Προβολή της ταινίας ”JOKER”, Δευτέρα 2/12/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Joker

του Τοντ Φίλιπς

Εξετάζοντας το μύθο του «Joker» από ένα αμιγώς κοινωνικό πρίσμα, το νέο φιλμ του Τοντ Φίλιπς προσφέρει ένα τρυφερό αλλά και τρομακτικό πορτρέτο, στέλνοντας τον Χοακίν Φίνιξ απευθείας στα Όσκαρ. Χρυσός Λέοντας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας 2019.

Αν ο Joker του Τζακ Νίκολσον ήταν μια σατανική καρικατούρα και ο Joker του Χιθ Λέτζερ η προσωποποίηση του χάους και της αναρχίας, ο «Joker» του Τοντ Φίλιπς είναι ένας χαμένος άνθρωπος που σταδιακά βρίσκει το δρόμο για τη σωτηρία μέσα από την τρέλα του.

Βασισμένος σε μια πρωτότυπη ανάγνωση του χαρακτήρα, η οποία ούτε αντλεί από τις προηγούμενες κινηματογραφικές ενσαρκώσεις του, ούτε αποτελεί μεταφορά στο σινεμά κάποιας εμβληματικής ιστορίας των comics, ο Αρθουρ Φλεκ της ταινίας δεν είναι ένας εκ φύσεως παρανοϊκός κακός αλλά το δημιούργημα μιας κοινωνίας που δε δίνει την ίδια σημασία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, που υποβιβάζει και υπονομεύει τους μη προνομιούχους, αντιμετωπίζοντάς τους σαν σκουπίδια και που με τρομακτική ευκολία προσδίδει ταμπέλες σε όσους και όσα δεν μπορεί να κατηγοριοποιήσει σε εύκολα ορισμένα κουτιά.

Ειρωνικά, όταν ο Αρθουρ πρωτοσυστήνεται στην αφήγηση, κουβαλά και ο ίδιος μια μεγάλη διαφημιστική ταμπέλα. Οντας εύκολος στόχος λόγω της εύθραυστης εμφάνισης και του αδύναμου παρουσιαστικού του, αποτελεί τον περίγελο της κοινωνίας και πολλές φορές το θύμα σωματικών επιθέσεων που συνήθως καταλήγουν με τον ίδιο πεσμένο στο δρόμο, δίχως να δέχεται βοήθεια από κανέναν, παρά μόνο μερικές πλάγιες ματιές γεμάτες επιφύλαξη.

Στο σπίτι τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Αν και η μητέρα του τον αγαπά, είναι εμφανές από την αρχή ότι και εκείνη βλέπει την καθημερινότητα «αλλιώς», έχοντας μόνιμα την ανάγκη για συνεχή φροντίδα και προσοχή. Ωστόσο, η μητέρα Φλεκ είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος που έχει ελπίδα για το γιο της και πιστεύει ότι ο Αρθουρ «γεννήθηκε για να φέρει το χαμόγελο στα χείλη του κόσμου». Για αυτό τον λόγο, ο ίδιος δε σταματά ποτέ να ονειρεύεται μια καριέρα στο stand-up comedy, μια ευτυχισμένη σχέση γεμάτη αγάπη (θα μπορούσε άραγε η ευγενική γειτόνισσα της Ζάζι Μπιτζ να του την προσφέρει; ) και μια καθημερινότητα γεμάτη ησυχία, χαμόγελο και αρκετό φυσικά γέλιο.

Και αυτό γιατί ο Αρθουρ πάσχει από μια εγκεφαλική δυσλειτουργία που προκαλεί αντανακλαστικό, ασταμάτητο χαχανητό. Δεν είναι γνωστό αν αυτή η κατάσταση αποτελεί όντως το αποτέλεσμα κάποιας ασθένειας ή είναι η παρενέργεια των δύσκολων παιδικών του χρόνων, η ουσία παραμένει πάντως πως το υστερικό γέλιο του αποτελεί την εξωτερίκευση των δαιμόνων του και την επιβεβαίωση της (σε όλα τα επίπεδα) τραυματισμένης φύσης του.

Ο Τοντ Φίλιπς παρακολουθεί αυτόν τον άνθρωπο να προσπαθεί να βρει τη θέση του σε μια εχθρική κοινωνία, τον ακολουθεί όσο προσπαθεί να βρει τον τρόπο για να κάνει το πρώτο βήμα προς την δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας, αφουγκράζεται τις διακυμάνσεις του γέλιου του προσπαθώντας να ξεχωρίσει το δράμα, την απειλή και τη διαταραγμένη ευφορία. Το «Joker» του είναι ένα προσωπικό πορτρέτο που αναζητά την αιτία του κακού και που δεν αποδέχεται εύκολα την ενοχή του ήρωά του. Ο Φίλιπς ξέρει ότι ο Αρθουρ του είναι αυτός που τραβάει τη σκανδάλη αλλά γνωρίζει ταυτόχρονα ότι κάποιος άλλος έχει τοποθετήσει το όπλο στο χέρι του.

