Πουλιά” του Χίτσκοκ, μέχρι το πυρηνικό δημιούργημα “Γκοτζίλα” και τους “Ανθρώπους του Τρόμου” του Ντον Σίγκελ, πολλές από τις κλασικές αυτές ιστορίες τρόμου παρουσίαζαν στο κοινό το όραμα ενός νέου κόσμου, όπου η γη εξακολουθεί να υπάρχει αλλά το ανθρώπινο είδος μπορεί να μην τα καταφέρει.
Ο Σιάμαλαν ήξερε πως, όπως με τις ταινίες αυτές, η κινητήρια δύναμη πίσω από “Το Συμβάν” θα ήταν ένα έντονο συναίσθημα αβεβαιότητας και φόβου. Πήγε όμως ένα βήμα πιο πέρα, επινοώντας το πιο αφάνταστο είδος καταστροφής για την ανθρωπότητα. “Νομίζω πως αυτό που τρομάζει ιδιαίτερα στο “Συμβάν”, είναι πως οι άνθρωποι έχουν μια εντελώς αντίθετη συμπεριφορά από αυτήν που έχουν συνήθως” εξηγεί ο σκηνοθέτης. “Η ανεξήγητη συμπεριφορά είναι πάντα τρομακτική, ενώ στην ιστορία βλέπουμε και πολλές συμπεριφορές που θεωρούνται ταμπού. Εν τέλει, ποιο είναι το ένα πράγμα που διατηρεί το ανθρώπινο είδος ζωντανό – το ένστικτο της αποφυγής επιβλαβών πραγμάτων, της προστασίας του εαυτού μας αλλά και των άλλων. Τι θα συμβεί αν χαθεί το ένστικτο αυτό; Θα έρθουν τα πάνω κάτω πάρα πολύ γρήγορα.”

“Το Συμβάν” ήταν μια ευκαιρία για τον Σιάμαλαν να απομακρυνθεί από το στερεότυπο που τον ακολουθεί σε όλες τις ταινίες του: το ανατρεπτικό φινάλε. Έβλεπε πάντα την ταινία αυτή ως μια ιστορία που ξετυλίγεται μέσα σε 36 ώρες, η πλοκή εκτοξεύεται αμέσως από τα πρώτα στάδια της καταστροφής σε μια καταιγιστική κλιμάκωση, χωρίς καμιά παράκαμψη, και το κοινό μένει με κομμένη την ανάσα. “”Το Συμβάν” είναι ουσιαστικά μια ιστορία για μια οικογένεια που προσπαθεί να επιβιώσει, ενώ στην προσπάθεια αυτή μαθαίνουν να αγαπούν ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι που μου τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή” αναφέρει ο Σιάμαλαν. “Ο στόχος μου ήταν να γυρίσω μια γρήγορη ταινία όπου ο θεατής θα βγαίνει από την αίθουσα νιώθοντας μια δόση παράνοιας για όσα συμβαίνουν στον κόσμο και δεν τα είχε σκεφτεί ποτέ μέχρι σήμερα.”
https://youtu.be/bCyLcrYDAgQ

no ticket cinema, ”Δολοφονικά Αμαξίδια (Kills on Wheels)” του Ατίλα Τιλ, στο πάρκο της κατάληψης Βύρωνος 3, Καβάλα, 2 Ιούνη 2020 στις 21:30

Δολοφονικά Αμαξίδια

Kills on Wheels

του Ατίλα Τιλ

Ταινία ενηλικίωσης, γκανγκστερικό θρίλερ και υπερηρωικό animation, όλα χωρούν στα θαρραλέα αμαξίδια από την Ουγγαρία που κέρδισαν τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ο Ρουπάζοφ είναι ο πρώην πυροσβέστης που μια γενναία επιχείρηση καθήλωσε σε αναπηρικό αμαξίδιο. Αλλά ο Ρουπάζοφ είναι αποφασισμένος να σταθεί στα δυο του πόδια, πάση θυσία. Τουλάχιστον, έτσι όπως η ιστορία του ξετυλίγεται στο κόμικ των έφηβων Ζόλικα και Μπάρμπα που επίσης πάσχουν από κινητικά προβλήματα. Μέχρι τη στιγμή που ο Ρουπάζοφ, που φέρει μικρές ομοιότητες και με τον πατέρα του Ζόλικα, θα εμφανιστεί στον «πραγματικό» κόσμο και θα παρασύρει τα δυο αγόρια σ’ έναν αγώνα ταχύτητας με τη ζωή, με όχημα τα αμαξίδια.

