Category Archives: Κατάληψη Βύρωνος 3

Προβολή της ταινίας ”SHOPLIFTERS”, Δευτέρα 15/7/2019, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Κλέφτες Καταστημάτων

Shoplifters

του Χιροκάζου Κόρε-Εντα

Με μία ψιθυριστή, μικρή ταινία με τεράστια καρδιά, ο Ιάπωνας ουμανιστής σκηνοθέτης παρουσιάζει μία άλλη όψη των κλεμμένων στιγμών στη ζωή και στο σινεμά. Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Κανών, επίσημη υποβολή της Ιαπωνίας για τα Όσκαρ.

Ένα παγερό χειμωνιάτικο βράδυ ο Οσάμου με τον μικρό του γιο Σότα μπαίνουν στο τοπικό σούπερ μάρκετ για να ακολουθήσουν τη συνηθισμένη τους ρουτίνα. Να κλέψουν τις προμήθειες της μέρας – ήρεμα, αποφασιστικά, χορογραφημένα. Στο δρόμο για το σπίτι όμως (μία παράγκα σε φτωχική συνοικία του Τόκιο) περνούν από τις εργατικές κατοικίες, όπου στο μπαλκόνι συναντούν το ίδιο θέαμα όπως κάθε βράδυ: ένα τετράχρονο κοριτσάκι που οι γονείς του το αφήνουν μόνο του έξω στο κρύο. Ο χαμογελαστός Οσάμου παίρνει το παιδί μαζί του, προς έκπληξη της γυναίκας, της γιαγιάς και της νύφης του: αντέχουν να ταΐσουν άλλο ένα στόμα; Όταν όμως βλέπουν τα σημάδια κακοποίησης στο σώμα του κοριτσιού, δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη. Η μικρή Ριν (της καίνε τα παλιά της ρούχα, την κουρεύουν, της δίνουν νέο όνομα και νέα ευκαιρία στη ζωή) γίνεται μέλος της οικογένειάς τους. Μίας οικογένειας τυχοδιωκτών, όπου κανείς δεν είναι αθώος. Όλοι εξαπατούν, κλέβουν, κερδίζουν πονηρά κι άνομα τα προς το ζην για να συμπληρώσουν το πενιχρό ημερομίσθιο του εργάτη πατέρα και της μαγείρισσας μάνας. Κανείς όμως δε θεωρεί ό,τι κάνουν «κλοπή». Ούτε στην περίπτωση του μικρού κοριτσιού. Όλα είναι θέμα επιβίωσης.

Από το «Nobody Knows» (2004) και το «Πατέρας και Γιος» (2013) μέχρι το «Οur Little Sister» (2015) και το «The Third Murder» (2017) είναι πραγματικά αφοπλιστικό πώς ο Χιροκάζου Κόρε-Εντα καταφέρνει να υφαίνει τέτοιες ιστορίες κάθε φορά. Τόσο σύνθετες στην κοινωνική τους παρατήρηση και σκέψη (τι θεωρούμε καλό ή κακό, ένοχο ή αθώο) και τόσο προσιτές, ζεστές κι άμεσες στην επικοινωνία τους. Να αποτυπώνουν τόσο ειλικρινά την παραβατική διάσταση των ηρώων τους και, ταυτόχρονα, οι ζωές τους να γίνονται τόσο τρυφερά και φιλόστοργα δικές μας.

Ο Κόρε-Εντα δε φωνάζει τα μηνύματά του, τα ψιθυρίζει. Η κατανόηση, η καλοσύνη κι ανθρωπισμός του στέκονται ακλόνητα όσο πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Σχεδόν ως πολιτική στάση και δήλωση. Περισσότερο όμως σαν μία ζεστή κουβερτούλα που σε σκεπάζει καθησυχαστικά στο τέλος μίας δύσκολης, αποκαρδιωτικής μέρας: ο κόσμος είναι σκληρός κι άδικος, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς βρει το δικό του δρόμο, να δημιουργήσει τη δική του εναλλακτική οικογένεια, να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του Κόρε-Εντα όμως είναι ότι κλονίζει τις χρόνια εδραιωμένες προκαταλήψεις του θεατή. Τούς ξέρουμε αυτούς τους «Κλέφτες Καταστημάτων». Τις ξέρουμε αυτές τις κουτοπόνηρες γιαγιάδες, τις καπάτσες μανάδες, του μπαμπάδες αρχηγούς της συμμορίας, τα καλοκουρδισμένα ζητιανάκια παιδιά τους. Έχουμε σαφέστατη εικόνα, άποψη και στερεότυπα για αυτούς. Κι όμως, ο ουμανιστής Ιάπωνας σκηνοθέτης, χωρίς να χαρίζεται στους ένοχους ήρωές του, χωρίς τον παραμικρό μελοδραματισμό ή αθώωση, καταφέρνει, με απαλότητα και ευαισθησία, να ροκανίσει τις πεποιθήσεις μας, να μάς κάνει να αμφιβάλλουμε.

