Category Archives: Κατάληψη Βύρωνος 3

Αντιφασιστική συγκέντρωση – πορεία, 5 χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, 18/9/2018, Καβάλα

ΤΡΙΤΗ 18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 2018

5 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΦΥΣΣΑ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΔΕ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ

Περίπου 80 αντιφασίστες / αντιφασίστριες από Καβάλα, συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι στις 19:00 το απόγευμα, στο κάλεσμα για τα 5 χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Στήθηκε μικροφωνική, μοιράστηκε κείμενο και μετά από μία ώρα ξεκίνησε η αντιφασιστική πορεία. Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης, ασφαλίτες περνούσαν διαρκώς τσεκάροντας τον κόσμο που βρισκόταν στο λιμάνι.

Η πορεία πέρασε μπροστά από γνωστό ξενοδοχείο της πόλης (Galaxy), το οποίο φιλοξενεί τακτικά τις εκδηλώσεις των ασπόνδυλων, φωνάζοντας συνθήματα και πετώντας τρικάκια. Στη συνέχεια, πέρασε κάτω από τα γραφεία της χρυσής αυγής, τα οποία φυλούσαν, όπως ήταν αναμενόμενο,οι μπάτσοι, οι οποίοι προκαλούσαν τους αντιφασίστες/στριες με τη συμπεριφορά τους, με το δήθεν νταηλίκι τους! Την πορεία ακολούθησαν δύο διμοιρίες περίπου μέχρι το τέλος της, λίγο πριν την κατάληψη Βύρωνος 3.

ΜΠΑΤΣΟΙ ΚΑΙ ΝΑΖΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΜΑΓΑΖΙ

Το κείμενο που μοιράστηκε:

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΦΥΣΣΑΣ ΖΕΙ, ΤΣΑΚΙΖΟΥΜΕ ΝΑΖΙ

Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013 δολοφονείται ο Παύλος Φύσσας από τον φασίστα της Χ.Α Γεώργιο Ρουπακιά και το τάγμα εφόδου της Νίκαιας. Μια δολοφονία που φρέναρε την ανεξέλεγκτη δράση της Χ.Α. στους δρόμους της Ελλάδας και σταμάτησε προσωρινά την ρατσιστική και μισαλλόδοξη δράση των γνήσιων υπηρετών του κεφαλαίου και των εφοπλιστών.

Οι τότε κυβερνώντες της ΝΔΠΑΣΟΚ, σε μια απέλπιδη προσπάθεια να αναχαιτίσουν την κοινωνική οργή, συλλαμβάνουν την ηγεσία της ναζιστικής συμμορίας. Μια αντιφασιστική οργή που απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και εκφράστηκε μέσα από τεράστιες διαδηλώσεις και ατέλειωτες συγκρούσεις. Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε η κυβέρνηση της “αριστεράς” που ακολούθησε την ίδια λογική, αυτή της λιτότητας και των μνημονίων. Μόνο που με τη στάση και τις πολιτικές της επιλογές, η νέα τότε συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖ(Α)ΝΕΛ, λειτούργησε περισσότερο ως πλυντήριο άφεσης αμαρτιών των προηγούμενων κυβερνήσεων, ενώ παράλληλα ενίσχυσε τη θεωρεία των δύο άκρων θέτοντας τον εαυτό της ως σωτήρα και θεμελιωτή της δημοκρατικής ομαλότητας. Αποτέλεσμα, 3 χρόνια μετά η δίκη συνεχίζεται, με όλα τα μέλη της Χ.Α. να είναι εκτός φυλακής και τον Παύλο στο χώμα.

Στη συνέχεια, το “Μακεδονικό Ζήτημα” θα δώσει την πάσα στον φασιστικό παροξυσμό, που ξαναβγάζει τα τάγματα εφόδου στους δρόμους και με ορμητήριο τα μακεδονικά συλλαλητήρια επιτίθεται ξανά σε καταλήψεις, κοινωνικούς χώρους, πρόσφυγες αλλά και σε όποιον δεν αρμόζει στα χαρακτηριστικά του νέου δήθενακομμάτιστου” χριστιανοταλιμπάν πατριώτη. Ο αγνός “πατριωτικός” αγώνας θα λειτουργήσει σαν βιτρίνα με τη βοήθεια και τις ευλογίες των πολιτιστικών συλλόγων και της εκκλησίας. Ενώ από πίσω φασιστικές γκρούπες, πατριωτικοί σύλλογοι, ακροδεξιά χουλιγκάνια και παραχριστιανικές οργανώσεις θα διαμορφώσουν το νέο εθνικιστικό οχετό. Φυσικά, από όλο αυτό δε γίνεται να λείπουν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Με τη φιλελεύθερη ψηφοθηρική τους πολιτική και την ακροδεξιά ατζέντα, η αντιπολίτευση θα κλείσει πολλές φορές το μάτι στους σύγχρονους δωσίλογους των ταγμάτων εφόδου, νομιμοποιώντας την παρουσία τους στον δρόμο.

