https://www.facebook.com/events/722579422640007?active_tab=about
Birth Control
https://www.facebook.com/events/722579422640007?active_tab=about
Birth Control
Paris, 13th District
του Ζακ Οντιάρ
Ο Ζακ Οντιάρ καταθέτει μία ασπρόμαυρη ωδή στον έρωτα, την ευτυχία κι όλα όσα όλοι οι άνθρωποι ονειρευόμαστε – σε όποιο διαμέρισμα του Παρισιού, ή της Αθήνας κι αν κατοικούμε. Όχι απόλυτα άρτια ταινία, αλλά τόσο σαγηνευτικά όμορφη, τόσο περίεργα οικεία, τόσο σέξι.
Παρίσι, 13ο διαμέρισμα. Η Εμιλί, μία 25χρονη Κινέζα δεύτερης γενιάς, δεν έχει χρόνο για την άρρωστη με αλτσχάιμερ γιαγιά της – ζει τα νιάτα της έντονα. Πεισματάρα, αυθάδης, διεκδικητική, ασχολείται με περιστασιακές δουλειές κι ακόμα πιο περιστασιακούς έρωτες. Μέχρι που μπαίνει στο διαμέρισμά της ο νέος της συγκάτοικος, ο Καμίλ – ένας νεαρός καθηγητής που εκείνη ερωτεύεται, εκείνος όχι. Δε θέλει σχέση, μόνο one night stands. Μέχρι που στο γραφείο του μπαίνει η Νορά, μία 30χρονη φοιτήτρια που παράτησε τις σπουδές της εξαιτίας της ομοιότητάς της με την porn star Αμπερ – και η παρεξήγηση μετατράπηκε σε viral bullying.
Νέοι άνθρωποι, με ιστορίες που μπλέκονται, με ζωές που διασταυρώνονται, με κορμιά που αγγίζονται. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι εδώ ο Ζακ Οντιάρ («Ο Προφήτης», «Οι Αδελφοί Σίστερς», «Σώμα με Σώμα») δεν έχει πολιτική ατζέντα. Αλλά μήπως ο έρωτας, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η αναζήτηση της χαράς και το δικαίωμα στην ευτυχία είναι η πιο σημαντική επαναστατική πράξη τελικά;
Παρίσι, ερωτική πόλη. Ο Οντιάρ όμως δεν φωτίζει το τουριστικό, ρομαντικό Παρίσι. Η κάμερά του πλανιέται ανάμεσα στα κτίρια «Olympiades» (ο οποίος είναι και ο γαλλικός τίτλος της ταινίας), το συγκρότημα εργατικών κατοικιών στο 13ο διαμέρισμα, μία συνοικία που δεν καταγράφουν οι ταξιδιωτικοί κατάλογοι. Κι όμως. Με διευθυντή φωτογραφίας τον Πολ Γκιλόμ, ο φακός βουτά από τον νυχτερινό ουρανό, περνάει από ταράτσα σε ταράτσα, γλιστρά ανάμεσα σε μεσοτοιχίες και εκατοντάδες φωτισμένα παράθυρα – ήδη ερωτευμένος. Από την πρώτη σεκάνς. Ο Οντιάρ αποτυπώνει σε λαμπερό, λάγνο ασπρόμαυρο την ομορφιά της νύχτας, της νιότης, μιας ολόκληρης ζωής που έχουν οι ήρωες μπροστά τους.
Ιδιαίτερα αισθησιακός, σαρκικός, καλαίσθητα φιλήδονος, χαϊδεύει τα κορμιά των ηρώων του, καδράρει τα χείλη και τα πρόσωπά τους, φωτίζει το βλέμμα τους. Η πρόθεσή του είναι ξεκάθαρη: το επίκεντρο των κάδρων του δε θα έχει η ανέχεια, η ταξική πάλη, η δυσκολία της καθημερινότητας (αν και όλα βρίσκονται εκεί, μπροστά μας), αλλά το πόσο ίσοι είμαστε όλοι απέναντι στην ευαλωτότητα του έρωτα, στην ανασφάλεια της απόρριψης, στην περιέργεια της σεξουαλικότητας, στον τρόμο μην μείνουμε τελικά μόνοι.
