Monthly Archives: March 2018

Προβολή της ταινίας ‘LOST IN PARIS’, Τρίτη 27/3/2018, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Η Φιόνα, μια βιβλιοθηκάριος από μικρή καναδική πόλη, λαμβάνει γράμμα απελπισίας από την 93χρονη θεία της Μάρθα που ζει στο Παρίσι. Η Φιόνα μπαίνει στο πρώτο αεροπλάνο και ανακαλύπτει πως η θεία είναι εξαφανισμένη. Μέσα σε έναν κυκεώνα καταστροφών, γνωρίζει τον Ντομ, έναν γοητευτικό και εγωμανή άστεγο, ο οποίος δεν την αφήνει μόνη.

Προβολή της ταινίας ‘120 BATTEMENTS PAR MINUTE’, Τρίτη 20/3/2018, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Η ιστορία της Act Up στο ήδη κλασικό «120 Βattements par Μinute» του Ρομπέν Καμπιγιό

Ο Ρομπέν Καμπιγιό ξαναγράφει την ιστορία της Αct Up, με μια ταινία τόσο λυτρωτικά συγκινητική όσο και βαθιά πολιτική και σοκαριστικά επίκαιρη.

Οι «120 Χτύποι το Λεπτό» στον τίτλο της νέας ταινίας του Ρομπέν Καμπιγιό αναφέρονται στο σημείο εκείνο που η καρδιά χτυπάει πλέον σε επικίνδυνα σημεία: όταν η επιθυμία γίνεται εμμονή, η χαρά ελευθερώνει ενέργεια, ο θυμός μετατρέπεται σε βία και το μόνο που έχει σημασία είναι να καταφέρεις να μην περάσεις το όριο – για να μην χάσεις τη στιγμή αλλά κυρίως την ίδια σου τη ζωή.

Δεν είναι τυχαίο ότι στους ίδιους χτύπους μετράνε και τα beats της house μουσικής που εμφανίστηκε ως μια (όχι μόνο μουσική) επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ακριβώς, δηλαδή την ίδια εποχή που ένα ιός άρχισε να εξαπλώνεται στην γκέι κοινότητα σκορπώντας το θάνατο, πρώτα στην Αμερική και στη συνέχεια στην Ευρώπη.

Η ταινία του Ρομπέν Καμπιγιό διαδραματίζεται στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν η γαλλική Act Up, στα πρώτα μόλις χρόνια της δημιουργίας της, κορυφώνει τις δράσεις της, ενημερώνοντας για τον ιό του AIDS και απαιτώντας από την κυβέρνηση και τις φαρμακευτικές εταιρίες να επισπεύσουν τις δοκιμές για τα φάρμακα που θα μπορούσαν να σταματήσουν την ιλιγγιώδη θανατηφόρα διαδρομή του ιού όχι μόνο στην γκέι κοινότητα, αλλά και ανάμεσα στους τοξικομανείς, τις ιερόδουλες και τους φυλακισμένους.

Ο,τι ξεκινάει σαν μια (κυριολεκτικά) αιματηρή βουτιά στα άδυτα της ακτιβιστικής οργάνωσης και τη γνωριμία με τους κανόνες με τους οποίους λειτούργησε και έκανε έντονη αίσθηση το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 στη Γαλλία, γίνεται γρήγορα η ιστορία νέων ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο και βρίσκουν νόημα στο να αντισταθούν απαιτώντας κάτι ακόμη περισσότερο σημαντικό και από ορατότητα, ασφάλιση, σεβασμό ή φάρμακα: λίγο περισσότερο χρόνο.

Ο Καμπιγιό σκηνοθετεί την ταινία σε κεφάλαια, επιλέγοντας να αναπαραστήσει μερικές από τις πιο θρυλικές δράσεις της Act Up και χτίζει πάνω στην κάθε μια από αυτές όλες τις πιθανές πλευρές μιας επιδημίας που υπήρξε ταυτόχρονα μια ανείπωτη (ακόμη και σήμερα) τραγωδία, αλλά και μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ιστορία του ακτιβισμού και της σημασίας του εν γένει ως όπλο απέναντι στη διεκδίκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της προστασίας των μειονοτήτων, της αποκάλυψης της υποκρισίας και του συντηρητισμού ενός κατεστημένου που δεν λυγίζει ακόμη και μπροστά στο θάνατο αθώων ανθρώπων.

