ΙΣΤΟΧΩΡΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΔΡΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ,ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3, ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ ACCION MUTANTE, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ Ή ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Indagine su un Cittadino al di Sopra di Ogni Sospetto Ιταλία 1970
Σκηνοθεσία: Έλιο Πέτρι Σενάριο: Έλιο Πέτρι, Ούγκο Πίρο Φωτογραφία: Λουίτζι Κουβέιλλερ Μουσική: Ένιο Μορικόνε Πρωταγωνιστούν: Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Φλορίντα Μπόλκαν, Σέρτζιο Τραμόντι, Οράτσιο Ορλάντο, Τζιάνι Σαντούτσιο, Σάλβο Ραντόνε
Από τους «Καταραμένους» (1969) του Βισκόντι και τον «Κομφορμίστα» του Μπερτολούτσι (1970) μέχρι το «Σαλό, 120 Μέρες στα Σόδομα» (1975) του Παζολίνι, το ιταλικό σινεμά βρίθει από ζοφερές απεικονίσεις της εξουσίας ως εκφάνσεις φασιστικής ιδεολογίας και πολυτελούς παρακμής. Πιο κοντά στη φιλοσοφία αλλά και στην αισθητική του δεύτερου, το «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» («Investigation of a Citizen Above Suspicion») ποζάρει παραπλανητικά ως θρίλερ αστυνομικού μυστηρίου, με τη σημαντική λεπτομέρεια ότι γνωρίζουμε από την αρχή τον ένοχο.
Ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ υποδύεται έναν επιθεωρητή αστυνομίας ο οποίος χρίζεται υπεύθυνος μυστικής αστυνομίας που αναλαμβάνει την κατάπνιξη κάθε ανατρεπτικού στοιχείου. Στην εναρκτήρια σεκάνς επισκέπτεται την ερωμένη του (Φλορίντα Μπόλκαν), η οποία τον υποδέχεται με την ερώτηση «Πώς θα με σκοτώσεις αυτή τη φορά;». «Θα κόψω τον λαιμό σου», απαντά εκείνος, και λίγο αργότερα, εν μέσω ερωτικών περιπτύξεων, θα πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του.
Η σαδομαζοχιστική σχέση τους (που ξετυλίγεται μέσα από εκτεταμένα φλας μπακ που περιγράφουν τις συναντήσεις τους ως αναπαραστάσεις εγκλημάτων που αυτός έχει διαλευκάνει, με εκείνη να υποδύεται το θύμα) είναι μόνο ένα κομμάτι του καθηλωτικού παζλ που κατασκευάζει ο Πέτρι, θέτοντας στο στόχαστρο του τη διαφθορά και την αλαζονεία της εξουσίας. Η απόλυτη ταύτιση της επίσημης αστυνομίας με τον φασισμό εκφράζει τις αντικαθεστωτικές πεποιθήσεις του δημιουργού και αντικατοπτρίζει τα δρακόντεια μέτρα καταστολής των ιταλικών κυβερνήσεων της εποχής.
Αφού διαπράξει με παγερή ψυχραιμία τη δολοφονία, ο ήρωας τοποθετεί εσκεμμένα στον τόπο του εγκλήματος ενοχοποιητικά για τον ίδιο στοιχεία, πεπεισμένος ότι αποτελεί πολίτη υπεράνω υποψίας. Αργότερα θα επιστρέψει με την επίσημη ιδιότητά του, μανιπουλάροντας τους συναδέλφους του αλλά και τα μίντια, κατασκευάζοντας μάρτυρες και σπρώχνοντας στα άκρα τα όρια του απυρόβλητου της θέσης του. Καθώς βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στην ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να τον αγγίξει, ένα τρομακτικό ερώτημα αναδύεται: Μήπως όλο αυτό δεν αποτελεί απλά τη φαντασίωση ενός παρανοϊκού μυαλού, αλλά μία πιθανή πραγματικότητα; Ή μήπως στόχος είναι να προκαλέσει την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού;
Με συμμάχους τη σαρδόνια ερμηνεία του Βολοντέ και ένα από τα πιο εκκεντρικά σάουντρακ του Ένιο Μορικόνε, ο Πέτρι κινηματογραφεί με μια αεικίνητη κάμερα αυτή τη σύνθετη, αντεστραμμένη καφκική παραβολή, που λειτουργεί εξίσου ως ψυχολογικά ακριβές πορτρέτο ενός χαρισματικού ψυχοπαθή και ως αιχμηρό πολιτικό σχόλιο πάνω στην ίδια την ψυχοπαθολογία της εξουσίας.
