Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν
The Dead Don’t Die
του Τζιμ Τζάρμους
Ο πιο cool Αμερικανός δημιουργός κάνει ένα πολιτικό zombie-movie, μόνο που ξεχνά να ξεσκονίσει το σενάριό του.
Οταν ο Τζιμ Τζάρμους, ο βασιλιάς του στιλ, της απέριττης κινηματογραφικής γοητείας, του κυνικού χιούμορ, της διακριτικής τρυφερότητας, κάνει ένα zombie-movie, μπαίνει, δηλαδή, στον κόσμο του βασιλιά των ταινιών είδους, περιμένεις από την ένωση ένα αριστούργημα. Το «The Dead Don’t Die» είναι ένα κατά στιγμές χαριτωμένο, ως επί το πλείστον άνευρο, ζομπι-ικό σχόλιο για την Αμερική του Τραμπ και την καταστροφή της γης, με τόσα πολλά κλεισίματα του ματιού που μοιάζει σαν να έχει τικ.
Το εύρημα του σεναρίου είναι καλοδεχούμενα γνώριμο. Στη «μικρή αμερικανική πόλη», που λέγεται Centerville κι άρα εκπροσωπεί το έθνος, τρεις αστυνομικοί έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, για πρώτη φορά, μια πραγματική απειλή. Δυο άντρες, ο Κλιφ του Μπιλ Μάρεϊ και ο Ρόνι του Ανταμ Ντράιβερ και μια κοπέλα, η Μίντι της Κλόι Σεβινί, εκπροσωπούν την Τάξη, φορούν γυαλιά γιατί είναι πολύ σοβαροί και διατυπώνουν με ανέκφραστα πρόσωπα την έκπληξή τους γι’ αυτό που έτυχε στον τόπο τους. Αυτό που «έτυχε» είναι ότι, η υπερβολική εκμετάλλευση της γης την κάνει να ξερνά απέθαντους. Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα κι άρα όπου βρουν ζωντανή σάρκα επιτίθενται. Περπατούν σαν… ζόμπι κι επαναλαμβάνουν, το καθένα, από μία λέξη, το αγαπημένο τους πράγμα στη ζωή, όλα καταναλωτικά αγαθά: coke, fashion.
Τους τρεις αστυνομικούς περικυκλώνουν άλλοι, χαριτωμένοι ήρωες: ο αγρότης Μίλερ (Στιβ Μπουσέμι), ένας ορκισμένος ρατσιστής – την πρώτη φορά που τον βλέπουμε φορά καπελάκι που γράφει «keep America white again», εκεί πράγματι γελάσαμε – με καλύτερό του φίλο τον Αφροαμερικανό Χανκ (Ντάνι Γκλόβερ) που έχει το μαγαζί με είδη κιγκαλερίας. Στο κοντινό δάσος ζει ο ερημίτης Μπομπ (Τομ Γουέιτς), με την υπέροχα αφράτη κόμμωση, ένας αντισυστημικός ιδεολόγος που αφουγκράζεται καλύτερα απ’ όλους τον πλανήτη. Η Ζέλντα (Τίλντα Σουίντον) είναι η «εκκεντρική» νεκροθάφτης της πόλης, μια σκωτσέζα σαμουράι με μακριά ξανθά μαλλιά και τα δικά της μυστικά. Τη Centerville επισκέπτονται μια παρέα χίπστερ πλουσιόπαιδων από την «πόλη» με επικεφαλής τη Σελίνα Γκόμεζ που οδηγεί Πόντιακ γιατί είναι ρετρό κι ωραία και τρία πιτσιρίκια που το έχουν σκάσει από το αναμορφωτήριο.
Αυτή την ομάδα ηρώων, ταιριαστών «αταίριαστων» βγαλμένων από το σύμπαν του Τζιμ Τζάρμους αλλά και της καρδιάς της παραδοσιακής ή/και σύγχρονης Αμερικής, η ταινία τοποθετεί σ’ ένα περιβάλλον που στιλιστικά, στις στολές των αστυνομικών, στο diner, στην εξοχή, στο μινιμαλισμό, είναι βγαλμένο από το «Twin Peaks», μόνο που η φωτογραφία του Φρέντερικ Ελμς, αντίθετα από εκείνη του «Paterson», είναι αδικαιολόγητα φλατ. Οι διάλογοι είναι γραμμένοι με το χαρακτηριστικό μπλαζέ χιούμορ του παραλόγου του Τζάρμους, όμως εδώ το κωμικό timing δεν λειτουργεί, οι ατάκες που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά για να προκαλέσουν το γέλιο κρέμονται στο αέρα, σαν να καθυστερούν υπερβολικά να φτάσουν στο στόχο τους. Το τραγούδι της ταινίας, μια country μελωδία με τους στίχους «The Dead Don’t Die, After life is over, the afterlife goes on», ακούγεται τόσες φορές ως μοτίβο που το αστείο εξαντλείται.
