Προβολή της ταινίας ”BACURAU”, Τρίτη 23/11/2021, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Bacurau

Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου, Ζουλιάνο Ντορνέλες

Οι Βραζιλιάνοι Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες παίζουν με το σινεμά είδους, τα b-movies και την πολιτική σύγχυση της χώρας τους σε μια ταινία που δεν χωράει τελικά πουθενά. Κι αυτό δεν το λέμε για καλό. Βραβείο Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών του 2019.

Ένα (γαλατικό) χωριό στα βάθη της Βραζιλίας – που πιστεύει πριν από οτιδήποτε στη μητριαρχία – πέφτει θύμα των ορέξεων μιας ομάδας λευκών Αμερικάνων που το επισκέπτονται με σκοπό να σκοτώσουν τους κατοίκους του σε ένα ιδιόρρυθμο, να το πεις και χόμπι, ανθρωποκυνηγητό.

Αυτή είναι η κεντρική υπόθεση της νέας ταινίας του Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου που είχε κερδίσει τις εντυπώσεις με το εξαιρετικό ντεμπούτο του, «Neighbouring Sounds» το 2012 και βρέθηκε για πρώτη φορά στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών το 2016 με τη μόλις δεύτερη ταινία του, το «Αquarius», που είχε βρει και διανομή στην Ελλάδα.

Εδώ, στην τρίτη του ταινία συνεργάζεται στη σκηνοθεσία με τον Ζουλιάνο Ντορνέλες (υπεύθυνος για την καλλιτεχνική διεύθυνση των δύο προηγούμενων ταινιών του), καθώς η φιλοδοξία του υπερβαίνει την παραπάνω αυτοσχέδια σύνοψη και ανοίγει σε κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως τολμηρό, εξωφρενικό, αναρχικό – σε κάθε περίπτωση κάτι που αρνείται να υπακούσει σε συμβάσεις και προτιμά να κρύβει συνεχώς εκπλήξεις κάτω από την φαινομενικά γνώριμη επιφάνειά του.

Τοποθετημένο, όπως αναφέρει στην εναρκτήρια σκηνή του, «σε μερικά χρόνια από τώρα», το «Bacurau» ξεκινάει με διαθέσεις… Αποκάλυψης, Μια νεαρή γυναίκα, η Τερέζα επιστρέφει από την πόλη στο χωριό της για την κηδεία της γιαγιάς της. Στο δρόμο θα συναντήσει μια παρέλαση από ανοιχτά φέρετρα και κατακρεουργημένους νεκρούς, στο σπίτι όπου θρηνούν την ηγετική μορφή της γιαγιάς Καρμελίτα, η γιατρός του χωριού (την υποδύεται η Σόνια Μπράγκα, πρωταγωνίστρια στο «Aquarius») θα κάνει μια σκηνή βρίζοντας την χυδαία, ο διεφθαρμένος δήμαρχος κάνει τα πάντα για να μην φτάσει ποτέ εκεί πόσιμο νερό και ο δάσκαλος του χωριού ανακαλύπτει πως το χωριό τους έχει εξαφανιστεί από το Google maps.

Αυτά και άλλα πολλά παράξενα συμβαίνουν στο Μπακουράου, ένα μέρος που θυμίζει ένα άλλο Τουίν Πικς και που όλα τα απίθανα είναι πιθανά. Όταν λέμε όλα εννοούμε όλα, καθώς στον καταγάλανο βραζιλιάνικο ουρανό δεν θα αργήσει να εμφανιστεί και ένας ιπτάμενος δίσκος που μπορεί να είναι και drone (ή και το αντίθετο), οι τοπικοί γκάνγκστερ θα βγουν από τα λαγούμια τους και τη φαινομενική ησυχία του χωριού θα διακόψει ο ερχομός μιας ομάδας «κυνηγών» από την Αμερική που είναι αποφασισμένοι να φύγουν μόνο όταν θα έχει χυθεί αίμα – ανάμεσά τους και ο Ούντο Κίερ.