Καθώς οι δράσεις της Act Up κορυφώνονται (για να φτάσουν στον κατακόκκινο Σηκουάνα σαν βαμμένο από αίμα σε μια εικόνα που είπε περισσότερα από αμέτρητες δεκαετίες ακτιβισμού) και τα αιτήματα γύρω από τον ιό, την ενημέρωση και την αντιμετώπισή του φτάνουν στο απόγειό τους, το «120 Βattements par Minute» αφήνει χώρο στο κάδρο του για την ιστορία του Σον, ιδρυτικού και από τα πιο ενεργά και «επιθετικά» μέλη της γαλλικής Αct Up και του Νατάν, νέου εθελοντή που θα δει το αγόρι που αγαπάει να πεθαίνει μέρα με τη μέρα, δυναμώνοντας έτσι την ένταση στον ακτιβισμό του, τον έρωτά του, τον τρόπο με τον οποίο θα αποφασίσει να οδηγήσει με ασφάλεια στο θάνατο το σύντροφό του και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο θα φροντίσει για την υστεροφημία του.

Η ιστορία τους φέρει όλη την αλήθεια δύο νέων που θα προτιμούσαν να χορεύουν κάθε βράδυ στα κλαμπ παρά να φτιάχνουν ψεύτικο αίμα στις μπανιέρες των σπιτιών τους για να το πετάξουν στη συνέχεια μέσα στα πολυτελή γραφεία των φαρμακευτικών εταιριών και ταυτόχρονα συμπληρώνει ιδανικά όλη την ιστορία μιας κουλτούρας που έμαθε στο ελεύθερο σεξ για να το πληρώσει όχι μόνο με το ρατσισμό και την άνιση κοινωνική μεταχείριση αλλά με το θάνατο και το στιγματισμό.

Και είναι τόσο συγκινητική, χωρίς ποτέ να γίνεται μελοδραματική και κυρίως «ακτιβιστική». Τρυφερή στις ερωτικές τους σκηνές (εκεί και μια από τις ωραιότερες σκηνές γκέι σεξ που είδαμε τελευταία στο σινεμά), σκληρή απέναντι στον τρόμο του θανάτου, λυτρωτικά νατουραλιστική στο σπαρακτικό της φινάλε.

Ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας βρίσκεσαι και εσύ, ο θεατής, ένας εθελοντής στο μεγάλο αμφιθέατρο όπου γίνονται οι συγκεντρώσεις της Act Up. Εκεί όπου συζητιούνται δημοκρατικά όλες οι απόψεις, εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις, εκεί όπου θα ξεκινήσουν και οι πρώτες διαφωνίες ανάμεσα στους πιο μετριοπαθείς και τους πιο ακραίους ακτιβιστές. Εκεί όπου σιγά σιγά ξετυλίγεται η μεγάλη εικόνα μιας ταινίας που καταφέρνει με τον πιο ανεπιτήδευτο και σχεδόν σωματικό τρόπο να εναλλάσσεται συνεχώς ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, ανάμεσα στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται και στο σήμερα, ανάμεσα σε ένα ακέραιο σινεμά που βρίσκεται εδώ – ακριβώς τη στιγμή που το χρειαζόμαστε – για να φυλάξει στα σπλάχνα του την ιστορική μνήμη και ταυτόχρονα ένα σινεμά τόσο προσωπικό και συγκινητικό σαν η ιστορία του Σον και του Νατάν να είναι η μοναδική που έπρεπε να ειπωθεί μέσα από τα εκατομμύρια των ιστοριών που γεννήθηκαν και… πέθαναν στα πρώτα εκείνα εφιαλτικά χρόνια του AIDS.

