Η Κέιτ Μπλάνσετ ερμηνεύει με βιρτουοζιτέ 13 διαφορετικούς χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν διάσημα καλλιτεχνικά μανιφέστα του 20ού αιώνα, σε μία ευφυή ιδέα που όμως λειτουργεί περισσότερο ως installation κι όχι με κινηματογραφική φόρμα.
Eνας άστεγος, μία βιομηχανική εργάτρια, μία Ρωσίδα δασκάλα χορού, μία μοιρολογίστρα του μεσοπολέμου, ένα goth punk junkie, μία αστή curator έργων τέχνης, μία θρησκευόμενη μητέρα, μία δασκάλα δημοτικού σχολείου, μία τηλεοπτική παρουσιάστρια ειδήσεων (και η εξωτερική ρεπόρτερ της), μία μαριονετίστα (και η κούκλα της)… 13 συνολικά, πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες ερμηνεύουν κομμάτια από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά μανιφέστα του 20ου αιώνα: από τον εσκεμμένο παραλογισμό του Ντανταϊσμού, μέχρι τον -πολέμιο του ρομαντισμού- Φουτουρισμό, κι από τον κυνικό πραγματισμό του Κονστρουκτιβισμού, μέχρι την προσπάθεια για κινηματογραφικό νατουραλισμό των Δανών σκηνοθετών με το Δόγμα 95.
Πριν από δύο χρόνια, ο Γερμανός concept artist και κινηματογραφιστής Γιούλιαν Ρόζενφελντ είχε μία πρωτότυπη και ευφυή ιδέα: η οσκαρική Κέιτ Μπλάνσετ να ερμηνεύεσει όλους τους ρόλους σ’ ένα installation project: 13 οθόνες που παίζουν ταυτόχρονα, με το θεατή να προσπαθεί να αποσαφηνίσει, καλλιτεχνικά και πολιτικά, «τι είναι τέχνη» μέσα από στο χάος. Η σύνθεση (τόσο της εικόνας, όσο και των ιδεολογιών) ερχόταν έτσι σε μία καθαρή αντίστιξη με τη πολυφωνία (τόσο της εικόνας, όσο και των ιδεολογιών) κι ο κάθε θεατής αποχωρώντας ανασυγκροτούσε (ή όχι) τη δική του σκέψη μέσα από τη δύναμη της αντίθεσης. Η φύση του installation (ο θεατής μπαίνει και βγαίνει στο χώρο, τοποθετείται απέναντι στις οθόνες, στέκεται, περπατά) βοηθούσε την ιδέα να παραμένει φρέσκια, γοητευτική, εντυπωσιακή και, κυρίως, διανοητικά και φιλοσοφικά διεγερτική.
Η κινηματογραφική φόρμα όμως έχει άλλους κανόνες. Η επί 94 λεπτά γραμμική παρουσίαση (παρόλο το μοντάζ και την εξαιρετική δουλειά στον ήχο) των χαρακτήρων, των ιστοριών, των φιλοσοφιών στη μεγάλη οθόνη προδίδει την «κατασκευή» του concept. Οι μικρού μήκους ιστορίες αποκαλύπτονται ξαφνικά ως εμφατικές, πομπώδεις, υπογραμμισμένα διδακτικές. Η επιλογή των κόντρα-χαρακτήρων φαντάζει ως εξυπνακίστικο εύρημα. Κυρίως: το ίδιο το φιλοσοφικό κείμενο, απομονωμένο από την πηγή του κι ερμηνευμένο σε ένα ξένο περιβάλλον, δε λειτουργεί. Η επαναστατικότητά του δεν επικοινωνείται με τη δύναμη που της αρμόζει – ο καλλιτεχνικός παραλογισμός μοιάζει φορσέ, κουράζει, φλατάρει.
Σε αυτό πέφτει θύμα και η ίδια η Μπλάνσετ. Η αναμφισβήτητα καλύτερη ηθοποιός της γενιάς μας, δε θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερα ή πιο αριστοτεχνικά από αυτό που παραδίδει: με χαμελαιοντική ικανότητα μπαίνει στους ρόλους της, αναμετριέται με την διαφορετικότητα κειμένου και χαρακτήρα, ρισκάρει, τσακαλώνεται, μεταμορφώνεται.
