Category Archives: Αυτόνομο Στέκι

Προβολή της ταινίας ”NERUDA”, Δευτέρα 9/12/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Neruda

του Πάμπλο Λαραΐν

O Πάμπλο Λαραΐν, παράλληλα με το «Jackie», συνεχίζει ένα σερί διαφορετικών μεταξύ τους αλλά υπέροχων ταινιών με μια βιογραφία του Πάμπλο Νερούδα – φτιαγμένη σαν ένα ποίημα, κόμικ, αστυνομικό, γουέστερν και ερωτικό γράμμα στη Χιλή μαζί.

Το 1948, στη Χιλή του Ψυχρού Πολέμου, ο Γερουσιαστής Πάμπλο Νερούδα κατηγορεί την κυβέρνηση ότι προδίδει το Κομμουνιστικό Κόμμα, γεγονός που προκαλεί την αντίδραση του Προέδρου Γκονζάλες Βιντέλα. Ο αστυνομικός Όσκαρ Πελουσονό έχει αναλάβει να συλλάβει τον ποιητή. Ο Νερούδα προσπαθεί να διαφύγει από τη χώρα, με την γυναίκα του, τη ζωγράφο Ντέλια Ντελ Καρίλ, αλλά αναγκάζονται τελικά να κρυφτούν. Εμπνευσμένος από τα δραματικά γεγονότα της νέας του ζωής, ως φυγάς, ο Νερούδα γράφει την επική ποιητική συλλογή του «Canto General». Εντωμεταξύ στην Ευρώπη ο θρύλος του κυνηγημένου από την αστυνομία ποιητή μεγαλώνει και οι καλλιτέχνες με επικεφαλής τον Πάμπλο Πικάσο κραυγάζουν για την ελευθερία του Νερούδα.

Το «Neruda» δεν είναι μια τυπική βιογραφία για τον μεγαλύτερο ίσως Χιλιανό και νομπελίστα ποιητή – τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που μπορεί να τη φανταστεί κανείς: ως μια ταινία που αφηγείται την ιστορία του από τη γέννησή του σε μια φτωχή πόλη νότια του Σαντιάγο στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι την εκλογή του ως Γερουσιαστή και τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας ή ως ένα κινηματογραφικό φόρο – τιμής στην τέχνη του και την αναγωγή του στην πιο εμβληματική φιγούρα του κομμουνιστικού κόμματος πριν το πραξικόπημα του Πινοσέτ και στην ανάδειξη του ως αναμφισβήτητου ήρωα της εργατικής τάξης.

Με νότες από αισθητική κόμικ και τεκνικολόρ ταινίας του ’40, σαν εικονογραφημένο βιβλίο, ένα καθαρόαιμο αστυνομικό pulp και ταυτόχρονα μια ταινία μέσα στην ταινία, το φιλμ του Πάμπλο Λαραΐν – στην ταινία που τον βρίσκει να συνεργάζεται ξανά με τον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ μετά το «No», ακολουθεί την επιτυχία της «Μυστικής Λέσχης» και προηγείται της βιογραφίας της Τζάκι Κένεντι με το «Jackie» – αφηγείται με τον δικό του τρόπο όλα τα παραπάνω, αλλά αναδεικνύει τις σημαντικότερες πτυχές του ήρωά του μέσα από ένα διαρκές παιχνίδι με τον θεατή.

Μπερδεύοντας την πραγματικότητα με τη φαντασία και την αφήγηση με την ακύρωσή της, το «Neruda» μοιάζει να εξελίσσεται ολόκληρο μέσα στο μυαλό του Πάμπλο Νερούδα, εκεί όπου κατοικούν οι δικοί του ήρωες, οι δικοί του εχθροί, οι γυναίκες που αγάπησε, η αλαζονία του, η διαρκής διάθεσή του να μεταμορφώνεται, οι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκε μέχρι τέλους και κυρίως η αγάπη του για τα αστυνομικά μυθιστορήματα…

