Για τον κυκλο προβολών του Φλεβάρη, Πόλεμος-Φασισμός-Προπαγάνδα…
Η τριλογία “Unsere Mütter, Unsere Vӓtter” (οι Μητέρες και οι Πατέρες μας) απεικονίζει την “καθημερινότητα” κάποιων “συνηθισμένων” ανθρώπων στη ναζιστική Γερμανία. Οι ήρωες της ταινίας συμπυκνώνουν και εκπροσωπούν τις διαφορετικές εμπειρίες που βίωσαν εκείνη την περίοδο διάφορες “ομάδες” ανθρώπων, με το ζήτημα της συλλογικής και ατομικής ευθύνης να αναδεικνύεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των τριών επεισοδίων.
Στο πρώτο επεισόδιο βλέπουμε να αναφέρονται ως αυτονόητα και αυταπόδεικτα κάποια από τα στοιχεία της ναζιστικής προπαγάνδας, τα οποία πια είχαν καταστεί “αδιαμφισβήτητες αλήθειες” στις αντιλήψεις της γερμανικής κοινωνίας. Η ναζιστική προπαγάνδα επιτελούνταν με κάθε διαθέσιμο μέσο, από το ράδιο και τον τύπο, μέχρι αφίσες, σχολικά εγχειρίδια και επίσημη εκπαίδευση, διανομή φυλλαδίων και εντύπων.. με δυο λόγια μέσω κάθε θεσμού, με τους πανεπιστημιακούς και καλλιτεχνικούς κύκλους να κατέχουν εξέχουσα θέση στον κρατικό προπαγανδιστικό μηχανισμό. Ο απώτερος στόχος αυτής της προπαγάνδας ήταν η δημιουργία ενός νέου ανθρώπου, με μια νέα ταυτότητα. Να κατασκευαστεί δηλαδή το ναζιστικό υποκείμενο, το οποίο θα είναι φανατικά αφοσιωμένο στο τρίπτυχο “Φύρερ, Έθνος και Πατρίδα”.
Σύμφωνα με τη Χάνα Άρεντ, το ψέμα (ή αλλιώς ο μύθος που πρότεινε και εντέλει επέβαλε ο ναζισμός) ανταποκρίνεται στο αίτημα ενός κοινού προδιατεθειμένου να το πιστέψει. Η οπτική αυτή αποδίδει ένα μέρος της ενοχής στον ίδιο τον αποδέκτη της προπαγάνδας. Κατά την Άρεντ, η δίψα αυτή για μυθοπλασία εκφράζει την επιθυμία (μιας κοινωνίας) για έναν κόσμο πλήρως συνεκτικό, κατανοητό και προβλέψιμο. Ο ίδιος ο Χίτλερ, στο βιβλίο του “ο Αγών μου” αναφέρει πως “η προπαγάνδα πρέπει να είναι δημοφιλής και να προσαρμόζεται στο πνευματικό επίπεδο και την αντίληψη των λιγότερο έξυπνων της κοινωνίας, στους οποίους πρέπει και να στοχεύει”.
Ένα ακόμη στοιχείο που διαφαίνεται έντονα είναι ο μανδύας της νομιμότητας που είχε καλύψει όλες τις πράξεις που μετά τη λήξη του πολέμου χαρακτηρίστηκαν “εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας” καθώς και το ζήτημα της υπακοής στους νόμους, κάτι που διαπερνά εξίσου τους θύτες και τα θύματα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, οι μισοί από τους νεκρούς Εβραίους θα μπορούσαν να έχουν σωθεί αν δεν είχαν τηρήσει τις εντολές των Εβραϊκών Συμβουλίων, τα οποία συνδιαλέγονταν και “διαπραγματεύονταν” με τους Γερμανούς ναζί.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που είπε στην απολογία του ο Άιχμαν, ένας από τους κατώτερους αξιωματούχους των ναζί. Σύμφωνα με τον ίδιο, ό,τι έκανε ήταν κατά τη γνώμη του πράξεις ενός νομοταγούς πολίτη. Έκανε το καθήκον του, όπως είπε και ξαναείπε στην αστυνομία και το δικαστήριο. Υπάκουε όχι απλώς σε διαταγές, αλλά στο νόμο (σκεφτόταν μάλλον ότι αυτή η διάκριση είναι σημαντική). Σύμφωνα πάντα με τον Άιχμαν, “η ενοχή του ήταν απόρροια της υπακοής του και η υπακοή επαινείται ως αρετή”. Και όπως είπε, αυτό που πιο αποτελεσματικά καθησύχασε τη συνείδησή του ήταν το απλό γεγονός ότι δεν έβλεπε κανέναν, απολύτως κανέναν, που να εναντιωνόταν στην Τελική Λύση (δηλαδή την εξόντωση των Εβραίων, για το οποίο κατηγορούνταν).
Και είναι αλήθεια ότι στην αρχή, όταν οι άνθρωποι πιθανόν διατηρούσαν ακόμη ένα ίχνος συνείδησης, σχεδόν δεν υπήρξαν κρούσματα λιποταξίας από τη διοικητική ελίτ και από τους ανώτερους αξιωματικούς των SS. Τα πρώτα κρούσματα εμφανίστηκαν μόνον αφού έγινε πια ολοφάνερο ότι η Γερμανία θα έχανε τον πόλεμο.
Η σειρά ταινιών του κύκλου αυτού, λοιπόν, μας παρακινεί να δούμε σε βάθος όλη την ηθική παρακμή που έφεραν οι ναζί στην αξιοσέβαστη ευρωπαϊκή κοινωνία, όχι μόνο στη γερμανική αλλά και σε όλων σχεδόν των χωρών, όχι μόνο στους θύτες αλλά και στα θύματα, με το διαχωρισμό θύμα-θύτης να μην είναι πολλές φορές ευδιάκριτος (αλλά και να αφορά το ίδιο άτομο).
https://anarxikoikavalas.squat.gr/?p=2215