Παρόλη όμως τη tour-de-force βιρτουοζιτέ της, το αποτέλεσμα μοιάζει απαγγελτικό, εγκεφαλικό, θεατρικό – όχι πάντως κινηματογραφικό. Ακόμα και η Μπλάνσετ «ερμηνεύει», δεν εξαφανίζεται, δε χάνεται, δεν μας παρασύρει σε μια εμπειρία που έχει θέση σε μία κινηματογραφική αίθουσα.
The Laundromat
Στίβεν Σόντερμπεργκ
Μια ταινία «βασισμένη σε αληθινά μυστικά» για τα Panama Papers ως μαύρη κωμωδία; Κι όμως λειτουργεί. Το φιλμ του Στίβεν Σόντερμπεργκ είναι απολαυστικό, αποκαλυπτικό και βαθιά πολιτικό.
Εχοντας ως βάση ένα ξεκάθαρα δημοσιογραφικό βιβλίο βασισμένο σε μια ενδελεχή έρευνα για τα Panama Papers, την διαρροή μιας σειράς εγγράφων το 2016 που αποκάλυπταν περισσότερες από διακόσιες χιλιάδες offshore εταιρείες και τους ιδιοκτήτες τους, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ κι ο σταθερός πλέον συνεργάτης του στο σενάριο Σκοτ Ζ. Μπερνς θέλησαν να δοκιμάσουν έναν διαφορετικό τρόπο να πουν την ιστορία.
Το φιλμ ξεκινά με μια απολαυστική εισαγωγή στην οποία ο Γκάρι Όλντμαν κι ο Αντόνιο Μπαντέρας ως Γιούργκεν Μόσακ και Ραμόν Φονσέκα ιδρυτές της εταιρείας Mossack-Fonseca των οποίων το πελατολόγιο αποκάλυπταν τα Panama Papers, μας εξηγούν πως ακριβώς λειτουργεί το χρήμα από την εποχή του αντιπραγματισμού («αν είχες μπανάνες και κάποιος άλλος είχε μια αγελάδα»), μέχρι τις μέρες της πίστωσης, των τραπεζών, των μετοχών, των trust fund κι όλων εκείνων των τραπεζικών προϊόντων που δεν ξέρεις το όνομά τους αν δεν έχεις τα χρήματα να τα αποκτήσεις.
Κι από εκεί μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στην Λίμνη Τζορτζ της πολιτείας της Νέας Υόρκης όπου η Ελεν Μάρτιν της Μέριλ Στριπ ετοιμάζονται να γιορτάσουν την τεσσαρακοστή επέτειο του γάμου τους με μια βόλτα στη λίμνη. Οταν όμως ένα ατύχημα μετατρέψει την βαρκάδα σε τραγωδία πνίγοντας 21 συνολικά ανθρώπους μεταξύ των οποίων και τον σύζυγο της Ελεν εκείνη κι οι ιδιοκτήτες του πλοιαρίου θα ανακαλύψουν ότι η ασφαλιστική που θα τους κάλυπτε δεν ήταν παρά μια εταιρία βιτρίνα. Αποφασισμένη να μην αφήσει τα πράγματα ήσυχα όπως την συμβουλεύει ο δικηγόρος της και τσαντισμένη όταν το διαμέρισμα στο Λας Βέγκας που θέλει να αγοράσει με τα χρήματα της ασφάλειας θα αγοραστεί από μια ακόμη τέτοια εταιρεία θα δοκιμάσει να βρει ποιος και τι κρύβεται πίσω από μια προφανώς σκοτεινή οικονομική πραγματικότητα.
Το «The Laundromat» όμως δεν ακολουθεί με γραμμικό τρόπο την πορεία της Ελεν προς την αποκάλυψη μιας αλήθειας, αλλά, διασχίζει τον πλανήτη από την Καραϊβική έως την Κίνα, το Μεξικό και το Λος Αντζελες, αφηγούμενο ιστορίες που δεν συνδέονται απαραίτητα η μία με την άλλη με κανέναν άλλο τρόπο πέρα από την φοροδιαφυγή, την δημιουργική λογιστική και την Mossack-Fonseca. Κι από τους Γιούργκεν και Ραμόν, που παρεμβαίνουν κάθε τόσο, σχολιάζοντας την δράση, προσφέροντας μυστικά για τον τρόπο που το σύστημα λειτουργεί ακόμη και σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο κάνοντας σαφές ότι αυτό που βλέπεις είναι μια ταινία αλλά όχι μια συνηθισμένη ταινία.
