Οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας, Θέσεις και προβληματισμοί.
Το παρακάτω κείμενο είναι η απομαγνητοφώνηση της τηλεφωνικής παρέμβαση του Νίκου Μαζιώτη μέλους του Επαναστατικού Αγώνα στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από την Ανοικτή Συνέλευση Αλληλεγγύης στους φυλακισμένους και τους διωκόμενους αγωνιστές – Ηρακλείου Κρήτης – tameioheraklio.espivblogs.net, στις 26 Φλεβάρη 2011.
Ν. Μαζιώτης:
Για να καταλάβει κανείς τη σημασία της δίωξης μας ως οργάνωση Επαναστατικός αγώνας, δεν έχει παρά να επικαλεστεί τη δήλωση κυβερνητικού αξιωματούχου την περίοδο των συλλήψεων μας τον Απρίλιο του 2010, όπου έλεγε ότι ο Επαναστατικός Αγώνας θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Αυτή η δήλωση, λίγες μέρες πριν την υπογραφή του μνημονίου και την υπαγωγή του ελληνικού λαού κάτω από την εξουσία της τρόικας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέσα στις συνθήκες της νέας κατοχής και του νέου ολοκληρωτισμού που ζούμε, αναγνώριζε ότι ο Επαναστατικός Αγώνας αποτελούσε πολιτική απειλή για το καθεστώς και την κυβέρνηση, έδινε τη μέγιστη πολιτική σημασία στη δράση της οργάνωσης, άρα και τη μέγιστη πολιτική σημασία των συλλήψεων μας.
Με επίγνωση αυτού του γεγονότος και λόγω της πολιτικής φύσης της οργάνωσης μας και της πολιτικής νοοτροπίας μας, οι συλλήψεις μας δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν το τέλος της πολιτικής συλλογικότητάς μας, αλλά την αφετηρία της συλλογικότητας των φυλακισμένων μελών του Επαναστατικού Αγώνα, όπου εξακολουθούμε να προωθούμε το λόγο της οργάνωσης μέσα από τη φυλακή προωθώντας το ζήτημα της λαϊκής και προλεταριακής αντεπίθεσης εναντίον της οικονομικής και πολιτικής ελίτ και την αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα για την κοινωνική επανάσταση μέσα στις σημερινές συνθήκες της συστημικής κρίσης.
Μέσα από τη φυλακή συνεχίζουμε, παρά τις δυσκολίες, την πολιτική σύγκρουση της οργάνωσης μας απέναντι στα βάρβαρα και αντικοινωνικά μέτρα της κατοχικής κυβέρνησης και της τρόικας που έχουνε γονατίσει το λαό, απέναντι στην ντόπια και υπερεθνική οικονομική ελίτ των αφεντικών, η όποια επωφελούμενη της οικονομικής κρίσης, για την οποία είναι και μοναδικά υπεύθυνη, απαιτεί μεγαλύτερες θυσίες για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της. Συνεχίζουμε αυτήν την ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση απέναντι στη σύγχρονη χούντα, όπου κάθε φωνή διαμαρτυρίας και αντίστασης λοιδορείται από τους πληρωμένους κονδυλοφόρους της εξουσίας, ποινικοποιείται από τη δικαστική εξουσία και αντιμετωπίζεται από τους ένστολους δολοφόνους του κράτους.
Συνεχίζουμε να παρεμβαίνουμε τόσο κοινωνικά με κείμενα μας που μοιράζονται σε απεργιακές κινητοποιήσεις, με στόχο να εγείρουμε το θέμα της προλεταριακής αντεπίθεσης απέναντι στη σημερινή επέλαση του κεφαλαίου, όσο και κινηματικά σε μια προσπάθεια να συμβάλουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας φυσικά, στη διαμόρφωση των υποκειμενικών συνθηκών, δηλαδή στη διαμόρφωση ενός επαναστατικού κινήματος το οποίο θα προωθήσει την ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση.
