ΑΜΕΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΑΛΑΪΤΖΗ

Το απόγευμα της Τρίτης 8/2 προσάγεται από την αντιτρομοκρατική ο Παναγιώτης Καλαϊτζής έξω από το σπίτι της συντρόφου του. Η προσαγωγή μετατρέπεται σε σύλληψη και μαζί με 2 ακόμη άτομα βρίσκονται να κατηγορούνται αρχικά για την υπόθεση τοποθέτησης εμπρηστικού μηχανισμού στο Ίδρυμα εθνικού και θρησκευτικού προβληματισμού και μετέπειτα για συμμετοχή στην οργάνωση Αναρχική Δράση.

Στις καταθέσεις της αντιτρομοκρατικής το όνομα του Παναγιώτη δεν θα αναφερθεί ούτε μια μία φορά. Μοναδικό στοιχείο για τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν ήταν η σύνδεση με το σπίτι στο οποίο βρέθηκαν τα ευρήματα και το οποίο είχε παραχωρήσει  τις ημέρες πριν και κατά τη διάρκεια της σύλληψης του σε έναν από τους έτερους συλληφθέντες για να περάσει την καραντίνα του επειδή είχε νοσήσει με covid 19. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού του και οι γείτονες του θα βεβαιώσουν πως ο Παναγιώτης συχνά έμενε με στο σπίτι της συντρόφου του. Όλα αυτά όμως φάνηκε πως δεν είχαν καμία αξία για την «δικαιοσύνη»: Θα κριθεί προφυλακιστέος με την κατηγορία μέλους «τρομοκρατικής οργάνωσης».

Δεν θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε το ποιόν του Παναγιώτη. Μας αρκεί που το γνωρίζουμε εμείς. Αυτό όμως που δεν μπορούμε να ανεχτούμε είναι το πως αρκεί μια φιλική και συναδερφική σχέση για εμπλοκή σε μια «τρομοκρατική οργάνωση». Πως μπορεί να απαγγέλονται κακουργηματικού χαρακτήρα κατηγορίες χωρίς να υπάρχει καν αναφορά του ονόματος ενός ανθρώπου στις καταθέσεις των κατήγορων. Δεν είναι ούτε η πρώτη αλλά δυστυχώς ούτε και η τελευταία φορά που οι δικαστικές αρχές αφαιρούν την ελευθερία ανθρώπων λόγω φιλικών ή συντροφικών σχέσεων. Ο κατάλογος είναι μακρύς και το πρόσφατο παρελθόν (βλέπε υπόθεση Ηριάνας) μας έχει δείξει πως αργά ή γρήγορα αυτές οι κατηγορίες πέφτουν και κοινωνικά (το σημαντικότερο) αλλά και νομικά. Κάποιοι θα αναφωνήσουν πως βαρέθηκαν να ακούνε για αστυνομικές σκευωρίες. Εμείς θα απαντήσουμε πως βαρεθήκαμε το τσουβάλιασμα ανθρώπων υπό την ομπρέλα φανταστικών εγκληματικών οργανώσεων, τα καρμπόν κατηγορητήρια και τις μετά «θανάτου» συγγνώμες για λάθη που οδηγούν σε προφυλακίσεις. Και γνωρίζοντας το ρυθμό με τον οποίο κινούνται τα δικαστήρια οι προφυλακίσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν πάνω από 1 χρόνο…

Δημοσιεύουμε αυτή τη σειρά γεγονότων σαν φίλοι και συγγενείς και σύντροφοι του Παναγιώτη για να βάλουμε τον καθένα στη θέση του αλλά και στη δική μας. Δημοσιεύουμε αυτή τη κωμικοτραγική ιστορία για να δείξουμε το πως από τη μια μέρα στην άλλη ένας άνθρωπος μπορεί να στερηθεί την ελευθερία του αλλά και οι φίλοι και συγγενείς του να χάσουν τη συντροφιά του, την παρέα του… Και κλείνουμε με μια υπόσχεση… Δεν θα αφήσουμε ούτε μια ώρα να πάει χαμένη χωρίς να την αφιερώσουμε στην ανάδειξη αυτής της σκευωρίας. Δεν θα κάνουμε ούτε ένα βήμα πίσω πριν να έχουμε τον Πάνο και πάλι δίπλα μας, ελεύθερο έστω και μέσα σε αυτή την παράνοια καταστολής και ανελευθερίας.