Τρεις ανεξάρτητες δραματικές κατά βάση ιστορίες με ένα κοινό φόντο, την Αφρική και τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις.
Στην μια ιστορία ο Αντού (του τίτλου) προσπαθεί να ξεφύγει από κυνηγούς ελεφάντων, που τους έχει δει να σκοτώνουν εν ψυχρώ έναν από τους τελευταίους που έχουν απομείνει στο χωριό Μπούμα του Καμερούν, για να πάρουν τους χαυλιόδοντες που θεωρούνται «ευγενές» υλικό μεγάλης αξίας. Ο μικρός Moustapha Oumarou, που παίζει για πρώτη φορά είναι εξαιρετικός ως Αντού που περνάει τα πάνδεινα για να βρεθεί σε έναν καλύτερο κόσμο.
Στη δεύτερη ιστορία έχουμε την τυπική σχέση πατέρα και κόρης. Εκείνος, ο Γκονζάλο (πολύ καλός ο Luis Tosar που τον γνωρίζουμε από τα φιλμ «Κελί 211», «Ο θυρωρός» και «Μέσα απ’ τα μάτια σου») είναι Ισπανός ταγμένος στην προστασία των ελεφάντων. Φτάνει αργά στο Μπούμα με αποτέλεσμα να μην προλάβει να σώσει τον τελευταίο ελέφαντα, που ο Αντού έχει δει να τον σκοτώνουν. Εκείνη, η Σάντρα (Anna Castillo) είναι μαζί του, έχει μόλις ενηλικιωθεί, «τα ξέρει όλα» και θέλει να ζήσει μόνη της σε έναν σκληρό κόσμο. Ο πατέρας την φροντίζει και εκείνη θεωρεί ότι καταπιέζεται και αντιστέκεται. Κλασικά.
Στην τρίτη ιστορία, έχουμε τον Ματέο (Álvaro Cervantes) της Ισπανικής Πολιτοφυλακής, ο οποίος έχει καθήκον να προστατεύει τα σύνορα μεταξύ της Μελίγια που βρίσκεται στη Βόρεια Αφρική, αλλά ανήκει στην Ισπανία. Υπηρετεί κοντά στα συρματοπλέγματα που παρεμποδίζουν την είσοδο. Κατά τη διάρκεια μιας μαζικής απόπειρας εισόδου μεταναστών, την ώρα που οι Αφρικανοί είναι σκαρφαλωμένοι στο συρματόπλεγμα, ένας συνάδελφος του Ματέο χτυπάει με το κλομπ στο κεφάλι έναν μετανάστη που πέφτοντας στο έδαφος πεθαίνει, προκαλώντας την οργή στους υπόλοιπους. Τα επεισόδια γενικεύονται και ο συνάδελφός του περνάει πειθαρχικό με μάρτυρα υπεράσπισης τον Ματέο. Δύσκολο.
Από τις τρεις ιστορίες η τρίτη είναι και η πιο αδύναμη. Το μεταναστευτικό είναι δύσκολο, όταν παίζονται παιχνίδια κοντά στα συρματοπλέγματα. Οι άλλες δύο είναι λίγο πιο δυνατές, έχουν δράση και παράλληλα είναι συγκινητικές. Διαθέτουν και καλύτερες ερμηνείες. Εκπέμπουν βέβαια κάποιο διδακτισμό, αλλά τι να κάνουμε; Ο κόσμος που εμείς έχουμε μάθει να ζούμε, δεν είναι κάτι αυτονόητο και δεδομένο, οπότε καλό είναι να δείχνονται μερικά πράγματα.
Συνολικά, η ταινία είναι καλοσκηνοθετημένη, με αρκετά καλές ερμηνείες και εξαίρετη φωτογραφία του Sergi Vilanova Claudín.
Ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα Σουηδός σε αντικαπιταλιστική (λογο)διάρροια. Διαβάστε τη γνώμη του Flix για την ταινία που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα του 75ου Φεστιβάλ Καννών.