Κατά τη γνώμη μας, μέσα σε αυτήν την προοπτική, ο ένοπλος αγώνας δεν είναι απλά ένα εναλλακτικό μέσο πάλης αλλά θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή. Η παρέμβαση μας σε αυτά τα δύο επίπεδα είναι και θα μείνει βασική επιδίωξη μας για όσο χρονικό διάστημα θα είμαστε αιχμάλωτοι του κοινωνικού και ταξικού πολέμου. Ακριβώς λοιπόν για όλους αυτούς τους λόγους, όπως έχουμε τοποθετηθεί και στο παρελθόν υπερασπιζόμενοι την ίδια μας την ιστορία και τη δράση της οργάνωσης, αλλά και αποκαθιστώντας την τιμή και τη μνήμη του συντρόφου μας Λάμπρου Φούντα, ο οποίος σκοτώθηκε σε ένοπλη συμπλοκή προετοιμάζοντας προκατασκευαστική ενέργεια της οργάνωσης, μαχόμενος για το πολιτικό σχέδιο και όραμα της οργάνωσης, για όλους αυτούς τους λόγους έχουμε αναλάβει τη συμμετοχή στην οργάνωση, γνωρίζοντας πως για αυτό θα πληρώσουμε ακριβό τίμημα. Όλα αυτά, η πολιτική υπεράσπιση της ιστορίας και της δράσης μας, η υπεράσπιση του ένοπλου αγώνα, η υπεράσπιση του νεκρού συντρόφου, οι πολιτικοί στόχοι και οι επιδιώξεις της οργάνωσης θα αναδειχθούν και στην επερχόμενη δίκη μας.
Έχουμε στόχο να κάνουμε τη δίκη μας ένα βήμα πολιτικής αντιπαράθεσης με τους αντιπάλους: το κράτος, το κεφάλαιο και τους λακέδες του. Ένα πολιτικό βήμα για την υπεράσπιση των επιλογών της οργάνωσης μας που κινήθηκε πάντα πλάι στους αδύναμους και στους καταπιεσμένους. Το δικαστήριο θα είναι ένα πολιτικό βήμα στο οποίο θα αντιστρέψουμε τις κατηγορίες προς τους διώκτες μας, θα γίνουμε εμείς οι κατήγοροι όλων αυτών που έχουν ήδη καταδικαστεί στη συνείδηση του λαού και της κοινωνικής πλειοψηφίας ως οι μοναδικοί τρομοκράτες, κλέφτες και εγκληματίες. Αυτή η επιθετική στάση που τηρούμε στη διάρκεια της αιχμαλωσίας μας είναι αυτό που αρμόζει σε επαναστάτες και επαναστατικές οργανώσεις, αποφεύγοντας μια στάση θυματοποίησης από την κρατική καταστολή. Αυτή η πολιτική στάση πιστεύουμε πως δεν αφορά μόνο το αν έχει κάποιος αναλάβει την πολιτική ευθύνη ή όχι, αλλά αφορά γενικότερα τους επαναστάτες.
Θέλω τώρα να αναφερθούμε σε κάποια πράγματα σε ότι αφορά τη στάση που κρατά μερίδα του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου πάνω στο ζήτημα της καταστολής και της αλληλεγγύης. Όλα αυτά θα που θα πω είναι κριτικά, με καλή προαίρεση, χωρίς καμία επιδίωξη σκοπιμότητας.
Σε μία περίοδο όπου ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων και των φυλακισμένων αγωνιστών αυξάνεται ραγδαία είναι λάθος κατά τη γνώμη μας να κυριαρχεί μια αμυντική στάση από την πλευρά του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου και να αρθρώνει ένα λόγο στενά αντικατασταλτικό, όπου κυριαρχεί ως υπερασπιστική γραμμή η ποινικοποίηση των φιλικών και συντροφικών σχέσεων. Αυτή η υπερασπιστική γραμμή, με τον τρόπο που διατυπώνεται, ενισχύει περισσότερο τη θυματοποίηση και την αμυντική στάση, παρά μια επιθετική γραμμή την όποια θα έπρεπε να έχει ο αναρχικός χώρος μέσα στις σημερινές συνθήκες της συστημικής κρίσης.
