Category Archives: Αυτόνομο Στέκι

Ανάρτηση πανό ως ένδειξη αλληλεγγύης στον Δ. Κουφοντίνα, Πάρκο Φαλήρου, Καβάλα, Κυριακή 31/3/2019

Το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου απέρριψε το αίτημα για την 7η τακτική άδεια στον επαναστάτη κρατούμενο Δημήτρη Κουφοντίνα. Αιτιολόγηση του συμβουλίου αποτέλεσε η μή δυνατή  χορήγηση άδειας σε κρατούμενο που έχει καταδικαστεί σε περισσότερες από μια ποινές ισόβιας  κάθειρξης. Αρωγός αυτής της προσπάθειας είναι ο εισαγγελέας Χρήστος Καραγιάννης ο οποίος με όπλο τις τελευταίες διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου άσκησε βέτο ενάντια στην πλειοψηφική απόφαση του συμβουλίου.

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΜΟΝΟΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΕΝΟΠΛΟΥΣ ΑΝΤΑΡΤΕΣ

Εκδήλωση – Συζήτηση με θέμα: ”Αναλύοντας τη γεωπολιτική και ενεργειακή σκακιέρα της γειτονιάς” Τετάρτη 3/4/2019, στις 19:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας


Αγωγοί φυσικού αερίου, ΑΟΖ, μελέτες και έρευνες υδρογονανθράκων. Ένα βήμα στην ενεργειακή ανάπτυξη και ασφάλεια της χώρας ή ένας ακόμη λόγος να εγκριθούν τεράστια εξοπλιστικά προγράμματα, μίζες και ευρωπαϊκά δάνεια?

Ποια η στάση μας και πως πρέπει να αντιδράσουμε απέναντι στον ενεργειακό καπιταλισμό και επεκτατισμό.

Προβολή της ταινίας ”LA DANZA DE LA REALIDAD (Ο χορός της πραγματικότητας)”, Δευτέρα 25/3/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Ο Χορός της Πραγματικότητας

La danza de la realidad

του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι

Στην πρώτη του ταινία μετά από 23 χρόνια, ο Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι ανοίγει ακόμη περισσότερο το ερμητικά «ανοιχτό» σύμπαν του για να παραδώσει την πιο προσωπική του ταινία, αντικαθιστώντας εδώ με περισσή νοσταλγία τον ωμό και πιο αποτελεσματικό σουρεαλισμό των ταινιών που κάποτε τον έκαναν ένα ζωντανό θρύλο του πιο παράξενου σινεμά που είχες δει ποτέ.

Ενα αγόρι γεννιέται το 1929 στην Τοπκαπίλα, μια μικρή παραλιακή πόλη στην άκρη της Χιλιανής ερήμου. Μεγαλώνοντας μέσα σε μια ξεριζωμένη οικογένεια, το αγόρι θα γνωρίσει από νωρίς τη γοητευτική γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα και θα επιλέξει να ζήσει ακριβώς εκεί. Το αγόρι το λένε Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι και, προχωρώντας, θα γίνει σπουδαίος σκηνοθέτης.

Δεν είναι μόνο το αλά Νινο Ρότα σκορ που υπογράφει ο γιος του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι, ούτε οι επαναλαμβανόμενες εικόνες του τσίρκου που κάνουν το πρώτο μέρος του «Χορού της Πραγματικότητας» να μοιάζει σαν το φελινικό απόσταγμα ενός ημερολογίου που ο Χιλιανός σκηνοθέτης θέλει οπωσδήποτε να μετατρέψει σε εικόνες, τοποθετώντας τον εαυτό του τότε (ως παιδί) και τώρα (ως μια φωνή από το μέλλον) σε μια αλλόκοτη ιστορία ενηλικίωσης – αιτία, αφορμή και άλλοθι για την «ενηλικίωσή» του ως ένας από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς σκηνοθέτες που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στον πλανήτη σινεμά.

Φτιαγμένο από εμμονές, εκκεντρικότητες και άφθονη φρίκη, το σύμπαν του «Χορού της Πραγματικότητας» δεν απέχει πολύ από τις ταινίες – μνημεία που κρατούν το όνομα του Γιοντορόφσκι στην κορυφή μιας πυραμίδας που θα αναφέρεται πάντοτε όταν σε οποιαδήποτε συζήτηση περί σουρεαλισμού στο σινεμά κάποιος θα τοποθετήσει ψηλά τις τρεις πιο διάσημες στιγμές του: το «El Topo», το «The Holy Mountain» και το «Santa Sangre» – την επιθετική κληρονομιά του Γιοντορόφσκι σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «cult» σινεμά.

Η παιδική ηλικία του Γιοντορόφσκι αποτελείται από μια σειρά παραμορφωμένων αναμνήσεων: ένας κομμουνιστής πατέρας θύμα του αντισημιτισμού, μια μητέρα με κάτι περισσότερο από πλούσιο μπούστο που μιλάει μόνο σαν να τραγουδάει όπερα, ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια σαν αυτά που η Ντόροθι φορούσε πριν συναντήσει τον Μάγο του Οζ, νάνοι και ακρωτηριασμένοι επαίτες που ετοιμάζουν τη δική τους επανάσταση, μια ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στην στοργή μιας μητέρας που βλέπει στο γιο της την ενσάρκωση του πατέρα της και ενός πατέρα που δεν θα διστάσει να οδηγήσει τον γιο του σε μια επίσκεψη στον οδοντίατρο χωρίς αναισθητικό προκειμένου να τον κάνει άντρα.