Πρωτοβουλία φίλων /συγγενών/συντρόφων-ισσών.
#freepanoulis

ΚΑΛΕΣΜΑ ΣΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤON ZAK/TH ZACKIE OH ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ ΤΗΣ, ΣΑΒΒΑΤΟ 02/04/2022 ΣΤΙΣ 11:00, ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗ, ΚΑΒΑΛΑ

ΚΑΛΕΣΜΑ ΣΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤON ZAK/TH ZACKIE OH ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ
ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ ΤΗΣ

~Ο Ζακ πάλευε να φανεί φως μέσα από το πιο πηχτό σκοτάδι. Τον
δολοφόνησαν αυτοί που στέκονται ανήμποροι στο φως, κλεισμένοι στο
κουφάρι τους εντός, ανίκανοι στο όνειρο και την ψυχή με άδειο πετσί
χωρίς πνοή!~

Στις 21 Σεπτεμβρίου του 2018 ο κοσμηματοπώλης Δημόπουλος, ο μεσίτης
Χορταριάς, οι οκτώ αστυνομικοί κι οι διασώστες του ΕΚΑΒ, ο καθένας με τη
σειρά του και όλοι μαζί καταφέρνουν να οδηγήσουν στον θάνατο έναν
άνθρωπο που δεν χωρά ούτε λίγο στην κανονικότητά τους, τον Ζακ
Κωστόπουλο/ZackieOh. Έναν άοπλο και ακίνδυνο άνθρωπο που, για άγνωστους
μέχρι στιγμής λόγους, εγκλωβίζεται σε κατάσταση πανικού εντός του
κοσμηματοπωλείου επί της οδού Γλάδστωνος, στο κέντρο της Αθήνας. Στην
προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί σέρνεται να βγει μέσα από την κάτω
βιτρίνα, την οποία σπάει ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του καταστήματος με τη
βοήθεια του φίλου του, κλωτσώντας οι δύο τους με μανία πότε το κεφάλι
του Ζακ επάνω στα γυαλιά και πότε το σώμα του, ώσπου αυτό κείτεται
αιμόφυρτο και ημιθανές στο πεζοδρόμιο. Οι περαστικοί παραμένουν αμέτοχοι
να κοιτούν το βίαιο λιντσάρισμα, ενώ κάποιοι από αυτούς βιντεοσκοπούν το
σκηνικό βίας κι έπειτα πουλούν το υλικό στα ΜΜΕ.

Οι «υπηρέτες του νόμου», καταφτάνοντας στον τόπο του μόλις συντελεσμένου
εγκλήματος, αντιμετωπίζουν τον Ζακ ως ένοχο. Τον δένουν πισθάγκωνα,
αποτελειώνοντας τον με υπηρεσιακή συνέπεια. Άλλωστε, «αυτή είναι η
πρακτική και σε όποιον αρέσει…» Έτσι, οι αστυνομικοί γίνονται οι
δεύτεροι κατά σειρά δολοφόνοι. Ο Ζακ ξεψυχά με τα χέρια δεμένα και χωρίς
καμία βοήθεια από το ΕΚΑΒ.
Η είδηση φτάνει στα αυτιά όλων μας παρουσιάζοντας το θύμα ως «οπλισμένο
πρεζάκι που μπήκε για να κλέψει και αυτοτραυματίστηκε θανάσιμα
προσπαθώντας να ξεφύγει…» Μια είδηση που ταίριαζε απόλυτα με το αφήγημα
της αστυνομίας, το οποίο κατασκευάστηκε και αναπαρήχθηκε για να
ενεργοποιήσει τα ρατσιστικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, συγκαλύπτοντας
ταυτόχρονα την ενοχή της.