Ο Οντιάρ αγαπά τους ήρωες, ακόμα κι αν τους παρουσιάζει τρωτούς, αφελείς ή και κακομαθημένους. Τους κοιτά ζεστά, δεν τους τιμωρεί, πρώτη φορά επιλέγει να χαρίσει μια κάθαρση γεμάτη φως, κι όχι σκοτάδι.
Ταυτόχρονα όμως, δεν καταφέρνει να δέσει όλες τις άκρες της ιστορίας σε μία γερή σεναριακή βάση. Να υπάρχει -έστω συναισθηματική- λογική στην εξέλιξη των ηρώων. Δεν πιστεύεις απόλυτα την κορύφωση της πλοκής, η ταινία ξεφεύγει από τον άξονά της. Όμως έχεις δει κάτι σαγηνευτικά όμορφο, περίεργα οικείο, αποπλανητικά σέξι.
Σαν έναν έρωτα που δεν είχε το τέλος που θα ήθελες, αλλά θα θυμάσαι για πάντα στιγμές του.
του Γιώργου Γούση
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιώργου Γούση είναι ένα road movie με προορισμό την καρδιά. 7 υποψηφιότητες για Βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Μια γυναίκα οδηγεί ταραγμένα στην κίνηση της Αθήνας. Στρίβει τελευταία στιγμή προς Κόρινθο, παίρνει αποφασιστικά το δρόμο προς την Πάτρα, μπαίνει σ’ ένα φέρι σιγοτραγουδώντας μελαγχολικά. Ενδιάμεσα, αμήχανα τηλέφωνα – στο παιδί της, στον άντρα της. Ερωτήσεις, δικαιολογίες, ενοχές. Αυτή είναι η Έλενα κι όπως εξηγεί στον Αντώνη, τον άγνωστο άντρα που διασώζει όταν το αυτοκίνητο του μένει στην έξοδο από το φέρι, δεν πάει κάπου συγκεκριμένα. Απλώς, έφυγε. Για πολύ, για λίγο, θα δει. Πήρε το σαραβαλάκι της, τον «Ζορζ», και ξέφυγε – από την Αθήνα, από τη δουλειά, από τη γερασμένη της αντανάκλαση.
Εκείνος, που πάει; Και τι είναι αυτό το μεταλλικό κουτί που κουβαλά; Όχι, δεν σοκάρεται που ο Αντώνης της εξομολογείται ότι αυτή είναι η θεία του, ή μάλλον τα λείψανα της που υποσχέθηκε ότι θα τα συνοδεύσει για την ταφή τους στο αγαπημένο της μέρος. Αντιθέτως, η Έλενα βρίσκει βάλσαμο σε αυτή την αποστολή. Ένα συγκινητικό προορισμό και μια περιπέτεια που θα τη βγάλει επιτέλους από το μυαλό της. Έτσι, οι τέσσερις τους, η Έλενα, ο Αντώνης, η θεία κι ο Ζορζ θα ξεκινήσουν μια διαδρομή, ένα ταξίδι δρόμου που οι άγνωστοι νιώθουν ασφαλείς να ανταλλάξουν τις πιο μύχιες σκέψεις τους, να εξομολογηθούν ανασφάλειες, να τολμήσουν μια τρέλα που βγάζει περισσότερο νόημα από την λογική πραγματικότητα που τους περιμένει στην επιστροφή.
Ο Γιώργος Γούσης, μετά τον πολυβραβευμένο «Χειροπαλαιστή» του, κάνει το ντεμπούτο του στην μεγάλου μήκους, με μία ταινία-έκπληξη. Εργαλειοποιεί το low-budget πλαίσιο της παραγωγής του, βρίσκει την ιδέα να το κάνει στιλ, φόρμα. Με τετράγωνο κάδρο και analog 80ς αισθητική, το ταξίδι της Έλενας και του Αντώνη βιώνεται ως γλυκιά ανάμνηση μουτζουρωμένη με κόκκο. Ένα home video διακοπών, ξεχασμένη βιντεοκασέτα στο πίσω ράφι της βιβλιοθήκης. Ένα καλά κρυμμένο μυστικό που η καρδιά δε χρειάζεται φτιασίδια για να το νιώσει δικό της. Και να το κουβαλάει για πάντα στο μεταλλικό κουτί της.