Περισσότερος σε ένα χορό με το όνειρο, το φαντασιακό, το γκροτέσκο και την μεγενθυμένη μνήμη ενός παιδιού παρά βυθισμένος σε μια πραγματικότητα που έτσι κι αλλιώς ο ίδιος ομολογεί ότι απομακρύνεται από τη δική του ζωή στο δεύτερο πιο σκοτεινό και πολιτικό μέρος, ο Γιοντορόφσκι προδίδει πως τα χρόνια πέρασαν και η ορμή του κάμφθηκε από τις υπερπροσπάθειες του να κάνει σινεμά με τους δικούς του όρους – αν και προς τιμήν του ότι κατάφερε να ολοκληρώσει τον «Χορό» με χρηματοδότηση από crowd funding.

Για πολλή ώρα ο «Χορός της Πραγματικότητας» γοητεύει με την ελαφρότητα, την τρέλα του και τον τρόπο με τον οποίο ο Γιοντορόφσκι δουλεύει πάνω στο b-movie σώζοντας με περισσή αυθαιρεσία τα φτηνά ειδικά εφέ και την ψηφιακή φωτογραφία δημιουργώντας παραισθησιογόνες εικόνες από μια «πειραγμένη» ενηλικίωση. Για ακόμη περισσότερη, όμως, μοιάζει απλά με μια συρραφή ιδεών, μια απότομη στροφή στην πολιτική κριτική στο δεύτερο μέρος με αποκορύφωμα τη σκηνή με το βασανισμό του γυμνού πατέρα λίγο πριν το φινάλε και συνολικά με ένα εγχείρημα που φέρει έντονα τα σημάδια του αποπροσανατολισμού από μια πραγματικά καίρια εξιστόρηση της ενηλικίωσης της Χιλής ή έστω του βίαιου τρόπου με τον οποίο ένα παιδί αποφασίζει να στραφεί στο όνειρο προκειμένου να αντέξει την πραγματικότητα.

Πολύχρωμο, λυρικό, σε στιγμές «σοφό» όταν ο ίδιος ο Γιοντορόφσκι εμφανίζεται για να σώσει τον «εαυτό» του και ενορχηστρωμένο με ευπρόσδεκτη ελαφρότητα πάνω στον καμβά της μνήμης όπως αυτή θα μένει πάντα μετέωρη μέσα στα κενά του χρόνου και τα παιχνίδια του ανθρώπινου μυαλού, το πιο προσωπικό φιλμ του Χιλιανού θρύλου στέλνει προς πάσα κατεύθυνση την ιδιαιτερότητά του ως μια συνέχεια των μεγάλων ταινιών της φιλμογραφίας του.

Δυστυχώς, ταυτόχρονα και αδιάκοπα μέσα στα 130 περίπου λεπτά του δεν παύει να σου υπενθυμίζει συνέχεια πως κάπου ανάμεσα στην «ευκολία» και την αναπαραγωγή οικείων τεχνικών από τη μεγάλη βιβλιοθήκη των παρωχημένων πλέον ωμοτήτων του δημιουργού του, η μοναδική επίδραση που μοιάζει να έχει στον θεατή αυτός ο «Χορός της Πραγματικότητας» είναι να αναζητήσει τις αυθεντικές βιωματικές ταινίες του Γιοντορόφσκι και ίσως να καταλάβει και ένα – δυο πράγματα για το πώς ένα παιδί όταν μεγαλώνει γίνεται ο Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι.

Προβολή της ταινίας ”SUSPIRIA”, Δευτέρα 18/3/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

«Suspiria» του Λούκα Γκουαντανίνο

Αποφασίζοντας να κάνει το remake της «Suspiria» του Ντάριο Αρτζέντο, εμβληματικής ταινίας τρόμου του 1977 που αποδεικνύει την αξία της αρνούμενη να γεράσει, λογικά θα στόχευε σ’ ένα από δύο πράγματα. Αν το ένα ήταν να την επαναλάβει με το δικό του στιλ, καταλήγει με αποτέλεσμα πιο αδύναμο από το πρωτότυπο. Αν το άλλο – και πιθανότερο – ήταν να την «επανατοποθετήσει», προσθέτοντάς της στοιχεία που θα προσέγγιζαν την ιστορία και τα νοήματά της από άλλη γωνία, μάλλον πρόσθεσε τόσα και βαρυσήμαντα, που έχασε το λογαριασμό. Η

