Monthly Archives: July 2018

Προβολή της ταινίας ‘COLD SKIN’, Δευτέρα 30/7/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Cold Skin trailer: Λάβκραφτ-τέρατα και Ιρλανδοί μετεωρολόγοι στην ταινία τρόμου του Xavier Gens

Μια δεκαετία πριν, μπήκε δυναμικά στη σκηνή των πιο πολλά υποσχόμενων νέων σκηνοθετών τρόμου με το Frontière(s) (Νο 7 στις Καλύτερες Γαλλικές Ταινίες Τρόμου του Horrorant), όμως τα επόμενο μεγάλο βήμα δεν ήρθε ποτέ με τα HitmanThe Divide και τη συμμετοχή του στο The ABCs of Death, να τον αφήνουν στάσιμο.

Τα τελευταία χρόνια όμως, ο Xavier Gens φαίνεται ότι έβαλε το κεφάλι κάτω και επιστρέφει δυναμικά, όχι με μία, όχι με δύο αλλά με τρεις ταινίες, με την πρώτη το The Crucifixion να έχει ήδη κυκλοφορήσει εδώ και λίγους μήνες, και τη τρίτη, το Budapest να είναι κάτι τελείως διαφορετικό, μια κωμωδία που θα δούμε το καλοκαίρι.

Εμείς θα ασχοληθούμε με τη δεύτερη, το Cold Skin, ένα θρίλερ επιβίωσης που μας πάει στο βόρειο Ατλαντικό, στα όρια του αρκτικού κύκλου, σε ένα απομονωμένο μικρό νησάκι όπου καταφτάνει ο Ιρλανδός Friend για να αντικαταστήσει τον τωρινό παρατηρητή καιρού, και να μείνει εκεί για έναν ολόκληρο χρόνο.
Όταν φτάνει εκεί όμως, το μόνο που βρίσκει είναι έναν ημίτρελο φαροφύλακα που τον ενημερώνει ότι ο μετεωρολόγος πέθανε λόγω ασθενείας.
Όταν όμως πέφτει το σκοτάδι, τα τρομακτικά πλάσματα που βγαίνουν από το νερό αποκαλύπτουν τη πραγματική αιτία θανάτου του…

Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο παρθενικό βιβλίο του Καταλανού Albert Sánchez Piñol, με τουςJesús Olmo (28 Weeks Later) και Eron Sheean (The Divide) να έχουν αναλάβει τη διασκευή και τους David Oakes (The White Queen), Ray Stevenson (Thor: Ragnarok), Aura Garrido(El Cuerpo) και John Benfield (Cassandra’s Dream) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Παρότι δεν πρόκειται για διασκευή κάποιου από τα γραπτά του H.P. Lovecraft, το βιβλίο και κατ’ επέκταση η ταινία είναι βαθιά επηρεασμένη από τη νοσηρή του φαντασία, κάτι που άλλωστε δεν έχουν καμία διάθεση να κρύψουν.

Το Cold Skin έκανε πρεμιέρα το φθινόπωρο στα φεστιβάλ L’Étrange και Sitges, και συνεχίζει μέχρι και σήμερα τη φεστιβαλική του πορεία, χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία ευρείας διανομής.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ & ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΟΥΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΣΤΑΛΘΕΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΕΤΑΡΤΗ 25/7/2018, ΣΤΙΣ 11:00 ΤΟ ΠΡΩΙ, ΣΤΗ ΡΑΦΗΝΑ, ΦΑΡΜΑΚΑ – ΓΑΖΕΣ – ΑΝΤΙΠΥΡΕΤΙΚΑ – ΑΛΟΙΦΕΣ – ΦΑΡΜΑΚΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ -ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ-

Οι ανάγκες για τους πυρόπληκτους της Αττικής έχουν τροποποιηθεί

  • Είδη υγιεινής
  • Κλινοσκεπάσματα
  • Εσώρουχα
  • Απορρυπαντικά
  • Μάσκες μιας χρήσης – γάντια μιας χρήσης
  • Βαζελινούχες γάζες fucidin
  • Αποστειρωμένες γάζες μεσαίο μέγεθος
  • Αποστειρωμένες γάζες μεγάλο μέγεθος
  • Φιάλες ορού ringers
  • Φιάλες ορού dextrose
  • Παλμικά οξύμετρα
  • Ηλεκτρονικά πιεσόμετρα
  • Τζελ εγκαύματος τύπου flagyl/ flogocalm
  • Pulvo spray
  • Γάντια νιτριλίου
  • Αλουμινοκουβέρτες
  • Μάσκες μιας χρήσης v2
  • Αυτοκόλλητα ράμματα
  • Ήπιο αντισηπτικό τύπου hibitane
  • Μπαταρίες ΑΑ και ΑΑΑ
  • Παυσίπονα
  • Λαβίδες
  • Ποδιές μίας χρήσεως

ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ 25/7 ΣΤΙΣ 22:00 ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΗ 26/7 ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3 ΣΤΙΣ 20:00!


Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

Προβολή του ντοκιμαντέρ ”WHAT HAPPENED, MISS SIMONE?”, Δευτέρα 23/7/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Berlinale 2015: «What Happened, Miss Simone?» αναρωτιέται το ντοκιμαντέρ για την ταραγμένη ζωή της ντίβας της τζαζ

Μοναδική, ευφυής, αξεπέραστη, ντίβα. Διαταραγμένη, διπολική, εθισμένη, κακοποιημένη σύζυγος και βίαιη μητέρα. Πολιτική ακτιβίστρια, σύμβολο black power, ή απλώς οργισμένη. Τι συνέβη Κα Σιμόν;

Η Νίνα Σιμόν ανεβαίνει στη σκηνή επιφυλλακτικά. Το πλήθος χειροκροτεί κι εκείνη κάνει μία κλισέ χορευτική υπόκλιση, όμως το πρόσωπό της είναι σχεδόν ενοχλημένο, εχθρικό. Βρίσκεται στα μεσήλικά της χρόνια, έχει επιστρέψει στις live εμφανίσεις μετά από πολυετή απουσία. Κάθεται στο πιάνο και μουρμουρίζει ένα καλησπέρα μέσα από τα δόντια. Το κοινό ξεσπά σε χειροκροτήματα και κραυγές κι εκείνη, επιτέλους, χαμογελά. Τα δάχτυλά της αρχίζουν να γλιστράνε με επιδεξιότητα στα πλήκτρα, η φωνή της βγαίνει καπνισμένη, βασανισμένη και σημαντική. Ομως όταν μία γυναίκα σηκώνεται από την καρέκλα της, η Σιμόν διακόπτει απότομα το τραγούδι με βρισιές και απειλές, απαιτώντας από την άτυχη θεατή να ξανακάτσει αμέσως στη θέση της. Τα μάτια της είναι γεμάτα οργή. Σε λίγα μόνο λεπτά, ολόκληρη η ντίβα αποκαλύπτεται: η ευφυής πιανίστας και η ανασφαλής performer. Η τζαζ μουσικός με τον μοναδικό ήχο και η οργισμένη καλλιτέχνης που πίστευε ότι δεν τη σεβόταν κανείς. Η σταρ και η γυναίκα.

Το ντοκιμαντέρ της Λιζ Γκάρμπους («Love, Marilyn», «Bobby Fischer Against the World») θα επιχειρήσει να τη δείξει ολόκληρη. Λουσμένη στο φως του ταλέντου της και χαμένη στο τρομαχτικό σκοτάδι του διπολισμού της. Δε θα την ηρωποιήσει, δε θα την εξιδανικεύσει, αλλά θα είναι φανερό σε κάθε ένα πλάνο πόσο πολύ την αγαπά. Δε θα πάρει θέση, όσο θα κάνει την ερώτηση του τίτλου (το οποίο είναι απόσπασμα από το ποίημα της Μάγια Ανγκέλου για τη Νίνα Σιμόν, «The Singer Will Not Sing»): «Τι συνέβη, κυρία Σιμόν;»

Mέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό (φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας, των καλοκαιριών της εφηβείας στα jazz clubs του Ατλάντικ Σίτι) η Γκάρμπους μας συστήνει την μικρή Γιουνίς Γουέιμον από τη Βόρειο Καρολάινα – την πιτσιρίκα που οι γονείς και οι δασκάλες της είχαν ξεχωρίσει ως μουσικό ταλέντο στο πιάνο και την προόριζαν για να γίνει η πρώτη μαύρη πιανίστα που θα έπαιζε στο Carnegie Hall. Μέσα από ηχητικά αποσπάσματα συνεντεύξων που είχε δώσει η Σιμόν λίγο πριν πεθάνει (έφυγε το 2003 από καρκίνο) μάς ξαναγεί σ’ αυτή την απαιτητική, μοναχική, ιδιαίτερη παιδική ηλικία: όταν τελείωνε το σχολείο κι αντί να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά στο γκέτο, εκείνη διέσχιζε στην άλλη πλευρά, την πλευρά των λευκών, για να κάνει μαθήματα. Οταν όμως έδωσε εξετάσεις στο νεοϋρκέζικο Ωδείο, την έκοψαν, φυσικά λόγω των φυλετικών διακρίσεων της κλασσικής παιδείας στη δεκαετία του 50.

Νιώθοντας ότι οι γονείς της δεν μπορούν να τη συντηρούν πλέον, η 17χρονη Γιουνίς πιάνει δουλειά τα βράδια σε τζαζ κλαμπ του Ατλάντικ Σίτι. Κρυφά, για να μην τους ντροπιάσει (καθώς εκτιμούσαν μόνο την κλασική μουσική κι όχι τα μπλουζ και τη τζαζ). Για αυτό κι αλλάζει το όνομά της – «Νίνα» γιατί έτσι τη φώναζε ο τότε φίλος της και «Σιμόν» από τη Σιμόν Σινιορέ, τη γαλλίδα ηθοποιό που αγαπούσε. Στα κλαμπς της ζητούν να τραγουδήσει, εκεί πρωτοακούν τη φωνή της, έρχεται το συμβόλαιο για δίσκο, γίνεται διάσημη με το «I Loves you, Porgy», γνωρίζει τον άντρα της – έναν πρώην μπάτσο της Νέας Υόρκης, ο οποίος παρατά τα πάντα για να γίνει ο μάνατζέρ της και όλα απογειώνονται. Γίνεται σταρ.

Ψύχραιμες, σκληρές, αγαπησιάρικες, συμπονετικές, πικραμένες μαρτυρίες της μοναχοκόρης της, Λίζα Σιμόν Κέλι, αλλά και του καλύτερού της φίλου και κιθαρίστα της, Αλ Σάκμαν, μάς παρουσιάζουν αυτό το γάμο, αυτή τη σχέση που μπορούσε να αποτυπώσει όλα όσα σκοτείνιαζαν το άστρο της Σιμόν και την καθόρισαν για το υπόλοιπο της ζωής της: υποστήριξη στην ντίβα, κακοποίηση στη σύζυγο. «Η μητέρα μου δεν άξιζε στιγμή τη βία που υπέστη για χρόνια. Ομως, το έβλεπα, το ζούσα: ήταν σαν να την επιζητούσε. Σαν να κοιτούσε τον ταύρο στα μάτια, κρατώντας το κόκκινο πανί και προσκαλώντας τον στην κουζίνα της…» ομολογεί η Σιμόν Κέλι. «Ολοι βλέπατε την Νίνα Σιμόν – την γεμάτη ταπεραμέντο περσόνα που πιστεύατε ότι υιοθετούσε στη σκηνή. Δεν ήταν όμως έτσι μόνο στη σκηνή. Ηταν έτσι 24 ώρες το 24ωρο. Κι αυτό ήταν το πρόβλημα…»

Το πιο μεγάλο επίτευγμα της Γκάρμπους είναι η πρόσβαση στα χειρόγραφα ημερολόγια της Σιμόν, τα οποία κρατούσε σε όλη της τη ζωή και έγραφε τα συναισθήματά της με λεπτομέρεια κι ωμή ευθύτητα. Η Γκάρμπους βγάζει στην μεγάλη οθόνη, μικρές σκαναρισμένες φράσεις που δείχνουν διάφανα την αλήθεια. «Σε αγαπώ άντρα μου, σ’ ευχαριστώ που μπήκες στη ζωή μου». «Σε σιχαίνομαι, με βλέπεις σαν άλογο κούρσας που πρέπει να σου κερδίσει χρήματα». «Μου αρέσει το ξύλο. Μου αρέσει το σεξ μετά το ξύλο». «Συγγνώμη μητέρα. Επαιξα στο Carnegie Hall αλλά όχι κλασική μουσική – αυτή την ποπ που σιχαίνεσαι…»