Ξέρουμε πως όλος αυτός ο θίασος της εθνικιστικής σήψης είναι αναγκαίος για τη διατήρηση του αστικού κράτους. Ξέρουμε ότι οι φασιστικές γκρούπες και η ναζιστική συμμορία της Χ.Α. προστατεύεται τόσο από τη δικαστική όσο και από την εκτελεστική εξουσία. Άλλωστε, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα από τη δίκη της Χ.Α. αποδεικνύεται πως οι μπάτσοι, όχι μόνο ήταν παρόντες στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, άλλα θα μπορούσαν να την είχαν αποτρέψει. Αντί αυτού, με τις κινήσεις τους κατεύθυναν το τάγμα εφόδου της Νίκαιας οδηγώντας το απευθείας πάνω στον Παύλο. Ο κατασταλτικός μηχανισμός κάνει τα στραβά μάτια σε κάθε φασιστική επίθεση, είτε προστατεύοντας τους φασίστες, είτε μαγειρεύοντας δικογραφίες. Το ξέρουμε καλά, από πρώτο χέρι.

Ως αντιφασιστικό κίνημα, καλούμαστε να αντισταθούμε σε αυτόν τον εθνικιστικό συρφετό. Να υπερασπιστούμε τους χώρους ελευθερίας κόβοντας τα χέρια των φασιστών από την ρίζα. Να εξαλείψουμε τον εθνικισμό στα σχολεία και στους χώρους εργασίας μας, στα στέκια και στις γειτονιές μας. Η ημέρα δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, είναι μέρα μνήμης και αντίστασης. Είναι η συνέχεια ενός αδιάκοπου αγώνα για μια κοινωνία χωρίς ιεραρχίες, μίσος, διακρίσεις και ρατσισμό. Για μια αυτοοργανωμένη κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης.

ΚΑΜΙΑ ΣΠΙΘΑΜΗ ΓΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΆΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΑΓΩΝΑ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΑΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΠΌ ΤΙΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΖΕΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

αυτόνομο στέκι Καβάλας

κατάληψη Βύρωνος

Προβολή της ταινίας ‘SOUND OF NOISE’, Δευτέρα 13/8/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

 


Το Sound of noise είναι μια Σουηδική ‘εγκληματική κωμωδία’ του 2010 από τον Ola Simonsson και τον Johannes Stjärne Nilsson. Είναι η ιστορία μιας ομάδας μουσικών που κάνουν τρομοκρατική επίθεση σε μια πόλη, εκτελώντας μουσική σε αντικείμενα στα διάφορα ιδρύματα της πόλης. Η ταινία αποτελεί συνέχεια της ταινίας Μιούζικαλ για ένα Διαμέρισμα και Έξι Τραγουδιστές του 2001, η οποία έγινε από τους ίδιους ανθρώπους και ακολούθησε την ίδια ιδέα. Ο τίτλος προέρχεται από το Ιταλικό φουτουριστικό μανιφέστο του 1913 Luigi Russolo «Η Τέχνη των Θορύβων

Ο αστυνομικός Amadeus Warnebring γεννήθηκε σε μια μουσική οικογένεια με μακρά ιστορία διάσημων μουσικών. Κατά ειρωνικό τρόπο, μισεί τη μουσική. Η ζωή του ρίχνεται σε χάος όταν μια μπάντα τρελών μουσικών αποφασίζει να εκτελέσει μια μουσική αποκάλυψη χρησιμοποιώντας την πόλη ως την ορχήστρα τους … Αδικαιολόγητα, ο Warnebring ξεκινά την πρώτη του μουσική έρευνα.

Προβολή της ταινίας ”ISLE OF DOGS”, Δευτέρα 6/8/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

 

Το Νησί των Σκύλων

Isle of Dogs

του Γουές Αντερσον

Το νέο stop-motion animation του Γουές Αντερσον – ένα απολαυστικό, πανέμορφο και καυστικά πολιτικό σχόλιο πάνω στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και τα κατοικίδια της ζωής μας. Αργυρή Αρκτος Σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.

Η πρώτη stop motion ταινία του Γουές Αντερσον είχε ως βασικό ήρωα μια αλεπού και η δεύτερη την πιο αξιαγάπητη αγέλη σκύλων που είδαμε ποτέ στο σινεμά, σε ένα φιλμ που είναι τόσο γεμάτο από ομορφιά αλλά και σκληρότητα, υπέροχους χαρακτήρες, απολαυστικές λεπτομέρειες αλλά και πολιτικό μήνυμα. Η ιστορία του ξεκινά πίσω στην εποχή των σαμουράι με έναν πρόλογο που μιλά για το προαιώνιο μίσος της δυναστείας των Κομπαγιάσι για τους σκύλους, πριν μεταφερθεί είκοσι χρόνια στο μέλλον, στην πόλη του Μεγκασίτι, στην οποία μια επιδημία γρίπης των σκύλων έχει «αναγκάσει» τον δήμαρχο Κομπαγιάσι να εξορίσει όλα τα σκυλιά σε ένα γειτονικό νησί-σκουπιδότοπο.

Και είναι εκεί όπου ο μακρινός ανιψιός του, Ατάρι Κομπαγιάσι, θα προσγειωθεί ψάχνοντας τον αγαπημένο σκύλο-σωματοφύλακά του Βούλες, ο οποίος ήταν ο πρώτος που εκδιώχθηκε από την πόλη στο νησί. Με την βοήθεια μιας αγέλης σκυλιών που όλα ήταν κάποτε κατοικίδια εκτός από τον αδέσποτο Αρχηγό, θα διασχίσει το μήκος αυτού του τόπου εξορίας μέχρις ότου να ανακαλύψει τι συνέβη στον σκύλο του, σε ένα ταξίδι που είναι προφανώς κυριολεκτικό όσο και μεταφορικό, γεμάτο περιπέτεια και επίπεδα αυτογνωσίας.