Και το σενάριο δεν μένει εκεί: η εποχή προσδιορίζεται ως η χρονιά όπου ολοκληρώνεται η δίκη της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού στις φυλακές Σταμχάιμ, που οδηγεί στην καταδίκη και αυτοκτονία τού Αντρέας Μπάαντεν: οι ειδήσεις αναφέρονται διαρκώς στις διαδηλώσεις στους δρόμους και στα καθημερινά παραλειπόμενα από τη δίκη. Παράλληλα, ένας ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, ο Δρ. Γιόζεφ Κλέμπερερ (τον οποίο ερμηνεύει ο ψυχίατρος Λουτς Εμπερσντορφ, ή η Τίλντα Σουίντον σε διπλό ρόλο, η Ιστορία θα το δείξει), αφ’ ενός ψυχαναλύει τη μαθήτρια της Ακαδημίας, Πατρίσια (η Κλόι Γκρέις Μόρετς σ’ ένα ρόλο όπου, μια που την είδες, μια που δεν την είδες), αφετέρου υποψιάζεται ότι κάτι μυστηριώδες συμβαίνει στη σχολή και τολμά να διερευνήσει και παράλληλα, γιατί υπάρχει και τρίτος άξονας, ο Δόκτορ αναζητά την τύχη της γυναίκας του (την οποία ενσαρκώνει η Τζέσικα Χάρπερ, η Σούζι της πρωτότυπης «Suspiria», σ’ ένα γλυκό φόρο τιμής), που εξαφανίστηκε στη διάρκεια του πολέμου, ενώ ψυχαναιμιζόμαστε ότι υπάρχει και κάποια νοσηρή σχέση με τους Ναζί. Την ίδια ώρα, η χορογραφία που, ως άλλη Πίνα Μπάους, ετοιμάζεται να παρουσιάσει η Μαντάμ Μπλανκ στο κοινό, λέγεται Volk – Λαός – κι αναφέρεται στην οδύνη των Βερολινέζων στη διάρκεια του πολέμου. Από την οποία χρειάστηκαν μεγάλη ώθηση για να απεγκλωβιστούν, γι’ αυτό και η Σούζι, που θα είναι πρίμα μπαλαρίνα, πρέπει να προβάρει πολύ τα αλματάκια της.

Οι πρωταγωνίστριες της νέας, αυτής, «Suspiria» είναι δύο: η αισθητική και η κίνηση. Ο Γκουαντανίνο έχει, πραγματικά, στήσει ένα «κλουβί» για την ιστορία του και για να φυλακίσει τις ηρωίδες του μέσα, όχι απλώς πανέμορφο, αλλά και αποτέλεσμα δουλειάς και μελέτης. Οι συμβολισμοί στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, τα αντικείμενα, οι εικαστικές αναφορές δεν αφήνουν χιλιοστό χώρου και δευτερόλεπτο χρόνου να φύγει χωρίς ένα ιδιαίτερο στίγμα, μια γοητευτική, σίγουρα, επιτήδευση. Το ίδιο και με τα κομμάτια του χορού, που είναι πολλά, αισθαντικά και αφηγηματικά, που θέλουν, με σαφήνεια, να συμπληρώσουν μέρη του σεναρίου, ή της χαρακτηρογραφίας. Τα οποία ο Γκουαντανίνο σκηνοθετεί και κινηματογραφεί με όλους τους τρόπους, είτε ως σκηνή τρόμου, είτε ως σκηνή αυνανισμού, με εικόνα σκονισμένη, ως εστέτ slow motion, με μεγέθυνση των κινήσεων των σωμάτων, των οστών, με μινιμαλιστικά ή γκροτέσκ κοστούμια.

Κι όμως, όλη αυτή η αισθητική και κινησιολογική μελέτη, δεν καταφέρνει στιγμή να μεταφέρει ένα συναίσθημα, να γίνει ανησυχητική, υποβλητική, ψυχαναλυτική ή, το κυριότερο, να προκαλέσει ανησυχία. Εστω κι αν η μουσική του Τομ Γιορκ, βγαλμένη από τη μεγαλύτερή του μελαγχολία, προσπαθεί να δώσει εγκεφαλικό χρώμα στο κυριολεκτικό χρώμα. Σαν την ψυχανάλυση του Δρ. Κλέμπερερ που, αν και… λακανική, εγκαταλείπεται χωρίς αποτελεσματικές συνεδρίες.

Και μαζί με όλα αυτά, ο Γκουαντανίνο φροντίζει να κάνει το γυναικείο point του, σχηματικά, αναπτύσσοντας έναν άξονα, όλο και δυναμικότερα προς το φινάλε, του ότι το κέντρο του κόσμου – τα θεμέλια της Σχολής – είναι η γυναίκα, η μητέρα (αχ, Ντάρεν Αρονόφσκι που τα έλεγες και δεν σ’ ακούγαμε), με τη μήτρα που θα γεννήσει και το καλό και το κακό. Σε μια, ας πούμε, υπαρξιακή προέκταση της «Suspiria», ή της Mother Suspiriorum, της Μητέρας των Στεναγμών, την οποία, όμως, ο ίδιος, λες από εσωτερικό κομφούζιο, οδηγεί σε αδιέξοδο. Υπάρχουν ιδέες για τη γυναικεία σημασία και ψυχοσύνθεση, αλλά κι ολόκληρα ευφάνταστα πλάνα, που η Αθηνά Τσαγγάρη έχει ήδη συμπεριλάβει στο σινεμά της.

Σ’ αυτό το μπαρόκ, σύνθετο κατασκεύασμα, οι ηθοποιοί κάνουν ό,τι μπορούν για να δώσουν ζωή, ή θάνατο, στις ηρωίδες τους, με διαφορετικά αποτελέσματα. Η Ντακότα Τζόνσον, μοιάζοντας, έτσι κι αλλιώς, με φλογερή, εύθραυστη έφηβη, ταιριάζει γάντι στη διττή Σούζι Μπάνιον, έτοιμη να φτάσει στα άκρα για να υπηρετήσει τη φύση της. Η Μία Γκοθ ενσαρκώνει θαυμάσια – και με την πιο ’70ς ταυτότητα – το ανυποψίαστο θύμα, την damsel in distress. Οσο για την Τίλντα Σουίντον, είτε είναι εκείνη που ενσαρκώνει τον Δρ. Κλέμπερερ (που είναι), είτε όχι, στο ρόλο της Μαντάμ Μπλανκ, παρότι μεταφέρει την αγέρωχη κομψότητα και τον δυσδιάκριτο, λεπτό συναισθηματισμό της, μένει μάλλον αναξιοποίητη, χωρίς μια αληθινά δυνατή σκηνή να επιδείξει τις ικανότητές της, που υπερβαίνουν και την ταινία.