Αλλες από αυτές τις ιστορίες είναι περισσότερο κι άλλες λιγότερο πετυχημένες όλες όμως παρακολουθούνται με ενδιαφέρον και μια ιδέα ανατριχίλας στον τρόπο που καταγράφουν μια συστηματική διαφθορά κι ένα συστημα φτιαγμένο για να προστατεύει τους έχοντες και να θωρακίζει τα χρήματα ανθρώπων που έχουν πολλά περισσότερα απ΄όσα μπορούσαν ποτέ να χάσουν.
Το φιλμ κορυφώνεται με την αποκάλυψη των Panama Papers και τον αντίκτυπο που αυτά είχαν στο παγκόσμιο σκηνικό, αλλά δεν τελειώνει εκεί. Αντίθετα, με μια ιδιοφυή, απολαυστική κι άκρως επιτυχημένη ανατροπή, φέρνει τα ερωτήματα που γέννησε εκείνη η αποκάλυψη στην ίδια την Αμερική και στον τρόπο που κι αυτή λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο προς το συμφέρον μόνο των ισχυρών κάνοντας ένα βαθιά καίριο και απόλυτα πολιτικό σχόλιο για την κατάσταση μιας ολόκληρης χώρας και την βαθιά αδικία που την χαρακτηρίζει.
Οι «Σταυροί στο Μέτωπο», κατατάσσονται δικαίως ανάμεσα στις σημαντικότερες αντιπολεμικές ταινίες όλων τω εποχών. Πρόκειται τυπικά για την τέταρτη μεγάλου μήκους δημιουργία του ιδιοφυούς, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, με πρωταγωνιστή τον εξαιρετικό Κερκ Ντάγκλας.
Το 1957 αποτελεί μία χρονιά ορόσημο στην φιλμογραφία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Έχουν ήδη προηγηθεί τα πιο πειραματικά έργα του, το «Fear and Desire» του 1953 και το «Killer’s Kiss» του 1955, καθώς και η πρώτη ουσιαστικά μεγάλου μήκους ταινία του, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο τον δημιουργό, το «The Killing» του 1956. Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, η μικρή εταιρεία παραγωγής του Αμερικανού σκηνοθέτη, αγοράζει τα δικαιώματα του βιβλίου «Σταυροί στο Μέτωπο» (Paths of Glory) του Humphrey Cobb, το οποίο όπως και στο «The Killing», διασκευάζει ξανά ο Κιούμπρικ μαζί με τον συνεργάτη του, Jim Thompson και τον Calder Willingham.
Έχει όμως πλέον αντιληφθεί ο δημιουργός, πως για να τον προσέξει περισσότερο το κοινό και οι κριτικοί, θα πρέπει δυστυχώς να παίξει κατά κάποιον τρόπο, το παιχνίδι του Χόλιγουντ. Ευτυχώς καταφέρνει να το κάνει με τους δικούς τους όρους και με μία έξυπνη κίνηση, κλείνει για πρωταγωνιστή του, τον δημοφιλή Κερκ Ντάγκλας. Ο εμβληματικός ηθοποιός, θα προσθέσει την αίγλη που έλειπε μέχρι τώρα στις ταινίες του Κιούμπρικ. Οι «Σταυροί στο Μέτωπο» δικαίως αποτελούν το πρώτο πραγματικά σπουδαίο φιλμ του Αμερικανού σκηνοθέτη. Ένα αντιπολεμικό αριστούργημα, που δεν μοιάζει με οτιδήποτε είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε στην μεγάλη οθόνη.
Ο Κιούμπρικ ρίσκαρε και δικαιώθηκε. Αποφασισμένος να μην εγκλωβιστεί στους περιορισμούς των μεγάλων στούντιο, φεύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πηγαίνει στη Γερμανία, όπου και γυρίζει την ταινία του στο παγωμένο Μόναχο. Μία τολμηρή απόφαση, που όμως τον δικαίωσε, κρατώντας παράλληλα τον απόλυτο οικονομικό και καλλιτεχνικό έλεγχο, της πρώτης σημαντικής ταινίας του.