Αλλάζοντας συνεχώς διαθέσεις, το «Bacurau» είναι συνεχώς μετέωρο ανάμεσα στο παιχνίδι του με τα κινηματογραφικά είδη και την παραβολή που θέλει να ψελλίσει – κυρίως γιατί ποτέ δεν καταφέρνει να την κάνει να ακουστεί δυνατά. Λίγο σπαγγέτι γουέστερν, λίγο video game, μια μικρή (αναίτια) δόση από space σουρεαλισμό και μια ισχυρή από ψυχοτροπικές ουσίες, το φιλμ των Φίλιου και Ντορνέλες δεν είναι ούτε αρκετά εξωφρενικό για να παραδοθεί με ζητωκραυγές (των θεατών) στην b-movie φιλοδοξία του, ούτε αρκετά πολιτικά στέρεο για μπορέσει να σε οδηγήσει με ασφάλεια στη σύγχυση μιας χώρας που βιώνει ανυπέρβλητες κοινωνικές ανισότητες, ακροδεξιά κυβερνητική πολιτική (υπάρχει μια ομολογουμένως αστεία σκηνή – αναφορά στα ναζιστικά φίλια αισθήματα του Ζαΐρ Μπολσονάρου) και την παρεμβατική «εισβολή» της Αμερικής στην ψευδή τουριστική ευημερία της.

Όσο λειτουργικός κι αν είναι ο Ούντο Κίερ σε μια queer αναγωγή του όλου εγχειρήματος, τόσο σχηματικοί είναι οι Αμερικάνοι που ο Φίλιου θα ήθελε να είναι τα ανδρείκελα ενός προσομοιωμένου video game και όσο κι αν οι γυναίκες (από την πλευρά των Βραζιλιάνων) προσδίδουν δύναμη ως μπροστάρισσες μιας μάχης σώμα με σώμα, τόσο μένουν ανεκμετάλλευτες στις σκηνές προς το φινάλε. Εκεί όπου απλά επιβεβαιώνεις (για ακόμη μια φορά) πως μια τολμηρή ιδέα, μια εκπληκτική (συνθετική, 70s και «πειραγμένη») διεύθυνση φωτογραφίας από τον Πέντρο Σοτέρο και λίγο gore – ειδικά αν δεν είσαι ο Κουέντιν Ταραντίνο, για παράδειγμα – δεν αρκούν για να κάνουν μια ταινία πραγματικά αξιοσημείωτη. Πόσο μάλλον αυτό να είναι και ένα κάλεσμα για επείγουσα επανάσταση.

Για τον σύντροφο Χάρη Μαντζουρίδη

Στις 13/10 ο κρατικός μηχανισμός διαμέσου της ΕΛΑΣ και πιο συγκεκριμένα η υπηρεσία της ΥΔΕΖΙ (εγκλημάτων κατά ιδιοκτησίας) προχώρησε σε απαγωγή του συντρόφου Χάρη Μαντζουρίδη κάτω από το σπίτι του, όπου και διαμένει με την σύντροφό του και το παιδί τους. Η τακτική γνωστή και πολυχρησιμοποιημένη στο πέρασμα των χρόνων, τον περικύκλωσαν, δήθεν για να τον μεταφέρουν στη ΓΑΔΑ με την πρόφαση της προσαγωγής καθότι μετά από ένα “ανώνυμο τηλεφώνημα”(sic) μια βδομάδα νωρίτερα, κατέστη ύποπτος για ληστεία και με συνοπτικές διαδικασίες βρέθηκε να φοράει χειροπέδες, να χτυπιέται μπροστά στα μάτια της έκπληκτης γειτονιάς και να πνίγεται από τους ασφαλίτες. Το ποιόν των αστυνομικών το ξέρουμε και αν έχει λόγο να αναλύσουμε και να απαριθμήσουμε τις βαρβαρότητες τους, είναι απλά και μόνο για να μην ξεχνάει κανείς ποιους έχουμε απέναντι μας και τι είναι ικανοί να κάνουν. Για τα όργανα του κράτους είναι απλά μια Τετάρτη όταν με αναντίστοιχη βία ποδοπατάνε έναν άνθρωπο μπροστά στο ανήλικο παιδί του, είναι απλά μια Τετάρτη όταν περνάνε χειροπέδες σε έναν άνθρωπο που δεν κατηγορείται για τίποτα και κατά τα λεγόμενα τους προσάγεται, είναι απλά μια Τετάρτη όταν λοιδορούν έναν άνθρωπο και διαδίδουν πως ασέλγησε σε ανήλικο κοριτσάκι, ήταν απλά μια Τετάρτη.

