ΙΣΤΟΧΩΡΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΔΡΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ,ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3, ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ ACCION MUTANTE, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ Ή ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Το πολυβραβευμένο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Τζώρτζη Γρηγοράκη, είναι μια δυνατή, μεστή ταινία που σκάβει σε βάθος στην ιστορία, τους χαρακτήρες και αποκαλύπτει μια μεγαλύτερη εικόνα που σε αφορά και σε ενδιαφέρει. 10 βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Με μια έντονη αίσθηση του τόπου αλλά και της γεωγραφίας των ανθρώπων που τον κατοικούν, η πρώτη μεγάλου μήκους του Τζώρτζη Γρηγοράκη «Digger», χτίζει μαζί το κοντινό πορτρέτο ενός πατέρα κι ενός γιου που προσπαθούν να βρουν ένα κοινό τόπο και να ξαναπιάσουν το νήμα μιας σχέσης που πριν από πολλά χρόνια κόπηκε απότομα.
Ο Βαγγέλης Μουρίκης κι ο Αργύρης Πανταζάρας (εξαιρετικοί και οι δυο στην αποτύπωση στην οθόνη, ανδρών που δυσκολεύονται να ανοιχτούν μα που οι ηθοποιοί που τους υποδύονται βρίσκουν τρόπους να σε κάνουν να κοιτάξεις βαθύτερα), συναντιούνται στη μέση ενός δάσους στη Βόρεια Ελλάδα, εκεί που ο ένας ζει κι όπου ο άλλος επιστρέφει μετά από χρόνια και μετά το θάνατο της μητέρας του. Ένα ορυχείο καταβροχθίζει την γη γύρω από το δάσος που ανήκει στον πατέρα κι εκείνος είναι από τους τελευταίους που αντιστέκονται στην επέλαση του. Ο γιος βλέπει την άρνηση του πατέρα του να πουλήσει το κτήμα του στην εταιρεία σαν μια κούφια πράξη ανόητης αντίστασης αλλά μένει εκεί ελπίζοντας να τον μεταπείσει.
Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης συνοψίζει τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο με ενδιαφέροντα και διακριτικό τρόπο, ο ένας καβαλάει και φροντίζει τη μηχανή του, ο άλλος, προτιμά τα άλογα, ο πατέρας μοιάζει ριζωμένος στη γη του σαν δέντρο, ο γιος θέλει να πετάξει μακριά σαν πουλί. Σκηνοθετημένο σχεδόν σαν ένα χαμηλότονο γουέστερν, σε ένα Ελντοράντο όπου κανείς εκτός από λίγους δεν πλουτίζει, το «Digger» δοκιμάζει να χαρτογραφήσει το ενδιάμεσο ανάμεσα στο «μικρό» ενός προσωπικού δράματος και το «μεγάλο» του περιβαλλοντικού μηνύματος σε μια ταινία που είναι τοποθετημένη σε μια μεγαλύτερη εικόνα που μπορείς ξεκάθαρα να δεις.
Και το καταφέρνει ακόμη κι αν το σενάριο επιστρέφει περισσότερες φορές από όσες χρειάζεται σε πράγματα που κάνουν ξεκάθαρο το αδιέξοδο των ανθρώπων του τόπου τον οποίο περιγράφει, και δεν βρίσκει πάντα την ιδανική ισορροπία στις διακυμάνσεις της σχέσης πατέρα και γιου. Κι ακόμη κι αν κατά στιγμές το φιλμ κοιτάζει τους ντόπιους με έναν τρόπο που μοιάζει βγαλμένος από μια λίγο διαφορετική ταινία, το ύψος του φιλμ έχει συνοχή, ταυτότητα και μια αφηγηματική γραμμή που έστω κι αν θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο τεταμένη, εξακολουθεί να σε ενδιαφέρει και να σε αφορά.
Το μιούζικαλ του Λεός Καράξ και των The Sparks, ένα τραγικό love story, ένα παράδοξο, μαγευτικό έπος για την αγάπη, το μίσος, τη διασημότητα και το femicide.
«Σταματήστε να με κοιτάτε!»