Ως αποτέλεσμα, η αφήγηση του «Joker» στο μεγαλύτερο μέρος της δεν αποτελεί μια αιματηρή ιστορία. Ο Φίλιπς ενδιαφέρεται περισσότερο για τις συνθήκες που οδηγούν στη βία παρά στο απότομο ξέσπασμά της. Το «Joker» είναι μια ιστορία συλλογικής κακοποίησης και εύκολων κατηγοριών, η αποτύπωση μιας πόλης σε αναβρασμό που περιμένει το σπινθήρα που θα θέσει αρχή σε μια ασταμάτητη φωτιά. Για αυτό και το αναπόφευκτο τελικά ξέσπασμα του θανάτου είναι σοκαριστικό, γλαφυρό αλλά και απόλυτα αναμενόμενο. Η βία του «Joker» σοκάρει ακριβώς γιατί είναι φανερό από πού προέρχεται και αυτό κάνει τον αντίκτυπό της ακόμα μεγαλύτερο.

Το σκοτεινό Γκόθαμ της ταινίας δεν τοποθετείται κάπου ακριβώς χρονικά αλλά έχει στοιχεία τόσο από την γκανγκστερική υφή του «Serpico» και του «Ταξιτζή» όσο και από τις σύγχρονες αμερικανικές εξεγέρσεις των καταπιεσμένων κοινωνικά ομάδων. Η αφήγηση του «Joker» άλλωστε είναι άχρονη αλλά και διαχρονική, μια συνεχής επισήμανση των εγγενών κοινωνικών αντιφάσεων μιας «πλούσιας» σύγχρονης κοινωνία και όλα τα δομικά μέρη του φιλμ στοιχειοθετούν έναν σκληρό, επιθετικό κόσμο.

Η παρουσία του Ρόμπερτ ΝτεΝίρο στο ρόλο του παρουσιαστή ενός δημοφιλούς talk show δίνει φωνή στην πόλη, προβάλλοντας την ιδεολογία και τον κανιβαλισμό της. Η μουσική του φιλμ (γεμάτη μελωδίες με τσέλο που όμως από πίσω κρύβουν πλούσιες αλλά αφανείς συγχορδίες) υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τη μελαγχολία και την αστική μοναξιά. Οι εκλάμψεις φωτός της φροντισμένης φωτογραφίας αποκαλύπτουν απλώς πόσο δυνατό εξακολουθεί να είναι το σκοτάδι. Και οι στιγμές ευτυχίας αποδεικνύονται τόσο απατηλές όσο και παροδικές, σαν σαδιστικά παιχνιδίσματα της μοίρας.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, η παρουσία του Χοακίν Φίνιξ δημιουργεί έναν αντι-ήρωα από το μηδέν, μια τραγική φιγούρα που θολώνει τη γραμμή ανάμεσα στη συμπόνια και τον τρόμο, τη θλίψη και την οργή, την τρέλα και την αφελή ειλικρίνεια. Ο Τζόκερ του είναι μια νέα εξολοκλήρου θεώρηση του χαρακτήρα, μια εντυπωσιακή ανάγνωση που τονίζει το τραύμα του, το πάθος του, τη δίψα του για ζωή αλλά και τη διαστρεβλωμένη αίσθηση δικαιοσύνης του. Η ερμηνεία του είναι σωματική αλλά και ύπουλη, επιδεικτική αλλά και απόλυτα ενδοσκοπική, παίζοντας τόσο με το προφανές όσο και με τις λεπτομέρειες, δημιουργώντας τελικά ένα πλήρες πορτρέτο που επιστρέφει στις απαρχές του κομιξικού μύθου αλλά και βρίσκει τον τρόπο για να τον κάνει και πάλι σχετικό και επίκαιρο.

Για αυτό και οι αναφορές στην οικογένεια Γουέιν αλλά και η ανάγκη να συσχετιστεί η ιστορία του Τζόκερ με την αναπόφευκτη γέννηση της νέμεσής του, προκύπτουν περιττές. Η ιστορία του «Joker» είναι μια αυτόφωτη αφήγηση, που λειτουργεί περισσότερο όταν παραμένει αποκομμένη από την υπόλοιπη μυθολογία του Γκόθαμ. Είναι η ευκαιρία του αντι-ήρωα να κερδίσει επιτέλους τη θέση του στη σκηνή. Και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτή τη φορά την επιτυχία του.

Προβολή της ταινίας ”PARASITE”, Δευτέρα 25/11/2019, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Παράσιτα

Parasite

του Μπονγκ Τζουν-χο

H ταινία του Μπονγκ Τζουν-χο που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών είναι ένα αιχμηρό κι απολαυστικό κομμάτι κοινωνικού και πολιτικού σινεμά που όχι, δεν μοιάζει με αυτό του Κεν Λόουτς.