Οι εξελίξεις από εκείνη τη στιγμή και έπειτα θα είναι ραγδαίες αποδεικνύοντας το στημένο εκ των προτέρων κατηγορητήριο για τον σύντροφο και την πρωτοφανή μεθόδευση από πλευράς αστυνομίας για την κατασκευή ενόχων. Είναι σαφές ότι το τελευταίο διάστημα η ΕΛΑΣ επιδιώκει το τελειωτικό χτύπημα σε όσους πεισματικά αντιστέκονται κόντρα στο διάχυτο κοινωνικό μούδιασμα που επικρατεί. Οι υποθέσεις πολλές, οι περιπτώσεις όπου το κράτος επιτέθηκε στο ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας τα χρόνια της πανδημίας αμέτρητες. Τώρα βλέπουμε μια ουσιαστική αναβάθμιση καθότι φεύγει από την ωμή καταστολή σε επίπεδο δρόμου και μαζικών διεκδικήσεων και περνάει στην ποινική καταστολή αποσκοπώντας και στην φυσική εξόντωση όσων το δυνατόν περισσότερων αγωνιστών. Το διαρκές και “αλάνθαστο” όπλο της κρατικής καταστολής είναι εδώ και αρκετά χρόνια το DNA. Το τελευταίο διάστημα αυξάνονται οι περιπτώσεις διώξεων με μοναδικό στοιχείο την ύπαρξη DNA, εδώ οφείλουμε να εξηγήσουμε τι σημαίνει το εν λόγω στοιχείο και πως δημιουργείται από της αστυνομικές αρχές και τα εργαστήρια τους. Σχεδόν στο σύνολό τους οι διώξεις που αφορούν στο DNA γίνονται με μείγματα βιολογικού υλικού που βρίσκεται σε κινητά αντικείμενα. Το DNA από μόνο του δεν αποτελεί στοιχείο (ούτε καν στην πρωτοπόρο Αμερική που εφήρμοσε τις αναλύσεις μειγμάτων DNA για δεκαετίες μέχρι τελικά να τις απορρίψει ως επισφαλείς) κι ο λόγος που δεν αποτελεί κι ούτε θα μπορούσε να αποτελεί στοιχείο είναι ότι ακόμα και αν ταυτίζεται πλήρως με ένα άτομο η ευκολία μεταφοράς του έχει αποδειχθεί επιστημονικά τρομακτικά εύκολη. Κάτι που δείχνει σαφέστατα ότι η ύπαρξη DNA σε ένα σημείο δεν προϋποθέτει και την ύπαρξη του εν λόγω ατόμου στο αντίστοιχο σημείο. Όμως πέρα από αυτό, στις περιπτώσεις των διώξεων αγωνιστών (και όχι μόνο) τα στοιχεία είναι κατά το πλείστον μείγματα DNA δύο ή και περισσότερων ανθρώπων, το οποίο πρακτικά σημαίνει αμέτρητους πιθανούς συνδυασμούς από τους οποίους εύκολα μπορεί να προκύψουν αντίστοιχα τύποι DNA. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του συντρόφου Χάρη, κατηγορείται λοιπόν για μια ληστεία που έλαβε χώρα το 2018 στη περιοχή του Ζωγράφου με μοναδικό στοιχείο ένα μείγμα DNA που βρέθηκε σε έναν γεμιστήρα κοντά στο σημείο της ληστείας. Φυσικά επειδή η υπηρεσία της αστυνομίας ξέρει πόσο αίολο και επισφαλές είναι το DNA ως μοναδικό στοιχείο δεν παρέλειψε να δημιουργήσει το απαραίτητο κλίμα τρομουστερίας ούτως ώστε να επιτευχθεί η προφυλάκιση του συντρόφου. Έτσι, πέρα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ όπου αναπαρήγαγαν το σενάριο της αστυνομίας περί επικίνδυνου αναρχικού τρομοκράτη, φρόντισαν να συμπεριλάβουν στη δικογραφία ένα ακόμα μείγμα DNA , σε ένα ακόμα κινητό αντικείμενο (γάντι) που βρέθηκε δύο τετράγωνα μακριά από έναν εμπρησμό σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων το 2009. Το πρωτοφανές στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τόσο το ότι ανασύρθηκε από το αρχείο μια υπόθεση 12 χρόνια μετά, όσο η απροκάλυπτη αναφορά του στην δικογραφία καθότι χωρίς να αποτελεί στοιχείο για περαιτέρω κατηγορία (αυτή του εμπρησμού) συμπεριλαμβάνεται καθαρά και μόνο για να συμβάλει στη δημιουργία κλίματος. Παρότι λοιπόν στην οικία του συντρόφου δεν βρέθηκε κανένα απολύτως επιβαρυντικό στοιχείο, παρότι ο ίδιος ήταν εργαζόμενος καθημερινά και εξασφάλιζε τις οικονομικές ανάγκες της οικογένειας του, παρότι πατέρας ενός ανήλικου παιδιού και με καθαρό ποινικό μητρώο, προφυλακίστηκε.