Ο Ρούμπεν Εστλουντ έχει ήδη αποδείξει (εξαιρετικά με το «Force Majeure», αλαζονικά με το «Τετράγωνο» που του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα το 2017), ότι είναι ένας αιχμηρός παρατηρητής της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας του πλούτου και της υποκρισίας, ένας οξυδερκής no-bullshiter της ταξικής σάτιρας. Η νέα του ταινία, το «The Triangle of Sadness», γυρισμένη κατά το ήμισυ στην Ελλάδα, κινείται στο ίδιο κριτικό πλαίσιο, με σεναριακές ταλαντώσεις που μπορεί να προκαλέσουν ναυτία, με εμετούς και ευκοίλια ικανά ν’ αλλάξουν το χρώμα της θάλασσας, με ανθρωπιστική, σοσιαλιστική ιδεολογία που υπογραμμίζει μέχρι τελικής πτώσεως
Κεντρικοί ήρωες, ο Καρλ και η Γιάγια, στην αρχή τουλάχιστον. Ο Καρλ είναι ένα νεαρό μοντέλο που, με αφορμή μια άβολη οντισιόν (το «τρίγωνο της θλίψης», η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του, μοιάζει να χρειάζεται botox!), συνειδητοποιεί ότι η καριέρα του φθίνει. Η κοπέλα του, η Γιάγια, επίσης μοντέλο αλλά και πετυχημένη influencer, βρίσκεται σε άνοδο. Μετά από έναν (απολαυστικό) τσακωμό, για να εξιλεωθεί, η Γιάγια προτείνει στον Καρλ να πάνε μια κρουαζιέρα – δώρο, φυσικά, των followers της. Έτσι και θα γίνει, μόνο που στο κατάστρωμα και τη σάλα του γιοτ (που δεν είναι άλλο από το «Christina O» του Ωνάση), ο Καρλ και η Γιάγια θα έρθουν σ’ επαφή με τους εκπροσώπους των υπερ-πλούσιων της Ευρώπης και με αλλεπάλληλες ιδεολογικές κενώσεις.
Αυτο που ξεκινά σαν μια σάτιρα του κόσμου της μόδας και της ομορφιάς, γενικεύεται στην πορεία για να συμπεριλαμβάνει την τάξη των προνομίων και των χρημάτων. Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι στ’ αλήθεια διασκεδαστικό και εύστοχο. Ο καυγάς των δυο μοντέλων για το ποιος, τελικά και γιατί, θα πληρώσει το λογαριασμό του εστιατορίου γίνεται αυτόματα σημείο αναφοράς της ποπ κουλτούρας. Η σκηνή όπου ο Καρλ δεν βρίσκει πώς ανάβει η αναθεματισμένη λάμπα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου φέρνει δάκρυα από γέλια στα μάτια.
Το ύφος όταν το ζευγάρι ανεβαίνει στο γιοτ, αλλάζει. Το φως γίνεται πιο σκληρό, οι χώροι πιο άδειοι, πιο «επιλεκτικοί». Οι ήρωες (περισσότερο «τύποι», οριακά καρικατούρες), που ο Εστλουντ θέλει για επιβάτες είναι ταυτόχρονα ενδεικτικοί αλλά και συμβολικοί. Εδώ χτίζει μια «πολιτεία» του πλούτου και το υπόστρωμα που θα την ανατρέψει. Το ζευγάρι των Βρετανών οπλεμπόρων που λέγεται Γουίνστον και Κλέμενταϊν, συμπυκνώνει με δυο ονόματα τον ευρωπαϊκό επεκτατισμό, η αφόρητη Ρωσίδα κυρία θέλει σώνει και καλά να διδάξει την επανάσταση στους καμαρότους, αναγκάζοντάς τους ν’ αφήσουν τη βάρδια και να κολυμπήσουν, ο άντρας της είναι ένας χυδαίος ολιγάρχης, η επικεφαλής του προσωπικού μια αυταρχική, συμπλεγματική, αλλά απαρέγκλιτα ευγενική Σκανδιναβή, η Φιλιππινέζα καθαρίστρια Αμπιγκεϊλ κρατά καλά κρυμμένους τους άσους στο μανίκι της.