Μοιάζει ίσως δύσκολο, αν δεν γνωρίζεις την ακριβή βιογραφία του Πάμπλο Νερούδα, να αντιληφθείς τι απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν στην ταινία είναι αληθινά γεγονότα και τι αποκύημα σεναριακής φαντασίας, όμως το «Neruda» δεν υπάρχει για να αποδώσει ιστορική δικαιοσύνη, αλλά πέρα κι από ένα ερωτικό γράμμα στον ίδιο τον Νερούδα μοιάζει να είναι ένα ποίημα το ίδιο – γραμμένο με τον τρόπο του Νερούδα, ταυτόχρονα λυρικό και επαναστατικό, μελαγχολικό και κυνικό, σαν τους διάσημους «θλιμμένους στίχους» του.

Βρισκόμαστε στο 1948 και ο Ψυχρός Πόλεμος έχει φτάσει στη Χιλή. Στο κoγκρέσο, ο γερουσιαστής Πάμπλο Νερούδα κατηγορεί την κυβέρνηση για προδοσία και γρήγορα καταγγέλλεται από τον πρόεδρο Βιντέλα. Ο αστυνομικός επιθεωρητής Οσκαρ Πελουσονό αναλαμβάνει την αποστολή να συλλάβει τον ποιητή. Ο Νερούδα προσπαθεί να φύγει από τη χώρα με τη γυναίκα του, αλλά αναγκάζονται να κρυφτούν. Στη μάχη του με τη νέμεσή του, Πελουσονό, ο Νερούδα βλέπει μια ευκαιρία να επανεφεύρει τον εαυτό του. Παίζει με τον αστυνομικό, αφήνοντας στοιχεία σχεδιασμένα να κάνουν αυτό το παιχνίδι γάτας και ποντικού ανάμεσά τους πιο επικίνδυνο, πιο προσωπικό. Σε αυτήν την ιστορία κατατρεγμού, ο Νερούδα αναγνωρίζει τις δικές του ηρωικές πιθανότητες: μια ευκαιρία να μετατραπεί τόσο σε ένα σύμβολο ελευθερίας όσο και σε έναν λογοτεχνικό θρύλο.

Ισότιμοι πρωταγωνιστές, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ίσως τελικά και ο ίδιος άνθρωπος, ο Πελουσονό και ο Νερούδα βρίσκονται στο πιο κομβικό σημείο της ζωής τους: εκεί όπου θα αναλάβουν επιτέλους πρωταγωνιστικό ρόλο και θα μείνουν στην ιστορία, ήρωες ενός αστυνομικού pulp τις ανατροπές του οποίου γράφουν οι ίδιοι.

Δεν είναι μόνο πως όσα τους ενώνουν είναι περισσότερα απ’ όσα τους χωρίζουν, ούτε το γεγονός πως σε ολόκληρη την ταινία δεν συναντιούνται ποτέ παρά το γεγονός ότι βρίσκονται συνεχώς στα ίδια μέρη. Είναι περισσότερο η κοινή σκηνοθετική οδηγία στους υπέροχους Λουίς Νιέκο (που υποδύεται τον Νερούδα) και Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ (που υποδύεται τον Πελουσονό) να παίζουν σαν να βρίσκονται μπλεγμένοι μέσα στις σελίδες ενός αστυνομικού best-seller με νότες σλάπστικ κωμωδίας, καθώς ο Πάμπλο Λαραΐν χτίζει γύρω τους μια technicolor ολόκληρη εποχή, μετατρέποντας την Ιστορία της Χιλής σε ένα κινηματογραφικό roller coaster που μπορεί να βαραίνει από το over the top voice over και την επεξηγηματική διάθεση κάθε ποιητικής μεταφοράς, αλλά που σε αναγκάζει να το παρακολουθείς σαν μια ανάσα ή πιο ταιριαστά σαν ένα σονέτο για όλα όσα ήταν, είναι και θα είναι ο Νερούδα για τη Χιλή και για τον κάθε Χιλιανό ξεχωριστά, αλλά κυρίως για όλα όσα κάνουν έναν ήρωα… πραγματικό ήρωα.