Η πλοκή διαδραματίζεται στο Γαλλο-Γερμανικό μέτωπο του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν μία ομάδα Γάλλων στρατιωτών αρνείται να φέρουν εις πέρας μία παράλογη επίθεση αυτοκτονίας, οι ανώτεροί τους αποφασίζουν να τιμωρήσουν κάποιους από αυτούς, για τον παραδειγματισμό του υπόλοιπου στρατεύματος. Σκηνή ανθολογίας και άξια αναφοράς, εκείνη όπου η Γερμανίδα ηθοποιός Christiane Susanne Harlan (μετέπειτα σύζυγος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ), υποδυόμενη μία Γερμανίδα τραγουδίστρια, εξαναγκάζεται να τραγουδήσει μπροστά στους νικητές Γάλλους στρατιώτες. Υπέροχος και ο Timothy Carey στον ρόλο του στρατιώτη Maurice Ferol, που χρησιμοποιείται μέσα στην τρέλα του πολέμου ως το εξιλαστήριο θύμα.
«Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των καθαρμάτων» – Αυτή η φράση που ακούγεται στην ταινία από τα χείλη του Κερκ Ντάγκλας (και αποδίδεται στον Samuel Johnson), είναι ένας μόνο από τους λόγους που το σπουδαίο αυτό φιλμ, απαγορεύτηκε αρχικά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στις δύο εμπλεκόμενες δυνάμεις του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, Γαλλία και Γερμανία, χωρίς ευτυχώς να εμποδίσει την εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία του έργου.
Ο Κερκ Ντάγκλας, υποδύεται με πειστικότητα τον συνταγματάρχη Dax, σ’ έναν από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους της σπουδαίας καριέρας του. Με την εμπειρία του, ο βετεράνος ηθοποιός αντιλαμβάνεται πως έχει μπροστά του έναν ανερχόμενο και ταλαντούχο σκηνοθέτη και τρία χρόνια μετά, όταν ο Anthony Mann θα αποχωρήσει μην αντέχοντας πλέον τις ιδιοτροπίες των σταρ – πρωταγωνιστών του, οι Κιούμπρικ και Ντάγκλας, θα συνεργαστούν και πάλι (παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του σκηνοθέτη) στην επική ταινία εποχής «Σπάρτακος» (Spartacus) του 1960. Έτσι ο Ντάγκλας, θα μπει στην μικρή εκείνη λίστα των ηθοποιών (μαζί με τους Frank Silvera, Timothy Carey, Sterling Hayden και Peter Sellers) οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να συνεργαστούν δύο φορές με τον κορυφαίο αλλά και “δύσκολο” δημιουργό, Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
Ένα εξαίρετο δείγμα γραφής για το τι επρόκειτο να προσφέρει ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης, στην εξέλιξη και στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης.
In 1994, a group of armed insurgents emerged from Mexican Lacandon junggle. They claimed their revolt was a move of desperation, an attempt to reveal the miserable living conditions of local indigenous population. Armed conflict lasted just several days, but the fight is still going on.
Twenty years after the insurgency thousands of indigenous people participate in civil Zapatista movement, which opposes all existing governments. In the most remote part of Mexico they are building “another world” – self-sufficient alternative society, autonomous and independent from traditional institutions.
At the same time Zapatistas create vast solidarity networks, that include sympathizers among local population as well as volunteers of non-governmental organizations from all over the globe.
https://zapatista.ru/en/
Πανό ενάντια στην άρνηση της Γαλλίας να επιτρέψει την είσοδο στους Zαπατίστας, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 23/07/2021, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3, Οι Τσιριτσάντσουλες : ΣΑΚΚΟ ΚΑΙ ΒΑΝΤΣΕΤΤΙ
Οι Τσιριτσάντσουλες παρουσιάζουν:
ΣΑΚΚΟ ΚΑΙ ΒΑΝΤΣΕΤΤΙ
Μια θεατρική παράσταση βασισμένη σε κείμενα των Αλαίν Γκιγιάρ, Τζον Ντος Πάσος, Νικόλα Σάκκο και Μπαρτολομέο Βαντσέττι.