Ο Γούσης μπαίνει κι αυτός στον Ζορζ, χωρίς να τον ενδιαφέρει πραγματικά ο προορισμός. Αλλά με αυτοπεποίθηση οδηγού, που αν τον εμπιστευτείς, θα σε πάει μια αξέχαστη βόλτα – έξω από τις γραμμές του χάρτη. Άλλοτε επιτρέπει στα χειμερινά, υγρά, άγρια τοπία να τρέχουν κι άλλοτε σταματά καδράροντας από διακριτική απόσταση τους ήρωες του, κινηματογραφώντας τη μη-δράση, τις κλεμμένες στιγμές, τις αμηχανίες, τους αληθινούς διαλόγους ανθρώπων που αποφασίζουν να είναι αληθινοί.
Είναι σημαντικό ότι συνυπογράφει το σενάριο με τους δύο ηθοποιούς του, επιτρέποντας τους να σμιλεύουν τους χαρακτήρες τους μέσα από αυτοσχεδιασμούς, αυθορμητισμό, τόλμη. Η Έλενα Τοπαλίδου αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά ένα εξωγήινο δώρο. Εκφραστική, χειμαρρώδης, τυπάρα. Μια καλλιτέχνης που φορά τα μαύρα γυαλιά της, αλλά δεν κρύβει την μονίμως τεντωμένη ευαισθησία της. Ατρόμητη, βουτά στο παιχνίδι του αυτοσχεδιασμού, αλλά το πιο μαγικό της ταλέντο είναι ότι η τρέλα της είναι αναγνωρίσιμη, οικεία, δική σου. Αν ποτέ τολμούσες κι εσύ να βουτήξεις στην αλήθεια σου χωρίς δίχτυ προστασίας. Η Τοπαλίδου είναι γυναικάρα και ταυτόχρονα το παιδί που ξέχασες να είσαι – σιγοτραγουδά μέσα στον Ζορζ τραγούδια που σε πάνε πίσω και στο θυμίζουν, ξεστομίζει ειλικρίνειες που ένας ενήλικας πια δεν μπορεί. Κι έτσι η «Έλενα» της θα μείνει άγνωστη, αλλά όχι σχήμα. Της έχει δώσει ψυχή, ταυτότητα κι έναν τηλεφωνικό μονόλογο που δεν θα ξεχάσεις ποτέ.
Αλλά έχει και άξιο συνοδηγό. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος παίζει με τις αντιθέσεις – ημιάγριο παρουσιαστικό, στιβαρή αρσενική φιγούρα, γλυκό βλέμμα, νατουραλιστική ευγένεια, συνεσταλμένη τρυφερότητα. Ένας άντρας που χαλαρώνει σταδιακά, επιφυλακτικά στην φλύαρη οικειότητα μιας γυναίκας, αλλά την κοιτά μαγεμένος, με κλεφτά λαμπερά βλέμματα έκπληξης και παραδοχής. Κι όταν χαλαρώνει, θα χορέψει κι εκείνος – σαν να μην υπάρχει κόσμος γύρω του. Ούτε ο «Αντώνης» θα μας ανοίξει ποτέ όλα τα χαρτιά του. Δε χρειάζεται. Η μοναξιά του πάλλεται.
Ο Γούσης έχει φτιάξει μια «μικρή» ταινία, ναι. Όμως το road movie δυο ανθρώπων που θα κουβαλήσουν με χαρά ένα μεταλλικό φορτίο για να αποτινάξουν το πραγματικό φορτίο από τις μεσήλικες πλάτες τους, μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει μέσα σου. Χαμογελάς, δεν νιώθεις μόνος. Οι άνθρωποι είμαστε μαγνητικά πεδία και κολλάμε ο ένας στον άλλον – με προσμονή ή εντελώς τυχαία, αταίριαστα ή ταιριαστά, για λίγο ή για πάντα.
https://youtu.be/g3-V-i9dWcA
https://youtu.be/_x3rq_Q6vJE