Προβολή της ταινίας ”JOKER”, Δευτέρα 2/12/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Joker

του Τοντ Φίλιπς

Εξετάζοντας το μύθο του «Joker» από ένα αμιγώς κοινωνικό πρίσμα, το νέο φιλμ του Τοντ Φίλιπς προσφέρει ένα τρυφερό αλλά και τρομακτικό πορτρέτο, στέλνοντας τον Χοακίν Φίνιξ απευθείας στα Όσκαρ. Χρυσός Λέοντας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας 2019.

Αν ο Joker του Τζακ Νίκολσον ήταν μια σατανική καρικατούρα και ο Joker του Χιθ Λέτζερ η προσωποποίηση του χάους και της αναρχίας, ο «Joker» του Τοντ Φίλιπς είναι ένας χαμένος άνθρωπος που σταδιακά βρίσκει το δρόμο για τη σωτηρία μέσα από την τρέλα του.

Βασισμένος σε μια πρωτότυπη ανάγνωση του χαρακτήρα, η οποία ούτε αντλεί από τις προηγούμενες κινηματογραφικές ενσαρκώσεις του, ούτε αποτελεί μεταφορά στο σινεμά κάποιας εμβληματικής ιστορίας των comics, ο Αρθουρ Φλεκ της ταινίας δεν είναι ένας εκ φύσεως παρανοϊκός κακός αλλά το δημιούργημα μιας κοινωνίας που δε δίνει την ίδια σημασία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, που υποβιβάζει και υπονομεύει τους μη προνομιούχους, αντιμετωπίζοντάς τους σαν σκουπίδια και που με τρομακτική ευκολία προσδίδει ταμπέλες σε όσους και όσα δεν μπορεί να κατηγοριοποιήσει σε εύκολα ορισμένα κουτιά.

Ειρωνικά, όταν ο Αρθουρ πρωτοσυστήνεται στην αφήγηση, κουβαλά και ο ίδιος μια μεγάλη διαφημιστική ταμπέλα. Οντας εύκολος στόχος λόγω της εύθραυστης εμφάνισης και του αδύναμου παρουσιαστικού του, αποτελεί τον περίγελο της κοινωνίας και πολλές φορές το θύμα σωματικών επιθέσεων που συνήθως καταλήγουν με τον ίδιο πεσμένο στο δρόμο, δίχως να δέχεται βοήθεια από κανέναν, παρά μόνο μερικές πλάγιες ματιές γεμάτες επιφύλαξη.

Στο σπίτι τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Αν και η μητέρα του τον αγαπά, είναι εμφανές από την αρχή ότι και εκείνη βλέπει την καθημερινότητα «αλλιώς», έχοντας μόνιμα την ανάγκη για συνεχή φροντίδα και προσοχή. Ωστόσο, η μητέρα Φλεκ είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος που έχει ελπίδα για το γιο της και πιστεύει ότι ο Αρθουρ «γεννήθηκε για να φέρει το χαμόγελο στα χείλη του κόσμου». Για αυτό τον λόγο, ο ίδιος δε σταματά ποτέ να ονειρεύεται μια καριέρα στο stand-up comedy, μια ευτυχισμένη σχέση γεμάτη αγάπη (θα μπορούσε άραγε η ευγενική γειτόνισσα της Ζάζι Μπιτζ να του την προσφέρει; ) και μια καθημερινότητα γεμάτη ησυχία, χαμόγελο και αρκετό φυσικά γέλιο.

Και αυτό γιατί ο Αρθουρ πάσχει από μια εγκεφαλική δυσλειτουργία που προκαλεί αντανακλαστικό, ασταμάτητο χαχανητό. Δεν είναι γνωστό αν αυτή η κατάσταση αποτελεί όντως το αποτέλεσμα κάποιας ασθένειας ή είναι η παρενέργεια των δύσκολων παιδικών του χρόνων, η ουσία παραμένει πάντως πως το υστερικό γέλιο του αποτελεί την εξωτερίκευση των δαιμόνων του και την επιβεβαίωση της (σε όλα τα επίπεδα) τραυματισμένης φύσης του.