Σε μια ευθεία γραμμή που έρχεται να συναντήσει τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ πάνω στο θέμα του ακτιβισμού, του AIDS και της ιστορίας της LGBTQ κοινότητας (από το «Parting Glances» και τις «Αγριες Νύχτες» μέχρι το «Milk») και ήδη σημείο αναφοράς, το «120 Βattements par Minute» δεν είναι καθόλου τυχαίο πως έρχεται να προσγειωθεί στον κόσμο των βασανιστηρίων για τους γκέι στην Τσετσενία, στην ομοφοβική διακυβέρνηση του Πούτιν, στον ρατισμό του Τραμπ και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και τη Γαλλία.

Καθαρίζοντας τα μάτια σου από τα δάκρυα στους σοφά βωβούς τίτλους τέλους της ταινίας, μπορείς πλέον να δεις με καθαρό βλέμμα πως οι τόσο ξεφτισμένες από την εύκολη και λαϊκίστικη χρήση των ημερών μας έννοιες της «αντίστασης», της «δράσης», του «ακτιβισμού» και της «αυτοοργάνωσης» έχουν νόημα μόνο όταν είσαι διατεθειμένος να φτάσεις σε εκείνο το σημείο όπου η καρδιά χτυπάει στο όριο των 120 χτύπων το λεπτό. Ίσως γιατί μόνο σε εκείνο το σημείο κάθε μάχη, κάθε νίκη και κυρίως κάθε ήττα και κάθε θυσία αρχίζει να αποκτά πραγματικό νόημα.

Προβολή της ταινίας ‘SELMA’, Τρίτη 13/3/2018, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Selma
της Αβα ΝτιΒερνέ

Μια από τις σημαντικότερες στιγμές της «μαύρης» ιστορίας της Αμερικής σε ένα στιβαρό αν και στρογγυλεμένο δράμα υποψήφιο για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας – με μύθο ήδη μεγαλύτερο από τις διαστάσεις του.
Την άνοιξη του 1965, ο Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, λίγο πριν παραλάβει το Νόμπελ Ειρήνης, ηγείται της προσπάθειας των Αφροαμερικάνων να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη ψήφο. Οι επαφές του με τον Λίντον Τζόνσον και τα πολιτικά παιχνίδια γύρω από ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα τον αναγκάζουν να οργανώσει μια ειρηνική πομπή από την πόλη Σέλμα έως το Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας αλλά και το ολοένα αυξανόμενο πάθος της κοινότητας για ισότητα.

Από την πρώτη κιόλας του σκηνή, το «Selma» φανερώνει όλα του τα χαρτιά – καρφώνει στο χάρτη την Αμερική του 1965, τοποθετεί σε πρώτο πλάνο τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ξεκινάει από το ιδιωτικό της συζήτησης ενός ζευγαριού πριν φτάσει στο πανανθρώπινο και από το εσωτερικό ενός δωματίου πριν βγει οριστικά και με τη δύναμη ενός οδοστρωτήρα στο δρόμο.

Σε ευθεία αναλογία με τον ήρωά του – ακόμη κι αν μιλάμε για μια μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων που έπαιξαν το δικό τους ρόλο στα γεγονότα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια ηγετική μορφή – το «Selma» είναι το ίδιο επιθετικό, μελαγχολικό και κυρίως το ίδιο χωρίς ίχνος ενοχής στρατευμένο, έτοιμο να χάσει τα πάντα προκειμένου να αποδείξει το δίκιο του και πετύχει το σκοπό του.

Και ενώνοντας τη φωνή του με αυτή του Ντείβιντ Ογιέλοου – σε μια από τις πραγματικά αξιοσημείωτες ερμηνείες των τελευταίων χρόνων – το φιλμ της Αβα ΝτoυΒερνέ γίνεται το ίδιο Ιστορία, γράφοντας ένα από αυτά τα κεφάλαιά της που λίγοι γνωρίζουν εκτός Αμερικής ή ακόμη και εκτός της Αφροαμερικανικής κοινότητας.