Ανοίγοντας την πόρτα της παράγκας, ανοίγει κι ο διάλογος. Τι είναι παραβατικό, τι νόμιμο και τι ηθικό τελικά; Ποιον πετάμε στο περιθώριο, ποιον φυλακίζουμε και σε ποιον επιτρέπουμε να ζει ατιμώρητος; Πώς μπορείς να είναι κανείς ηθικός, σ’ έναν ανήθικο κόσμο;

Πάνω από όλα, ο Κόρε-Εντα εξετάζει την οικογένεια – την πρώτη μικροκοινωνία που μας μαθαίνει το καλό από το κακό, την αγάπη και το φθόνο, μάς δίνει ταυτότητα και βηματισμό στην υπόλοιπη ζωή μας. Απέναντι σε μία παγωμένη κοινωνία νόμου και τάξης, οι «Κλέφτες Καταστημάτων» του μοιάζουν χαοτικά ευτυχισμένοι, πλημμυρισμένοι από ζεστασιά κι αγάπη. Η εικόνα της γιαγιάς να κοιτάει την οικογένειά της να παίζει στη θάλασσα και να λέει ένα «ευχαριστώ», έτσι, μόνη της, στον άνεμο, θα μείνει μαζί μας για καιρό…

Με εξαιρετικές, νατουραλιστικές ερμηνείες από μικρούς και μεγάλους (με αποκορύφωση τις σπαραχτικές στιγμές της «μάνας» Αντο Σακούρα) και μία συλλογή από «κλεμμένες» μικροστιγμές (η ερωτική σκηνή είναι υποδειγματικά γυρισμένη), μία μικρή ταινία με μεγάλη καρδιά κλέβει τις εντυπώσεις, κλέβει και τη συγκίνησή μας.

Προβολή της ταινίας ”LA NOCHE DE 12 AÑOS (A TWELVE-YEAR NIGHT)”, Δευτέρα 8/7/2019, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

H Ουρουγουάη βρίσκεται υπό στρατιωτικό καθεστώς. Τα μέλη της ομάδας ανταρτών «Τουπαμάρος» έχουν ήδη συλληφθεί και βρίσκονται στη φυλακή. Τη νύχτα της 7ης Σεπτεμβρίου του 1973, εννιά κρατούμενοι από αυτούς θα μεταφερθούν μυστικά σε άλλη φυλακή, θα γίνουν όμηροι της χούντας και θα περάσουν 12 βασανιστικά χρόνια στη φυλακή.

Ο Μουχίκα κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρόεδρος, επέμενε να μένει στη φάρμα του και όχι στο προεδρικό μέγαρο, να δωρίζει το 90% του μισθού του σε φιλανθρωπίες, να κυκλοφορεί με ένα σκαραβαίο-σαραβαλάκι και να περιμένει στην ουρά με τους υπόλοιπους πολίτες όταν αρρώσταινε. Πρόκειται λοιπόν για μια μεγάλη και εξαιρετικά αγαπητή προσωπικότητα που θαυμάζεται όχι μόνο από τη χώρα του αλλά και από όλον τον πλανήτη. Εδώ λοιπόν σε αυτήν την ταινία, θα δούμε όσα υπέμεινε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του , αυτός και οι σύντροφοί του (μέλη του αντάρτικου κινήματος Τουπαμάρος) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Είναι μια ιστορία συγκλονιστική, ύμνος την ανθρώπινη δύναμη, στην ανθρώπινη θέληση.

Ένα ιστορικό δράμα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα που συγκλόνισαν την Ουρουγουάη. Στην ταινία θα δούμε την ιστορία των τριών κρατουμένων από τους εννέα. Η επιλογή δεν είναι τυχαία φυσικά, αφού πρόκειται για σημαντικές προσωπικότητες της χώρας, ανάμεσά τους και ο Χοσέ Μουχίκα, κατοπινός πρόεδρος της Ουρουγουάης, γνωστός και ως «ο φτωχότερος πρόεδρος στον κόσμο».

«Los únicos derrotados son los que bajan los brazos, los que dejan de luchar»
Aυτή η φράση, την οποία του λέει κάποια στιγμή η μητέρα του στην ταινία, είναι και το κεντρικό νόημα, το «ηθικό δίδαγμα» αν θέλετε. Ότι δηλαδή, οι μοναδικοί ηττημένοι είναι αυτοί που παραιτούνται. Αυτοί που σταματούν να μάχονται.

Η σκηνοθεσία και το σενάριο είναι του Álvaro Brechner. Πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά από όλες τις απόψεις. Δεν είναι μόνο το ίδιο το story, που είναι από μόνο του πολύ δυνατό έτσι κι αλλιώς, είναι και ότι το απέδωσε μοναδικά ο Brechner και σεναριακά και σκηνοθετικά. Είναι μία από τις καλύτερες ταινίες που είδα τελευταία.