Σίγουρα η ποινικοποίηση των φιλικών και συντροφικών σχέσεων δεν είναι κάτι αβάσιμο, αλλά με τον τρόπο που κάποιες φορές διατυπώνεται αντιστρέφει, στο ζήτημα της καταστολής, τη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Και αυτό προκαλεί σύγχυση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση μας, τον Επαναστατικό Αγώνα, ο στόχος της καταστολής είναι η εξάρθρωση της οργάνωσης, ως μιας απειλής για το καθεστώς και όχι η ποινικοποίηση συνολικά του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου όπως έχει ειπωθεί. Και στην πλειοψηφία πιστεύουμε των υπολοίπων διώξεων και φυλακισμένων συντρόφων και αγωνιστών, ο στόχος της καταστολής είναι το χτύπημα του ένοπλου αγώνα γενικότερα και όσων έχουν επιλέξει τον ένοπλο αγώνα ως πρακτική δράσης. Στα πλαίσια αυτής της καταστολής, το να συλλαμβάνονται και να φυλακίζονται αγωνιστές και σύντροφοι οι οποίοι απλά και μόνο γνώριζαν κάποιους, δηλαδή για τις συντροφικές τους σχέσεις, είναι κάτι που έχει γίνει συνήθης τακτική τώρα πια από την πλευρά του κράτους. Δηλαδή η ποινικοποίηση των φιλικών και συντροφικών σχέσεων είναι το αποτέλεσμα της καταστολής του ένοπλου αγώνα και των οργανώσεων και όχι το αντίθετο, δηλαδή ο στόχος. Για παράδειγμα, όταν πριν από λίγους μήνες έγιναν μαζικές ανακρίσεις σε σχέση με τον Επαναστατικό Αγώνα, αυτές στόχευαν πρωτίστως σε εμάς, στην οργάνωση, σε τυχόν ασύλληπτα μέλη της οργάνωσης, στην πίεση πρωταρχικά στο να σπάσουμε εμείς όσο και σε συντρόφους έτσι ώστε να σπάσει κάθε σχέση αλληλεγγύης που μπορεί να δημιουργηθεί μεταξύ των φυλακισμένων μελών της οργάνωσης με άλλους συντρόφους αναρχικούς. Αντίθετα έχουν διατυπωθεί και απόψεις όπου η αιτία της καταστολής είναι η ποινικοποίηση του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου με πρόσχημα τον ένοπλο αγώνα και τις ένοπλες οργανώσεις, πράγμα που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.
Όσο αφορά την αλληλεγγύη: Ως Επαναστατικός Αγώνας, πιστεύουμε ξεκάθαρα ότι αλληλέγγυος μπορεί να είναι κάποιος όταν είναι πολιτικά σύμφωνος με τα μέσα και τις επιλογές αγώνα για τις οποίες κάποιοι διώκονται και φυλακίζονται. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση μας. Άποψη για την οποία κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι συνεπάγεται ταύτιση με την οργάνωση μας. Η άποψη μας αυτή δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση μας, αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις συντρόφων οι οποίοι διώκονται και φυλακίζονται και για άλλους λόγους και επιλογές αγώνα. Όπως συμμετοχή σε καταλήψεις, σε μαχητικές διαδηλώσεις, σε συγκρούσεις με την αστυνομία, σε εμπρηστικές επιθέσεις. Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιοι αρνούνται τις κατηγορίες, η αλληλεγγύη πρέπει να εκφράζεται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να αποφεύγονται διαχωρισμοί με τα μέσα αγώνα για τα οποία κατηγορούνται. Διαχωρισμοί και διλήμματα του τύπου «ή μαζικός αγώνας, ή ένοπλος αγώνας», «ή νομιμότητα, ή παρανομία» είναι επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η ίδια η εξουσία. Μα βάση αυτό, έχουμε υποστηρίξει σε παλιότερη τοποθέτηση μας ότι το να δηλώνει κάποιος αλληλέγγυος και ταυτόχρονα να διαφωνεί με τις επιλογές αγώνα για τις οποίες φυλακίστηκαν αυτοί που διώκονται είναι αντιφατικό και ακυρώνει την έννοια της αλληλεγγύης.