Τοποθετημένο σε μια ρετροφουτουριστική Ιαπωνία για λόγους που έχουν να κάνουν μόνο με την αγάπη του Αντερσον και της ομάδας των συνεργατών του (οι Ρόμαν Κόπολα Τζέισον Συόρτσμαν και Κουνίτσι Νομούρα που έγραψαν μαζί του το σενάριο) για το γιαπωνέζικο σινεμά, από τον Κουροσάουα έως τον Μιγιαζάκι, τις φουτουριστικές ταινίες και φυσικά τα σκυλιά, το «Isle of Dogs» είναι ένα σκυλο-μεζεδάκι για τα μάτια, μια σειρά από υπέροχα ταμπλό βιβάν γεμάτα από τόσες πολλές λεπτομέρειες που σε κάνουν να αδημονείς για την στιγμή που θα το ξαναδείς, ή για εκείνη που θα το μελετήσεις προσεκτικά πατώντας ξανά και ξανά το pause.

Μα είναι η ιστορία του, γεμάτη αξιολάτρευτα ιδιαίτερους ήρωές και βασισμένη σε μια γνώριμη μα εντελώς απολαυστική διαδρομή φιλίας και θριάμβου του μικρού, του αδύνατου, του παραμελημένου που σε κάνει να ταυτιστείς και να αγαπήσεις το φιλμ ακόμη περισσότερο. Γιατί το «Isle of Dogs» ακόμη κι αν έχει ως πιο θετικούς από τους ανθρώπινους ήρωές του, τον 12χρον Ατάρι και μια Αμερικανίδα μαθήτρια ενός ιαπωνικού σχολείου δεν είναι προφανώς μια ταινία για παιδιά.

Πίσω από την εξιστόρηση αυτού του ταξιδιού προς την αμοιβαία εμπιστοσύνη, την βαθιά φιλία και την αγάπη, υπάρχει μια κάθε άλλο παρά κρυμμένη πολιτική παραβολή για τους κινδύνους της απόλυτης εξουσίας, τον φασισμό, την ρητορική της εθνικής καθαρότητας, την καταπίεση της διαφορετικότητας, ακόμη και το μεταναστευτικό.

Ομως ακόμη κι αν μιλά για τόσα πολλά και τόσα σοβαρά, ίσως η μόνη στιγμή που το φιλμ στραβοπατά είναι το ίσως λίγο πιο βιαστικό και «τακτοποιημένο» τέλος του, αφού στην διάρκειά του κατορθώνει με αριστοτεχνική λεπτότητα να ισορροπήσει την τρυφερότητα με μερικές αληθινά σκοτεινές, ακόμη και βίαιες σκηνές και να δώσει σχεδόν σε όλους τους χαρακτήρες του, σκύλων αλλά κι ανθρώπων την πολυπλοκότητα, τα επίπεδα, τα χαρακτηριστικά που θα τους κάνουν ξεχωριστούς.

Γεμάτο αξιομνημόνευτες στιγμές, δίχως να φοβάται τα συναισθήματα, το χιούμορ, την συγκίνηση αλλά και την θλίψη ή την μελαγχολία, το «Isle of Dogs» διερωτάται «whatever happened to man’s best friend?», αλλά στην ουσία δεν ρωτά τι συνέβη ή τι απέγιναν οι σκύλοι, μα τι στ΄ αλήθεια συνέβη στον σύγχρονο άνθρωπο. Κι όχι δεν χρειάζεται να κοιτάξεις στην Ιαπωνία του μέλλοντος για να βρεις την ερώτηση καίρια κι επείγουσα.

 

Προβολή της ταινίας ‘COLD SKIN’, Δευτέρα 30/7/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Cold Skin trailer: Λάβκραφτ-τέρατα και Ιρλανδοί μετεωρολόγοι στην ταινία τρόμου του Xavier Gens

Μια δεκαετία πριν, μπήκε δυναμικά στη σκηνή των πιο πολλά υποσχόμενων νέων σκηνοθετών τρόμου με το Frontière(s) (Νο 7 στις Καλύτερες Γαλλικές Ταινίες Τρόμου του Horrorant), όμως τα επόμενο μεγάλο βήμα δεν ήρθε ποτέ με τα HitmanThe Divide και τη συμμετοχή του στο The ABCs of Death, να τον αφήνουν στάσιμο.

Τα τελευταία χρόνια όμως, ο Xavier Gens φαίνεται ότι έβαλε το κεφάλι κάτω και επιστρέφει δυναμικά, όχι με μία, όχι με δύο αλλά με τρεις ταινίες, με την πρώτη το The Crucifixion να έχει ήδη κυκλοφορήσει εδώ και λίγους μήνες, και τη τρίτη, το Budapest να είναι κάτι τελείως διαφορετικό, μια κωμωδία που θα δούμε το καλοκαίρι.

Εμείς θα ασχοληθούμε με τη δεύτερη, το Cold Skin, ένα θρίλερ επιβίωσης που μας πάει στο βόρειο Ατλαντικό, στα όρια του αρκτικού κύκλου, σε ένα απομονωμένο μικρό νησάκι όπου καταφτάνει ο Ιρλανδός Friend για να αντικαταστήσει τον τωρινό παρατηρητή καιρού, και να μείνει εκεί για έναν ολόκληρο χρόνο.
Όταν φτάνει εκεί όμως, το μόνο που βρίσκει είναι έναν ημίτρελο φαροφύλακα που τον ενημερώνει ότι ο μετεωρολόγος πέθανε λόγω ασθενείας.
Όταν όμως πέφτει το σκοτάδι, τα τρομακτικά πλάσματα που βγαίνουν από το νερό αποκαλύπτουν τη πραγματική αιτία θανάτου του…

Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο παρθενικό βιβλίο του Καταλανού Albert Sánchez Piñol, με τουςJesús Olmo (28 Weeks Later) και Eron Sheean (The Divide) να έχουν αναλάβει τη διασκευή και τους David Oakes (The White Queen), Ray Stevenson (Thor: Ragnarok), Aura Garrido(El Cuerpo) και John Benfield (Cassandra’s Dream) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Παρότι δεν πρόκειται για διασκευή κάποιου από τα γραπτά του H.P. Lovecraft, το βιβλίο και κατ’ επέκταση η ταινία είναι βαθιά επηρεασμένη από τη νοσηρή του φαντασία, κάτι που άλλωστε δεν έχουν καμία διάθεση να κρύψουν.