Ο Τοντ Φίλιπς παρακολουθεί αυτόν τον άνθρωπο να προσπαθεί να βρει τη θέση του σε μια εχθρική κοινωνία, τον ακολουθεί όσο προσπαθεί να βρει τον τρόπο για να κάνει το πρώτο βήμα προς την δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας, αφουγκράζεται τις διακυμάνσεις του γέλιου του προσπαθώντας να ξεχωρίσει το δράμα, την απειλή και τη διαταραγμένη ευφορία. Το «Joker» του είναι ένα προσωπικό πορτρέτο που αναζητά την αιτία του κακού και που δεν αποδέχεται εύκολα την ενοχή του ήρωά του. Ο Φίλιπς ξέρει ότι ο Αρθουρ του είναι αυτός που τραβάει τη σκανδάλη αλλά γνωρίζει ταυτόχρονα ότι κάποιος άλλος έχει τοποθετήσει το όπλο στο χέρι του.

Ως αποτέλεσμα, η αφήγηση του «Joker» στο μεγαλύτερο μέρος της δεν αποτελεί μια αιματηρή ιστορία. Ο Φίλιπς ενδιαφέρεται περισσότερο για τις συνθήκες που οδηγούν στη βία παρά στο απότομο ξέσπασμά της. Το «Joker» είναι μια ιστορία συλλογικής κακοποίησης και εύκολων κατηγοριών, η αποτύπωση μιας πόλης σε αναβρασμό που περιμένει το σπινθήρα που θα θέσει αρχή σε μια ασταμάτητη φωτιά. Για αυτό και το αναπόφευκτο τελικά ξέσπασμα του θανάτου είναι σοκαριστικό, γλαφυρό αλλά και απόλυτα αναμενόμενο. Η βία του «Joker» σοκάρει ακριβώς γιατί είναι φανερό από πού προέρχεται και αυτό κάνει τον αντίκτυπό της ακόμα μεγαλύτερο.

Το σκοτεινό Γκόθαμ της ταινίας δεν τοποθετείται κάπου ακριβώς χρονικά αλλά έχει στοιχεία τόσο από την γκανγκστερική υφή του «Serpico» και του «Ταξιτζή» όσο και από τις σύγχρονες αμερικανικές εξεγέρσεις των καταπιεσμένων κοινωνικά ομάδων. Η αφήγηση του «Joker» άλλωστε είναι άχρονη αλλά και διαχρονική, μια συνεχής επισήμανση των εγγενών κοινωνικών αντιφάσεων μιας «πλούσιας» σύγχρονης κοινωνία και όλα τα δομικά μέρη του φιλμ στοιχειοθετούν έναν σκληρό, επιθετικό κόσμο.

Η παρουσία του Ρόμπερτ ΝτεΝίρο στο ρόλο του παρουσιαστή ενός δημοφιλούς talk show δίνει φωνή στην πόλη, προβάλλοντας την ιδεολογία και τον κανιβαλισμό της. Η μουσική του φιλμ (γεμάτη μελωδίες με τσέλο που όμως από πίσω κρύβουν πλούσιες αλλά αφανείς συγχορδίες) υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τη μελαγχολία και την αστική μοναξιά. Οι εκλάμψεις φωτός της φροντισμένης φωτογραφίας αποκαλύπτουν απλώς πόσο δυνατό εξακολουθεί να είναι το σκοτάδι. Και οι στιγμές ευτυχίας αποδεικνύονται τόσο απατηλές όσο και παροδικές, σαν σαδιστικά παιχνιδίσματα της μοίρας.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, η παρουσία του Χοακίν Φίνιξ δημιουργεί έναν αντι-ήρωα από το μηδέν, μια τραγική φιγούρα που θολώνει τη γραμμή ανάμεσα στη συμπόνια και τον τρόμο, τη θλίψη και την οργή, την τρέλα και την αφελή ειλικρίνεια. Ο Τζόκερ του είναι μια νέα εξολοκλήρου θεώρηση του χαρακτήρα, μια εντυπωσιακή ανάγνωση που τονίζει το τραύμα του, το πάθος του, τη δίψα του για ζωή αλλά και τη διαστρεβλωμένη αίσθηση δικαιοσύνης του. Η ερμηνεία του είναι σωματική αλλά και ύπουλη, επιδεικτική αλλά και απόλυτα ενδοσκοπική, παίζοντας τόσο με το προφανές όσο και με τις λεπτομέρειες, δημιουργώντας τελικά ένα πλήρες πορτρέτο που επιστρέφει στις απαρχές του κομιξικού μύθου αλλά και βρίσκει τον τρόπο για να τον κάνει και πάλι σχετικό και επίκαιρο.