Για εμάς, η αλληλεγγύη προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα πολιτική συμφωνία σε επίπεδο αρχών όσον αφορά τους στόχους, δηλαδή την κοινωνική επανάσταση, την ανατροπή, σε συνάρτηση με τα μέσα αγώνα για την προώθηση του στόχου. Πάνω σε ένα τέτοιο επίπεδο πιστεύουμε ότι βασίζονται οι πραγματικές πολιτικές-συντροφικές σχέσεις, και όχι οι προσωπικές φιλικές-συντροφικές σχέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι θέμα αρχής ότι ο ένοπλος αγώνας είναι αναπόσπαστο διαχρονικά κομμάτι του λαϊκού και επαναστατικού κινήματος, άρα ιστορικά και των αναρχικών, κομμάτι του αγώνα για την ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση. Πιστεύουμε όμως ότι αυτή η αρχή δεν είναι και τόσο αυτονόητη συνολικά μέσα στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο. Όποιος δεν συμφωνεί πολιτικά με αυτήν την αρχή και δεν θεωρεί τον ένοπλο αγώνα κομμάτι του αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση, δεν μπορεί να είναι ούτε μπορεί να το «παίζει» αλληλέγγυος σε μια υπόθεση ένοπλης οργάνωσης ή σε μια δίκη μελών ένοπλης οργάνωσης, τα μέλη της οποίας υπερασπίζονται τη δράση και την ιστορία της οργάνωσης τους. Αυτοί οι οποίοι το πιστεύουν αυτό ενδεχομένως, δεν έχουν εξηγήσει επαρκώς και με σαφή τρόπο βάση ποιας πολιτικής θέσης και άποψης μπορεί να συμβεί αυτό.
Αυτό το λέω σε σχέση με μια παλιότερη τοποθέτηση μας σε κείμενο του Νοεμβρίου που είχε ως κυρίαρχο θέμα την αλληλεγγύη. Για παράδειγμα, βάση ποιας πολιτικής θέσης μπορεί κάποιος να θεωρεί τον εαυτό του αλληλέγγυο με εμάς και ταυτόχρονα να δηλώνει τη διαφωνία με τις επιλογές μας; Μήπως για την επαναστατική μας δράση στο χώρο; Γιατί μας ξέρουν προσωπικά; Γιατί είμαστε «παλιοί»; ή γιατί κάποιοι από εμάς είχαν υποτίθεται πιο κινηματική δράση στο παρελθόν σε αντιδιαστολή με τον Επαναστατικό Αγώνα ο οποίος, κατά την γνώμη τους, ίσως δεν είναι και «κινηματικός»; Είναι καιρός να γίνει πιο συγκεκριμένο και πιο σαφές από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο τι εννοεί, πώς εννοεί την αλληλεγγύη και ποια είναι τα κριτήρια της, τα οποία κατά τη γνώμη μας είναι αμιγώς πολιτικά.
Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί και απόψεις από κάποια άτομα και ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς οι οποίοι εμφανίζονται ότι δρούσαν ως αλληλέγγυοι σε αγωνιστές που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις, οι οποίοι, μέσα στα πλαίσια κάποιου πολιτικού καιροσκοπισμού ή αν θέλετε και πολιτικής υποκρισίας, υποστηρίζουν ότι ναι μεν ο ένοπλος αγώνας είναι κομμάτι του ευρύτερου κινήματος, αλλά διαφωνούν είτε γιατί είναι ανεπίκαιρος, είτε επικίνδυνος γιατί δίνει άλλοθι στην κρατική καταστολή.