Το Cold Skin έκανε πρεμιέρα το φθινόπωρο στα φεστιβάλ L’Étrange και Sitges, και συνεχίζει μέχρι και σήμερα τη φεστιβαλική του πορεία, χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία ευρείας διανομής.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ & ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΟΥΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΣΤΑΛΘΕΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΕΤΑΡΤΗ 25/7/2018, ΣΤΙΣ 11:00 ΤΟ ΠΡΩΙ, ΣΤΗ ΡΑΦΗΝΑ, ΦΑΡΜΑΚΑ – ΓΑΖΕΣ – ΑΝΤΙΠΥΡΕΤΙΚΑ – ΑΛΟΙΦΕΣ – ΦΑΡΜΑΚΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ -ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ-

Οι ανάγκες για τους πυρόπληκτους της Αττικής έχουν τροποποιηθεί

  • Είδη υγιεινής
  • Κλινοσκεπάσματα
  • Εσώρουχα
  • Απορρυπαντικά
  • Μάσκες μιας χρήσης – γάντια μιας χρήσης
  • Βαζελινούχες γάζες fucidin
  • Αποστειρωμένες γάζες μεσαίο μέγεθος
  • Αποστειρωμένες γάζες μεγάλο μέγεθος
  • Φιάλες ορού ringers
  • Φιάλες ορού dextrose
  • Παλμικά οξύμετρα
  • Ηλεκτρονικά πιεσόμετρα
  • Τζελ εγκαύματος τύπου flagyl/ flogocalm
  • Pulvo spray
  • Γάντια νιτριλίου
  • Αλουμινοκουβέρτες
  • Μάσκες μιας χρήσης v2
  • Αυτοκόλλητα ράμματα
  • Ήπιο αντισηπτικό τύπου hibitane
  • Μπαταρίες ΑΑ και ΑΑΑ
  • Παυσίπονα
  • Λαβίδες
  • Ποδιές μίας χρήσεως

ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ 25/7 ΣΤΙΣ 22:00 ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΗ 26/7 ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3 ΣΤΙΣ 20:00!


Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

Προβολή του ντοκιμαντέρ ”WHAT HAPPENED, MISS SIMONE?”, Δευτέρα 23/7/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Berlinale 2015: «What Happened, Miss Simone?» αναρωτιέται το ντοκιμαντέρ για την ταραγμένη ζωή της ντίβας της τζαζ

Μοναδική, ευφυής, αξεπέραστη, ντίβα. Διαταραγμένη, διπολική, εθισμένη, κακοποιημένη σύζυγος και βίαιη μητέρα. Πολιτική ακτιβίστρια, σύμβολο black power, ή απλώς οργισμένη. Τι συνέβη Κα Σιμόν;

Η Νίνα Σιμόν ανεβαίνει στη σκηνή επιφυλλακτικά. Το πλήθος χειροκροτεί κι εκείνη κάνει μία κλισέ χορευτική υπόκλιση, όμως το πρόσωπό της είναι σχεδόν ενοχλημένο, εχθρικό. Βρίσκεται στα μεσήλικά της χρόνια, έχει επιστρέψει στις live εμφανίσεις μετά από πολυετή απουσία. Κάθεται στο πιάνο και μουρμουρίζει ένα καλησπέρα μέσα από τα δόντια. Το κοινό ξεσπά σε χειροκροτήματα και κραυγές κι εκείνη, επιτέλους, χαμογελά. Τα δάχτυλά της αρχίζουν να γλιστράνε με επιδεξιότητα στα πλήκτρα, η φωνή της βγαίνει καπνισμένη, βασανισμένη και σημαντική. Ομως όταν μία γυναίκα σηκώνεται από την καρέκλα της, η Σιμόν διακόπτει απότομα το τραγούδι με βρισιές και απειλές, απαιτώντας από την άτυχη θεατή να ξανακάτσει αμέσως στη θέση της. Τα μάτια της είναι γεμάτα οργή. Σε λίγα μόνο λεπτά, ολόκληρη η ντίβα αποκαλύπτεται: η ευφυής πιανίστας και η ανασφαλής performer. Η τζαζ μουσικός με τον μοναδικό ήχο και η οργισμένη καλλιτέχνης που πίστευε ότι δεν τη σεβόταν κανείς. Η σταρ και η γυναίκα.