Κάποιοι μίλησαν για «δίκαιη αυτοδικία», για «νόμιμη προστασία της
ιδιοκτησίας», κι έπειτα ακολούθησε ένας διασυρμός από τα Μ.Μ.Ε. που
κατέδειξε ότι η ελληνική κανονικότητα μπορεί εξαφανίσει ακόμη και με τον
πιο βίαιο τρόπο ό,τι χαλά την ευταξία της κοινωνίας και να υποτιμήσει
χυδαία την αξία της ζωής μας. Έτσι, τα Μ.Μ.Χειραγώγησης γίνονται οι
τρίτοι κατά σειρά δολοφόνοι του Ζακ. Ο Ζακ ξεψυχά ξανά και ξανά σε κάθε
αφήγηση «ληστή με μαχαίρι», τηλεοπτικά γκάλοπ,
τοξικοφοβικά-ομοφοβικά-τρανσφοβικά ρεπορτάζ.

Γιατί τόσο Μίσος;

Φεμινίστρια, περήφανη τσούλα, gay, dragqueen, οροθετικός, πολιτική
ακτιβίστρια, αντιφασίστας σε τακούνια, ένας άνθρωπος που πάλευε κάθε
μέρα με τα αόρατα θηρία της κοινωνίας για όλ@ μας. Με όλα του τα πρόσωπα
ασκούσε κριτική στην κυρίαρχη κουλτούρα, την καταπιεστική, την ταξική,
τη μισογυνική, την ομοφοβική. Μέλος του περιθωρίου, του
αποκείμενου, απέναντι στην αρρενωπή τοξικότητα και την κανονικότητα,
διεκδικούσε το δικαίωμα του στην ορατότητα, την ισότητα, τον σεβασμό.
Άλλωστε είχε δεχτεί πολλαπλές επιθέσεις, τόσο λεκτικές όσο και
σωματικές, πριν την τελευταία που κατάφερε τον σκοπό της.

Τρία χρόνια μετά η ZackieOh δολοφονείται μέσα στα δικαστήρια ξανά και
ξανά, δίπλα ον Αλέξη, τον Παύλο, τον Λουκμάν, τον Γιακουμάκη, την Ελένη,
τη Γαρυφαλιά, την Καρολάιν και όλες τις χαμένες αδερφές μας. Στο
δικαστήριο που βρίσκεται σε εξέλιξη, χρησιμοποιήθηκαν με αισχρό τρόπο
ρατσιστικά επιχειρήματα για την υπεράσπιση των δολοφόνων όπως η
οροθετικότητα, η υποτιθέμενη χρήση ναρκωτικών ουσιών και η
παραβατικότητα. Ακόμη κι αν όλα τα σενάρια αυτά ίσχυαν, ακόμη κι αν στη
θέση του Ζακ βρισκόταν ληστής ή τοξικοεξαρτημένο άτομο, τίποτα δεν
δικαιολογεί την κανονικοποίηση της ρατσιστικής βίας, την υποτίμηση της
ζωής και της αξιοπρέπειας.

Αυτοί που σκοτώνουν τους Ζακ αυτού του κόσμου, όπως και οι υποστηρικτές
των δολοφόνων, είναι εγκληματίες που δε διστάζουν να πουν τα μεγαλύτερα
ψέματα για να κρύψουν το φρικτό πρόσωπό τους. Γυναικοκτόνοι, βιαστές και
φασίστες της διπλανής πόρτας είναι έτοιμοι να εκφοβίσουν, να ασκήσουν το
«έννομο» δικαίωμά τους στην κακοποίηση και τον φόνο, εφησυχασμένοι με τη
βεβαιότητα της συγκάλυψης από την αστυνομία αλλά και την αστική
δικαιοσύνη.