Σ’ αυτόν τον αγώνα, ο Ρουπάζοφ θα διδάξει στ’ αγόρια τα μυστικά της ωριμότητας. Θα τους βάλει να οδηγούν αυτοκίνητο. Θα τους βγάλει στα κλαμπ να πιουν και να ξεφαντώσουν. Θα τους πείσει ότι η ζωή υπάρχει για να τη ζεις πατώντας στα δυο σου πόδια, έστω και καθιστός. Ακόμα σημαντικότερο, θα τους μάθει ότι μπορείς πολύ εύκολα να διαπράττεις τα τρομερότερα εγκλήματα, από ληστεία μέχρι φόνο και να τη σκαπουλάρεις με άνεση: γιατί κανείς, ποτέ, δε θα υποψιαστεί τον ανάπηρο στο καροτσάκι!

Ο Ούγγρος Ατίλα Τιλ, τη στιγμή ακριβώς που η χώρα του χαρακτηρίζεται από την άνοδο του ρατσισμού, παρουσιάζει μια ταινία που δε μιλά για τον ρατσισμό, απλώς τον αποκλείει, οριστικά, στην πράξη. Οι δυο πρωταγωνιστές του είναι μη επαγγελματίες ηθοποιοί, οι ίδιοι με τα κινητικά προβλήματα των ηρώων τους και, πράγματι, στέκονται θαυμάσια απέναντι στον Ζάμπολτς Θουρόζι του «White God». Οι τρεις τους συνθέτουν ένα αταίριαστο γκρουπ έτοιμο για περιπέτεια, σ’ ένα φιλμ που διατρέχει τα είδη, από το βαλκανικό γουέστερν στο γκανγκστερικό θρίλερ κι από την εφηβική κομεντί στο υπερηρωικό animation.

Κρατώντας σταθερή την κάμερά του (στο ύψος ενός ανθρώπου που κάθεται, για την ακρίβεια), μπροστά στους ήρωές του επίμονα από την αρχή, κάνει πρώτα τον θεατή να νιώσει άβολα με τη σωματική παραμόρφωση ή αδυναμία, για να το υπερβεί αμέσως με τη μέθοδο της εξοικείωσης και του χιούμορ. Η πλοκή είναι προβλέψιμη, αλλά οτιδήποτε άλλο δεν είναι. Με μια θεαματική σκηνή φόνου στο μέσο του, το φιλμ του Ατίλα Τιλ είναι ελαφρύ και διασκεδαστικό, χειριζόμενο ανθρώπους και ήθη που έχουν μάθει να ζουν στο σκοτάδι της διάκρισης. Και δεν το κάνει βαρυσήμαντα, αλλά με την πιο αφοπλιστική διάθεση για κινηματογραφικό και κοινωνικό παιχνίδι.

Προβολή της ταινίας ”PASOLINI”, Δευτέρα 16/03/2020, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Παζολίνι

Pasolini

του Εϊμπελ Φεράρα

Παρότι η αρχική εντύπωση ήταν ότι ο Παζολίνι κι ο Φεράρα θα προκαλέσουν έναν εκρηκτικό συνδυασμό στην οθόνη, το επιλεκτικό biopic δίνει έμφαση όχι στη δύναμη των γεγονότων αλλά στο πνεύμα του δημιουργού.

Ένας σκηνοθέτης γεμάτος εσωτερικές συγκρούσεις, με πολύκροτο πολιτικό λόγο, σεξουαλική ζωή που προκάλεσε έντονες, ως και μοιραίες αντιδράσεις στην (όχι πολύ μακρινή) εποχή της, μια προσωπικότητα γεμάτη αντιθέσεις, ένας πολυπρισματικός καλλιτέχνης και λόγιος που συγκέντρωσε πάνω του όλη τη σοφία και τη σύγχυση του ’60 και του ’70. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι αποτελεί το αντικείμενο της νέας ταινίας του Εϊμπελ Φεράρα, του σκηνοθέτη που ακόμα και στις χειρότερες ταινίες του, ανάμεσά τους το «Welcome to New York», ποτέ δεν τράβηξε το βλέμμα από το βίαιο πάθος, το βρώμικο σκοτάδι, την ένταση, την παρακμή, το θάνατο. Κι όμως, το «Pasolini» του Φεράρα είναι η πιο εσωστρεφής, ανώδυνη, απαλή ταινία του, παρότι το θέμα της προσφέρεται για αμέτρητες προεκτάσεις.