Το ντοκιμαντέρ της Λιζ Γκάρμπους («Love, Marilyn», «Bobby Fischer Against the World») θα επιχειρήσει να τη δείξει ολόκληρη. Λουσμένη στο φως του ταλέντου της και χαμένη στο τρομαχτικό σκοτάδι του διπολισμού της. Δε θα την ηρωποιήσει, δε θα την εξιδανικεύσει, αλλά θα είναι φανερό σε κάθε ένα πλάνο πόσο πολύ την αγαπά. Δε θα πάρει θέση, όσο θα κάνει την ερώτηση του τίτλου (το οποίο είναι απόσπασμα από το ποίημα της Μάγια Ανγκέλου για τη Νίνα Σιμόν, «The Singer Will Not Sing»): «Τι συνέβη, κυρία Σιμόν;»

Mέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό (φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας, των καλοκαιριών της εφηβείας στα jazz clubs του Ατλάντικ Σίτι) η Γκάρμπους μας συστήνει την μικρή Γιουνίς Γουέιμον από τη Βόρειο Καρολάινα – την πιτσιρίκα που οι γονείς και οι δασκάλες της είχαν ξεχωρίσει ως μουσικό ταλέντο στο πιάνο και την προόριζαν για να γίνει η πρώτη μαύρη πιανίστα που θα έπαιζε στο Carnegie Hall. Μέσα από ηχητικά αποσπάσματα συνεντεύξων που είχε δώσει η Σιμόν λίγο πριν πεθάνει (έφυγε το 2003 από καρκίνο) μάς ξαναγεί σ’ αυτή την απαιτητική, μοναχική, ιδιαίτερη παιδική ηλικία: όταν τελείωνε το σχολείο κι αντί να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά στο γκέτο, εκείνη διέσχιζε στην άλλη πλευρά, την πλευρά των λευκών, για να κάνει μαθήματα. Οταν όμως έδωσε εξετάσεις στο νεοϋρκέζικο Ωδείο, την έκοψαν, φυσικά λόγω των φυλετικών διακρίσεων της κλασσικής παιδείας στη δεκαετία του 50.

Νιώθοντας ότι οι γονείς της δεν μπορούν να τη συντηρούν πλέον, η 17χρονη Γιουνίς πιάνει δουλειά τα βράδια σε τζαζ κλαμπ του Ατλάντικ Σίτι. Κρυφά, για να μην τους ντροπιάσει (καθώς εκτιμούσαν μόνο την κλασική μουσική κι όχι τα μπλουζ και τη τζαζ). Για αυτό κι αλλάζει το όνομά της – «Νίνα» γιατί έτσι τη φώναζε ο τότε φίλος της και «Σιμόν» από τη Σιμόν Σινιορέ, τη γαλλίδα ηθοποιό που αγαπούσε. Στα κλαμπς της ζητούν να τραγουδήσει, εκεί πρωτοακούν τη φωνή της, έρχεται το συμβόλαιο για δίσκο, γίνεται διάσημη με το «I Loves you, Porgy», γνωρίζει τον άντρα της – έναν πρώην μπάτσο της Νέας Υόρκης, ο οποίος παρατά τα πάντα για να γίνει ο μάνατζέρ της και όλα απογειώνονται. Γίνεται σταρ.

Ψύχραιμες, σκληρές, αγαπησιάρικες, συμπονετικές, πικραμένες μαρτυρίες της μοναχοκόρης της, Λίζα Σιμόν Κέλι, αλλά και του καλύτερού της φίλου και κιθαρίστα της, Αλ Σάκμαν, μάς παρουσιάζουν αυτό το γάμο, αυτή τη σχέση που μπορούσε να αποτυπώσει όλα όσα σκοτείνιαζαν το άστρο της Σιμόν και την καθόρισαν για το υπόλοιπο της ζωής της: υποστήριξη στην ντίβα, κακοποίηση στη σύζυγο. «Η μητέρα μου δεν άξιζε στιγμή τη βία που υπέστη για χρόνια. Ομως, το έβλεπα, το ζούσα: ήταν σαν να την επιζητούσε. Σαν να κοιτούσε τον ταύρο στα μάτια, κρατώντας το κόκκινο πανί και προσκαλώντας τον στην κουζίνα της…» ομολογεί η Σιμόν Κέλι. «Ολοι βλέπατε την Νίνα Σιμόν – την γεμάτη ταπεραμέντο περσόνα που πιστεύατε ότι υιοθετούσε στη σκηνή. Δεν ήταν όμως έτσι μόνο στη σκηνή. Ηταν έτσι 24 ώρες το 24ωρο. Κι αυτό ήταν το πρόβλημα…»

Το πιο μεγάλο επίτευγμα της Γκάρμπους είναι η πρόσβαση στα χειρόγραφα ημερολόγια της Σιμόν, τα οποία κρατούσε σε όλη της τη ζωή και έγραφε τα συναισθήματά της με λεπτομέρεια κι ωμή ευθύτητα. Η Γκάρμπους βγάζει στην μεγάλη οθόνη, μικρές σκαναρισμένες φράσεις που δείχνουν διάφανα την αλήθεια. «Σε αγαπώ άντρα μου, σ’ ευχαριστώ που μπήκες στη ζωή μου». «Σε σιχαίνομαι, με βλέπεις σαν άλογο κούρσας που πρέπει να σου κερδίσει χρήματα». «Μου αρέσει το ξύλο. Μου αρέσει το σεξ μετά το ξύλο». «Συγγνώμη μητέρα. Επαιξα στο Carnegie Hall αλλά όχι κλασική μουσική – αυτή την ποπ που σιχαίνεσαι…»