Για αυτό και οι αναφορές στην οικογένεια Γουέιν αλλά και η ανάγκη να συσχετιστεί η ιστορία του Τζόκερ με την αναπόφευκτη γέννηση της νέμεσής του, προκύπτουν περιττές. Η ιστορία του «Joker» είναι μια αυτόφωτη αφήγηση, που λειτουργεί περισσότερο όταν παραμένει αποκομμένη από την υπόλοιπη μυθολογία του Γκόθαμ. Είναι η ευκαιρία του αντι-ήρωα να κερδίσει επιτέλους τη θέση του στη σκηνή. Και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτή τη φορά την επιτυχία του.

Προβολή της ταινίας ”PARASITE”, Δευτέρα 25/11/2019, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Παράσιτα

Parasite

του Μπονγκ Τζουν-χο

H ταινία του Μπονγκ Τζουν-χο που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών είναι ένα αιχμηρό κι απολαυστικό κομμάτι κοινωνικού και πολιτικού σινεμά που όχι, δεν μοιάζει με αυτό του Κεν Λόουτς.

Ακόμη κι όταν οι ταινίες του Μπονγκ Τζουν-χο ανήκουν ξεκάθαρα στο πεδίο του σινεμά φαντασίας όπως το «The Host», ή το «Snowpiercer», είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να αγνοήσεις τις υπόλοιπες κλωστές της ύφανσης τους, ανάμεσα στις οποίες είναι πάντα ένας συχνά υποδόριος κι άλλοτε πολύ πιο σαφής σχολιασμός της κοινωνικής πραγματικότητας γύρω του.

Στα «Παράσιτα», μια μαύρη (κατάμαυρη) και συχνά πολύ αστεία κωμωδία που εναλλάσει το ηχηρό γέλιο με την απόλυτη έκπληξη, την πίκρα, ακόμη και το σοκ, η κοινωνικά φορτισμένη πλευρά του σινεμά του έρχεται σε πρώτο πλάνο, μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας μικροαπατεώνων που προσπαθούν να επιβιώσουν στην σκληρή πραγματικότητα της σύγχρονης Σεούλ.

Η οικογένεια των πρωταγωνιστών της ταινίας θυμίζει κάτι από εκείνη του «Κλέφτες Καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε Εντα: φτωχοδιάβολοι, παρίες ενός κοινωνικού συστήματος που είναι και στην Κορέα (όπως άλλωστε παντού κι ακόμη πιο έντονα στις μέρες μας), βαθιά ταξικό, δίχως χώρο για τους «μη επιτυχημένους». H τετραμελής οικογένεια του Κιμ-ταέκ είναι οτιδήποτε εκτός από «επιτυχημένη»: καθηλωμένη σε ένα «ημι-υπόγειο», από το οποίο βλέπουν συνήθως μεθυσμενους να ουρούν έξω από το παραθυρό τους, ψάχνουν εναγωνίως ανοιχτά wi-fi δίκτυα κι αναζητούν περιστασιακές δουλειές στο πλαίσιο της νέας «gig economy».