Η «Suspiria» του Λούκα Γκουαντανίνο δεν είναι μια ταινία αμελητέα, είναι χάρμα οφθαλμών, αλλά μάλλον μόνον αυτών. Δεν προκαλεί ενδιαφέρον για τις ηρωίδες της, ούτε για τις ιδέες των οποίων ψήγματα διατυπώνει και, κυρίως, δεν είναι τρομακτική. Κανείς δεν θα χάσει τον ύπνο του όταν τη δει. Και σίγουρα όχι ο Ντάριο Αρτζέντο.

Προβολή της ταινίας ”GREEN BOOK”, Δευτέρα 11/3/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Το Πράσινο Βιβλίο

Green Book

του Πίτερ Φαρέλι

Πρωτοδημοσιευμένο το 1936 από τον Νεοϋορκέζο ταχυδρόμο και μετέπειτα εκδότη Βίκτορ Χιούγκο Γκριν, το «Πράσινο Βιβλίο», ή το «Πράσινο Βιβλίο του Νέγρου Αυτοκινητιστή» όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του, υπήρξε η βίβλος του Μαύρου ταξιδιώτη στις ΗΠΑ για τριάντα χρόνια. Ένας ετήσια ανανεούμενος οδηγός ακριβείας για τα ξενοδοχεία, τα φαγάδικα, τα καταστήματα και τα βενζινάδικα στα οποία μπορούσε ανενόχλητος να σταθμεύσει ο έγχρωμος επαγγελματίας –καλλιτέχνες, αθλητές και πλασιέ κατά κανόνα- σε εποχές βάναυσου φυλετικού διαχωρισμού.

Μετά την ψήφιση του Νόμου περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το Κογκρέσο το 1964 και την απαγόρευση του διαχωρισμού σε δημόσιους χώρους, το Βιβλίο έχασε αναπόφευκτα την πρακτική του αξία, μέχρι που σταμάτησε οριστικά να εκδίδεται το 1966. Το 1962, όμως, όπου τοποθετείται η νέα δραμεντί του Πίτερ Φαρέλι, ο οδηγός ήταν ακόμη χρήσιμος. Ειδικά στους Μαύρους που σκόπευαν να περιοδεύσουν στον αναχρονιστικά εντροπικό αμερικανικό Νότο.

Ο Δόκτωρ Ντον Σέρλεϊ, περιζήτητος πιανίστας του κλασικού ρεπερτορίου και γόνος αριστοκρατικής τζαμαϊκανής οικογένειας, όχι απλά δεν ξέρει να οδηγεί, αλλά και χρειάζεται ως σοφέρ στην προσεχή τουρνέ του στην Λουιζιάνα κάποιον ικανό να τον προφυλάξει από δυσάρεστες καταστάσεις. Ο Τόνι Βαλελόνγκα, άνεργος οικογενειάρχης από το Μπρονξ, με πείρα πορτιέρη στη νεοϋορκέζικη νύχτα, σπεύδει για τη συνέντευξη. Τυπικός ρατσιστής, εκπλήσσεται δυσάρεστα με τη διαπίστωση πως ο δυνάμει μισθωτής του δεν είναι ούτε Λευκός, ούτε και «γιατρός». Κι ενώ αρνείται αρχικά τη δουλειά, που περιλαμβάνει και μικροθελήματα παντός τύπου, πείθεται στο άκουσμα της αμοιβής του.

Και το ταξίδι ξεκινά. Με τον σοφέρ χαλαρό, φλύαρο κι άξεστο μπροστά, τον μουσικό ευθυτενή και ακριβολόγο στο πίσω κάθισμα. Να εκπλήσσονται εναλλάξ με την άγνοιά τους για τον κόσμο του άλλου. Και να μαθαίνουν φυσικά. Ένα αταίριαστο ζευγάρι σε μια ταινία δρόμου. Ο οποίος όσο βαθύτερα οδηγεί στον Νότο, τόσο κοντύτερα φέρνει τους κινδύνους. Και μαζί τόσο δυνατότερη κάνει τη μεταξύ τους επικοινωνία.

Δεν υπάρχει τίποτα το απρόβλεπτο σε τούτη την πορεία, καμία συνάντηση, καμία απειλή, κανένας διδακτισμός που να μην εκπέμπεται πολύ πριν την κάθε στροφή. Προδιαγραμμένοι όλοι οι σταθμοί, σαν τον οδηγό του έντυπου κολαούζου. Κι όμως, η διαδρομή σε συνεπαίρνει αβίαστα. Είναι ο τρόπος που ψωμώνουν οι Βίγκο Μόρτνεσεν και Μαχερσάλα Αλι τους στερεοτυπικούς ρόλους τους, με ερμηνείες που μετρούν με ακρίβεια τα τικ, τις χειρονομίες και τα βλέμματα και χαμηλώνουν καίρια τους τόνους εκεί που ο συναισθηματισμός δείχνει να πυκνώνει. Είναι όμως, την ίδια στιγμή, και το ψύχραιμο μέσα στην τρυφερότητά του βλέμμα του Πίτερ Φαρέλι, που δεν αφήνει στιγμή τη διάδραση των χαρακτήρων να ξεπέσει σε παιχνίδι εξουσίας: η ταξική και φυλετική εξίσωση ανάμεσα στον Τόνι και τον Ντον τελείται ανεπαίσθητα θαρρείς, χωρίς να έχει αλλοιωθεί καμία από τις ιδιαιτερότητες του ήθους τους.