Κανείς στα 60ς δεν μπορούσε να διαγνώσει μία διπολική προσωπικότητα – ειδικά σε μία τόσο τεράστια προσωπικότητα όπως αυτή μίας jazz/blues ντίβας. Η εξήγηση ήταν απλώς «παραξενιά», «ταπαρεμέντο», «κακή διαχείριση των οικονομικών», «σκληρή μητέρα». Η εκτόνωση που μοιάζει να της έδωσε σκοπό και να την κράτησε στη ζωή ήταν η ανάμιξή της με το μαύρο κίνημα (το «Mississippi Goddam» ήταν ό,τι πιο ριζοσπαστικό τόλμησε μαύρη τραγουδίστρια να απευθύνει στο ευρύ ραδιοφωνικό κοινό τότε), τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τους Black Panthers του Μάλκομ Χ (στον Κινγκ είχε πει χαρακτηριστικά: «εγώ είμαι ΥΠΕΡ της βίας»). Η Σιμόν το 1965 μετατράπηκε σε ιέρεια των διαδηλώσεων και του κινήματος, κάτι που της στοίχησε το λευκό της κοινό, συμβόλαια, συναυλίες, χρήματα και το γάμο της.

 

Βλέπουμε το διαζύγιο, την πτώση στην αφάνεια και την φτώχεια, την κατάθλιψη. Την επέμβαση των λευκών φίλων μουσικών της που την τράβηξαν σωματικά και κυριολεκτικά από το βάλτο της, έστησαν ξανά την καριέρα της και της πρόσφεραν ιατρική νευρολογική περίθαλψη. «Η μητέρα μου όμως έχανε τη φωνή της και την ευελιξία στο παίξιμό της λόγω των ψυχοφάρμακων» ομολογεί γλυκόπικρα η Σιμόν Κέλι.

Κι έτσι τη συναντάμε ξανά. Στη σκηνή προς τα τέλη της ζωή της. Ακόμα μεγαλειώδη. Ακόμα ανασφαλή. Ακόμα οργισμένη. Μπροστά από μικρόφωνα δημοσιογράφων που τη ρωτούν ό,τι και η Μάγια Αγγέλου: «Ο κόσμος σας αγαπούσε. Τι σας συνέβη κυρία Σιμόν;» O,τι ακολουθεί είναι η καλύτερη εκτέλεση του πικρά ειρωνικού «My Baby Just Cares For Me». Και τότε μόνο καταλαβαίνεις ότι ό,τι προηγήθηκε ήταν η πιο ευκρινής εκτέλεση του «Don’t Let me Be Misunderstood»…

https://youtu.be/moOQXZxriKY

 

 

Προβολή της ταινίας ‘LOVING PABLO’, Δευτέρα 16/07/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Αγαπώντας τον Πάμπλο
Loving Pablo
του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα

Ο άνθρωπος Πάμπλο και ο Βαρόνος Εσκομπάρ. Η ζωή ενός από τους μεγαλύτερους εμπόρους ναρκωτικών στην ιστορία μέσα από τα μάτια μιας ερωμένης του, δίνει την ευκαιρία στον Χαβιέρ Μπαρδέμ και την Πενέλοπε Κρουζ να συνυπάρξουν κινηματογραφικά στην πιο υπερβολική, γελοία, σαπουνοπερίστικη εκδοχή γκανγκστερικής ταινίας που έχουμε δει τελευταία.
Υπάρχουν κακές ταινίες και υπάρχουν ταινίες όπως το «Αγαπώντας τον Πάμπλο».

Η καινούρια ταινία του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα (είναι ο σκηνοθέτης του «Μια Υπέροχη Μέρα») φιλοδοξεί να αφηγηθεί την άνοδο και την πτώση του Πάμπλο Εσκομπάρ, ενός από τους μεγαλύτερους και περισσότερο συνδεδεμένους με την pop κουλτούρα βαρόνους ναρκωτικών στον κόσμο, μέσα από τα μάτια της διάσημης δημοσιογράφου της εποχής, Βιρχίνια Βαγιέχο, χρησιμοποιώντας ως αρχική πηγή έμπνευσης τα απομνημονεύματά της. Η Βαγιέχο, στην κρίσιμη περίοδο που τον συνάντησε, ερωτεύτηκε τον Πάμπλο αλλά μίσησε τον Εσκομπάρ και αν αυτό ακούγεται σαν να αποτελεί την σύνοψη μιας αυθεντικής λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας, είναι επειδή και η ταινία είναι στην πραγματικότητα ακριβώς αυτό.
Γιατί ήδη από την αρχή, το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» αγκαλιάζει χωρίς όριο (και αίσθηση καλού γούστου) όλη την camp υπερβολή του, αποτελώντας τελικά ένα φιλμ που ίσως να μπορεί να απολαύσει κανείς για όλους τους λάθος λόγους.

Εδώ υπάρχει μια Πενέλοπε Κρουζ που δε διστάζει να ουρλιάξει, να γουρλώσει τα μάτια, να τραβήξει τα – χτενισμένα σε απόλυτα retro στυλ – μαλλιά της και να κυλιστεί πανικόβλητη στο έδαφος για να δείξει την απόγνωσή της, αν φυσικά δεν είναι ήδη απασχολημένη να χαϊδεύει με ηδυπάθεια τις πέρλες στο λαιμό της. Εδώ υπάρχει ένας Χαβιέρ Μπαρδέμ με ψεύτικη κοιλιά, που είναι και οικογενειάρχης, και μπίζνεσμαν, και ερωτύλος και πάρα πολύ σκληρός, τόσο σκληρός που όταν δίνει δολοφονικές εντολές, εκτοξεύει μαζί με τις απειλές και τα μακαρόνια στον τοίχο. Εδώ υπάρχει και ένας πρωτοφανώς ψύχραιμος Πίτερ Σκάρσγκαρντ, ο οποίος μοιάζει απλά ανήμπορος να συμμετέχει στην ερμηνευτική extravaganza των συναδέλφων του και παραμένει απλός (υποτονικός) παρατηρητής των όσων δρώμενων τυγχάνει να πυροδοτούν την αφήγηση της ταινίας.