Οι ερμηνείες συγκλονιστικές από τους ηθοποιούς Antonio de la Torre,Chino Darín,Alfonso Tort, που είναι να απορεί κανείς για το πόσα μπορεί να τράβηξαν για τα γυρίσματα αυτής ταινίας. Η μουσική του Federico Jusid επίσης δυνατή, άκρως συγκινητική και φυσικά ξεχωρίζει η διασκευή του πασίγνωστου τραγουδιού «The sound of silence» με τη φωνή της Silvia Pérez Cruz, που σου σηκώνει την τρίχα.

Προβολή της ταινίας ” DO THE RIGHT THING ”, Δευτέρα 1/7/2019, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

«Do the Right Thing» του Σπάικ Λι

Επειδή μερικά από τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή ενός ανθρώπου ξεκινούν και τελειώνουν με το καλοκαίρι, για κάθε μέρα του Ιουλίου θυμόμαστε τις ταινίες που δεν ξεχάστηκαν με τον ερχομό του φθινοπώρου.

«Λοιπόν, κύριοι, έτσι που το βλέπω, αν αυτός ο ζεστός καιρός συνεχίσει, θα λιώσει τους Πόλους και όλον τον κόσμο. Και τα μέρη του πλανήτη που δεν είναι ήδη καλυμμένα με νερό θα γεμίσουν αίμα…»

Στο Μπέντφορντ Στάιβεσαντ του Μπρούκλιν δεν χρειάζεται να ζήσεις τη πιο ζεστή μέρα του χρόνου για να καταλάβεις πως όλη η γειτονιά μοιάζει με ένα καζάνι που βράζει.

Το λέει και ο Mister Señor Love Daddy στο ραδιόφωνο: «Έχω μια πρόγνωση για εσάς και είναι hot και το χρώμα της ημέρας είναι μαύρο». Το βλέπεις και στους δρόμους όπου τα παιδιά σπάνε τους πυροσβεστικούς κρουνούς για να δροσιστούν και να παίξουν με το νερό. Το μυρίζεις στην ένταση που επικρατεί κάθε φορά που ο Μούκι προσπαθεί να κάνει το σωστό, μπερδεμένος ανάμεσα στα χρήματα που χρειάζεται για να συντηρεί το γιο του και την ταπείνωση του να δουλεύει για έναν λευκό που αρνείται να δεχθεί πως πλέον αποτελεί μειοψηφία.

Ο καύσωνας όμως είναι αμείλικτος και κανένα ντους ψυχραιμίας δεν είναι ικανό να δροσίσει το μίσος που ρέει καυτό σαν τον ιδρώτα. Και η θερμοκρασία ανεβαίνει κάθε φορά που το «Fight the Power» των Public Enemy ακούγεται στο boombox του Radio Raheem, κάθε φορά που η αστυνομία έρχεται για να επιβάλλει την τάξη, κάθε φορά που ο Μούκι (σε μια από τις ωραιότερες σκηνές σεξ στην ιστορία του σινεμά) απλώνει παγάκια στο καυτό κορμί της Tίνα.

«Δεν είναι ποτέ πολύ ζεστά ή πολύ κρύα για να γαμήσεις», θα πει κάποια στιγμή ο Sweet Dick Willie. Και θα έχει δίκιο. Γιατί όταν ο ήλιος είναι τόσο καυτός, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τον χρησιμοποιήσεις για άλλοθι.

Ο,τι θα συμβεί στο για πολλούς επικίνδυνο – εν έτει 1989 – φινάλε του «Do the Right Thing» είναι απλά ό,τι συμβαίνει όταν δεν αντέχεις πια. Όταν με κάποιο τρόπο πρέπει να αντιδράσεις σε μια ιστορική συνέχεια που κουβαλάς πάνω σου σαν ζεστό ρούχο ενώ έξω έχει καύσωνα. Όταν είσαι πια σίγουρος πως η μοναδική ελπίδα για να αλλάξει ο κόσμος είναι να γίνεις εσύ ο περιστασιακός ήρωας μιας επανάστασης που θα ολοκληρώσει την πιο καυτή μέρα ενός καλοκαιριού σαν όλα τα άλλα.

Το ότι ο Σπάικ Λι, στα 32 του χρόνια, γύρισε ένα αριστούργημα για ένα μίσος που κρατάει ακόμη γερά ακόμη και σήμερα, θα ήταν απλά ένα επίτευγμα. Το γεγονός πως το έκανε με την οργή ενός παιδιού της γειτονιάς, ρίχνοντας εκτυφλωτικό φως σε μια γωνιά του κόσμου που δεν θα περνούσες ούτε απ’ έξω, είναι ο λόγος για τον οποίο – ακόμη και μετά από πολλά κινηματογραφικά ατοπήματα – μπορεί να μείνει για πάντα στην ιστορία του σινεμά. Με ένα κεφάλαιο που αναδύει σε κάθε του φιλμικό πόρο την πυρακτωμένη ανάγκη για συνύπαρξη και ανοχή.

Και αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί παρά εκείνη την ημέρα που για πολλούς θα παραμείνει η πιο ζεστή που έζησαν ποτέ.