Απόρροια αυτής της συνθήκης ήταν ο κλονισμός της ψυχικής υγείας του συντρόφου, όπου ξαφνικά κι ενώ είχε μόλις επιστρέψει από την δουλειά του βρέθηκε να μεταφέρεται στον Κορυδαλλό. Το πρώτο επεισόδιο συνέβη με την είσοδο του στον χώρο αναμονής της φυλακής όπου κατά την διάρκεια μιας κρίσης πανικού που τον κατέβαλε τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Μεταφέρθηκε αμέσως στο Αττικό Νοσοκομείο όπου και του παρείχαν την ανάλογη ιατρική περίθαλψη. Στο Αττικό η ψυχική του υγεία επιδεινώθηκε και κρίθηκε απαραίτητη η μεταγωγή του ούτως ώστε να διαφυλαχθεί η σωματική του ακεραιότητα. Έτσι από εκεί τελικώς μεταφέρεται εκ νέου με προορισμό το ψυχιατρικό νοσοκομείο Δαφνί όπου και νοσηλεύεται μέχρι σήμερα. Στο Δαφνί κι έπειτα από φαρμακευτική αγωγή δείχνει σημάδια βελτίωσης κι έτσι ορίζεται η μεταγωγή του για τις φυλακές Κορυδαλλού. Αυτό αποτέλεσε έναν νέο στρεσογόνο παράγοντα που οδήγησε τον σύντροφο σε μια ακόμη έντονη κρίση η οποία έθεσε και πάλι σε κίνδυνο την ζωή και την ακεραιότητα του. Η ουσία της αναφοράς όλων αυτών δεν είναι για να αναλύσουμε με λεπτομέρειες την κατάσταση της ψυχικής υγείας του συντρόφου, αλλά για να καταδείξουμε ένα διαρκές κρατικό έγκλημα που λαμβάνει χώρα στο σώμα και το μυαλό του Χάρη. Η ασφυκτική πίεση που δημιουργήθηκε από την αστυνομία και η άνευ στοιχείων προφυλάκιση του αποτέλεσε την θρυαλλίδα για ένα ξέσπασμα το οποίο εντάθηκε και συνεχίζει να κλονίζει την ψυχική υγεία του συντρόφου.