Εάν ο Τζάρμους έχει την ευρηματικότητα να γεμίσει τη μικρή πόλη του με αντισυμβατικούς ήρωες, δεν αξιοποιεί κανέναν τους. Ιστορίες που ξεκινούν πολυδιάστατα, ή συγκρουσιακά, ή ρομαντικά, ξεχνιούνται στη μέση ή… γίνονται νόστιμο γεύμα για τα ζόμπι. Ο ερημίτης Μπομπ του Τομ Γουέιτς που θα μπορούσε και νοηματικά ν’ απογειώσει την ταινία, παραμένει να μονολογεί στο δάσος του, ενώ η Ζέλντα της Τίλντα Σουίντον, παρότι έχει τη δική της, απολαυστικά exploitative σκηνή καθώς μακιγιάρει δυο απέθαντους πριν την κηδεία τους, ανήκει τελικά σε μια άλλη, δική της, μικρού μήκους ταινία που ίσως, κάποτε, ήθελαν με τον Τζάρμους να κάνουν μαζί.
Από την άλλη πλευρά, με έναν πρωτοφανή, για το δικό του έργο, ναρκισσισμό, ο Τζάρμους γεμίζει την ταινία του αυτοαναφορικά παιχνίδια. Τα πρώτα ζόμπι που εμφανίζονται στην ιστορία είναι η Σάρα Ντράιβερ, η επί δεκαετίες σύντροφός του και… ο Ιγκι Ποπ και η αγαπημένη τους λέξη είναι, φυσικά, «καφές». Η κάμερα περνά δυο φορές πάνω από τον τάφο του Σάμιουελ Φούλερ, ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς αναλαμβάνει, ως movie geek, τις αλλεπάλληλες σινεφιλικές αναφορές, διορθώσεις κι εξυπνάδες. Οσο για τις αναφορές της ταινίας στο ίδιο το b-είδος των zombie-movies που είναι προφανές πως λατρεύει, όπως τον Ρομέρο και τη «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» ή το «Dawn (για να μην πούμε το Shaun) of the Dead», παρά την έκδηλη αγάπη και την έντιμη προσπάθεια για εφέ και σπλάτερ, η ταινία μόνο χάνει στη σύγκριση και κουράζει στην υπερβολή. Σ’ ένα είδος τόσο πλούσιο και τόσο ξεχωριστό, οι παγίδες αφθονούν: κι έτσι η αναμετάδοση των τρομερών ειδήσεων από την τηλεόραση μάς θυμίζει ότι έχει γίνει καλύτερα στην… «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Πάνου Χ. Κούτρα κι η τελική αναμέτρηση ανθρώπων και ζόμπι φέρνει στο νου το γήπεδο στο «Κακό» του Γιώργου Νούσια. Το να έχεις τόσο χρόνο βλέποντας την ταινία ώστε να κάνεις συσχετισμούς, δεν λέει τίποτε καλό για το ρυθμό της.
Αλλά και ιδεολογικά, οι απόψεις του Τζιμ Τζάρμους έχουν μια παρωχημένη αίσθηση. Το Κακό γεννάται από τη ρωγμάτωση των Πόλων, τα απέθαντα ζόμπι του καταναλωτισμού του Τραμπ εξαπλώνονται, εκτός αν… «kill the head» η επαναλαμβανόμενη οδηγία, τους σκοτώσεις το πνεύμα, τα πλουσιόπαιδα πρέπει να πεθάνουν για να επιβιώσει ο σοσιαλισμός: τίποτε στραβό, απλώς ιδέες διατυπωμένες στο σινεμά με τόσο πιο αιχμηρούς και πρωτότυπους και σύνθετους τρόπους στο παρελθόν, ακόμα κι από τον ίδιο τον Τζάρμους. Το «The Dead Don’t Die» είναι η ταινία που επίμονα θέλεις να σ’ αρέσει, αλλά η κοινοτοπία της σε προδίδει. Μαζεύοντας γύρω του όλους τους αγαπημένους ηθοποιούς του, μιλώντας για το τέλος του κόσμου, επιστρέφοντας στην καρδιά της Αμερικής, μαχόμενος για το Καλό με τα λόγια του παππού, ο Τζιμ Τζάρμους μοιάζει, μ’ αυτή την ταινία, σαν να καταθέτει την τελευταία του λέξη, σαν να αποχαιρετά το κοινό του με νουθεσία για το μέλλον. Κι ειλικρινά, ελπίζουμε με πάθος στο επόμενο κινηματογραφικό βήμα του, γιατί είναι πολύ cool, πολύ ξεχωριστός, πολύ αγαπημένος, πολύ έξυπνος γι’ αυτό εδώ.