Glass
του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν
Από το φινάλε του «Διχασμένου» κατευθείαν στο σύμπαν του «Άφθαρτου», αυτή είναι η ταινία που ενώνει τον Μπρους Γουίλις, τον Σάμιουελ Λ. Τζάκσον και τον Τζέιμς ΜακΑβόι στο μπερδεμένο, υπερβολικά γεμάτο με ιδέες και σύμβολα, υπερηρωικό σύμπαν του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν.
Ο Κύριος Γκλας (αλλιώς Ελάιτζα Πράις) εντοπίζει τον Ντέιβιντ Νταν και μαζί καταδιώκουν το Κτήνος, την υπεράνθρωπη εκδοχή του Κραμπ, σε μια σειρά από συναντήσεις που κλιμακώνονται έκρυθμα, ενώ ο δαιμόνιος Πράις ενορχηστρώνει παρασκηνιακά την κατάσταση, κρύβοντας μυστικά από τους δύο άντρες.
Το λιγότερο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος την καριέρα του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι αμφιλεγόμενη. Κι αυτό όχι επειδή οι ταινίες του μπορούν να χαρακτηριστούν από αρκετούς απλά καλές ή κακές (χωρίς να έχουν βρεθεί ποτέ σε μια γκρίζα ζώνη), αλλά κυρίως γιατί ο ίδιος, εκεί που πάει να αποδείξει ότι είναι ένα σκηνοθέτης με όραμα, κάνει τη μια κακή ταινία πίσω από την άλλη πετυχαίνοντας να καταστρέψει την όποια εικόνα είχες για εκείνον. Ενας κύκλος που μοιάζει να έχει γίνει το σήμα κατατεθέν του, κάτι σαν τις ανατροπές για τις οποίες υπήρξαν διάσημες οι περισσότερες από τις ταινίες του.
Και με το «Glass» αποδεικνύει για άλλη μια φορά ακριβώς αυτό, αφήνοντας το φιλόδοξό εγχείρημα του κλεισίματος μιας τριλογίας που χρειάστηκε 19 ολόκληρα χρόνια να ολοκληρωθεί, ξεκινώντας με τον «Αφθαρτο» το 2000 και συνεχίζοντας με το «Διχασμένο» το 2016, να μοιάζει σαν βιαστικό και ανολοκλήρωτο, και εμάς να πιστεύουμε πως ίσως οι προηγούμενες δύο ταινίες του ήταν όντως κάποια «ευτυχή ατυχήματα».
Για τον Σιάμαλαν το «Glass», ένας meta σχολιασμός στο πλούσιο κόσμο των κόμικς αλλά και στην φρενίτιδα των τελευταίων χρόνων με τους υπερήρωες, δείχνει να είναι ένα τολμηρό στοίχημα που έχει βάλει ο ίδιος τόσο με τον εαυτό του όσο και με το κοινό του. Από την αρχή η ταινία αρχίζει να πλημμυρίζει από ιδέες, στο σύνολό τους μάλιστα αρκετά ενδιαφέρουσες, δίνοντας σάρκα και οστά στο προσωπικό μικρό, υπερηρωικό σύμπαν, τα θεμέλια του οποίου μπήκαν με τον «Αφθαρτο» και τον «Διχασμένο». Αλλά όπως είναι αναμενόμενο (και όχι μόνο σε μια ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμλαν) σχεδόν δεν (θα) είναι όπως πραγματικά φαίνεται.
Ενώ η αρχή του «Glass» διαθέτει τη δράση και τις δόσεις ενθουσιασμού που περιμένεις (και εύχεσαι) σε μια τέτοιου είδους ταινία, εν αναμονή της τελικής – αν και όχι τόσο επικής – αναμέτρησης μεταξύ του Επιτηρητή (Μπρους Γουίλις), του Κυρίου Γκλας (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) και της Ορδής (Τζέιμς ΜακΑβόι), γρήγορα ο τόνος αλλάζει σε κάτι που φέρνει περισσότερο σε ένα ψυχολογικό θρίλερ παρά σε κάτι το υπερηρωικό.