Ακόμη κι όταν οι ταινίες του Μπονγκ Τζουν-χο ανήκουν ξεκάθαρα στο πεδίο του σινεμά φαντασίας όπως το «The Host», ή το «Snowpiercer», είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να αγνοήσεις τις υπόλοιπες κλωστές της ύφανσης τους, ανάμεσα στις οποίες είναι πάντα ένας συχνά υποδόριος κι άλλοτε πολύ πιο σαφής σχολιασμός της κοινωνικής πραγματικότητας γύρω του.

Στα «Παράσιτα», μια μαύρη (κατάμαυρη) και συχνά πολύ αστεία κωμωδία που εναλλάσει το ηχηρό γέλιο με την απόλυτη έκπληξη, την πίκρα, ακόμη και το σοκ, η κοινωνικά φορτισμένη πλευρά του σινεμά του έρχεται σε πρώτο πλάνο, μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας μικροαπατεώνων που προσπαθούν να επιβιώσουν στην σκληρή πραγματικότητα της σύγχρονης Σεούλ.

Η οικογένεια των πρωταγωνιστών της ταινίας θυμίζει κάτι από εκείνη του «Κλέφτες Καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε Εντα: φτωχοδιάβολοι, παρίες ενός κοινωνικού συστήματος που είναι και στην Κορέα (όπως άλλωστε παντού κι ακόμη πιο έντονα στις μέρες μας), βαθιά ταξικό, δίχως χώρο για τους «μη επιτυχημένους». H τετραμελής οικογένεια του Κιμ-ταέκ είναι οτιδήποτε εκτός από «επιτυχημένη»: καθηλωμένη σε ένα «ημι-υπόγειο», από το οποίο βλέπουν συνήθως μεθυσμενους να ουρούν έξω από το παραθυρό τους, ψάχνουν εναγωνίως ανοιχτά wi-fi δίκτυα κι αναζητούν περιστασιακές δουλειές στο πλαίσιο της νέας «gig economy».

Οταν ένας φίλος του γιου της οικογένειας Κι-γου, του προτείνει να αναλάβει τα ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών ενός πλούσιου κοριτσιού αφού εκείνος θα πρέπει να τα εγκαταλείψει λόγω των σπουδών του στο εξωτερικό, ο Κι-γου θα αρπάξει την ευκαιρία. Αποκτώντας πρόσβαση σε ένα πανέμορφο πλούσιο σπίτι, μια κοινωνική τάξη που απέχει έτη φωτός από τη δική του, θα σκεφτεί τρόπους για να βοηθήσει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του να επωφεληθουν. Κι αυτή η τυχαία επαφή των δυο διαφορετικών κόσμων δεν θα είναι παρά μόνο η αρχή μιας σειράς από γεγονότα που θα εξελιχθούν με απρόσμενη ταχύτητα κι θέσουν σε κίνηση απροσδόκητες εξελίξεις.

Στα χέρια κάποιου άλλου, η ιδέα του «Parasite» (που δεν θα είχε φυσικά αυτό τον τίτλο), θα μπορούσε να δώσει ένα καταγγελτικό δράμα, ή ένα θρίλερ κοινωνικής εκδίκησης, όμως ο Μπονγκ Τζουν-χο δεν ενδιαφέρεται να κάνει κάτι τόσο ξεκάθαρο κι απλό. Η δική του ταινία είναι τα πάντα από κωμωδία έως ταινία τρόμου κι, όχι μόνο τα επιμέρους στοιχεία της δεν μοιάζουν αταίριαστα, μα αντίθετα συνθέτουν ένα απόλυτα επιτυχημένο συναισθηματικό κι υφολογικό παζλ που σε κρατά μονίμως σε εγρήγορση μη γνωρίζοντας από που θα έρθει η επόμενη έκπληξη.

Χτισμένο πάνω σε χαρακτήρες που ακόμη κι αν εύκολα θα μπορούσαν να κατρακυλήσουν στην καρικατούρα, κατορθώνουν να αποκτούν βάθος, οντότητα και διακριτά χαρακτηριστικά, με ένα σενάριο που δίνει σημασία στις λεπτομέρειες και ξέρει να ταιριάζει το φαρσικό με το συγκινητικό και το λεπτό με το γκροτέσκο, το αποτέλεσμα είναι ανέλπιστα απολαυστικό κι ανέλπιστα διαπεραστικό. Ένα φιλμ βαθιά πολιτικό για θεατές που μπορούν να δουν κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και δεν θέλουν το σινεμά τους να αντικαθιστά το θρησκευτικό κήρυγμα ή τον πολιτικό προσηλυτισμό. Μοντέρνο κι ευρηματικό, καυστικό και σαρδόνιο, ιδιοφυές και οργισμένο, το «Parasite» είναι μια σπουδαία και σκληρή ταινία που σε κάνει να γελάς πικρά στην αποκάλυψη της εικόνας μιας κοινωνικής πραγματικότητας που είτε το θέλεις είτε όχι σε αφορά.

”Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΑΣ ΒΡΩΜΑΕΙ ΦΑΣΙΣΜΟ” Συγκέντρωση – Μικροφωνική, 17/11/2019, στην πλατεία Καπνεργάτη στην Καβάλα, στις 17:00