Οταν ένας φίλος του γιου της οικογένειας Κι-γου, του προτείνει να αναλάβει τα ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών ενός πλούσιου κοριτσιού αφού εκείνος θα πρέπει να τα εγκαταλείψει λόγω των σπουδών του στο εξωτερικό, ο Κι-γου θα αρπάξει την ευκαιρία. Αποκτώντας πρόσβαση σε ένα πανέμορφο πλούσιο σπίτι, μια κοινωνική τάξη που απέχει έτη φωτός από τη δική του, θα σκεφτεί τρόπους για να βοηθήσει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του να επωφεληθουν. Κι αυτή η τυχαία επαφή των δυο διαφορετικών κόσμων δεν θα είναι παρά μόνο η αρχή μιας σειράς από γεγονότα που θα εξελιχθούν με απρόσμενη ταχύτητα κι θέσουν σε κίνηση απροσδόκητες εξελίξεις.

Στα χέρια κάποιου άλλου, η ιδέα του «Parasite» (που δεν θα είχε φυσικά αυτό τον τίτλο), θα μπορούσε να δώσει ένα καταγγελτικό δράμα, ή ένα θρίλερ κοινωνικής εκδίκησης, όμως ο Μπονγκ Τζουν-χο δεν ενδιαφέρεται να κάνει κάτι τόσο ξεκάθαρο κι απλό. Η δική του ταινία είναι τα πάντα από κωμωδία έως ταινία τρόμου κι, όχι μόνο τα επιμέρους στοιχεία της δεν μοιάζουν αταίριαστα, μα αντίθετα συνθέτουν ένα απόλυτα επιτυχημένο συναισθηματικό κι υφολογικό παζλ που σε κρατά μονίμως σε εγρήγορση μη γνωρίζοντας από που θα έρθει η επόμενη έκπληξη.

Χτισμένο πάνω σε χαρακτήρες που ακόμη κι αν εύκολα θα μπορούσαν να κατρακυλήσουν στην καρικατούρα, κατορθώνουν να αποκτούν βάθος, οντότητα και διακριτά χαρακτηριστικά, με ένα σενάριο που δίνει σημασία στις λεπτομέρειες και ξέρει να ταιριάζει το φαρσικό με το συγκινητικό και το λεπτό με το γκροτέσκο, το αποτέλεσμα είναι ανέλπιστα απολαυστικό κι ανέλπιστα διαπεραστικό. Ένα φιλμ βαθιά πολιτικό για θεατές που μπορούν να δουν κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και δεν θέλουν το σινεμά τους να αντικαθιστά το θρησκευτικό κήρυγμα ή τον πολιτικό προσηλυτισμό. Μοντέρνο κι ευρηματικό, καυστικό και σαρδόνιο, ιδιοφυές και οργισμένο, το «Parasite» είναι μια σπουδαία και σκληρή ταινία που σε κάνει να γελάς πικρά στην αποκάλυψη της εικόνας μιας κοινωνικής πραγματικότητας που είτε το θέλεις είτε όχι σε αφορά.

”Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΑΣ ΒΡΩΜΑΕΙ ΦΑΣΙΣΜΟ” Συγκέντρωση – Μικροφωνική, 17/11/2019, στην πλατεία Καπνεργάτη στην Καβάλα, στις 17:00

Προβολή της ταινίας ” THE PROFESSOR AND THE MAD MAN”, Δευτέρα 18/11/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Ο Καθηγητής και ο Τρελός

The Professor and The Madman

του Π. Μπ. Σέμραν

Ένα ασυνήθιστο χρονικό από τη σύνταξη του Λεξικού της Οξφόρδης για την αγγλική γλώσσα μετατρέπεται σε ένα μελόδραμα εποχής διάτρητο και πομπώδες.

Αν η παραφροσύνη, παρότι το αντίθετο της φρόνησης, συνιστά μια πηγή διάνοιας, όπως θα επιβεβαίωνε και ο Νίτσε, αν η τρέλα ενέχει την έννοια της σοφίας, όπως επιμένει εδώ και μισή χιλιετία ο σαιξπηρικός Βασιλιάς Λιρ, τότε η ιστορία του καθηγητή και του τρελού, που συμμάχησαν στη σύνταξη ενός από τα πιο περίπλοκα έργα του ανθρώπινου πνεύματος, κουβαλά αναμφίβολα εντελώς ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στα χαρτιά. Σε όσα μας παραδίδουν τα ιστορικά ντοκουμέντα, και μας αφηγείται, βασισμένος σε αυτά, ο Αγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Σάιμον Γουίντσεστερ στο μπεστ σέλερ του «The Surgeon of Crowthorne» (1998).