Συντελεστές
Παίζουν: Ντίνα Μαυρίδου, Γιάννης Αδρίμης, Μαρίνος Μουζάκης
Σκηνοθεσία: Μαρίνος Μουζάκης
Μάσκες, Κοστούμια: Μαρία Μαρκοπούλου
Διεύθυνση παραγωγής: Ντίνα Μαυρίδου
Κινησιολογική επιμέλεια: Ηρώ Κατσιφλώρου
Τεχνική υποστήριξη: Κώστας Βαλατσός
Δραματουργική σύνθεση, μουσικές επιλογές, παραγωγή: Τσιριτσάντσουλες 2021
Έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικές αναφορές από το επίμετρο της Λίας Γυιόκα στην αυτοβιογραφία του Μπαρτολομέο Βαντσέττι (Ιστορία μιας προλεταριακής ζωής εκδ. Κουρσάλ 2014).
Ακούγονται τα τραγούδια:
O profughi d’Italia (Πρόσφυγες απ’ την Ιταλία) του Pietro Gori, μτφ: Γιάννης Αδρίμης, Μαρίνος Μουζάκης.
Lacrime e’ cundannate (Δάκρυα για τους καταδικασμένους) του Alfredo Bascetta, μτφ: Riccardo Delli Veneri, Μαρίνος Μουζάκης.
Il Galeone (Η γαλέρα) στίχοι: Belgrado Pedrini, μουσική: Paola Nicolazzi, μετάφραση αγνώστου, αλιευμένη από το διαδίκτυο.
Ευχαριστούμε το αντιεξουσιαστικό, αναρχικό στέκι Αντίπνοια για τη φιλοξενία των προβών μας κι όλες τις τσιριτσάντσουλες που βοήθησαν στην παραγωγή αυτής της παράστασης.
Υπόθεση
5 Μαΐου 1920, Βοστώνη, ΗΠΑ: Δύο ιταλοί μετανάστες αναρχικοί, ο Μπαρτολομέο Βαντσέττι και ο Νικόλα Σάκκο, συλλαμβάνονται για ανατρεπτική δράση, αλλά στην συνέχεια κατηγορούνται για μία ένοπλη ληστεία μετά φόνου. Η δίκη που ακολουθεί είναι στημένη, βασισμένη σε ένα σαθρό κατηγορητήριο και οδηγεί στην καταδίκη των δύο αναρχικών σε θάνατο. Η συγκλονιστική παγκόσμια κινητοποίηση αλληλεγγύης που θα ακολουθήσει, δεν θα καταφέρει να ανατρέψει την απόφαση, κι έτσι οι Σάκκο και Βαντσέττι θα εκτελεστούν στην ηλεκτρική καρέκλα στις 23 Αυγούστου 1927.
Για την παράσταση
Η υπόθεση των δύο αναρχικών Σάκκο και Βαντσέττι υπήρξε μια από τις πιο πολύκροτες δικαστικές υποθέσεις, καθώς και μία από τις μεγαλύτερες κακοδικίες του εικοστού αιώνα. Μιλάμε για τις αρχές του αιώνα, την εποχή που η καταστολή ενάντια στο εργατικό κίνημα έχει γιγαντωθεί και η υστερία απέναντι στους μετανάστες έχει κορυφωθεί. Είναι η ιστορία δύο εργατών μεταναστών και αναρχικών που συνθλίβονται μέσα σε ένα «καφκικό» σύστημα, για παραδειγματισμό, χωρίς κανένα στοιχείο εναντίον τους, με κατασκευασμένες μαρτυρίες και εξαφάνιση πειστηρίων. Ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός που πέφτει σαν κεραυνός στο κεφάλι δύο φτωχών εργατών, που θα δικαιωθούν και θα αποκατασταθούν μόνο 50 χρόνια από την εκτέλεσή τους, το 1977 από τον κυβερνήτη της Μασαχουσέτης την εποχή εκείνη, Μάικλ Δουκάκη.
Για μας αυτή είναι μια ιστορία, που όχι μόνο μας σμίλεψε πολιτικά στη νεανική μας ηλικία, αλλά κυρίως μια ιστορία που δεν πρέπει να ξεχαστεί, γιατί απλά η διαχρονικότητά της είναι εφιαλτικά οδυνηρή σχεδόν έναν αιώνα μετά. Η καταστολή και ο ρατσισμός είναι τα κυρίαρχα στοιχεία του νέου ολοκληρωτισμού που επιχειρείται να επιβληθεί παγκόσμια. Η ιστορία των Σάκκο και Βαντσέττι είναι με έναν τρόπο η δική μας ιστορία, σε μια χώρα που ακόμα οδηγούνται εκδικητικά στη φυλακή άνθρωποι με ατράνταχτα άλλοθι, σε μια περίοδο που πρέπει να διαφυλάξουμε τη μνήμη ως όπλο ενάντια στη λήθη που προσπαθεί να επιβάλει η εξουσία.