Κάπου στη μέση της ταινίας, γίνεται η ανατροπή (κάπου εκεί, η δράση μεταφέρεται, χωρίς να ονοματίζεται, στην Ελλάδα, στην Εύβοια και στην Ηλεία, με την υπογραφή της Heretic στη συμπαραγωγή και με τη συμμετοχή του μοναδικού Ελληνα ηθοποιού στο καστ, του μεσογειακά γοητευτικού Τιμολέοντα Γκέτσου). Το πλοίο αρχίζει να κουνάει και η κοινωνική δομή συντρίβεται συθέμελα. Το επίσημο δείπνο προκαλεί κοινωνική δηλητηρίαση, ο ίδιος ο καπετάνιος (ο Γούντι Χάρελσον στο ρόλο που, έτσι κι αλλιώς, έχει γεννηθεί για να παίζει) αναλώνεται σε μια εξαντλητική κόντρα με τον Ρώσο ολιγάρχη για το ποιος είναι πιο κομμουνιστής και η σκατοθύελλα έρχεται, παρέα με την εμετοπλημμύρα. Από εκεί και μετά, τίποτε δεν θα είναι ίδιο: το πλοίο εγκαταλείπεται, οι επιβάτες καταλήγουν σε μια ερημική παραλία (πρωταγωνίστρια η Χιλιαδού με τον επιβλητικό βράχο της) και το αγαπημένο, ασφαλές status quo καταρρέει.
Και κάπως έτσι, σε δυο διακριτά μέρη, το «τρίγωνο της θλίψης» γίνεται «τετράγωνο» του… προλεταριάτου. Το πρώτο φωτογενές (αυτό είναι και το νόημά του, άλλωστε), ρυθμικό, το δεύτερο πιο μπερδεμένο σε ομόκεντρους κύκλους που όλο και διευρύνονται χάνοντας το κύριο νόημά τους και επιβραδύνοντας το ρυθμό τους. Η ενέργεια μειώνεται, η δράση σκουντουφλά στα βότσαλα, κάποια «πηδήματα» στο σενάριο μένουν ανεξήγητα, ακόμα και στο πλαίσιο του ότι όσα συμβαίνουν παίζουν μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού.
Το «Τρίγωνο» είναι μια ταινία ανοιχτή στο ευρύ κοινό, το σκατολογικό χιούμορ πάντα ενθουσιάζει μια μερίδα θεατών, η πολιτική ματιά του είναι ξεκάθαρα υπέρ του αδυνάτου, έστω κι αν οι ιδέες του Εστλουντ διατυπώνονται απλουστευμένες, αλλά και με μια επίμονη, ακόμα και φλύαρη διατύπωσή τους. Σ’ ένα διασκεδαστικό ραντεβού του «Swept Away» (μάλλον του Γκάι Ρίτσι με τη Μαντόνα, παρά της Λίνα Βερτμίλερ), με το «Μεγάλο Φαγοπότι» του Φερέρι, όλα ξεπερνούν ελαφρώς το όριο, από τη δυσπεψία των επιβατών, ως την επιθυμία του Εστλουντ να είναι υπερσίγουρος ότι έχουμε καταλάβει, πάρα πολύ καλά κι αναλυτικά, εκείνο που θέλει να μας πει. Το οποίο, όμως, είναι αυτονόητο εξαρχής, καμουφλαρισμένο σε λαϊκή κωμωδία, εκτεθειμένο στον καυτό ήλιο, πιο προφανές κι από την πιο βαθιά ρυτίδα.
Εμπνευσμένη από τη ζωή του Λούθιο Ουρτούμπια, η ταινία Άνθρωπος της Δράσης εξερευνά την προσωπικότητα του Ισπανού αναρχικού που έστησε μια θρυλική επιχείρηση παραχάραξης στο Παρίσι, η οποία τον έφερε στο στόχαστρο της μεγαλύτερης τράπεζας της Αμερικής, όταν κατάφερε να αποκτήσει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό παραχαράσσοντας ταξιδιωτικές επιταγές.
Ο Άνθρωπος της Δράσης είναι μια ταινία με γρήγορους ρυθμούς που καλύπτει πέντε δεκαετίες, από το 1940 έως το 1980, στην οποία ακολουθούμε τα βήματα του Λούθιο, από το ταπεινό ξεκίνημά του ως κτίστη που έγινε ληστής τραπεζών, μέχρι τη στιγμή που πρωτοστατεί στην κατάρρευση μίας από τις μεγαλύτερες τράπεζες στον κόσμο.