Για μας τα ζητήματα ψυχικής υγείας δεν αποτελούν ταμπού ούτε στιγματισμό όπως προκλητικά επιβάλλει η καπιταλιστικά πλασμένη κοινωνία. Το ξέρουμε ότι ο καθένας και η καθεμία μας βιώνει έναν διαρκή πόλεμο φθοράς ζώντας και μόνο σε ένα αδηφάγο σύστημα. Πολλώ δε μάλλον όταν βρίσκεται κανείς στο στόχαστρο της εξουσίας και δέχεται άμεσα την βία και την καταπίεση. Ως εκ τούτου γνωρίζουμε πως την ευθύνη τη φέρει πρωτίστως ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα εν γένει και εν συνεχεία τα όργανα του, οι αστυνομικοί, οι δικαστές και λοιποί θεματοφύλακες της εξουσίας.

Απαιτούμε την άμεση αποφυλάκιση του, ούτως ώστε να πάψει να υφίσταται αυτό το διαρκές βασανιστήριο. Κάθε μέρα που ο σύντροφος βρίσκεται φρουρούμενος στο Δαφνί είναι άλλη μια μέρα βαναυσότητας.

 

Σύντροφοι/συντρόφισσες και φίλοι/φίλες του Χάρη

*αναδημοσίευση από athens.indymedia.org

Η χούντα δεν τελείωσε το 73 : Πατριαρχία , Διαφθορά , Μπατσοκρατια , Φασισμός – Ενημέρωση από τη συγκέντρωση στην πλατεία Καπνεργάτη 17 Νοεμβρίου 2021, Καβάλα

Η χούντα δεν τελείωσε το 73 : Πατριαρχία , Διαφθορά , Μπατσοκρατία , Φασισμός 

Την Τετάρτη 17/11/21 με αφορμή την εξέγερση του Πολυτεχνείου πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στην Καβάλα. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αυτόνομου Στεκιού. Υπήρχαν και άλλα καλέσματα την ίδια ώρα στην πλατεία Καπνεργάτη.  Ακολούθησε πορεία στο κέντρο της πόλης. Το αυτόνομο στέκι Καβάλας είχε το δικό του μπλοκ. Η πορεία είχε παλμό και ακούστηκαν συνθήματα για το πολυτεχνείο, αντικρατικά, αντιμπατσικά και αντιφασιστικά! Η πόλη ήταν γεμάτη από μπάτσους, οι οποίοι ακολουθούσαν την πορεία σε όλη τη διάρκειά της.

Μοιράστηκε το παρακάτω κείμενο

Προβολή της ταινίας ”QUO VADIS, AIDA?”, Τρίτη 16/11/2021, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Κβο Βάντις, Αϊντα;

Quo Vadis, Aida?

Τζασμίλα Ζμπάνιτς

H πολυβραβευμένη πολιτική ταινία της Τζασμίλα Ζμπάνιτς, μετά το «Σαράγεβο Σ’ Αγαπώ», μια καθηλωτική αποτύπωση της γενοκτονίας στη Σρεμπρένιτσα με σημαία μια εκπληκτική γυναικεία ερμηνεία.

Μια καθηλωτική ερμηνεία και μια δυνατή πολιτική ταινία φέρνει στο προσκήνιο η Τζασμίλα Ζμπάνιτς του «Σαράγεβο σ’ Αγαπώ» και συγκεντρώνει πλήθος βραβείων: υποψήφια για Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας, για BAFTA Σκηνοθεσίας και Ξενόγλωσσης Ταινίας, Βραβείο Κοινού και Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Les Arcs, Βραβείο Κοινού στο Ρότερνταμ, Βραβείο Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας στα Independent Spirit Awards, μεταξύ άλλων.