Η ταινία συναντά τον Παζολίνι λίγο μετά τα γυρίσματα του «Σαλό» – είναι ήδη διάσημος, αναγνωρισμένος ως ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους του σύγχρονου πνεύματος. Το φιλμ ξεκινά με σκηνές από συνεντεύξεις που δίνει ο Παζολίνι σε διαφορετικά μέσα. Εκεί φροντίζει να δηλώσει ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ, η δράση και η τέχνη του είναι πολιτική. Και καλά που το λέει, γιατί η ταινία δεν ασχολείται λεπτό μ’ αυτήν, την τόσο σημαντική πλευρά του. Ο Παζολίνι ετοιμάζει δυο νέα έργα, τα γράφει, τα μοιράζεται, τ’ αναθεωρεί. Τα δυο αυτά έργα ζωντανεύουν στην οθόνη, το καθένα του καλύπτοντας μέρος του προφίλ του Παζολίνι και οδηγούν την ταινία.

Οι αποσπασματικές σκηνές που συνδέουν την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία αγγίζουν, ως alter ego του, τα στοιχεία της ζωής και του έργου του Παζολίνι μόνο επιδερμικά. Το φιλμ ούτε προσφέρει νέες πληροφορίες γι’ αυτόν, ούτε εμβαθύνει. Η αιχμηρή πολιτική δράση δεν επισκέπτεται καμιά σκηνή της, το σεξ, τα ψωνιστήρια, ο λανθάνων μαζοχισμός περιγράφονται, αλλά χωρίς πάθος και χωρίς κόστος.

Όσο οι γλώσσες του φιλμ μπερδεύονται, μάλλον αμήχανα, ανάμεσα στα αγγλικά και τα ιταλικά, ο Γουίλαμ Νταφόε στον κεντρικό ρόλο γνωρίζει απόλυτα τι θέλει να κάνει και το κάνει αριστοτεχνικά. Κι εκεί είναι που αποκαλύπτεται και η επιθυμία του Φεράρα. Όχι στο να σκηνοθετήσει μια ανώδυνη, χωρίς αντίκτυπο βιογραφία του Παζολίνι. Αλλά στο να παγιδεύσει κάτι από το πνεύμα του και την εποχή του, τα ταξίδια του μυαλού του και τη μελαγχολία ενός διαρκούς αγώνα, σε μια ταινία που δεν έχει, ίσως, νόημα, αλλά έχει αίσθηση και αισθητική. Στην εξαιρετική σκηνογραφία και τα κοστούμια της, στη λυρική φωτογραφία που κινείται από τη σέπια του ’70 στις νύχτες των ενοχών, σε μια αφαιρετική διατύπωση ενός αγγίγματος μιας μεγαλοφυΐας.

Ο «Παζολίνι» του Φεράρα είναι μια ταινία μάλλον ελλειπτική, μια και στην προσπάθειά της να αποδώσει το όλο, δεν επικεντρώνεται σε τίποτα. Ούτε κι ανταποκρίνεται στην πρόκληση της ανάλυσης μιας προσωπικότητας τόσο σύνθετης όσο ο Παζολίνι. Εκεί όμως που ετοιμάζεται κανείς να την απορρίψει ως αδύναμη, βαρετή, επιπόλαιη, αδιάφορη, συνειδητοποιεί τη μερική επιτυχία της: στο να μεταφέρει την υφή, εικαστική κι εγκεφαλική, ενός καλλιτέχνη που δεν ησύχασε ποτέ και που στάθηκε τόσο μπροστά από την εποχή του, ώστε να μη γίνει απόλυτα αποδεκτός ή κατανοητός ούτε καν από τους θαυμαστές και τους οικείους του. Αυτή η σκληρή μελαγχολία πιάνει τον θεατή από το λαιμό και δεν τον εγκαταλείπει εύκολα, αφήνοντάς τον να παιδευτεί μόνος του με την ουσία.