Μια αφήγηση η οποία θεωρητικά δεν στερείται ούτε ταχύτητας, ούτε έντασης αλλά ούτε και αφορμών για τον Αρανόα να αποδείξει τις σκηνοθετικές του ικανότητες στην κινηματογράφηση της δράσης. Μερικές σκηνές μάλιστα καταφέρνουν στιγμιαία να τραβήξουν το ενδιαφέρον, ειδικά όταν αφορούν την εναέρια διακίνηση της κοκαΐνης και την σοκαριστική απλότητα με την οποία οι δολοφονικές προσταγές του Εσκομπάρ βρίσκουν τόπο. Με πολύ καλή δε θέληση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αρανόα επιχειρεί να ξεμπροστιάσει την κοινωνική συνενοχή και να εξηγήσει ενδεχομένως τους λόγους για τους οποίους η παραβατική συμπεριφορά του Εσκομπάρ έγινε σε τέτοιο βαθμό αποδεκτή.
Μόνο που όλα αυτά παραμένουν μέχρι το τέλος απλές εικασίες ή και ευσεβείς προσδοκίες. Το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» πίσω από την κραυγαλέα βία του και την επιφανειακή πολυπλοκότητά του, δεν μπορεί να καμουφλάρει το γεγονός ότι η λογική αλλά και οι δυναμικές του αντλούν πολύ περισσότερο από τις telenovelas της Λατινικής Αμερικής παρά από το γκανγκστερικό σινεμά του δρόμου, που πρότεινε αρκετά χρόνια πριν «Η Πόλη του Θεού» του Φερνάντο Μεϊρέγιες και που θα αποτελούσε ιδανικό φόντο για την μια ιστορία που αφορά τις κοινωνικές δομές που επιτρέπουν την ενδυνάμωση (και τελικά την κυριαρχία) ανθρώπων όπως ο Εσκομπάρ.

Σε μια τέτοια ταινία δε θα υπήρχε καμία κωμική ερμηνευτική υπερβολή της Κρουζ. Δε θα υπήρχε καμία (ακούσια αστεία, έως και γελοία) «σπαστή» προφορά. Δε θα υπήρχε καμία φτηνή σωματική μανιέρα του Χαβιέρ Μπαρδέμ. Ωστόσο, υπάρχει μια γνήσια κωμική ταινία μέσα στον πυρήνα αυτού που δημιούργησε τελικά ο Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, μόνο που μάλλον δεν είχε ακριβώς αυτό ως τελικό στόχο.

Προβολή της ταινίας ”IN THE FADE (Μαζί ή Τίποτα)”, Τρίτη 26/6/2018, στις 22:00 στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΒΡΟΧΗΣ Η ΠΡΟΒΟΛΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΥ 46

Μαζί ή Τίποτα

In the Fade

του Φατίχ Ακίν

Ο Φατίχ Ακίν επιστρέφει με ένα προκλητικό θρίλερ εκδίκησης με ηχηρό πολιτικό μήνυμα και κερδίζει τη Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η Νταϊάν Κρούγκερ στην πιο μεστή ερμηνεία της καριέρας της.

Τίποτα δεν σταματά την Κάτια, τη 35χρονη Γερμανίδα που πανρεύεται τον τουρκικής καταγωγής Νούρι, ακόμα και μέσα στη φυλακή. Εκείνος, πρώην έμπορος ουσιών αλλά τώρα αποφασισμένος να αλλάξει τη ζωή του, εκείνη φοιτήτρια ανθρωπολογίας που αψηφά την επικριτική της μητέρα, δεν ανταλλάζουν βέρες αλλά χαράζουν στα δάχτυλά τους τατουάζ – σύμβολα της δικής τους αιώνιας αγάπης και δέσμευσης. Εξι χρόνια μετά τους συναντάμε στη γειτονιά τους στο Kρόιτσμπεργκ – εκείνος δουλεύει στο φορολογικό γραφείο που έχει στήσει για να βοηθά τους Τούρκους μετανάστες, εκείνη φέρνει τον εξάχρονο γιο τους για να περάσει την μέρα με τον μπαμπά του. Μόνο που δε θα είναι μία συνηθισμένη μέρα για την οικογένειά τους. Μία βόμβα εκρήγνυται ακριβώς μπροστά από το γραφείο του Νούρι και η Κάτια χάνει τον σύντροφό της, το παιδί της και τη γη κάτω από τα πόδια της μέσα σε μια στιγμή. Η πραγματική όμως τραγωδία δεν έχει ακόμα ξεκινήσει. Γιατί το ωστικό κύμα που προκαλεί αυτή η έκρηξη έχει να κάνει με πολλά περισσότερα. Ποιος ευθύνεται; Γείτονες, media, φίλοι αλλά και οι ίδιοι οι γονείς τεντώνουν το δάχτυλο στο παρελθόν του Νούρι. Η αστυνομία ψάχνει ενόχους σε γνωστά ρατσιστικά μονοπάτια (ακόμα και το σκίτσο μιας γυναίκας που περιγράφει η Κάτια μεταφράζεται σε «ανατολικοευρωπαία»). Η πραγματικότητα όμως είναι ακόμα πιο ζοφερή: το χτύπημα ήταν εθνικιστικό, οι ένοχοι είναι Γερμανοί, και το νεοναζιστικό φασιστικό ρεύμα που δε δέχεται οποιαδήποτε διαφορετικότητα να συνυπάρχει, ηχηρά παρόν. Θα μπορέσει να επέλθει μία λύση μέσα από το δημοκρατικό δικαστικό σύστημα; Ή η αυτοδικία είναι ο μόνος δρόμος;