Πώς να το κάνεις αυτό σε μια ταινία τόσο όμορφη, ιδιοσυγκρασιακή, φαντασιακή, που σε κάθε σεκάνς της σου κόβει την ανάσα; Σχεδόν μια δεκαετία μετά το «Holy Motors», μετά από (παραδοσιακές, στο έργο του), καθυστερήσεις, μετά από πανδημίες και την επίσημη πρεμιέρα στις Κάννες και το βραβείο Σκηνοθεσίας, ο Λεός Καράξ επιστρέφει μ’ ένα κράμα σινεμά, αγάπης και οργής που θέτει, απ’ ευθείας, τον θεατή στο εδώλιο, αναγκάζοντάς τον να πάρει αποφάσεις για την κοσμοθεωρία του, την ώρα που μαγεύεται από ένα τραγικό love story.
Αυτή είναι η ιστορία του Χένρι ΜακΧένρι, ενός εριστικού, διανοούμενου, ανερχόμενου stand-up performer, υποβλητικού, κυνικού, οριακά επιθετικού, μιας σύγχρονης εικόνας του γοητευτικού, πολυπρισματικού «κακού». Και της Αν Ντεφρανού, μιας διάσημης σοπράνο, πανέμορφης, γαλήνιας, διαχρονικά θεϊκής. Οι δυο τους ερωτεύονται με πάθος, κάνουν ένα κοριτσάκι, την Ανέτ (η οποία, χωρίς εξήγηση αλλά και με εκπληκτική εξήγηση, είναι μια ξύλινη μαριονέτα) και καθώς τα οικογενειακά βάρη μεγαλώνουν και η φήμη των δυο τραβά αντίθετες κατευθύνσεις, εκείνης προς τον ουρανό, εκείνου προς την κόλαση, η σχέση τους αρχίζει ν’ αποσυντίθεται.
Ο Καράξ βάζει τον θεατή από την αρχή σε μια σύμβαση, σ’ ένα πλαίσιο ξεκάθαρα meta: στην αριστουργηματική έναρξη της ταινίας, που σε οδηγεί σε κλάματα χωρίς κανέναν άλλο λόγο παρά τα βαθύτερα ένστικτα της συνενοχής και της αγάπης, ο ίδιος και οι συντελεστές της ταινίας ετοιμάζονται για να μας αφηγηθούν το παραμύθι τους. Αυτό εδώ είναι ένα θέαμα, μαγικό κι υπερβατικό, καμία σχέση δεν έχει με τον ρεαλισμό, εκτός από τις ιδέες που θέλει να μεταφέρει: αυτές είναι πέρα για πέρα αληθινές.
Η έμφαση στην ταινία είναι στον ήχο. Όχι μόνο γιατί ο Καράξ, αντί για την «καρέκλα του σκηνοθέτη» κάθεται σε μια κονσόλα, όχι μόνο γιατί αυτή είναι μια από τις λίγες φορές που συνειδητοποιείς αυθόρμητα την αξία του ηχητικού μοντάζ μιας ταινίας, αλλά γιατί είναι ένα απόλυτο μιούζικαλ. Με τη μουσική και το σενάριο / λιμπρέτο γραμμένο από τους εκλεκτικούς Sparks, η κάθε λέξη, ο κάθε φθόγγος, η κάθε ανάσα, λέγονται μελωδικά, σ’ ένα ατονάλ σύνολο από το οποίο ξεχωρίζει μόνο ένα τραγούδι, το We Love Each Other so Much.
Ένα τραγουδιστό love story, θα μπορούσε κανείς να σταθεί μόνο εκεί και να θεωρήσει την «Annette» μια απλοϊκή ταινία σε πληθωρική φόρμα. Αλλά το conceptual παραμύθι στου Καράξ είναι τόσο πιο σύνθετο. Μέσα στο σύμπαν των ηρώων του, τις φουρτουνιασμένες θάλασσες, τις έρημες ακτές, το μπρουταλιστικό σπίτι και τον μαγικό κήπο όπου τα φυτά μοιάζουν να επεκτείνονται ασταμάτητα, καταγράφονται κάποια από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της δικής μας ιστορίας.