Ο ήρωας του καπιταλισμού, του Σωτήρη Λυκουργιώτη
Φρονώ πως κομίζω γλαύκας εις Αθήνας αν διαπιστώσω ξανά την αφάνταστη ικανότητα τής μαζικής κουλτούρας να διαστρεβλώνει τις επαναστατικές ιδέες. Είναι χιλιοδιαπιστωμένη άλλωστε η άποψη πως η υπεροχή τού δυτικού ολοκληρωτισμού τής αγοράς —έναντι όλων των άλλων απολυταρχικών συστημάτων που γέννησε ο 20ος αιώνας— έγκειται όχι μόνο στην ψευδαίσθηση ελευθερίας που σου δημιουργεί μέσω τής δυνατότητας επιλογής ατομικής …μάρκας οδοντόβουρτσάς αλλά και στην ικανότητα τής πολιτιστικής του βιομηχανίας να ενσωματώνει οτιδήποτε υπήρξε κάποτε ανατρεπτικό ή ριζοσπαστικό, να εντάσσει ακόμα και την κριτική εναντίον του στον κύκλο τού εμπορεύματος («αγοράστε, έχουμε ένα κόμμα για όλους»!).
Δεν θέλω λοιπόν να κουράσω με αυτή την οπτική αναφερόμενος στην νέα ταινία τού Νετφλιξ που αφηγείται —σε μεγάλο βαθμό παραποιημένη— τη ζωή τού πρόσφατα αποθανόντα αναρχικού Λούθιο Ουρτούμπια. Θα ήθελα να επεκτείνω όμως την προβληματική εντός τής σφαίρας των κινημάτων και των ανθρώπων που ακόμα συγκινούνται από αυτά.
Η εικόνα του Λούθιο Ουρτούμπια που προβάλλεται στην ταινία δεν είναι, βέβαια, η πραγματική του μορφή. Όπως κάθε μηχανισμός προπαγάνδας, το Νετφλιξ ξέρει να αφαιρεί επιλεκτικά όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν ταιριάζουν στην κυρίαρχη εικονογραφία του. Παρόλα αυτά, πολλά από τα στοιχεία που επιλέγει είναι όντως πραγματικά, συνθέτοντας έναν ανθρωπρότυπο επαναστάτη – ειδώλου που έχει, στις μέρες μας, μεγάλη οπαδική απήχηση προκαλώντας μυστηριώδη έλξη και δέος.
Η εικόνα ενός ήρωα που αποθεώνει τη δράση έναντι οποιασδήποτε θεωρίας, το γνωστό «δράσε ή σκάσε!» (αυτό που κάποτε ο Αντόρνο ονόμασε ψευδοδραστηριότητα), που αρνείται οποιαδήποτε συμβατική ζωή έναντι τού ιλίγγου τής διαρκούς παρανομίας, που διεξάγει έναν ατομικό αγώνα έναντι τού κράτους και τού καπιταλισμού (και βγαίνει νικητής ή ηττάται θριαμβικά), που αδιαφορεί για το όραμα μιας άλλης κοινωνίας παρά μόνο για την πραγμάτωση στο «εδώ και τώρα» μιας ατομικής ουτοπίας, που περιστοιχίζεται από «δειλούς και προδότες» ή, σε κάθε περίπτωση, δευτεραγωνιστές και όχι από ισότιμους συντρόφους, δεν είναι η εικόνα ενός επαναστάτη. Είναι η αυθεντική εικόνα τού ήρωα στον καπιταλισμό.