Υπό άλλες συνθήκες μια τέτοια ταινία – που προσπαθεί να φωνάξει περισσότερο και από τον «φωνακλά χωριάτη» – όπως τον χαρακτήριζε ο Μάλκολμ Χ – Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, θα έχανε γρήγορα το δίκιο της, αλλά και το οπόιο καλλιτεχνικό της οικοδόμημα. Μόνο που η ΝτουΒερνέ ξέρει (ακαδημαϊκό) σινεμά, τουλάχιστον τόσο ώστε να διακόπτει τον ακτιβισμό με μικρές σκηνές που τελικά μιλούν πιο δυνατά και από την ίδια την κατάκτηση της ψήφου από τους Αφροαμερικάνους εκείνη την ιστορική στιγμή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι σκηνές στο Λευκό Οίκο (με το χαμηλότονο δίδυμο των Τομ Γουίλκινσον και Τζιοβάνι Ριμπίζι), αυτή η μία αποκαλυπτική σκηνή με τον Μάλκολμ Χ, η πρώτη εμφάνιση της Οπρα Γουίνφρι να θέτει το πρόβλημα και να αποδεικνύει πως ναι κάπου κάπως κάποτε αυτή η γυναίκα θα είχε την καριέρα μιας μεγάλης ηθοποιού, κάνουν το «Selma» να θυμίζει ένα μικρό «Lincoln» – με τα μεγέθη των δύο ταινιών να βρίσκονται βέβαια έτη φωτός μακριά, ειδικά για όσους θα συμφωνήσουν πως η ταινία του Σπίλμπεργκ αποτελεί ένα αριστουργηματικό αντιρατσιστικό μανιφέστο για τους αιώνες.

Η ΝτουΒερνέ παρασύρεται και ίσως να μην μπορεί να κάνει αλλιώς, όταν στο δεύτερο μέρος οι ιστορικές πορείες των Αφροαμερικάνων στη Σελμα γίνονται ο σκοπός για τον οποίο αγιάστηκαν όλα τα μέσα πριν και μετά στην δική τους Ιστορία. Το σύνθημα είναι «Go» με όλο το φτηνό μελοδραματισμό που φέρει μια τέτοια ιαχή, ο θεατής συμπάσχει και το αίσθημα της δικαίωσης απλώνεται σαν μια κραυγή ανακούφισης πως μερικοί αγώνες σε αυτή τη ζωή έχουν αποτέλεσμα.

Γνωρίζοντας, ωστόσο, τις διαστάσεις μιας μικρής ταινίας που εκ των υστέρων απέκτησε φήμη πολλαπλάσια της πραγματικής της έκτασης, η ΝτουΒερνέ παλεύει μέσα της προσπαθώντας να αποδείξει και τη ματαιότητα των ίδιων αγώνων που – ειρωνικά και υπέρ της – μοιάζουν σήμερα να μην έχουν καν αρχίσει, με αφορμή τα γεγονότα στο Φέργκιουσον.

Παραδίδοντας τελικά μια στιβαρή, μόνότονη (με τον τρόπο που είναι κάθετι στρατευμένο), στρογγυλεμένη ταινία που στο φινάλε της σε δικαιώνει, ακόμη κι αν στη διαδρομή της δεν ρισκάρει τα πάντα όπως ο ατρόμητος, εμβληματικός πρωταγωνιστής της.

Προβολή της ταινίας ‘ANTHROPOID’, Τρίτη 6/3/2018, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Επιχείρηση Ανθρωποειδές

Anthropoid

του Σον Ελις

Τσεχοσλοβακία, 1942. Ο Γιόσεφ Γκάμπτσικ και ο Γιαν Κούμπις φθάνουν στην κατεχόμενη Πράγα με σκοπό να φέρουν εις πέρας την επιχείρηση «Ανθρωποειδές». Η αποστολή έχει στόχο να δολοφονήσει τον αξιωματικό των SS Ράινχαρντ Χέιντριχ, τον τρίτο κατά σειρά ισχυρότερο αξιωματικό του 3ου Ράιχ μετά τον Χίτλερ και τον Χάινριχ Χίμλερ. Ο Χάιντριχ ήταν επίσης επικεφαλής των Ναζί στην Τσεχοσλοβακία και γνωστός ως ο «σφαγέας της Πράγας». Εκεί οι δύο άντρες θα έρθουν σε επαφή με την τοπική αντίσταση και με πολλές δυσκολίες θα προσπαθήσουν να οργανώσουν την επιχείρησή τους, η οποία ίσως να είναι η τελευταία της ζωής τους.