Με πάθος και μια μεγαλειώδη εικαστικότητα, η «Annette» θα μιλήσει για την εγκληματική αλαζονεία του καλλιτέχνη, την εύκολη συγχώρεση που παρέχει το κοινό στις αμαρτίες του, την ελαφρότητα της κριτικής και, ακόμα συγκλονιστικότερα, για τα femicides, το νέο κύμα δολοφονιών γυναικών από τους συντρόφους τους, βασισμένων σε ένα πατριαρχικό μοντέλο ανατροφής στο οποίο καλύτερο είναι εκείνη να μην τολμήσει ποτέ να είναι πιο ικανή, πιο πετυχημένη, πιο καλλιεργημένη, πιο…
Όσο η Μαριόν Κοτιγιάρ – με, ουσιαστικά, μόνο μία μεγάλη δική της σκηνή που αποδίδει εκπληκτικά – αξιοποιεί τη δική της, πραγματική φήμη και αίγλη για να ταυτοποιήσει την Αν, όσο ο Σάιμον Χέλμπεργκ κρατά ένα δεύτερο αλλά κομβικό ρόλο, που εναλλάσσει δεξιοτεχνικά το comic relief με το, σπάνιο, αίσθημα ευθύνης, είναι ο Ανταμ Ντράιβερ που ξεδιπλώνει μια τρομακτική δύναμη, μεταμορφώνεται σε πέντε διαφορετικά πλάσματα, σαρώνει την οθόνη με ζωϊκό μαγνητισμό, απέχθεια και τρυφερότητα, ένας ήρωας αντιπαθής κι εθιστικός, επικίνδυνος.
Η «Annette» απαντά μόνο σ’ όσους δεχτούν από την αρχή τις συμβάσεις που ζητά. Μπερδεμένη, μ’ ένα δεύτερο μέρος (των σόου της μικρής Ανέτ) που, αδικαιολόγητα, τείνει στην μπαναλιτέ, αποζημιώνει με το φινάλε της, από εκείνα που σε σημαδεύουν στο σινεμά και που θες να βλέπεις και να ξαναβλέπεις, για να είσαι σίγουρος ότι μπορείς, ότι τα κάνεις δικά σου, ότι βλέπεις την αλήθεια, ή ότι βλέπεις τις μάσκες τη στιγμή που αλλάζουν. «Σταματήστε να με κοιτάτε!», λέει ο performer Χένρι ΜακΧένρι: μόνο που, για μια φορά, δεν μπορείς να σταματήσεις, από την ομορφιά, από την αποκάλυψη ενός οράματος, από τη συνειδητοποίηση ότι το να κοιτάς είναι, τελικά, ο ρόλος σου.
Η πρώτη solo ταινία του Τζόελ Κοέν, η νέα διασκευή του Μάκβεθ του Σέξπιρ, είναι μια ταινία απόλυτα πρωτότυπη και, μαζί, απόλυτα συνυφασμένη με το θρύλο, αλλά και με το «κοενικό» σύμπαν.
Γιατί ο Τζόελ Κοέν να θέλει να κάνει μόνος του ταινία; Γιατί να θέλει να καταπιαστεί με τη μεγάλη τραγωδία του Σέξπιρ, την καταραμένη, πώς μπορεί να την κάνει δική του και, μάλιστα, κρατώντας στο ακέραιο το πρωτότυπο κείμενο, με τη βαριά, πυκνή, δαιδαλώδη, παλιά αγγλική γλώσσα που από μόνη της προκαλεί δέος; Και όμως, όλες οι απαντήσεις κι όλος ο θαυμασμός βρίσκονται στα 100 λεπτά ενός ασπρόμαυρου, πολυσύνθετου και απλούστατου έπους.
Ο Τζόελ Κοέν, λοιπόν, παρουσιάζει τον δικό του Μάκβεθ, την τραγωδία του, τόσο… τραγική που προσθέτει τη λέξη και στον τίτλο. Ο ήρωάς του, ο δεινός πολεμιστής κι έντιμος υποτελής του βασιλιά του, μεταμορφώνεται, με τη βοήθεια της Λαίδης του, σε αχόρταγο λάτρη της εξουσίας που, για να την εξασφαλίσει, σκορπίζει το θάνατο στους ανθρώπους που τίμησε και, τελικά, στον εαυτό του. Το κεντρικό ζευγάρι της ιστορίας είναι, εδώ, αρκετά πιο ανθρώπινο: φιλόδοξοι, εκείνος αρχικά κατακεραυνωμένος από τύψεις, εκείνη γεμάτη αγάπη για τον άνθρωπό της που θέλει να δει να φτάνει ψηλά. Ένα ζευγάρι δολοπλόκο, φονικό, αλλά, ταυτόχρονα, μονιασμένο, συντροφικό. Ο Κοέν δεν θέλει να χτίσει σύμβολα – θέλει να μιλήσει (και) για τα απανταχού καταστροφικά power couples, στις υψηλότερες βαθμίδες της σύγχρονης πολιτικής σκηνής, που τρεφόμενα από την αλαζονεία τους πνίγουν την κοινωνία τους στο ζόφο.