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΡΟΘΕΤΙΚΟΙ
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΟΦΟΒΙΚΟΙ

ΚΑΝΕΝΑ ΜΟΝΟ – ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΛΟ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟ

Τσούχτρες – Αυτοοργανωμένη Φεμινιστική Συλλογικότητα Καβάλας

Προβολή της ταινίας ΄΄THE FRENCH DISPATCH”, Τρίτη 29/03/2022, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Η Γαλλική Αποστολή

The French Dispatch

του Γουές Αντερσον

Η πιο τολμηρή, η πιο σύνθετη, η πιο άρτια, η πιο δύσκολη ταινία του Γουές Αντερσον. Υπόκλιση στη δημοσιογραφία που χάθηκε και το μεγάλο σινεμά που πεισμωμένα συνεχίζει.

Το καλοκαίρι του 1925 ένας νεαρός Αμερικανός αποφασίζει να παρατείνει τις διακοπές του στη φιξιόν κωμόπολη Ennui-sur-Blasé και να ξεκινήσει να γράφει τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες, μεταμορφώνοντας την εφημεριδούλα του πατέρα του («Liberty, Kansas Evening Sun») σε περιοδικό με τίτλο «Γαλλική Αποστολή». Τελικά, ο Αρθουρ Xάουγιτσερ έμεινε εκεί για πάντα – μέχρι το 1975 που άφησε την τελευταία του πνοή και το τελευταίο τεύχος. Εμείς τον συναντάμε λίγο πριν το τέλος, όπου έχει συγκεντρώσει στην ταυτότητα του περιοδικού δημοσιογράφους, συγγραφείς, κριτικούς με δυνατές πένες, εκκεντρικές προσωπικότητες, ασυμβίβαστο βλέμμα, στηρίζοντας τα κείμενα τους με το δικό του αλάνθαστο ένστικτο – ένα δικό του σύστημα αξιών όπου το ταλέντο και η ακεραιότητα προστατεύονται με όποιο κόστος. Κάπως έτσι συγχωρείται ο νέος ταξιδιωτικός του αρθρογράφος, που καταστρέφει το picturesque όνειρο του μέσου Αμερικάνου, περιγράφοντας το Ennui χαριτωμένο ναι, αλλά χωρίς να παραλείπονται τα ποντίκια που κατακλύζουν τους υπονόμους του, ή τα πτώματα (ξεκαθαρίσματα της τοπικής μαφίας) που εμφανίζονται τις πρωινές ώρες να επιπλέουν στο ποτάμι του. Έτσι δικαιολογούνται τα παράλογα έξοδα της ιδιοσυγρασιακής κριτικού τέχνης, διαμονές σε spa και ακριβά δείπνα, γιατί στο τέλος θα του φέρει το πορτρέτο μίας εικαστικής διάνοιας. Κάπως έτσι, αναδεικνύεται κι ο γαστρονομικός οδηγός σε κάτι πολύ πιο ουσιώδες, που αφήνει στον ουρανίσκο γλυκόπικρη κοινωνικοπολιτική επίγευση: τον γράφει ο γκέι συντάκτης του περιοδικού ως αστυνομικό ρεπορτάζ με αιχμές και ουσία που σου σφίγγουν το στομάχι.

Η δέκατη ταινία του Γουές Αντερσον είναι η πιο τολμηρή, η πιο δύσκολη, η πιο σύνθετη. Η μεγαλύτερη πρόκληση στη σύλληψη και την εφαρμογή της. Μία σπονδυλωτή ταινία ανθολογίας, χωρισμένη με βινιέτες και σχεδιασμένη ως… περιοδικό. Με κεφάλαια, διάρκειες, design ανάλογο του ύφους, του μήκους, της σοβαρότητας κάθε άρθρου.