Εμείς, με μια ανάλυση που έχουμε για το σήμερα, πιστεύουμε ότι την ώρα που η οικονομική κρίση πλήττει το λαό, την ώρα που η φτώχεια και η εξαθλίωση αυξάνονται, όταν η καταστολή και η αστυνομοκρατία οξύνονται (ειδικά μετά την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008), όταν είναι νωπό ακόμη το αίμα του Γρηγορόπουλου, όταν δολοφονούνται μετανάστες έξω από το μεταγωγών της Π. Ράλλη, όταν οι ορδές των ΔΕΛΤΑ και ΔΙΑΣ εφορμούν εναντίον διαδηλωτών, όταν κάθε απεργία ποινικοποιείται, όταν το καθεστώς εξοπλίζεται νομοθετικά και υλικά με κουκουλονόμους, με νέους δρακόντειους αντιτρομοκρατικούς νόμους που θεωρούν ακόμα και τις μαχητικές διαδηλώσεις ως τρομοκρατία, όταν χρησιμοποιούνται παρακρατικές μέθοδοι όπως η επίθεση στο στέκι των μεταναστών, όταν ζούμε σε ένα καθεστώς νέου φασισμού ειδικά μετά την υπογραφή του μνημονίου και την κατάργηση στην ουσία του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού, κάποιοι αντιστρέφουν την πραγματικότητα υποστηρίζοντας ότι ο ένοπλος αγώνας δίνει άλλοθι στην κρατική καταστολή.
Στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μας, υπάρχει μια αντίστροφη σχέση. Η όξυνση της κρατικής βίας, η όξυνση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης είναι αυτή που τροφοδοτεί την ένοπλη αντίσταση και την κινηματική βία. Δεν γίναμε αντάρτες για υπαρξιακούς λόγους, αλλά γιατί ζούμε κάτω από ένα καθεστώς εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ο Επαναστατικός Αγώνας δεν δημιουργήθηκε ως αυτοσκοπός, αλλά κάτω από μια συγκεκριμένη πολιτική ανάλυση και οπτική για τις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης της όποιας είναι αποτέλεσμα η σημερινή κρίση.
Για εμάς, η έλλειψη σαφών πολιτικών θέσεων πάνω στο τι είναι αλληλεγγύη αντανακλά την έλλειψη σαφών πολιτικών θέσεων και απόψεων γενικότερα. Όπως, π.χ.
Ποιοι είναι οι στόχοι μας;
Πώς οργανωνόμαστε ως κίνημα;
Πώς παρεμβαίνουμε στην κοινωνία;
Πώς αντιμετωπίζουμε και τι θέση παίρνουμε απέναντι στην οικονομική κρίση και στην επιβολή της νέας κατοχής και του νέου ολοκληρωτισμού ειδικά μετά την εφαρμογή του μνημονίου;
Και κάποια από αυτά τα ερωτήματα τα έχουμε ξαναθέσει. Στην πραγματικότητα, δεν είναι μόνο το οικονομικό σύστημα που περνάει κρίση, δεν είναι μόνο η μηχανή του καπιταλισμού μπλοκαρισμένη, δεν είναι μόνο το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα και οι θεσμοί αναξιόπιστοι, αλλά σε μια εποχή που απαιτεί απαντήσεις και σαφείς θέσεις, κρίση περνούν και οι αρνητές του συστήματος. Για εμάς δεν είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι ο ίδιος ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος περνάει κρίση πολιτική, καθαρά. Έχουμε το παράδοξο ότι ενώ ποτέ δεν υπήρξαν καλύτερες αντικειμενικές συνθήκες για την κοινωνική ανατροπή όπως σήμερα, δεν υπήρξαν ποτέ χειρότερες υποκειμενικές συνθήκες, δηλαδή η ανυπαρξία ενός οργανωμένου επαναστατικού κινήματος ικανού να παίξει καταλυτικό ρόλο στη σημερινή συγκυρία.