Κανείς στα 60ς δεν μπορούσε να διαγνώσει μία διπολική προσωπικότητα – ειδικά σε μία τόσο τεράστια προσωπικότητα όπως αυτή μίας jazz/blues ντίβας. Η εξήγηση ήταν απλώς «παραξενιά», «ταπαρεμέντο», «κακή διαχείριση των οικονομικών», «σκληρή μητέρα». Η εκτόνωση που μοιάζει να της έδωσε σκοπό και να την κράτησε στη ζωή ήταν η ανάμιξή της με το μαύρο κίνημα (το «Mississippi Goddam» ήταν ό,τι πιο ριζοσπαστικό τόλμησε μαύρη τραγουδίστρια να απευθύνει στο ευρύ ραδιοφωνικό κοινό τότε), τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τους Black Panthers του Μάλκομ Χ (στον Κινγκ είχε πει χαρακτηριστικά: «εγώ είμαι ΥΠΕΡ της βίας»). Η Σιμόν το 1965 μετατράπηκε σε ιέρεια των διαδηλώσεων και του κινήματος, κάτι που της στοίχησε το λευκό της κοινό, συμβόλαια, συναυλίες, χρήματα και το γάμο της.

 

Βλέπουμε το διαζύγιο, την πτώση στην αφάνεια και την φτώχεια, την κατάθλιψη. Την επέμβαση των λευκών φίλων μουσικών της που την τράβηξαν σωματικά και κυριολεκτικά από το βάλτο της, έστησαν ξανά την καριέρα της και της πρόσφεραν ιατρική νευρολογική περίθαλψη. «Η μητέρα μου όμως έχανε τη φωνή της και την ευελιξία στο παίξιμό της λόγω των ψυχοφάρμακων» ομολογεί γλυκόπικρα η Σιμόν Κέλι.

Κι έτσι τη συναντάμε ξανά. Στη σκηνή προς τα τέλη της ζωή της. Ακόμα μεγαλειώδη. Ακόμα ανασφαλή. Ακόμα οργισμένη. Μπροστά από μικρόφωνα δημοσιογράφων που τη ρωτούν ό,τι και η Μάγια Αγγέλου: «Ο κόσμος σας αγαπούσε. Τι σας συνέβη κυρία Σιμόν;» O,τι ακολουθεί είναι η καλύτερη εκτέλεση του πικρά ειρωνικού «My Baby Just Cares For Me». Και τότε μόνο καταλαβαίνεις ότι ό,τι προηγήθηκε ήταν η πιο ευκρινής εκτέλεση του «Don’t Let me Be Misunderstood»…

https://youtu.be/moOQXZxriKY

 

 

Προβολή της ταινίας ‘LOVING PABLO’, Δευτέρα 16/07/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Αγαπώντας τον Πάμπλο
Loving Pablo
του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα

Ο άνθρωπος Πάμπλο και ο Βαρόνος Εσκομπάρ. Η ζωή ενός από τους μεγαλύτερους εμπόρους ναρκωτικών στην ιστορία μέσα από τα μάτια μιας ερωμένης του, δίνει την ευκαιρία στον Χαβιέρ Μπαρδέμ και την Πενέλοπε Κρουζ να συνυπάρξουν κινηματογραφικά στην πιο υπερβολική, γελοία, σαπουνοπερίστικη εκδοχή γκανγκστερικής ταινίας που έχουμε δει τελευταία.
Υπάρχουν κακές ταινίες και υπάρχουν ταινίες όπως το «Αγαπώντας τον Πάμπλο».

Η καινούρια ταινία του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα (είναι ο σκηνοθέτης του «Μια Υπέροχη Μέρα») φιλοδοξεί να αφηγηθεί την άνοδο και την πτώση του Πάμπλο Εσκομπάρ, ενός από τους μεγαλύτερους και περισσότερο συνδεδεμένους με την pop κουλτούρα βαρόνους ναρκωτικών στον κόσμο, μέσα από τα μάτια της διάσημης δημοσιογράφου της εποχής, Βιρχίνια Βαγιέχο, χρησιμοποιώντας ως αρχική πηγή έμπνευσης τα απομνημονεύματά της. Η Βαγιέχο, στην κρίσιμη περίοδο που τον συνάντησε, ερωτεύτηκε τον Πάμπλο αλλά μίσησε τον Εσκομπάρ και αν αυτό ακούγεται σαν να αποτελεί την σύνοψη μιας αυθεντικής λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας, είναι επειδή και η ταινία είναι στην πραγματικότητα ακριβώς αυτό.
Γιατί ήδη από την αρχή, το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» αγκαλιάζει χωρίς όριο (και αίσθηση καλού γούστου) όλη την camp υπερβολή του, αποτελώντας τελικά ένα φιλμ που ίσως να μπορεί να απολαύσει κανείς για όλους τους λάθος λόγους.