Ο Φατίχ Ακίν («Μαζί, Ποτέ», «The Cut», «Crossing the Bridge», «Soul Kitchen») κατασκευάζει ένα θρίλερ εκδίκησης με πολιτικό περίγραμμα και αφυπνιστικό μήνυμα για την εκρηκτική αύξηση εγκλημάτων μίσους που πλήττουν τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια. Μία χώρα που έχει περάσει πάνω από μισό αιώνα παλεύοντας ενοχικά με τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά δεν έχει καταφέρει να ξεριζώσει τις επικίνδυνες εθνικόφρονες κορώνες του κοινωνικού της ιστού. Η διαφορετικότητα δεν έχει γίνει ποτέ πραγματικά αποδεκτή στη Γερμανια και τώρα που όλη η Ευρώπη μοιάζει να γέρνει ανησυχητικά προς την άκρα δεξιά, οι ρατσιστικές εκδηλώσεις έχουν ανασηκώσει κεφάλι, μαζί με το θρασύ τεντωμένο δεξί χέρι τους.

Αυτό όμως που πρώτα ενδιαφέρει τον Ακίν είναι η προσωπική ιστορία. Ο άνθρωπος που βάλλεται στο επίκεντρο αυτού του πολιτικού παραλογισμού. Με κάμερα στον ώμο (θυμίζοντας το «Μαζί, Ποτέ») βουτά με ενέργεια, φρεσκάδα, τρέλα και τρυφερότητα στην πρώτη σεκάνς – στο γάμο στις φυλακές. Δύο εναντίον όλων, ερωτευμένοι, γελαστοί, αν και έγκλειστοι, δέσμιοι σ’ ένα πρόχειρα στημένο πανηγύρι. Για αυτό και τα κοντινά στην οικογένεια που σχηματίστηκε, έξι χρόνια μετά. Το αξιολάτρευτο μυωπικό πιτσιρίκι τους, την οικειότητά τους, τους καθημερινούς διαλόγους. Οταν όλο αυτό ανατινάσσεται, κυριολεκτικά, ο φακός του Ακίν θα μείνει κολλημένος στο πρόσωπο της ηρωίδας του. Οχι μόνο γιατί μέσα από κάθε της σπαραγμό, παίρνει τις σωστές, ανθρώπινες διαστάσεις το αντίκτυπο ενός εγκλήματος μίσους, αλλά ίσως και γιατί θέλει να τονίσει την μοναξιά της. Μια μοναξιά τόσο προσωπική, όσο και πολιτική: μόνη απέναντι σ’ ένα σύστημα που δεν προσφέρει ασφάλεια, ούτε δικαιοσύνη, ούτε τιμωρία, ούτε κάθαρση.

Παρακολουθώντας, στο πρώτο μέρος της ταινίας, την καθημερινότητα μετά την τραγωδία, ο Ακίν θέλει να συλλάβει κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από βόμβες: την κανονικοποίηση της ξενοφοβίας κι έτσι τη βουβή συναίνεση απέναντι στο ρατσισμό. Κι αν οι δικαστικές σεκάνς θυμίζουν λίγο περισσότερο τηλεοπτικό μελόδραμα, κι όχι το παρορμητικό σινεμά του, το μήνυμα αυτής ακριβώς της θεσμικής μοναξιάς είναι ξεκάθαρο.

Κάπως έτσι ο Ακίν δικαιολογεί την τελευταία πράξη εκδίκησης. Η ηρωίδα του πρέπει να δικαιώσει το σαμουράι τατουάζ της, ακολουθώντας τους ενόχους στην Ελλάδα (όπου έχουν συνδέσμους με τη Χρυσή Αυγή – μάλιστα ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης κάνει μία guest, αλλά καίρια εμφάνιση).

Κάπου εκεί η ταινία χάνει τόσο την κινηματογραφική της στιβαρότητα και πρωτοτυπία (εφόσον δηλώνει ιστορία εκδίκησης, μπορούμε να φανταστούμε την κατάληξη), όσο και τον άξονά της στο πολιτικό της δίλημμα. Ενώ το φινάλε θα έπρεπε να δυναμιτίζει τις αισθήσεις, η επιλογή του μοιάζει περισσότερο να γειώνει τις προσδοκίες μας για κάτι θα ξεκινούσε έναν ουσιώδη διάλογο για τη ζοφερή επικαιρότητα μας.

Παρόλα αυτά ο Ακίν καταθέτει ένα σινεμά που έχει βλέμμα, δύναμη, άποψη κι ενέργεια. Και πάνω από όλα μία εξαιρετική πρωταγωνίστρια, άξια βραβείου. Μεγάλη έκπληξη η Νταϊάν Κρούγκερ με μία ερμηνεία που οι μικρές, κλεφτές στιγμές αξίζουν ακόμα περισσότερο από τα μπραβάντο ξεσπάσματα. Την πιστεύεις, τη νιώθεις, την συμπονάς, βρίσκεσαι δίπλα της σε όλη την κάθοδό της στην κόλαση.

Κρίμα που το fade to black τέλος δεν τη δικαιώνει.