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για κίνημα όταν επικρατεί μια κατάσταση κατακερματισμού και διχόνοιας όπου δεν επιτρέπει, στο ελάχιστο δυνατό, πολιτικές συμφωνίες σε θέματα στόχων, αρχών, τακτικής και μεθόδων δράσης μεταξύ των υπάρχουσων ομάδων, συλλογικοτήτων και ατόμων, μεταξύ των συντρόφων γενικότερα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για κίνημα όταν περισσότερο διαφωνούμε παρά συμφωνούμε. Όταν υπάρχει εσωστρέφεια, πόλωση, διαχωρισμοί μεταξύ παλιών και νέων αναρχικών, έλλειψη ενότητας ή συλλογικής δράσης. Δεν μπορούμε να μιλάμε για κίνημα όταν υπάρχει μεγάλο έλλειμμα αλληλεγγύης, ειδικά σε μια περίοδο όπου υπάρχουν γύρω στους 50 πολιτικούς κρατούμενους ή φυλακισμένους αγωνιστές ή όπως αλλιώς θέλει να τους ονομάσει ο αναρχικός χώρος. Η ύπαρξη κινήματος προϋποθέτει μια φόρμουλα συμφωνημένων πολιτικών θέσεων πάνω σε ζητήματα στόχων, τακτικής και οργάνωσης που να ανταποκρίνεται στην επίτευξη αυτών των στόχων. Προϋποθέτει πολιτικές προτάσεις για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Για το πώς εμείς θεωρούμε πώς πρέπει να είναι μια άλλη κοινωνική και πολιτική οργάνωση μετά το ξεπέρασμα του κράτους και του κεφαλαίου. Πολιτικές προτάσεις όμως που θα απευθύνονται στην κοινωνική πλειοψηφία και όχι προς το εσωτερικό του χώρου, προς τον εαυτό μας δηλαδή. Προϋποθέτει οργάνωση για το πώς θα αποκτήσουμε στέρεες κοινωνικές βάσεις και λαϊκά ερείσματα. Αυτή τη στιγμή ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος μέσα στη σημερινή συγκυρία δείχνει ανέτοιμος να αναδειχθεί αντάξιος των περιστάσεων. Υπάρχει μεγάλη ιστορική ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε την ανυποληψία και την απονομιμοποίηση του συστήματος και την έλλειψη συναίνεσης της κοινωνικής πλειοψηφίας απέναντι στο σύστημα, έτσι ώστε να προωθήσουμε την ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να κάνουμε σοβαρές και σημαντικές υπερβάσεις, γιατί αλλιώς θα μείνουμε θεατές των γεγονότων ή θα αφήσουμε να εδραιωθεί ο νέος ολοκληρωτισμός.
Συντονιστής:
Γενικά σαν Συνέλευση Αλληλεγγύης, θα ήθελα να σταθώ σε ένα σημείο που είπες σε σχέση με τη στάση του Α/Α χώρου και την αλληλεγγύη. Και αποδέχομαι σχεδόν όλα από αυτά που είπες. Η πραγματικότητα είναι ότι αυτή η κρατική επίθεση που μας βρίσκει αυτή τη στιγμή απ’ το Σεπτέμβρη με 40+ πολιτικούς κρατούμενους, δε βρίσκει απροετοίμαστη μόνο την κοινωνία αλλά ολόκληρο το ανταγωνιστικό κίνημα. Δηλαδή αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πρωτοφανές, οπότε σίγουρα για το κίνημα (γιατί για την κοινωνία δε θα μιλήσουμε αυτή τη στιγμή, η οποία θα συνεχίσει να κοιμάται για καιρό ακόμα) είναι φυσικό να υπάρχει ένα μούδιασμα. Τώρα, τέτοιου είδους δράσεις όπως η σημερινή και εκδηλώσεις έχουνε ως σκοπό να βγάλουν προς τα έξω, να θέσουν το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων και των φυλακισμένων αγωνιστών, έτσι ώστε η συλλογική-μαζική δράση να δώσει μια απάντηση σε όλο αυτό.