Το πιο πιθανό είναι πως, προς χάριν ενός feel good θεάματος, πολλά από τούτο το αυθεντικό χρονικό έχουν εξυγιανθεί από τους σεναριογράφους, στους οποίους πρωτοστατεί ο ηθοποιός και παραγωγός Νικ Βαλαλόνγκα, ο γιος του εκλιπόντα από το 2013 Τόνι. Βέβαιο είναι ακόμη πως η ταινία δεν ήρθε να λύσει το διαχρονικό πρόβλημα του ρατσισμού – εξάλλου δεν πάει να το παίξει καταγγελία. Ξέρει τα όριά της, και μέσα σε αυτά παλεύει με αισιοδοξία να δείξει πως τέτοιες ιστορίες αναπάντεχης φιλίας οι εποχές τεταμένης μισαλλοδοξίας τις χρειάζονται πάντα.

Προβολή της ταινίας ” BURNING”, Δευτέρα 25/2/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Το «Burning» του Λι Τσανγκ-ντονγκ, είναι ένα φιλμ μυστηρίου για την ίδια τη ζωή

Δέκα χρόνια μετά το «Poetry» ο Κορεάτης δημιουργός επιστρέφει με μια πολυεπίπεδη, βραδυφλεγή, σαγηνευτική ταινία.

Το «Burning» είναι βασισμένο σε ένα διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο New Yorker το 1992 με τον τίτλο «Barn Burning». Σε αυτό ένας άντρας συναντά ξανά μετά από χρόνια μια κοπέλα από το παρελθόν του και τον καινούριο της φίλο. Όταν μετά από ένα τσιγαριλίκι εκείνη θα αποκοιμηθεί, ο φίλος της θa εξομολογηθεί στον ήρωα ότι έχει μια ενδιαφέρουσα συνήθεια: περίπου κάθε δύο μήνες, βάζει φωτιά σε έναν στάβλο και τον κοιτάζει να καίγεται, φροντίζοντας να μην προξενήσει κακό σε κανέναν άνθρωπο ή ζώο.

Αυτή η σκηνή υπάρχει σχεδόν αυτούσια στην ταινία του Λι Τσανγκ-ντονγκ, όμως πριν φτάσουμε ως εκεί έχει προηγηθεί μια σχεδόν ώρα, στην οποία οι τρεις βασικοί ήρωες έχουν ήδη χτίσει μια παράδοξη σχέση και τουλάχιστον για έναν από αυτούς μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα κάτι για τον κόσμο του και το παρελθόν του. Αντίθετα από τους άλλους δύο.

Ο Γιονγκσού και η Χαέμι κατάγονται από την ίδια πόλη και γνωρίζονται από μικροί αν και σύμφωνα με την Χαέμι οι μόνες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει στο σχολείο ήταν όταν ο Γιονγκσου της είχε πει πόσο άσχημη είναι. Τώρα έχει μεγαλώσει, έχει κάνει πλαστικές, μαθαίνει παντομίμα (μπορεί να προσποιηθεί ότι τρώει ένα μανταρίνι με τρόπο που σε κάνει να το νιώθεις στο στόμα σου), και δουλεύει ως μοντέλο σε προωθητικές ενέργειες καταστημάτων. Εκείνη θα αναγνωρίσει μια μέρα τον Γιονγκσού, θα τον καλέσει για ποτά και αργότερα θα κάνουν σεξ στο μικροσκοπικό διαμέρισμά της. Μόνο που πριν η σχέση τους προχωρήσει θα του εξηγήσει ότι φεύγει για ένα ταξίδι στην Κένυα και θα του ζητήσει να ταΐζει την γάτα της όσο θα λείπει.

Όσο εκείνη είναι απούσα ο Γιονγκσου θα επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στην επαρχία φροντίζοντας το κτήμα όσο ο πατέρας του περιμένει να δικαστεί για την επίθεση του σε έναν δημόσιο υπάλληλο και θα επισκέπτεται το σπίτι της Χαέμι για να ταΐζει την γάτα. Την οποία δεν θα δει ποτέ όλο αυτό τον καιρό, ακόμη κι αν κάθε φορά που την επισκέπτεται θα βρίσκει το πιάτο της άδειο και αποδείξεις για την ύπαρξή της στην άμμο της. Κι όταν η Χαέμι θα του τηλεφωνήσει ότι επιστρέφει θα ανακαλύψει στο αεροδρόμιο ότι έχει έναν καινούριο φίλο, τον όμορφο και πλούσιο Μπεν που γνώρισε στο ταξίδι της. Και η πηγή των χρημάτων του Μπεν όπως και η φύση της σχέσης του με την Χαέμι θα παραμείνει σκοτεινή, σπρώχνοντας τον Γιονγκσου αλλά κι εμάς στο να αμφισβητούμε σχεδόν τα πάντα απ΄ όσα ακούμε και βλέπουμε.