Στην καρδιά του πολέμου Σερβίας – Βοσνίας, το 1995, στη μικρή πόλη της Σρεμπρένιτσα έχουν συγκεντρωθεί, υπό διωγμό, χιλιάδες Βόσνιων Μουσουλμάνων. Το στρατόπεδο του ΟΗΕ είναι το μόνο σημείο που θεωρείται ασφαλές, ενώ ο χριστιανικός σερβικός στρατός του Μλάντιτς, ώρα με την ώρα, σφίγγει τον κλοιό της πολιορκίας. Μέσα στο στρατόπεδο, η Άιντα, πρώην δασκάλα αγγλικών, δουλεύει ως διερμηνέας για τους κυανόκρανους. Με το χρόνο να μετρά αντίστροφα προς την καταστροφή, το μέγεθος της οποίας κανείς δεν γνωρίζει ακόμα, η Άιντα αγωνίζεται να βάλει μέσα στο στρατόπεδο τον άντρα και τους δυο γιους της, για να εξασφαλίσει, πιστεύει, τη ζωή τους.

Βασισμένη στη μαρτυρία (και το βιβλίο Under the UN Flag) του δημοσιογράφου και διερμηνέα Χασάν Νουχάνοβιτς, η Ζμπάνιτς διανύει μια πορεία φρίκης, χτίζοντας, λεπτό με το λεπτό, την αγωνία, σ’ ένα φιλμ του οποίου η κατάληξη είναι ήδη καταχωρημένη στην Ιστορία ως ένα από τα μεγάλα εγκλήματα της ανθρωπότητας (φυσικά η σκηνοθέτης κι η ταινία τάσσεται απόλυτα υπέρ των Βοσνίων κι εναντίον Σέρβων αλλά και Ολλανδών στο φιλμ, αλλά κανείς δεν μπορεί να τη θεωρήσει μονόπλευρη, όταν έχει, πια, επιβεβαιωθεί από την ίδια την πραγματικότητα). Σκηνοθετημένη σαν θρίλερ, με την κάμερα στο χέρι ν’ ακολουθεί την ηρωίδα της στις απέλπιδες προσπάθειές της, θυμίζοντας, με λιγότερο εστέτ τρόπο, έναν «Γιο του Σαούλ», η Ζμπάνιτς χειρίζεται δυναμικά και, ταυτόχρονα, σπαρακτικά το χρόνο, τη λαοθάλασσα μέσα κι έξω από το στρατόπεδο, την ιλιγγιώδη διαδρομή της Αϊντα, αλλά και την αίσθηση της τραγικής ειρωνίας, παρεμβάλλοντας στη δράση μικρές σκηνές της προπολεμικής καθημερινότητας που παίρνουν, στο παρόν της ταινίας, διάσταση γκροτέσκ.

Η αίσθηση ασφυξίας εντείνεται από την εκπληκτική σωματική ερμηνεία και το βλέμμα της Γιάσνα Τζούρισιτς , της Σέρβας ηθοποιού που συμπυκνώνει, λες, σε 100 λεπτά το απόσταγμα της φρίκης του τόσο πρόσφατου και τόσο άγριου βαλκανικού πολέμου. Γιατί, ξεκάθαρα, αυτή είναι μια ανθρωποκεντρική μεν, αλλά απόλυτα πολιτική ταινία, που εκθέτει και καταδικάζει την παροιμιώδη, πια, βία της γενοκτονίας στη Σρεμπρένιτσα. Αν, μόνο, η Ζμπάνιτς εμπιστευόταν περισσότερο το κοινό της και τελείωνε την ταινία της εκεί όπου τελειώνει κι η ιστορία της. Αντίθετα, τοποθετώντας μια τελική σεκάνς «επιστροφής» στον τόπο του εγκλήματος, ολοκληρώνει με τρόπο κλισέ, μελοδραματικά χειριστικό, μια ταινία της οποίας η δύναμη κι ο ρεαλισμός δεν έχει καμία ανάγκη υπογράμμισης.