Ν. Μαζιώτης:
Το ζήτημα της αλληλεγγύης εντάσσεται μέσα στα πλαίσια του κινήματος συνολικά. Τέτοιο πράγμα οργανωμένο δεν υπάρχει, ούτε με ξεκάθαρους στόχους. Εάν βγάζουμε ένα λόγο αποκλειστικά αντικατασταλτικό επειδή έχουμε συλλήψεις και δεκάδες συντρόφους στη φυλακή, αυτό δεν θα μας πάει και πολύ μακριά. Ίσως πρέπει να δουλέψουμε στο να φτιαχτεί ένα κίνημα όπου να εντάσσεται μέσα σε αυτό και η αλληλεγγύη στους κρατούμενους στους ήδη υπάρχοντες.
Ένα άλλο που ήθελα να πω είναι σε σχέση με την κοινωνία που είπες ότι κοιμάται. Εγώ προσωπικά διαφωνώ με αντιλήψεις οι οποίες είναι κάπως… να τις χαρακτηρίσω ναρκισσιστικές, που λένε πως εμείς είμαστε το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό είναι λίγο υπό συζήτηση κατά τη γνώμη μου, γιατί από εκεί που δεν το περιμένεις μπορεί να γίνουνε πράγματα που να μας ξεπεράσουνε. Ήδη μας ξεπερνάει το ίδιο το σύστημα, μπορεί μεθαύριο να μας ξεπεράσει και η ίδια η κοινωνία, οι εκρήξεις, και στις οποίες, όπως είπα και προηγουμένως, δεν είμαστε έτοιμοι για να παρέμβουμε πολιτικά, για να στρώσουμε ένα δρόμο προς τα κει που θέλουμε δηλαδή, για μια ελευθεριακή κοινωνία. Δηλαδή μην έχουμε πάντα την εντύπωση ότι η κοινωνία κοιμάται και ότι εμείς είμαστε πιο «μάγκες». Ίσως σε κάποια πράγματα αποδεικνύεται ότι είμαστε και λίγο πιο πίσω.
Συντονιστής:
Ναι, δεν ξέρω για την κοινωνία, πάντως το ανταγωνιστικό κίνημα όντως προς το παρόν βρίσκεται ακόμη σε σπασμωδικές κινήσεις σε σχέση με την αλληλεγγύη, όσον αφορά το μαζικό.
Ν. Μαζιώτης:
Στο ότι η κοινωνία δεν κάνει κάτι σχέση με την αλληλεγγύη, εντάξει, σίγουρα περιμένω κάτι περισσότερο από τους συντρόφους και από τον πολιτικό χώρο από τον οποίο προέρχομαι. Πιστεύω όμως ότι για χρόνια προετοιμαζόταν το έδαφος, ή μάλλον άθελα μας αφήναμε κάποια πράγματα να μην τα κάνουμε στην πραγματικότητα, δηλαδή να είμαστε πιο ξεκάθαροι πολιτικά, να οργανώσουμε τις ιδέες μας και τις προτάσεις μας και μεταξύ μας, έτσι ώστε τώρα που αλλάζουν άρδην τα πράγματα, αλλάζει κυριολεκτικά η εποχή και ο κόσμος, εμείς βρισκόμαστε παντελώς ανέτοιμοι. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα στο εσωτερικό του χώρου από ό,τι παλιότερα. Τουλάχιστον πριν 15 χρόνια όσο τα ήξερα εγώ. Ο χώρος δε συζητάει καν μεταξύ του. Δεν υπάρχει κοινότητα ιδεών, ΛΕΙΠΕΙ. Πιστεύω ότι έχει επικρατήσει ένας ιδεολογικοποιημένος ατομικισμός… το αυθόρμητο (;), το πρωτοβουλιακό (;)…
Συντονιστής:
Για εμάς η συνέχιση του αγώνα και η οργάνωση του πρέπει να γίνει από κοινού. Οι διαχωρισμοί των μέσα και έξω θα πρέπει να λήγουνε. Αυτό βέβαια χρειάζεται αρκετή δουλειά. Μεγάλο ρόλο σε αυτό το κομμάτι παίζει και η επικοινωνία που μπορούμε να έχουμε μεταξύ μας.