Γιατί πίσω από το δέος που προκαλεί η εικόνα τού ασυμβίβαστου Τζον Ράμπο, του ανυπότακτου Ζακ Μεσρίν, του δικού μας Βασίλη Παλαιοκώστα ή του Νετφλιξιώδους Λούθιο Ουρτούμπια, δεν βρίσκεται κανένας άλλος πέρα από το μοναδικό ήρωα τού σύγχρονου καπιταλισμού: ο αστός «αυτοδημιούργητος» επιχειρηματίας. Είναι αυτός που αποθεώνει την δράση έναντι οποιασδήποτε θεωρίας («οι σπουδές και τα λόγια είναι χάσιμο χρόνου»), που ξέρει να κινείται στο όριο νομιμότητας παρανομίας και να ανακύπτει τα επικερδή χάσματα τού θεσμικού, είναι αυτός που —μόνος του— τα βάζει με θεούς και δαίμονες, το κράτος που τον φορολογεί (αδίκως;) και τον καπιταλισμό που απειλεί να τον αφανίσει μέσα στο βούρκο των ανταγωνιστικών συμφερόντων και της μονοπωλιακής τροπής του, είναι αυτός που αδιαφορεί για το μέλλον παρά μόνο για το εδώ και τώρα μιας προσωπικής αυτοπραγμάτωσης, που νιώθει ηδονή από τη συσσώρευση χρήματος και την ακαριαία σπατάλη του, αυτός που περιστοιχίζεται από ανίκανους ακολούθους ή τεμπέληδες και δειλούς που τον κρατάνε πίσω…
Η παροιμιώδης επιτυχία τού καπιταλισμού να εισβάλει στο βάθος τής ανθρώπινης ψυχής και φαντασίας —στην ψυχή και στην φαντασία ακόμα και των πολεμίων του— έγκειται κυρίως στην ικανότητα τού μύθου του. Γιατί ο θεμελιώδης μύθος του καπιταλισμού είναι ο ατομικός ομηρικός ΑΓΩΝΑΣ, το διαρκές τζογάρισμα στη μπάνκα τού «όλα ή τίποτα», η μορφή τού πολυμήχανου Οδυσσέα, που προαναγγέλλει τον αστό. Αυτού τού ραδιούργου και τολμηρού ιθακήσιου που παλεύει κόντρα στην θέληση των θεών, των φυσικών και κοινωνικών νόμων, να φτάσει, μόνος εναντίον όλων, στον ατομικό του στόχο. Κρατώντας πάντα για τον εαυτό το προνόμιο τη μαγικής «αλήθειας» στο τραγούδι των σειρήνων (που απειλεί να τον «ελευθερώσει»), την ίδια στιγμή που η υποταγμένη (στον ίδιο) εργατική τάξη, με βουλωμένα τ’ αυτιά της, τραβάει διαρκώς κουπί, οδεύοντας προς το χαμό της.
Είμαι σχεδόν βέβαιος πως ποτέ το Νετφλιξ δεν θα κάνει μια ταινία για τον Ερρίκο Μαλατέστα, τον Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, τον Κροπότκιν, για οποιονδήποτε άλλο γνωστό ή άγνωστο κοινωνικό επαναστάτη, που δώρισε τη ζωή του απλόχωρα στην αλληλεγγύη και στην ανθρωπιά. Πολύ περισσότερο όμως, η μαζική κουλτούρα, αυτός ο αισθητικός κόσμος τού εμπορεύματος, αυτός ο τερατώδης κόσμος του «τίποτα», θα συνεχίζει να πολεμά με όλα τα ύπουλα μέσα της, το συλλογικό επαναστατικό πνεύμα· την τελευταία ηθική συνείδηση, την τελευταία ελπίδα τής ανθρωπότητας πριν την ολοκληρωτική επικράτηση τής βαρβαρότητας.
ΟΙ ΕΚΚΕΝΩΣΕΙΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ, Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΙ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Μέσα στο τελευταίο διάστημα, το κράτος ενορχηστρώνει μια ακόμα κατασταλτική επιχείρηση απέναντι στα κέντρα αγώνα και τις δομές του κινήματος. Τα ξημερώματα της Δευτέρας 28 Νοέμβρη, μπάτσοι εισβάλλουν και εκκενώνουν την κατάληψη Mundo Nuevo στην Θεσσαλονίκη, και προχωρούν στην σύλληψη τεσσάρων συντρόφων/συντροφισσών που έμεναν στο κτήριο, και στην προσαγωγή άλλων τριών που προσπάθησαν να πλησιάσουν την κατάληψη. Είχε προηγηθεί η εκκένωση της κατάληψης 111 στην Θεσσαλονίκη, της κατάληψης Παλιού Νεκροτομείου στην Αλεξανδρούπολη, της κατάληψης Ντουγρού στην Λάρισα, η εκκένωση της στεγαστικής κατάληψης Μελιδώνη στα Χανιά, η εισβολή μπάτσων στην κοινότητα των προσφυγικών στην Αθήνα και οι απειλές εκκένωσης του αυτοδιαχειριζόμενου χώρου του Αναγνωστηρίου στην πόλη της Αλεξανδρούπολης. Με τις κινήσεις αυτές συμπληρώνεται το παζλ της κατασταλτικής μανίας του κράτους απέναντι σε όσους και όσες οργανώνονται και αγωνίζονται, σε όσους και όσες οραματίζονται, δημιουργούν και παλεύουν για μια διαφορετική κοινωνία, όσους και όσες υψώνουν αναχώματα απέναντι στην επέλαση της κρατικοκαπιταλιστικης βαρβαρότητας.