Η ιδέα προέκυψε διαβάζοντας το ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλαίν Γκιγιάρ. Ξεκινήσαμε να σκαλίζουμε τη σχετική βιβλιογραφία και έτσι καταλήξαμε στο δραματουργικό σχεδίασμα που αποτέλεσε τη βάση της δικής μας παράστασης. Την περίοδο της μελέτης του υλικού, εντυπωσιαστήκαμε από την διαχρονικότητα των στοιχείων της κοινωνικής πάλης που διεξάγονταν εκατό και πλέον χρόνια πριν, από τις βρόμικες μεθόδους του κράτους και του παρακράτους ενάντια στους ανθρώπους που αντιστέκονται, τη δύναμη του εργατικού κινήματος της εποχής, αλλά κυρίως από τον λόγο στα γραπτά αυτών των δύο φτωχών εργατών-μαρτύρων. Ένας λόγος απλός, αλλά βαθιά ουμανιστικός και πολιτικά τόσο προωθημένος, που σε κάνει να ανακαλύψεις ξεχασμένες έννοιες και αισθήσεις που ξεπροβάλουν νέες και φρέσκιες μπροστά σ’ ένα σύγχρονο κουρασμένο και κατακερματισμένο παγκόσμιο κίνημα. Ήταν, να μην ξεχνάμε, η εποχή που οι εργάτες ακόμα ονειρεύονταν έναν καλύτερο κόσμο για όλους τους ανθρώπους και που πίστευαν πως θα το πετύχουν.
Η ιστορία του Νικόλα Σάκκο και του Μπαρτολομέο Βαντσέττι μας ενέπνευσε, μας συγκίνησε, μας ταξίδεψε, μας έμαθε πράγματα και μας ανέθεσε την αποστολή να μην αφήσουμε τη λήθη να κυριαρχήσει. Έτσι καταλήξαμε σε αυτή μας την παράσταση…
Κι αν η γλώσσα και το περιβάλλον της ταινίας είναι γαλλικά, όλα τα άλλα είναι εξόχως ανατολικοευρωπαϊκά. Το «13» δεν είναι παρά μια ηλεκτρισμένη παραβολή πάνω στα περίεργα παιχνίδια που παίζει η τύχη, μόνο που ο Γκέλα Μπαμπλουανί επιχειρεί να μας μιλήσει και για κάτι άλλο: την ασημαντότητα της ανθρώπινης ζωής.
Και το κάνει με μια απίστευτης έντασης αγωνία, αλλά και με την παγερή ψυχραιμία του πραγματικού εφιάλτη. Νευρώδης αφήγηση, σκοτάδια -τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και φωτογραφίας-, κλειστοφοβική αίσθηση και μια συνεχώς κλιμακούμενη ιστορία σε οδηγούν σε μέρη που, όπως ομολογείς, δεν ήθελες ποτέ να πας.
Ομάδα Imagen Mx – Ενημέρωση, Εικόνα και Έρευνα, Μεξικό 2009
«Κρατούν το μέλλον στα χέρια τους τώρα, στο παρόν. Και το ξέρουν. Το πλάθουν, όπως πλάθουν τον πηλό ενός αγγείου, με όλες τις δυσκολίες που έχει το υλικό. «Είμαστε εδώ και εδώ θα συνεχίσουμε», λένε. «Εμείς αξίζουμε, και ας έλεγαν ότι είμαστε άχρηστες. Είμαστε εδώ». Είναι σίγουρες ότι, ναι, αξίζουν και για τις αλλαγές που πραγματοποιούν σήμερα, για να κληροδοτήσουν ένα αύριο δίκαιο και αξιοπρεπές για τα παιδιά, για τις νέες και τους νέους.
Αυτή η δουλειά είναι αφιερωμένη στις γυναίκες τσολ, σόκε, τοχολαμπάλ, τσοτσίλ, μαμ και τλελτάλ, που με αυτοπεποίθηση άλλαξαν την ιστορία των ιθαγενών γυναικών και του κόσμου.»