Στην κινηματογραφική διασκευή του Ιρανοεγγλέζου Φαρχάντ Σαφίνια, που στα ζενερίκ αντικαθίσταται από τον σκηνοθέτη-φάντασμα Π. Μπ. Σέρμαν για λόγους δικονομικούς, το χρονικό μοιάζει να ξετυλίγεται ακέραιο στο πρώτο μισό της δίωρης φιλμικής διάρκειας. Μια παράλληλη αφήγηση μας συστήνει και τα δύο μέρη του επικείμενου συνεταιρισμού. Τον πολύγλωττο Σκοτσέζο καθηγητή Τζέιμς Μάρεϊ, που έχει αρχίσει από το 1857να συγκεντρώνει ορισμούς με αφορμή την πρώτη έκδοση του Λεξικού της Οξφόρδης για την αγγλική γλώσσα, και τον Αμερικανό γιατρό Γουίλιαμ Μάινορ, που κλείνεται το 1872 σε φυλακή φρενοβλαβών για τον φόνο ενός οικογενειάρχη τον οποίο νόμιζε για το εκδικητικό πνεύμα του Ιρλανδού λιποτάκτη που είχε τιμωρήσει στον Εμφύλιο.

Δεν υπάρχουν φάλτσα την πρώτη αυτή ώρα, μονάχα οι σταθερές μιας φροντισμένης βιογραφίας τύπου History Channel, ας πούμε, με την πληροφορία να δραματοποιείται αποτελεσματικά και να συντηρεί την προσοχή σου. Η εξ αποστάσεως συνεργασία με τον φιλόλογο αρχισυντάκτη, τον οποίο θα προμηθεύσει τελικά ο κρατούμενος με πάνω από 10.000 λήμματα, και η γνωριμία του, χάρη στη μεσολάβηση ενός δεσμοφύλακα, με τη διστακτική χήρα του θύματος, με την οποία θα αναπτύξει μια ιδιότυπη σχέση εξάρτησης, συνιστούν εδώ τους δύο άξονες του υπό εξέλιξη δράματος.

Είναι από εκεί και πέρα που το φιλμ αρχίζει να βραχυκυκλώνει. Ο συναισθηματισμός οξύνεται μαζί με τους μανιχαϊσμούς, το μελόδραμα δονείται στους ρυθμούς της εκβιαστικής μουσικής υπόκρουσης, και οι άξονες τρίζουν από την όλο και πιο ξέφρενη επιτάχυνση της αφήγησης. Οι τρεις σχεδόν δεκαετίες κολεγιάς του καθηγητή με τον τρελό ξεπετιούνται όπως-όπως, και είναι εδώ που προδίδεται τόσο το ψαλίδι που έφαγε η τρίωρη αρχική εκδοχή του Σαφίνια, όσο και το ημιτελές των γυρισμάτων που διακόπηκαν το καλοκαίρι του 2017 από αγωγή των Σαφίνια και Μελ Γκίμπσον (κατόχου των δικαιωμάτων του βιβλίου) εναντίον των παραγωγών, επειδή οι τελευταίοι αρνούνταν να μεταφέρουν τα πλατό στην ίδια την Οξφόρδη λόγω κόστους.

Αποτέλεσμα, μια ταινία θεαματικά άνιση και πομπώδης που αδικεί τόσο το ιστορικό και θεματικό υλικό της όσο και την δυνάμει απολαυστική χημεία των δύο διαβόητων πρωταγωνιστικών της bad boys, Μελ Γκίμπσον και Σον Πεν, εδώ στo πρώτο τους –ατυχές- ραντεβού επί της οθόνης.