Ακριβώς σε εκείνο το σημείο ο Σιάμαλαν προσπαθεί να παίξει με το ψυχισμό και το ψυχολογικό υπόβαθρο των υπερηρώων, αφήνοντας στην άκρη το θέαμα και την δράση. Αντί όμως να αφήσει ένα πέπλο μυστηρίου να πλανάται γύρω από τους έτσι κι αλλιώς μυστηριώδεις πρωταγωνιστές του και τις ικανότητές τους, κάνοντας τους έτσι πιο τρομαχτικές, ο Σιάμαλαν προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα, με μια πληθώρα πληροφοριών και ακατάπαυστων μονολόγων, ένα κακό είδος exploitation που έρχεται μέσω της ψυχιάτρου χαρακτήρα (της Σάρα Πόλσον), η οποία λειτουργεί και ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των τριών χαρακτήρων.
Ο Σιάμαλαν πέφτει στην παγίδα του ίδιου του ναρκισσισμού του, ξεχνά δώσει δύναμη στις meta αναφορές του – ίσως γιατί φοβάται μήπως έτσι κάποιος ανακαλύψει τις αμέτρητες τρύπες στο σενάριο. Σε σημείο μάλιστα που μοιάζει να μην εμπιστεύεται και τόσο την ευφυΐα του κοινού των ταινιών του με το αποτέλεσμα να μοιάζει χωρίς ταυτότητα και να κουράζει.
Για μια ταινία που εκ των πραγμάτων βασίζεται στους τρεις χαρακτήρες της, η σχέση μεταξύ τους ποτέ δεν γίνεται κάτι περισσότερο από επιφανειακή. Είναι περίεργο το πως ο Σιάμαλαν αποφάσισε να μην δώσει περισσότερο χρόνο μαζί στους χαρακτήρες του Μπρους Γουίλις και του Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, η σχέση των οποίων είναι το κλειδί της επιτυχίας της ταινίας, αλλά καταλήγει αρκετά αποδυναμωμένη. Σε αντίθεση με τον «Διχασμένο» Τζέιμς ΜακΑβόι ο οποίος για άλλη μια φορά εντυπωσιάζει με τους ρόλους του επισκιάζοντας τους πάντες σε κάθε σκηνή του, δείχνοντας πως στην ουσία αυτός είναι ο πρωταγωνιστής της, όσο και ο τίτλος ή και ακόμα τα σενάριο στην αρχή του σε κάνει να πιστέψεις για το αντίθετο. Οσο αφορά το φινάλε της, ο Σιάμαλαν υποκύπτει για άλλη μια φορά στην πολυπόθητη ανατροπή, μόνο που εδώ το πράγμα μοιάζει να είναι κάπως μπερδεμένο, άστοχο και υπερεκτιμώντας τη δύναμή του υπόσχεται πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορεί να εκπληρώσει.
Γεμίζοντας με συμβολισμούς και ιδέες την ταινία του, το «Glass» καταλήγει να είναι να είναι ακριβώς μόνο αυτό. Ένα συνονθύλευμα (ενδιαφέροντων και πρωτότυπων εν μέρει) ιδεών, οι οποίες όμως ποτέ δεν υλοποιούνται για να γίνουν κάτι το πραγματικά συγκλονιστικό. Σίγουρα δεν είναι μια από τις χειρότερες ταινίες του Σιάμαλαν, αλλά στο ίδιο περίπου μήκος κύματος με τον «Διχασμένο», ο δημιουργός του δεν μοιάζει ικανός να βάλει σε μια τάξη όλα αυτά τα οποία προσπαθεί να πει. Τελικά αυτό που χρειαζόταν τόσο ο ίδιος όσο και η ταινία του ήταν αυτό που στο παρελθόν υπήρξε το βασικό συστατικό των καλών ταινιών του: μόνο μια καλή ιδέα που θα μπορούσε να λειτουργήσει μέχρι τέλους και όχι δεκάδες μέτριες μαζί.