Όχι, ο Αντερσον δεν υπογράφει «ένα ερωτικό γράμμα στη δημοσιογραφία». Γιατί ξέρει πάρα πολύ καλά ότι η λέξη έχει χάσει το νόημα της. Ο Αντερσον κατασκευάζει, με νοσταλγία, μελαγχολικό βλέμμα και ουτοπική φαντασία μία ονειρεμένη έκδοση, υμνώντας τη δημοσιογραφία που χάθηκε, τα περιοδικά που πέθαναν, τους γραφιάδες που μεταμορφώθηκαν σε δημοσιοσχεσίτες, τα κείμενα χιλιάδων ψαγμένων λέξεων που έγιναν tweets. Kαι τους διευθυντές που δεν λειτουργούσαν ως CEO μίας καλολαδωμένης (από χορηγούς και πολιτικούς) μηχανής, αλλά ως θαρραλέοι οραματιστές που στεκόντουσαν ως ασπίδες ανάμεσα στη συστημική Μηχανή και τον δημοσιογράφο τους. Όπως κι ο Μάρτιν Σκορσέζε με το «The 50 Year Argument» (για το περιοδικό «New York Review of Books»), έτσι κι ο Αντερσον εδώ υποκλίνεται, εμμέσως πλην σαφώς, στο The New Yorker (του οποίου τα τεύχη συλλέγει με θρησκευτική ευλάβεια) και ήρωες που φωτογραφίζουν συγγραφείς της ιστορικής βαρύτητας των Τζέιμς Μπάλντγουιν, Χάρλοντ Ρος, Μέιβις Γκάλαντ. Προσωπικότητες μοναχικές, ιδιαίτερες, συχνά βασανισμένες, καθώς το επάγγελμα που επέλεξαν έδωσε διαφυγή στην προσωπική τους περιέργεια, το ταλέντο, αλλά και τους δαίμονες τους.

Ολα αυτά φυσικά παρουσιάζονται απολαυστικά – με το σήμα-κατατεθέν τρυφερό χιούμορ του βαθιά ανθρωπιστή Αντερσον και τη φαντασιακή του ευφυΐα που εδώ ξεπερνά κάθε άλλη ταινία του.

Στυλιστικά, η «Γαλλική Αποστολή» είναι ένα απαράμιλλης τεχνικής επίτευγμα. Με γυρίσματα στο Angoulême, την υπαρκτή πόλη του γαλλικού νότου, ο Αντερσον δεν περιορίζεται ούτε στο χώρο, ούτε στο χρόνο. Ούτε επαναπαύεται στην αριστοτεχνική σκηνογραφία, τα ευφάνταστα κουστούμια, την έντονη χρωματική παλέτα και το πολυμελές λαμπερό καστ ηθοποιών (από τους Μπιλ Μάρεϊ, Τίλντα Σουίντον, Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, και Οουεν Γουίλσον, μέχρι τους Τίμοθι Σαλαμέ, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Λέα Σεντού κι Εντουαρντ Νόρτον) που πάντα επιδεικνύει στις ταινίες του.

Εδώ, η φόρμα απογειώνεται. Κάδρα απίστευτης λεπτομέρειας, (τόσο έγχρωμες όσο κι ασπρόμαυρες) σεκάνς που ξεδιπλώνουν σύνθετες γεωμετρικές συμμετρίες, αφηγηματικές ιδέες που θέλουν το live action να μπερδεύεται με το animation και το χρόνο να πηδά από το παρελθόν στο παρόν και πίσω ή να σταματά τη δράση με εμπνευσμένα tableau vivant – τόσο εντυπωσιακά που σταματούν και την αναπνοή του θεατή. Βλέπεις Τατί ή Βισκόντι; Γκοντάρ ή Χίτσκοκ; Τριφό ή Σομέ; Βλέπεις Γουές Αντερσον.

Δεν είναι όμως η οπτική φαντασία του Αντερσον που ξεπετάγεται και σε αρπάζει από το λαιμό, όσο το μεγαλείο όσων κρύβονται κάτω από το στιλ. Σε σενάριο του ίδιου και των Ρόμαν Κόπολα, Χούγκο Γκίνες και Τζέισον Σουόρτσμαν, η απολαυστική αισθητικά επιδερμίδα κρύβει στρώσεις κοινωνικής και πολιτικής ανησυχίας, στην καρδιά της ταινίας. Η πραγματική αξία της Τέχνης σε σχέση με ένα entourage μπίζνας γύρω από τον καλλιτέχνη, οι δαίμονες του τελευταίου κι αν αυτοί συγχωρούνται όταν το έργο του είναι ιδιοφυές, τα πολιτικά κινήματα, η σοβαρότητα, η νεανική τους επιπολαιότητα και η δημοσιογραφική αντικειμενικότητα στην κάλυψη τους, η ομοφυλοφιλία που κρυβόταν σε παράνομους καιρούς στο περιθώριο, η αστυνομική βία, η εκμετάλλευση των μεταναστών.