όσες από τις ιστορίες της Χαέμι είναι αληθινές; Υπάρχει όντως ο γάτος της, ή τα ζώα απαγορεύονται στην πολυκατοικία της όπως λέει η σπιτονοικοκυρά της; Κι ο Μπεν καίει στ’ αλήθεια θερμοκήπια όπως εξομολογείται στον Γιονγκσού; Όλα αυτά τα ερωτήματα κι ακόμη περισσότερα, θα πάρουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις όταν η Χαέιμι πάψει να απαντά στο τηλέφωνό της κι ούτε εκείνος, ούτε κι ο Μπεν κατά την δική του παραδοχή μπορεί να την βρει.

Ο Λι Τσανγκ-ντονγκ ξετυλίγει την ιστορία του με έναν ρυθμό που μπορεί να μοιάζει ράθυμος μα κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, προσαρμόζοντας το ύφος της ταινίας του με τον τρόπο που ένας χαμαιλέοντας αλλάζει το χρώμα του δέρματος του. Αρχικά παρακολουθείς μια ρομαντική ιστορία, στην συνέχεια ένα φιλμ για ένα ερωτικό τρίγωνο, στη συνέχεια μια μυστηριώδη αναζήτηση και τελικά ένα ψυχολογικό θρίλερ. Μα αυτό που μένει σταθερό στην διάρκεια αυτής της αφηγηματικής και συναισθηματικής διαδρομής είναι η αβεβαιότητα στην οποία το φιλμ σε κρατά βυθισμένο μια αβεβαιότητα που αντανακλά την ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα για την ζωή, το νόημα της, το αίνιγμα που είναι και που ως το τέλος μοιάζει να παραμένει άλυτο.

«Για μένα η ζωή είναι ένα μυστήριο» λέει κάποια στιγμή ο Γιονγκσου σε μια διαπίστωση που αν σταθείς να την αναλύσεις δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις. Τον περισσότερο καιρό, για τους περισσότερους από εμάς, η ζωή είναι κάτι σαν ένα τεράστιο σώμα νερού πάνω στο οποίο επιπλέουμε θεωρώντας το απλά ως δεδομένο. Και είναι μόνο μέσα από την τέχνη και μέσα από ταινίες όπως αυτή που μπορείς, σαν με ένα γυαλί, να κοιτάξεις κλεφτά τις σκιές και τα σχήματα που βρίσκονται στο βυθό του.

Προβολή της ταινίας ” THE CAPTAIN ”, Δευτέρα 18/2/2019 στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Η Στολή του Λοχαγού

The Captain

του Ρόμπερτ Σβέντκε

Ο γερμανικής καταγωγής Ρόμπερτ Σβέντκε αφήνει πίσω του το χολιγουντιανό παρελθόν του για να αφηγηθεί με arthouse όρους μια αληθινή ιστορία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σκηνοθετημένη με μαεστρία αλλά γοητευμένη από την ίδια της την παράλογη βαναυσότητα.

Γεννημένος στη Γερμανία αλλά γνωστός περισσότερο για την καριέρα του στο Χόλιγουντ, η οποία περιλαμβάνει ταινίες όπως την αεροπορική περιπέτεια «Flightplan» (2005) με τη Τζόντι Φόστερ, την κατασκοπική κωμωδία δράσης «RED» (2010) και, πιο πρόσφατα, το αποτυχημένο franchise νεανικής φαντασίας «Divergent», ο Ρόμπερτ Σβέντκε επιστρέφει στη γενέτειρά του για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, με όρους arthοuse σινεμά αυτή τη φορά, μια διαβόητη αληθινή ιστορία από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: την ιδιόμορφη περίπτωση του Βίλι Χέρολντ.

Βρισκόμαστε στο 1945, δύο μόλις εβδομάδες πριν από το τέλος του πολέμου, και η Γερμανία έχει καταληφθεί από το χάος, με την ήττα να διαφαίνεται πλέον καθαρά στον ορίζοντα. Έχοντας εγκαταλείψει τα καθήκοντά του, ο 19χρονος στρατιώτης Βίλι Χέρολντ πασχίζει να επιβιώσει γλιτώνοντας παρά τρίχα τόσο από τους διώκτες του όσο και από τους απελπισμένους από τα αλλεπάλληλα πλιάτσικα κατοίκους. Όταν ανακαλύπτει τυχαία ένα εγκαταλειμμένο γερμανικό στρατιωτικό όχημα, βρίσκει μέσα σ’ αυτό τη στολή ενός υψηλόβαθμου Ναζί. Θα τη φορέσει αρχικά για να ζεσταθεί, σύντομα όμως το ένστικτο της επιβίωσης θα τον ωθήσει να υιοθετήσει και την ταυτότητα του προκατόχου της. Καθώς η τύχη θα τον φέρει σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για Γερμανούς λιποτάκτες, ο Χέρολντ θα διαπράξει μια σειρά από απάνθρωπα εγκλήματα εναντίον ομοίων του, που του χάρισαν το παρατσούκλι «ο Εκτελεστής του Εμσλαντ»

Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος για να επιβιώσει; Πόσο εύκολα μπορεί να μετατραπεί ένα θύμα σε θύτη όταν του δοθεί η απαραίτητη εξουσία; Και σε ποιο βαθμό μπορεί να διαβρωθεί απ’ αυτήν ώστε να χάσει κάθε ηθικό φραγμό και υπόσταση του αληθινού εαυτού του; Ο Σβέντκε (ο οποίος υπογράφει ο ίδιος και το σενάριο) χρησιμοποιεί σχεδόν συμβολικά το εύρημα της στολής για να διερευνήσει τα παραπάνω ερωτήματα, χρησιμοποιώντας παράλληλα το φρικιαστικό σκηνικό του πολέμου ως το πλέον ιδανικό φόντο για να ευδοκιμήσει μια τέτοια αποκρουστική και φαινομενικά ακραία «μεταμόρφωση».