Εδώ υπάρχει μια Πενέλοπε Κρουζ που δε διστάζει να ουρλιάξει, να γουρλώσει τα μάτια, να τραβήξει τα – χτενισμένα σε απόλυτα retro στυλ – μαλλιά της και να κυλιστεί πανικόβλητη στο έδαφος για να δείξει την απόγνωσή της, αν φυσικά δεν είναι ήδη απασχολημένη να χαϊδεύει με ηδυπάθεια τις πέρλες στο λαιμό της. Εδώ υπάρχει ένας Χαβιέρ Μπαρδέμ με ψεύτικη κοιλιά, που είναι και οικογενειάρχης, και μπίζνεσμαν, και ερωτύλος και πάρα πολύ σκληρός, τόσο σκληρός που όταν δίνει δολοφονικές εντολές, εκτοξεύει μαζί με τις απειλές και τα μακαρόνια στον τοίχο. Εδώ υπάρχει και ένας πρωτοφανώς ψύχραιμος Πίτερ Σκάρσγκαρντ, ο οποίος μοιάζει απλά ανήμπορος να συμμετέχει στην ερμηνευτική extravaganza των συναδέλφων του και παραμένει απλός (υποτονικός) παρατηρητής των όσων δρώμενων τυγχάνει να πυροδοτούν την αφήγηση της ταινίας.

Μια αφήγηση η οποία θεωρητικά δεν στερείται ούτε ταχύτητας, ούτε έντασης αλλά ούτε και αφορμών για τον Αρανόα να αποδείξει τις σκηνοθετικές του ικανότητες στην κινηματογράφηση της δράσης. Μερικές σκηνές μάλιστα καταφέρνουν στιγμιαία να τραβήξουν το ενδιαφέρον, ειδικά όταν αφορούν την εναέρια διακίνηση της κοκαΐνης και την σοκαριστική απλότητα με την οποία οι δολοφονικές προσταγές του Εσκομπάρ βρίσκουν τόπο. Με πολύ καλή δε θέληση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αρανόα επιχειρεί να ξεμπροστιάσει την κοινωνική συνενοχή και να εξηγήσει ενδεχομένως τους λόγους για τους οποίους η παραβατική συμπεριφορά του Εσκομπάρ έγινε σε τέτοιο βαθμό αποδεκτή.
Μόνο που όλα αυτά παραμένουν μέχρι το τέλος απλές εικασίες ή και ευσεβείς προσδοκίες. Το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» πίσω από την κραυγαλέα βία του και την επιφανειακή πολυπλοκότητά του, δεν μπορεί να καμουφλάρει το γεγονός ότι η λογική αλλά και οι δυναμικές του αντλούν πολύ περισσότερο από τις telenovelas της Λατινικής Αμερικής παρά από το γκανγκστερικό σινεμά του δρόμου, που πρότεινε αρκετά χρόνια πριν «Η Πόλη του Θεού» του Φερνάντο Μεϊρέγιες και που θα αποτελούσε ιδανικό φόντο για την μια ιστορία που αφορά τις κοινωνικές δομές που επιτρέπουν την ενδυνάμωση (και τελικά την κυριαρχία) ανθρώπων όπως ο Εσκομπάρ.

Σε μια τέτοια ταινία δε θα υπήρχε καμία κωμική ερμηνευτική υπερβολή της Κρουζ. Δε θα υπήρχε καμία (ακούσια αστεία, έως και γελοία) «σπαστή» προφορά. Δε θα υπήρχε καμία φτηνή σωματική μανιέρα του Χαβιέρ Μπαρδέμ. Ωστόσο, υπάρχει μια γνήσια κωμική ταινία μέσα στον πυρήνα αυτού που δημιούργησε τελικά ο Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, μόνο που μάλλον δεν είχε ακριβώς αυτό ως τελικό στόχο.