Ενας πλούσιος, μεστός, ουσιώδης κόσμος που όπως και τα περιοδικά με τα long reads κείμενα, δεν μπορεί απλώς να «ξεφυλλιστεί». Η «Γαλλική Αποστολή» απαιτεί πολλαπλές αναγνώσεις για να πιάσεις όλες της τις χορταστικές πτυχές, όπως επίσης και εικαστικά, χρειάζεσαι να επεξεργαστείς κάθε γωνιά των κάδρων της για να ανακαλύψεις όλα τα καλειδοσκοπικά της δώρα.

Αυτό ίσως είναι κι ό,τι μπορεί να λειτουργήσει εναντίον της ταινίας – στον θεατή που θα νιώσει ότι μπουκώνει από την πληροφορία. Ο Άντερσον δεν επιτρέπει χώρο και χρόνο στα πλάνα του να αναπνεύσουν, να τα σκεφτείς και να τα χωνέψεις. Έχει ξεκινήσει το επόμενο. Με ένα πυκνό λογοτεχνικό/δημοσιογραφικό κείμενο μπορείς να σταματήσεις, να πας πίσω, να ξαναδιαβάσεις μια παράγραφο. Το σινεμά, αντιθέτως, τρέχει μπροστά. Όμως αυτή είναι η πρόκληση. Να αφεθείς. Δε χρειάζεται να τα καταλάβεις όλα, αρκεί να νιώσεις. Οι αισθήσεις να ζήσουν την εμπειρία του εγκεφαλικού και συναισθηματικού πλούτου, χωρίς εκπτώσεις.

Κάτι που, δυστυχώς, δύσκολα πια θα βρεις στα περίπτερα. Στα μανταλάκια (και τα κινηματογραφικά) κρέμονται πλέον πολύ διαφορετικά τεύχη.

Προβολή της ταινίας ” NUNTA MUTA (Σιωπηλός Γάμος)”, Τρίτη 22/03/2022, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Σιωπηλός Γάμος

Nunta Muta

Πολιτική σάτιρα και μαγικός ρεαλισμός σε μια αλά Κουστουρίτσα κωμωδία.

Ρουμανία, 1953, σ’ ένα μικρό χωριό, ξεχασμένο από τον Θεό, ακόμα κι από τη… «μαμά ΕΣΣΔ». Ελάχιστοι οι κάτοικοι, αλλά αρκετοί ώστε να γεμίζουν την πλατεία του χωριού και την εκκλησία, σε γάμους, κηδείες και βαπτίσεις! Ένα ζευγάρι ετοιμάζεται να παντρευτεί. Όλο το χωριό επί ποδός για τις προετοιμασίες. Θα γίνει μεγάλο γλέντι, και, φυσικά, όλοι είναι καλεσμένοι! Τα τραπέζια έχουν στρωθεί. Η αυτοσχέδια τοπική μπάντα έχει αρχίσει το τραγούδι και το χορό. Η γαμήλια πομπή έχει ξεκινήσει. Απρόσμενα και ξαφνικά, εμφανίζεται μπροστά τους μια πομπή οχημάτων του Ρωσικού Στρατού. Ο πατερούλης Στάλιν πέθανε. Το Εθνικό Πένθος κηρύσσεται από σήμερα και για επτά ημέρες. Έχουν μια ώρα στη διάθεσή τους για να μαζέψουν τα… του γάμου και να κλειστούν στα σπίτια τους. Επιβάλλονται συσκότιση, ησυχία και σοβιετικός θρήνος. Όλα του γάμου δύσκολα κι ο Στάλιν πεθαμένος. Αποφασίζουν ότι τίποτα δεν θα διακόψει τη χαρά τους. Θα γιορτάσουν το γάμο των παιδιών.… Στα μουγκά!