Για την αισθητική της ταινίας του, ο Κοέν δεν προδίδει το παρελθόν του. Ανέκαθεν geek του σινεμά, χρησιμοποιώντας το μεγαλείο του φωτογράφου Μπρουνό Ντελμπονέλ κι ένα εκπληκτικό σκηνογραφικό τμήμα, ξεδιπλώνει την κλασική φόρμα του εξπρεσιονισμού, γεμίζοντας τα πλάνα του σκιές, φυλακές, απειλές, αντιθέσεις, ήσυχο τρόμο. Ταυτόχρονα, όμως, λες σαν ένα φόρο τιμής στο σινεμά του Ορσον Γουελς, γυρίζει σε στούντιο, με σκηνικά που καμαρώνουν τη δισδιάστατη φύση τους, θεατρικά, «χειροποίητα» σαν ένα b-movie φτιαγμένο με πάθος.
Μέσα σ’ αυτό, ακριβώς, το εμφανώς κατασκευασμένο περιβάλλον, ο Κοέν επικεντρώνει μόνο, πάντα, στα πρόσωπα, στους διαλόγους και στις αλλεπάλληλες συντριβές τους. Ζωντανά, εκφραστικά πρόσωπα μέσα σ’ ένα «χάρτινο» σκηνικό, έχουν τη δυνατότητα ν’ ανασάνουν, να εκφραστούν, να δώσουν στο θεατή τη συγκέντρωση και το χρόνο που έχει ανάγκη, για να καταλάβει, να συνειδητοποιήσει, να συλλογιστεί το ανεπανάληπτο κείμενο: να νιώσει και να μην μπερδευτεί, ν’ ακούσει και, επιτέλους, ν’ αναλογιστεί.
Απόλυτα συντονισμένοι μ’ αυτή την επιλογή είναι οι ηθοποιοί του. Από τον Πόρτερ του Στίβεν Ρουτ που, στη μόνο μία, σχεδόν, σκηνή του, συμπυκνώνει το μαύρο κωμικό στοιχείο, την ειρωνεία και τον αγνό συναισθηματισμό της λαϊκής σοφίας, ως την απόκοσμη παρουσία της Κάθριν Χάντερ στο ρόλο και των τριών Μαγισσών, πλάσματα ανατριχιαστικά και καθηλωτικά όπως, ίσως, ποτέ δεν έχουν περάσει στην οθόνη ή στο θέατρο. Η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ κρατά τη Λαίδη της στο μεταίχμιο της κατίνας-νοικοκυράς και της μοιραίας ηγεμόνισσας, με τρόπο που στην αρχή μοιάζει «λίγος», αλλά προοδευτικά αναδεικνύει τη σημασία του. Όσο για τον Ντενζέλ Γουόσινγκτον, που με τρόπο θαυμαστό κάνει το σεξπιρικό λόγο δικό του χωρίς ν’ αλλάξει ίχνος από την αμερικανική προφορά του, δίνει μια ερμηνεία που θα μείνει στην Ιστορία – πρώτα ευάλωτος, ενοχικός, ευαίσθητος, σιγά-σιγά εγκλωβισμένος στις μακιαβελικές αποφάσεις του, μεθυσμένος από τη δύναμη της εξουσίας, κατεστραμμένος και καταστροφικός από τις ίδιες του τις επιλογές κι όλ’ αυτά με μια σπάνια φυσικότητα κι εσωτερικότητα.
Μια ταινία βασισμένη σ’ ένα κλασικό μύθο (για να μην πούμε και σε μια πραγματική, άλλωστε, προσωπικότητα), κατασκευασμένη έντεχνα αλλά με λατρεία στα b-movies, που μιλά για το τίμημα της ζωής και του θανάτου, για τη διαφθορά και την τιμωρία της. Σ’ ένα κόσμο όπου… fair is foul and foul is fair. Αυτό ήταν πάντα το σινεμά των αδελφών Κοέν κι αυτό είναι και τώρα, έστω με τον ένα μόνο στο τιμόνι, έστω ντυμένο με πορφύρα και με αίμα και με κορώνα στο κεφάλι.