Για τον Σβέντκε –και, προφανώς, για τον ήρωά του– η απάντηση είναι απλή: οποιοσδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε τέρας κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες και με τα κατάλληλα μέσα. Και ο Γερμανός σκηνοθέτης ενορχηστρώνει την τερατώδη αυτή μετάλλαξη με την αξιοζήλευτη βιρτουοζιτέ ενός Ευρωπαίου μάστερ που έχει μελετήσει μεθοδικά τους κλασικούς, με αιχμηρή ασπρόμαυρη φωτογραφία και με μια ταιριαστά ανησυχητική ερμηνεία από τον Μαξ Χουμπάχερ.

Μόνο που η απόπειρά του να αποτινάξει, έστω και για λίγο, το «βεβαρημένο» χολιγουντιανό παρελθόν του και να παραδώσει ένα βίαιο αριστούργημα φεστιβαλικών προδιαγραφών μοιάζει υπερβολικά ερωτευμένη με τον εαυτό της για να κάνει τον κόπο να διερευνήσει περαιτέρω τα κίνητρα του Χέρολντ, πέρα από το απλουστευτικό αυτό πρώτο επίπεδο του συμβολισμού του και πίσω από το ανέκφραστο νέο προσωπείο που φορά ο χαρακτήρας του. Καθώς ο Χέρολντ εκμεταλλεύεται επιδέξια την ίδια τη γραφειοκρατία της φασιστικής μηχανής και χειραγωγεί εξίσου αξιωματικούς, κρατούμενους και απλούς στρατιώτες που πριν από λίγο βρίσκονταν στην ίδια θέση μ’ αυτόν, η ταινία δεν κάνει καμία προσπάθεια να ανακαλύψει έστω και μια υποψία αμφιβολίας και συναισθήματος μέσα του, πέφτοντας στην παγίδα να τον απεικονίσει με τον ίδιο μονοδιάστατο και στερεοτυπικό τρόπο με τον οποίο το Χόλιγουντ συχνά σκιαγραφεί το Ναζί κτήνος. Κι έχοντας εξασφαλίσει πρώτα τη συμπάθεια του κοινού για τον κυνηγημένο πρωταγωνιστή της, το αναγκάζει στη συνέχεια να έρθει αντιμέτωπο με τα ολοένα και πιο φρικώδη και σαδιστικά εγκλήματά του.

Το μήνυμά του είναι ξεκάθαρο, όμως ο Σβέντκε δεν χάνει ευκαιρία να το επαναλάβει με τη διακριτικότητα πολυβόλου: Καθώς μας βομβαρδίζει με τη μία –δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη, είναι αλήθεια– σοκαριστική σκηνή μετά την άλλη, μοιάζει να αντλεί κι ο ίδιος μια κάποια σαδιστική ευχαρίστηση από την οργιαστική παρέλαση βαναυσότητας και παραλογισμού, φορώντας κι αυτός περήφανα ως άλλοθι τη νέα του καλλιτεχνική ταυτότητα.

Προβολή της ταινίας ” ROMA ”, Δευτέρα 11/2/2019 στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Ρόμα

του Αλφόνσο Κουαρόν

Το αριστούργημα του Αλφόνσο Κουαρόν, μια επιστολή αγάπης και μνήμης στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν και την ταραγμένη χώρα, μέσα και έξω από τους τοίχους του σπιτιού του. Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Μετά το «Gravity» και τα Όσκαρ, ο (άλλος) σπουδαίος Μεξικανός αφιερώνει ένα αριστούργημα στο χρόνο, στις γυναίκες και στην πόλη του, γεμάτο από τις δικές του «ανοχύρωτες» αναμνήσεις.

Ένα δάπεδο από μεγάλες πλάκες: το νερό που το ξεπλένει έρχεται ορμητικό, χωρίς να βλέπουμε ούτε το πρόσωπο, ούτε τα χέρια που το ρίχνουν. Καθώς το νερό έρχεται και φεύγει, πάνω του καθρεφτίζεται, σε αντανάκλαση, ένα σπίτι, ένα μπαλκόνι, ένα κομμάτι ουρανού, ένα αεροπλάνο. Έρχεται και φεύγει. Ξανά.

Το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι μια ταινία ασπρόμαυρη κι αυτό το κείμενο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Οι αναμνήσεις του σκηνοθέτη από το Μέξικο Σίτι του ’71, από τη γειτονιά του που λεγόταν Ρόμα, αποτυπώνονται ως ανάμνηση, μ’ ένα απόλυτα εστέτ ύφος, σε μια νέα ερμηνεία του νεορεαλισμού. Ένα καινούριο σινεμασκόπ (ένα δικής του έμπνευσης 65mm), ψηφιακό και μοντέρνο. Χωρίς εντάσεις, χωρίς έντονα κοντράστ, με απαλό φως που όμως διαπερνά πρόσωπα και πράγματα. Είναι οι αναμνήσεις του κι οι γυναίκες που τις διαμόρφωσαν.