Σάββατο 19/03/2022, DJ SET RDaSTREET ”UPROCK funk soul beat breakbeat”, στις 22:00, στην κατάληψη Βύρωνος 3

ΜΠΑΡ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΧΑΡΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΙΔΗ

 

 

Προβολή της ταινίας ”IDI I SMOTRI (COME AND SEE)”, Τρίτη 15/03/2022, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ (1985)
IDI I SMOTRI / COME AND SEE

Το σινεμά του Elem Klimov

Ο Έλεμ Κλίμοφ (Elem Klimov) γεννήθηκε στο Στάλινγκραντ στις 9 Ιουλίου του 1933 και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 2003. Υπήρξε σκηνοθέτης ταινιών κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του Σοβιετικού Κράτους. Ο Κλίμοφ κατόρθωσε να γυρίσει μόνο 5 μεγάλου μήκους ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του, η τελευταία, Έλα να Δεις/ Come and See, είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές αντιπολεμικές ταινίες παγκοσμίως.
Το δυτικό κοινό γνώρισε τον Κλίμοφ κυρίως από τα όψιμα έργα του και ειδικότερα το Agoniia («Ρασπούτιν», 1975, που διανεμήθηκε το 1984) και το Idi i smotri («Come and See»- «Έλα να Δεις», 1985). Κι οι δύο είναι ιστορικές ταινίες, η πρώτη για τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν, τον αισθησιοκράτη σύμβουλο του Τσάρου Νικολάου Β’ κι η δεύτερη για τη θηριωδία των ναζί στην Λευκορωσία το 1943.
Ο Κλίμοφ έθεσε τέρμα στην καριέρα του για πολλούς λόγους. Το πολιτικό σκηνικό της Ρωσίας που άλλαζε με γοργούς ρυθμούς και επιπτώσεις που συνεπαγόταν στον πολιτιστικό τομέα, έπληξαν τον Κλίμοφ που είχε διοριστεί, ο πρώτος γραμματέας της Ένωσης Σοβιετικών Σκηνοθετών, το 1986. Η παλαιά φρουρά αντικαταστάθηκε με μια νέα. Ο Κλίμοφ είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με τους σκηνοθέτες που ανέδειξε η Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Ο Κλίμοφ απέτυχε στις προσπάθειές του να εγκαθιδρύσει ένα νέο και δυναμικό σινεμά στα πρότυπα του σπουδαίου Σοβιετικού Κινηματογράφου. Γνωστός καθώς ήταν για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις, παραιτήθηκε από τη θέση του δυο χρόνια αργότερα.

Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το σχέδιό του να γυρίσει μια ταινία βασισμένη στο «Μάστερ και Μαργαρίτα», τη φανταστική σάτιρα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ούτε τη διασκευή του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφκι, «Οι Δαιμονισμένοι». Δήλωνε: «Έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για τις ταινίες. Νιώθω ότι έχω κάνει ό,τι ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί.»
Ο Κλίμοφ είχε ένα ακόμα βαθύ τραύμα. Η σύζυγός του, Λαρίσσα Σεπίτκο, σκοτώθηκε το 1979 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας της Farewell. Μια εβδομάδα μετά τον θάνατό της, ο ίδιος ο Κλίμοφ ολοκλήρωνε τα γυρίσματα της ταινίας. Το ζεύγος Kλίμοφ-Σεπίτκο είχε γοητεύσει κατά τη δεκαετία του ’60, μοιράζονταν κι οι δυο τη ρώσικη ειρωνεία, το μαύρο χιούμορ και την ενδοσκόπηση. Αποφοίτησαν από το VGIK, την ανώτατη Κρατική Σχολή Κινηματογράφου, την εποχή που οι σκηνοθέτες στρέφονταν από τον κοινωνικό ρεαλισμό προς ένα δράμα πιο προσωπικό, αναζητώντας τον ρόλο του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία.

