Εάν «Ο Ιρλανδός» ήταν το αποχαιρετιστήριο magnum opus του Μάρτιν Σκορσέζε στο γκανγκστερικό είδος, τότε ο Γκάι Ρίτσι με το «The Gentlemen» προσπαθεί να οργανώσει το δικό του… πάρτι απολογισμού στο genre που τον έκανε διάσημο 20 χρόνια πριν, γεμάτο πισωμαχαιρώματα, ποτά και φυσικά πολλά ναρκωτικά.
Από την πρώτη κιόλας σκηνή της νέας ταινίας του Ρίτσι ο Μίκι Πίρσον, ένας Μάθιου ΜακΚόναχεϊ ντυμένος στη τρίχα, μπαίνει σε μια παμπ, παραγγέλνει ένα αυγό τουρσί και την αγαπημένη του μπύρα σε pint, της οποίας το όνομα είναι «Gritchie», και κάθεται στο αγαπημένο του τραπέζι λέγοντας πως «στη ζούγκλα ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει ένα λιοντάρι δεν είναι να το παίζει βασιλιάς αλλά να δείχνει πως είναι Ο Βασιλιάς», καθώς οι πρώτες νότες από το «Cumberland Gap» του Ντέιβιντ Ρόλινγκς αρχίζουν να παίζουν στο jukebox.
Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο Γκάι Ρίτσι, ο Βρετανός Κουέντιν Ταραντίνο όπως τον είχαν χαρακτηρίσει στα πρώτα του βήματα, επιλέγει να δείξει πως με το «The Gentlemen» ο «βασιλιάς» του είδους επιστρέφει στις ρίζες του, παίζει ξανά με τους δικούς του όρους στο δικό του γήπεδο σε ένα σύμπαν γεμάτο από καλοντυμένους μαφιόζους, cockney μικροκλέφτες και χασικλήδες γόνους καλών οικογενειών όπου οι βρισιές είναι το μοναδικές εκφράσεις στο λεξιλόγιό τους και η φούντα το μόνο χρήμα.
Με μια πρώτη ματιά η ιστορία μοιάζει αρκετά απλή – για έναν Αμερικανό έμπορο ναρκωτικών (Μάθιου ΜακΚόναχι) που έχει χτίσει την αυτοκρατορία του στο Λονδίνο, και πλέον θέλει να παραδώσει τα ηνία και να επιστρέψει στην πατρίδα του – σαν αυτή που θα άκουγες κάποιο βράδυ από ένα μισομεθυσμένο θαμώνα μέσα σε μια γεμάτη από κάπνα παμπ, ο οποίος την γεμίζει από υπερβολές και αρκετές δόσεις φαντασίας για να την κάνει ενδιαφέρουσα. Κι εσύ, ενώ ξέρεις πως τα περισσότερα από αυτά είναι τρίχες, απολαμβάνεις κάθε λέξη και περιγραφή της. Και εδώ ο αφηγητής αυτός είναι ο Φλέτσερ (ένας πραγματικά υπέροχος Χιού Γκραντ), ιδιωτικός ντετέκτιβ που δουλεύει για τα ταμπλόιντ, ο οποίος εξιστορεί όσα έχουν συμβεί στο δεξί χέρι του Πίρσον, τον Ρέι (Τσάρλι Χάναμ), σε μορφή σεναρίου ταινίας, για να τον εκβιάσει.
Ναι, στυλιστικά τουλάχιστον όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσε να πει κανείς πως ορίζουν μια ταινία του Ρίτσι είναι εδώ: το γρήγορο μοντάζ, τα ενορχηστρωμένα του πλάνα υπό την υπόκρουση ενός πορωτικού soundtrack, οι διάφορες πλοκές, γεμάτες από πολύχρωμους χαρακτήρες, που ενώνονται μεταξύ τους. Γρήγορα η ταινία αρχίζει να δείχνει σαν τις παλιές κλασσικές 90s ταινίες του ίδιου του Ρίτσι, μόνο που αυτή τη φορά το τσιγαριλίκι που έχει στρίψει ο ίδιος δείχνει τόσο γνώριμο, κι ενώ έχει όλα τα γνωστά καλά συστατικά, δεν είναι τόσο δυνατό έτσι ώστε να σε τριπάρει μέσα στον κόσμο που προσπαθεί να χτίσει.
Μπορεί με τις τελευταίες του ταινίες το στυλ του Ρίτσι να δείχνει λίγο πιο εκλεπτυσμένο, αλλά εδώ το χιούμορ του παραμένει το ίδιο «ανώριμο» λες και δεν μεγάλωσε ούτε μια μέρα από την πρώτη του ταινία, στηρίζοντας το σε πολλές βρισιές και γεμίζοντάς το από ρατσιστικά μέχρι και ομοφοβικά αστεία τα οποία, αν και κάποια βρίσκουν το στόχο τους, κυρίως λόγω της προσδοκίας αυτοί οι ήρωες να μην έχουν ιερό και όσιο, τα περισσότερα από αυτά σε αφήνουν παγερά αδιάφορο.
Ευτυχώς το ίδιο δεν θα μπορούσε όμως να πει κάποιος και για τις ερμηνείες. Ο Ρίτσι έχει μαζέψει ένα πραγματικά αξιοζήλευτο ανδρικό καστ οι οποίοι όλοι τους λάμπουν, αν και ίσως κάποιοι λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους όπως ο Γκραντ και ο Κόλιν Φάρελ σε έναν μικρό ρόλο του Κόουτς ο οποίος, μέσα στην καρικατούρα των κλασσικών χαρακτήρων των ταινιών, είναι ένας από τους καλύτερους και πιο αστείους εκεί μέσα, ενώ είναι ευχάριστο να βλέπεις την Μισέλ Ντόκερι να αφήνει τους τοίχους του «Πύργου του Ντάουντον» και να γίνεται βασίλισσα του εγκλήματος δίπλα στον Πίρσον του ΜακΚόναχεϊ.
Το «The Gentlemen» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «επιστροφή στη φόρμα» για τον Γκάι Ρίτσι, παρόλο που δείχνει σαν να έχει χάσει κάπως την φρεσκάδα και τον δυναμισμό του. Δεν παύει όμως να είναι ίσως μια από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες που έχουμε δει από τον ίδιο τα τελευταία χρόνια, η οποία σίγουρα θα παρασύρει το κοινό της πίσω στα παλιά και γνώριμα του λημέρια. Γιατί, όπως λέει και ο χαρακτήρας της Ντόκερι, «fuckery is a foot.»