Ν. Μαζιώτης:
Πάνω στην επικοινωνία, πάντως, υπάρχει μεγάλο έλλειμμα.
Συντονιστής:
Το γνωρίζω αυτό. Εδώ έξω έχουν ξεκινήσει να φτιάχνονται κάποιες δομές και προσπαθούν να γίνονται μαζικές κινήσεις σε σχέση με την αλληλεγγύη. Ίσως σπασμωδικές, μισές ακόμα, δεν έχουνε φτάσει εκεί που θα πρεπε να φτάσουν, κλπ. Αυτό όμως συμβαίνει εκτός φυλακών. Εντός φυλακών, πιστεύεις ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάτι αντίστοιχο μεταξύ των φυλακισμένων αγωνιστών, δηλαδή ένα κίνημα αλληλεγγύης εντός των τειχών; Δηλαδή, η αλληλεγγύη μεταξύ σας πώς θα έπρεπε να είναι ή πώς θα μπορούσε να είναι, για να είναι ο αγώνας πιο ισχυρός και αποτελεσματικός;
Ν. Μαζιώτης:
Εννοείς αν οι πολιτικοί κρατούμενοι (ή όπως αυτοπροσδιορίζονται γενικά) μπορούν να συνεργαστούν και να συμπράξουν σε ένα αγώνα εντός φυλακής;
Συντονιστής:
Ναι, αυτό.
Ν. Μαζιώτης:
Το θεωρώ δύσκολο αυτό. Με επιφύλαξη βέβαια το λέω, ελπίζω να διαψευστώ. Γιατί στην πραγματικότητα, κουβαλάμε μέσα στη φυλακή οι κρατούμενοι ό,τι επικρατεί και έξω. Δηλαδή, διαφορετικές απόψεις, κάποιοι είναι σε διαφορετικές οργανώσεις, υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας, δεν υπάρχει κοινότητα ιδεών πάνω σε κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να γίνει μια κινητοποίηση ενάντια στον αντιτρομοκρατικό νόμο, ενάντια στο πώς διεξάγονται οι δίκες ενόπλων οργανώσεων. Και τώρα υπήρξε μια ανάλογη κινητοποίηση των κατηγορουμένων για τη Συνωμοσία, η οποία κατά τη γνώμη μου μπήκε σε λάθος βάση. Για αντιπαραβολή θα πω ότι θα μπορούσαμε όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, είτε δικαζόμασταν σε ειδικές συνθήκες (όπως στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού) είτε σε άλλες συνθήκες κανονικές (στην Ευελπίδων ή στη Λουκάρεως) να κάνουμε μια γενικευμένη κινητοποίηση ενάντια στις διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου, όπου συμπεριλαμβάνονται οι ειδικές συνθήκες, οι ταυτότητες, τα μέτρα ασφαλείας, τα δικαστήρια αυτά καθαυτά, τις ειδικές συνθήκες κράτησης ορισμένων όπως είμαστε εμείς η ΣΤ΄, το υπόγειο της ΣΤ΄ στις ανδρικές φυλακές, το παράρτημα της ΣΤ΄ που είναι η 17 Νοέμβρη. Κάποια τέτοια πράγματα θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε μεταξύ μας και να υπάρξει μια κοινότητα αγώνα ενάντια σ’ αυτό. Βέβαια, ο αγώνας αυτός είναι δύσκολος, αλλά μέχρι να φτάσουμε εκεί, δεν υπάρχει μια βάση συζήτησης έτσι ώστε όλοι μαζί να βρεθούμε και να τ’ αποφασίσουμε αυτό το πράγμα. Για την ώρα φαίνεται δύσκολο.