Ο Έλεμ Κλίμοφ γεννήθηκε σε οικογένεια κομμουνιστών – το όνομά του αποτελεί ακρωνύμιο των Ένγκελς, Λένιν και Μαρξ – αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Αεροπορίας του 1957. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι έπειτα μπήκε στο VGIK. Μετά την αποφοίτησή του, το 1964 γύρισε την πρώτη του ταινία Dobro pozhlovat’, ili postoronnim vkhod vospreshchen («Welcome or No Trespassing», 1964), μια σατιρική ταινία για ένα ατίθασο παιδί που αποβάλλεται από την κατασκήνωση απ’ τον αυταρχικό διευθυντή. Οι Περιπέτειες του Οδοντιάτρου (1965) ήταν η δεύτερη ταινία του κι αυτή σατιρική.

Το Idi i smotri/ Come and See/ Έλα να Δεις, η πέμπτη και τελευταία του ταινία είναι ένα συγκλονιστικό έπος των φρικαλεοτήτων των Nαζί στη Λευκορωσία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταινία ακολουθεί τον δωδεκάχρονο Φλόρια, ο οποίος γερνά κατά τη διάρκεια της ταινίας καθώς βρίσκεται συνέχεια αντιμέτωπος με την κτηνωδία, τα μαλλιά του ασπρίζουν και ρυτίδες εμφανίζονται στο πρόσωπό του. Τo σενάριο είναι του Αντάμοβιτς που είχε υπηρετήσει στο Β’ Παγκόσμιο κι είχε βιώσει την καταστροφική λαίλαπα που άφησαν οι ναζί στην Λευκορωσία, αναφέρει πραγματικά γεγονότα, όπως η καταστροφή του χωριού Κατίν. Ο Κλίμοφ άντλησε επίσης υλικό από τα παιδικά του χρόνια, όπου αναγκάστηκε να εκκενώσει την πόλη, με μια βάρκα με την μητέρα του και το βρέφος αδελφό του κατά τη μάχη του Στάλινγκραντ. «Οι φλόγες ανέβαιναν ως τον ουρανό, ακόμα και το ποτάμι καιγόταν (Βόλγας). Ήταν νύχτα, βόμβες εκρήγνυνται παντού και οι μητέρες προσπαθούσαν να καλύψουν τα μάτια των παιδιών τους με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Συμπεριέλαβα στην ταινία όλα όσα ήξερα, παρόλο που δεν είχα δει τίποτα». Αυτή η ταινία ήταν το κύκνειο άσμα του Κλίμοφ και η προσωπική του μαρτυρία.

Ο Sean Penn (Σον Πεν) δηλώνει για την ταινία Come and See : «Πριν από μερικά χρόνια μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου και μου είπε να αφησω ό,τι κι αν έκανα και να πάω στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες, Καλιφόρνια (UCLA): Κάποιο τμήμα είχε προγραμματίσει προβολή μιας ρώσικης ταινίας, ενός σκηνοθέτη ονόματι Klimov και δεν έπρεπε να τη χάσω. Βετεράνος σε πάνω από 36 αποστολές στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο πατέρας μου ποτέ δεν υπήρξε ένθερμος θαυμαστής των ταινιών που αναφέρονται στον πόλεμο, αντιλαμβανόμενος είτε τις ανακρίβειες, είτε την τάση της ρομαντικής θέασης των μαχών. Αυτή η ταινία ήταν το Come and See, μια εξαιρετική αντιπολεμική ταινία. Χαίρομαι που έφτασα ως εκεί, εκείνη την ημέρα, Γιατί αυτό που είδα θα μείνει χαραγμένο μέσα μου για πάντα. Είναι ένα αριστούργημα όχι μόνο για τον κινηματογράφο αλλά για όλη την ανθρωπότητα»