Σ’ ένα μεσοαστικό σπίτι τη «νέα» δεκαετία του ’70, η ζωή κυλά με τη φούρια της καθημερινότητας. Ο γιατρός μπαμπάς και η (με σπουδές βιοχημείας) οικοκυρά μαμά βιώνουν το χωρισμό τους, αλλά συγκαλυμμένα, μυστικά. Τα τέσσερα παιδιά και η γιαγιά αναπληρώνουν το θόρυβο, τις ταραχές και τα παιχνίδια. Όλα περνούν από τα χέρια κι από τα μάτια της Κλέο, της μιας από τις δυο υπηρέτριες του σπιτιού. Πιτσιρίκα κι η ίδια, στα πρόθυρα ενός αρραβώνα ίσως, φροντίζει για όλα και για όλους, παρηγορεί, αγκαλιάζει, φέρνει φαγητά, μαζεύει το τραπέζι και τα ρούχα, καθαρίζει, παρατηρεί. Κανείς δεν παρατηρεί την ίδια την Κλέο, παρά μόνο η κάμερα κι εμείς.

Για ώρα ο Κουαρόν ξεδιπλώνει την ταινία του υπερβολικά ήσυχα. Επίπεδα, ασήμαντα καθημερινά πράγματα σκεπάζουν μια ένταση που σιγά-σιγά, αδιόρατα αλλά καθηλωτικά, αυξάνεται με οικείες αφορμές. Η ετοιμόρροπη αυτοσυγκράτηση της Σοφία, της κυρίας του σπιτιού. Τα πείσματα των μικρών. Η αυλή που γεμίζει με τα κακά του σκύλου που δεν βγαίνει βόλτα: ποιος και πότε θα τα πατήσει; Κι ο φίλος της Κλέο, θα της δώσει ποτέ τη σημασία που αξίζει;

Για να συνδεθεί αυτή, η αδιόρατη, υπόγεια ένταση, σ’ ένα συναισθηματικό ποτάμι που θα οδηγήσει στο δεύτερο μέρος και στο φινάλε της ταινίας. Χωρίς υπερβολές, μόνο με αλήθεια. Για την αγαπημένη μεσοαστική τάξη που ποτέ δεν κοίταξε, πραγματικά, όσα συνέβαιναν γύρω της, πασχίζοντας να συντηρήσει τον τρόπο ζωής της χωρίς ανατροπές. Σαν το μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο που, ξεκάθαρα, δεν χωρά να περάσει από την πόρτα του γκαράζ του σπιτιού και τραυματίζεται κάθε φορά, σε μια πεισματική προσπάθεια. Σαν τα αεροπλάνα που ταξιδεύουν στον ουρανό και κανείς, ποτέ, δεν αναρωτιέται πού πηγαίνουν. Σαν τις αφίσες στους δρόμους που φωνάζουν εναντίον του Ετσεβερία, που κανείς δεν τις προσέχει, λίγες μέρες πριν τη σφαγή του Κόρπους Κρίστι που η οικογένεια θα δει, φυσικά, από το παράθυρο.

Αυτό το σχεδόν σιωπηλό (και γι’ αυτό εκκωφαντικό) πολιτικό σχόλιο, ο Κουαρόν το στολίζει απολαυστικά, με μια εκπληκτική αναπαράσταση εποχής, όχι νοσταλγική, αλλά γεμάτη ζωντάνια. Χωρίς κατηγορώ, μόνο με μια παραδοχή της ταξικής αδικίας και μεγάλα αποθέματα αγάπης. Με ποπ αναφορές, από το soundtrack του «Jesus Christ, Super Star» που ακούει η οικογένεια στη γιορτή των Χριστουγέννων, μέχρι την «Ασύλληπτη Απόδραση» του Λουί ντε Φινές που παίζει το σινεμά, μέχρι τη χαριτωμένη, αυτοαναφορική (ας του την επιτρέψουμε, οριακά), σκηνή που τόσο θυμίζει τον… Τζορτζ Κλούνεϊ και το «Gravity».

Ταυτόχρονα, αυτή είναι μια ταινία – ωδή στη γυναικεία φύση, τη δύναμή της, την αντοχή και την προσαρμοστικότητά της. «Ό,τι και να σου πουν, εμείς οι γυναίκες είμαστε πάντα μόνες,» θα βάλει ο Κουαρόν τη μία ηρωίδα του να λέει στην άλλη. Και γι’ αυτό, για να τιμήσει την καθοριστική μοναξιά τους, τους χτίζει ένα περήφανο μνημείο μ’ αυτή την ταινία.

Όπως όλοι οι σπουδαίοι σκηνοθέτες, έτσι κι ο Κουαρόν κάνει πάντα την ίδια ταινία, ασχολείται με διαφορετικές περιβολές των ίδιων σκέψεων, για τη μοναξιά του ανθρώπου μέσα στο σύνολο, για τα προσωπικά όρια και πώς μπορεί κανείς να τα υπερβεί. Το ίδιο κάνει και στο «Ρόμα», αλλά, αυτή τη φορά, με μεγάλη αυτογνωσία, ειλικρίνεια και ηρεμία. Και μια συγκινητική υπενθύμιση, ότι δεν χρειάζεται να κοιτάς τα αεροπλάνα στην αντανάκλασή τους στο δάπεδο, μπορείς απλώς να κοιτάξεις ψηλά, στον ουρανό.