Η καταστολή αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής κράτους και κεφάλαιο, πόσο μάλλον σε μια περίοδο κοινωνικού αναβρασμού, λόγω της εντεινόμενης φτωχοποίησης και εξαθλίωσης της κοινωνικής βάσης, αποτέλεσμα των αντιλαϊκών και αντικοινωνικών πολιτικών των τωρινών διαχειριστών του κράτους, της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Τροχοπέδη στην εφαρμογή της ληστρικής πολιτικής του κεφαλαίου αποτελούσε και θα αποτελεί η οργάνωση των καταπιεσμένων, τα ζωντανά και ριζοσπαστικά κέντρα αγώνα, οι δομές του κινήματος όπου προετοιμάζεται, παίρνει σάρκα και οστά η αντίσταση και η αντεπίθεση στο κόσμο της εξουσίας. Αυτό το τσάκισμα των κοινωνικών, ταξικών αντιστάσεων επιδιώκει να πετύχει η ΝΔ, εκκενώνοντας καταλήψεις, ξυλοκοπώντας και συλλαμβάνοντας αγωνιστές με στημένα κατηγορητήρια, συλλαμβάνοντας απεργούς, πνίγοντας στο ξύλο και στα χημικά κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, κάνοντας πράξη το δόγμα «νόμος και ταξη». Η μανία της κρατικής καταστολής δεν τελειώνει εκεί αλλά εξαντλείται πάνω στα σώματα των αγωνιστών, όπως στην περίπτωση του αναρχικού συντρόφου Θάνου Χατζηαγγέλου, μέλος της Αναρχικής Δράσης, ο οποίος μετήχθει εκδικητικά από τις φυλακές Κορυδαλλού στις φυλακές Νιγρίτας, λόγω της συμμετοχής τους στις κινητοποιήσεις των κρατουμένων απέναντι στον νέο σωφρονιστικό κώδικα. Βάζοντας ανάχωμα το σώμα του μέσα από την απεργία πείνας και δίψας που διεξήγαγε από τις 19.12 μέχρι και τις 15.01, διεκδικώντας την επιστροφή του στις φυλακές Κορυδαλλού από τις οποίες μετήχθει χωρίς να του έχει γνωστοποιηθεί ο λόγος.
Η επίθεση στις δομές και τον κόσμο του αγώνα δεν πρέπει να μείνει αναπάντητη. Η οχύρωση κράτους και κεφαλαίου εν μέσω μια εντεινόμενης καπιταλιστικής κρίσης επιχειρεί από τη μια να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη κερδοφορία της καπιταλιστικής μηχανής εις βάρος των ίδιων των ζώων και αναγκών της κοινωνικής πλειοψηφίας και από την άλλη την επιβολή της κοινωνικής ειρήνης μέσα από ένα καθεστώς τρομοκρατίας, αστυνομοκρατίας και καταστολής. Οι απεργίες, οι εργατικοί αγώνες, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις, οι καταλήψεις και οι δομές του αγώνα αποτελούν αγκάθι στις επιδιώξεις κράτους και κεφαλαίου. Για αυτό και τα χτυπούν.
Οι καταλήψεις είναι η υλική έκφραση των ιδεών μας ενάντια στο σάπιο σύστημα τους, είναι χώροι που τροφοδοτούν τους αγώνες μας ενάντια σε κράτος καπιταλισμό και πατριαρχία. Να υπερασπιστούμε τις δομές του κινήματος, τα κέντρα αγώνα, να προετοιμάσουμε και να περιφρουρήσουμε τις διεκδικήσεις της τάξης μας. Να απαντήσουμε με ταξική αλληλεγγύη και να οργανώσουμε την αντεπίθεση μας για την δημιουργία ενός κόσμου απαλλαγμένου από κάθε σύστημα εξουσίας. Να τους τσακίσουμε.
ΚΑΤΩ ΤΑ ΞΕΡΑ ΣΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΣΑΚΙΣΜΑ ΚΡΑΤΟΣ, ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ
ΚΑΜΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΚΩΧΗ
πηγή κειμένου , για την υπογραφή : Συνέλευση Κατάληψης Παλιού Νεκροτομείου