Ενα από τα πρώτα πράγματα που προσέχει κανείς στη νέα ταινία του Βρετανού Σον Ελις είναι η βαριά σλάβικη προφορά με την οποία ομιλούν άπταιστα την αγγλική οι βασικοί του (τσεχοσλοβάκικης καταγωγής) χαρακτήρες (τους οποίους υποδύονται οι Ιρλανδοί Κίλιαν Μέρφι και Τζέιμι Ντόρναν) – μια από τις συνήθεις μάστιγες που ταλαιπωρούν κατά παράδοση φιλόδοξα φιλμ χολιγουντιανής προελεύσεως ή πολυεθνικής συμπαραγωγής, στην προσπάθειά τους να φέρουν στο κοινό μια φιλική προς το χρήστη εκδοχή ιντριγκαδόρικων ιστοριών εποχής από όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, χωρίς φυσικά να το εξαναγκάσουν στο όχι και τόσο εμπορικά προσοδοφόρο «μαρτύριο» των υποτίτλων.

Εύλογα, η μέθοδος αυτή έχει συνήθως ως αποτέλεσμα μια προβληματική αναπαράσταση, όταν πρόκειται για μια αφήγηση που εκτυλίσσεται σε ένα ξεκάθαρα μη αγγλόφωνο περιβάλλον, κάτι που κάνει ακόμα και τις πιο φιλότιμες απόπειρες να χάνουν την πειστικότητά τους παρά τους όποιους παχυλούς προϋπολογισμούς μπορεί να έχουν σπαταληθεί σε πλουσιοπάροχα και προσεκτικά σχεδιασμένα σκηνικά και κοστούμια εποχής.

Η «Επιχείρηση Ανθρωποειδές» δεν απέχει πολύ από τον παραπάνω κανόνα, ειδικά όταν βάζει τους Γερμανούς χαρακτήρες της να μιλούν γερμανικά (λογικό) και τους Τσέχους και Σλοβάκους να μιλούν με προφορά αγγλικά ακόμα και μεταξύ τους (όχι και τόσο λογικό), την ίδια στιγμή που τους υποδύονται τόσο αγγλόφωνοι (στην περίπτωση των δύο βασικών ηρώων) όσο και ανατολικοευρωπαίοι ηθοποιοί (στην περίπτωση των περιφερειακών χαρακτήρων), προδίδοντας αμέσως την ταυτότητα της λεγόμενης ευρω-σούπας (η ταινία είναι συμπαραγωγή μεταξύ Αγγλίας, Τσεχίας και Γαλλίας).

Ευτυχώς, όμως, παρά το αναπόφευκτο πλήγμα που επιφέρει ο γλωσσικός αυτός εφιάλτης στην αληθοφάνεια της ταινίας του, ο Ελις καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να ξεπεράσει τον σκόπελο της αλλόκοτης αυτής σύμβασης σκηνοθετώντας με συνέπεια και αμείωτη ένταση μια όχι και τόσο γνωστή (έστω κι αν έχει μεταφερθεί αρκετές ακόμα φορές στο σινεμά), αλλά σίγουρα συναρπαστική πτυχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τραγικές συνέπειες: εκείνη της παράτολμης απόπειρας δολοφονίας από μέλη της τσεχοσλοβάκικης αντίστασης του Ράινχαρντ Χέιντριχ, του τρίτου κατά σειρά ισχυρότερου άνδρα στην ιεραρχία του 3ου Ράιχ, διαβόητου για τα ειδεχθή του εγκλήματα και τις μαζικές δολοφονίες που του χάρισαν το παρατσούκλι «ο σφαγέας της Πράγας».

Ενας άνισος σκηνοθέτης με αδιαμφισβήτητες αισθητικές αρετές αλλά ενίοτε προβληματικά σενάρια, ο Ελις έχει παραδώσει απολύτως διαφορετικά μεταξύ τους δείγματα γραφής στη σύντομη μέχρι τώρα καριέρα του: από εκκεντρική ρομαντική κομεντί («Cashback») και στυλιζαρισμένη ταινία τρόμου («The Broken») μέχρι ρεαλιστικό γκανγκστερικό δράμα με φόντο τον υπόκοσμο της Μανίλα («Metro Manila»). Στο «Επιχείρηση Ανθρωποειδές» δοκιμάζεται στην αντιπολεμική ταινία εποχής χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας αλλά υπηρετώντας στιβαρά μια παλιομοδίτικη εκδοχή του είδους, εξυψώνοντάς την από τη χρυσή μετριότητα χάρη στο καλοκουρδισμένο σασπένς και την ανάδειξη των διλημμάτων και της αμφιλεγόμενης ηθικής του πατριωτισμού που κινεί τα νήματα του σεναρίου του.

Οι δύο πρωταγωνιστές του αποτελούν, παρά τους διαφορετικούς χαρακτήρες τους και τους όποιους ενδοιασμούς τους πάνω στην αποτελεσματικότητα και το στόχο της ριψοκίνδυνης αποστολής τους, δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αληθινών ηρώων που θα μνημονεύονται πάντα από την Ιστορία για το θάρρος και την αυτοθυσία τους. Στο πρόσωπό τους, ωστόσο, αλλά και σε εκείνο των πολυάριθμων και πότε πότε σχηματικών, ειδικά στην περίπτωση των γυναικείων χαρακτήρων, δορυφόρων τους –συμμάχων, αντιπάλων, προδοτών και αντικειμένων του πόθου– ο Ελις και το σενάριο του (γραμμένο ως συνήθως, για καλό ή για κακό, από τον ίδιο) πασχίζουν να ανακαλύψουν τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που αναδεικνύουν την ιστορία τους σε κάτι πέρα από μια θριαμβευτική περίπτωση ηρωισμού, σε μια ιστορία για τις ενίοτε τρομακτικές συνέπειες των πράξεών μας, ακόμα και των πιο ανιδιοτελών, στους ανθρώπους και στον κόσμο γύρω μας.

Η περίπτωση των θαρραλέων αντιστασιακών ανδρών της «Επιχείρησης Ανθρωποειδές» αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα της Ιστορίας, όπου μια άξια εξύμνησης πράξη ηρωισμού έφερε ως αντίποινα ένα νέο κύμα φρικωδίας με θύματα χιλιάδες αθώους, και η ταινία αγγίζει έστω και φευγαλέα τα κίνητρα όχι τόσο των ανδρών που κρατούν τα όπλα και αποτελούν συνήθως απλά πιόνια, αλλά εκείνων που χειρίζονται τα θολά πολιτικά και διπλωματικά παιχνίδια (στην προκειμένη περίπτωση το ταρακούνημα των Ευρωπαίων συμμάχων που άφησαν την Τσεχοσλοβακία στο έλεος των Ναζί κατακτητών).

Ο Ελις τα χειρίζεται όλα αυτά αποτελεσματικά αλλά χωρίς πραγματικές εκπλήξεις, όμως εκεί που κάνει τη διαφορά είναι στη δεξιοτεχνική σκηνοθεσία μερικών από τις πιο κομβικές σκηνές της ταινίας του, όπως εκείνη όπου το σχέδιο δολοφονίας μπαίνει επιτέλους σε εφαρμογή, σε μια αγωνιώδη σεκάνς αμφιβόλου κατάληξης, και στο εκκωφαντικό φινάλε όπου μια εκκλησία μετατρέπεται σε πεδίο μάχης και το δράμα βαδίζει προς το αναπόφευκτο τέλος του σε έναν καταιγισμό πυρών και ελεγειακής υπερβολής.