Category Archives: Προβολές
Προβολή της ταινίας ” ROMA ”, Δευτέρα 11/2/2019 στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας
Ρόμα
του Αλφόνσο Κουαρόν
Το αριστούργημα του Αλφόνσο Κουαρόν, μια επιστολή αγάπης και μνήμης στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν και την ταραγμένη χώρα, μέσα και έξω από τους τοίχους του σπιτιού του. Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Μετά το «Gravity» και τα Όσκαρ, ο (άλλος) σπουδαίος Μεξικανός αφιερώνει ένα αριστούργημα στο χρόνο, στις γυναίκες και στην πόλη του, γεμάτο από τις δικές του «ανοχύρωτες» αναμνήσεις.
Ένα δάπεδο από μεγάλες πλάκες: το νερό που το ξεπλένει έρχεται ορμητικό, χωρίς να βλέπουμε ούτε το πρόσωπο, ούτε τα χέρια που το ρίχνουν. Καθώς το νερό έρχεται και φεύγει, πάνω του καθρεφτίζεται, σε αντανάκλαση, ένα σπίτι, ένα μπαλκόνι, ένα κομμάτι ουρανού, ένα αεροπλάνο. Έρχεται και φεύγει. Ξανά.
Το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι μια ταινία ασπρόμαυρη κι αυτό το κείμενο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Οι αναμνήσεις του σκηνοθέτη από το Μέξικο Σίτι του ’71, από τη γειτονιά του που λεγόταν Ρόμα, αποτυπώνονται ως ανάμνηση, μ’ ένα απόλυτα εστέτ ύφος, σε μια νέα ερμηνεία του νεορεαλισμού. Ένα καινούριο σινεμασκόπ (ένα δικής του έμπνευσης 65mm), ψηφιακό και μοντέρνο. Χωρίς εντάσεις, χωρίς έντονα κοντράστ, με απαλό φως που όμως διαπερνά πρόσωπα και πράγματα. Είναι οι αναμνήσεις του κι οι γυναίκες που τις διαμόρφωσαν.
Σ’ ένα μεσοαστικό σπίτι τη «νέα» δεκαετία του ’70, η ζωή κυλά με τη φούρια της καθημερινότητας. Ο γιατρός μπαμπάς και η (με σπουδές βιοχημείας) οικοκυρά μαμά βιώνουν το χωρισμό τους, αλλά συγκαλυμμένα, μυστικά. Τα τέσσερα παιδιά και η γιαγιά αναπληρώνουν το θόρυβο, τις ταραχές και τα παιχνίδια. Όλα περνούν από τα χέρια κι από τα μάτια της Κλέο, της μιας από τις δυο υπηρέτριες του σπιτιού. Πιτσιρίκα κι η ίδια, στα πρόθυρα ενός αρραβώνα ίσως, φροντίζει για όλα και για όλους, παρηγορεί, αγκαλιάζει, φέρνει φαγητά, μαζεύει το τραπέζι και τα ρούχα, καθαρίζει, παρατηρεί. Κανείς δεν παρατηρεί την ίδια την Κλέο, παρά μόνο η κάμερα κι εμείς.
Για ώρα ο Κουαρόν ξεδιπλώνει την ταινία του υπερβολικά ήσυχα. Επίπεδα, ασήμαντα καθημερινά πράγματα σκεπάζουν μια ένταση που σιγά-σιγά, αδιόρατα αλλά καθηλωτικά, αυξάνεται με οικείες αφορμές. Η ετοιμόρροπη αυτοσυγκράτηση της Σοφία, της κυρίας του σπιτιού. Τα πείσματα των μικρών. Η αυλή που γεμίζει με τα κακά του σκύλου που δεν βγαίνει βόλτα: ποιος και πότε θα τα πατήσει; Κι ο φίλος της Κλέο, θα της δώσει ποτέ τη σημασία που αξίζει;
Για να συνδεθεί αυτή, η αδιόρατη, υπόγεια ένταση, σ’ ένα συναισθηματικό ποτάμι που θα οδηγήσει στο δεύτερο μέρος και στο φινάλε της ταινίας. Χωρίς υπερβολές, μόνο με αλήθεια. Για την αγαπημένη μεσοαστική τάξη που ποτέ δεν κοίταξε, πραγματικά, όσα συνέβαιναν γύρω της, πασχίζοντας να συντηρήσει τον τρόπο ζωής της χωρίς ανατροπές. Σαν το μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο που, ξεκάθαρα, δεν χωρά να περάσει από την πόρτα του γκαράζ του σπιτιού και τραυματίζεται κάθε φορά, σε μια πεισματική προσπάθεια. Σαν τα αεροπλάνα που ταξιδεύουν στον ουρανό και κανείς, ποτέ, δεν αναρωτιέται πού πηγαίνουν. Σαν τις αφίσες στους δρόμους που φωνάζουν εναντίον του Ετσεβερία, που κανείς δεν τις προσέχει, λίγες μέρες πριν τη σφαγή του Κόρπους Κρίστι που η οικογένεια θα δει, φυσικά, από το παράθυρο.
Αυτό το σχεδόν σιωπηλό (και γι’ αυτό εκκωφαντικό) πολιτικό σχόλιο, ο Κουαρόν το στολίζει απολαυστικά, με μια εκπληκτική αναπαράσταση εποχής, όχι νοσταλγική, αλλά γεμάτη ζωντάνια. Χωρίς κατηγορώ, μόνο με μια παραδοχή της ταξικής αδικίας και μεγάλα αποθέματα αγάπης. Με ποπ αναφορές, από το soundtrack του «Jesus Christ, Super Star» που ακούει η οικογένεια στη γιορτή των Χριστουγέννων, μέχρι την «Ασύλληπτη Απόδραση» του Λουί ντε Φινές που παίζει το σινεμά, μέχρι τη χαριτωμένη, αυτοαναφορική (ας του την επιτρέψουμε, οριακά), σκηνή που τόσο θυμίζει τον… Τζορτζ Κλούνεϊ και το «Gravity».
Ταυτόχρονα, αυτή είναι μια ταινία – ωδή στη γυναικεία φύση, τη δύναμή της, την αντοχή και την προσαρμοστικότητά της. «Ό,τι και να σου πουν, εμείς οι γυναίκες είμαστε πάντα μόνες,» θα βάλει ο Κουαρόν τη μία ηρωίδα του να λέει στην άλλη. Και γι’ αυτό, για να τιμήσει την καθοριστική μοναξιά τους, τους χτίζει ένα περήφανο μνημείο μ’ αυτή την ταινία.
Όπως όλοι οι σπουδαίοι σκηνοθέτες, έτσι κι ο Κουαρόν κάνει πάντα την ίδια ταινία, ασχολείται με διαφορετικές περιβολές των ίδιων σκέψεων, για τη μοναξιά του ανθρώπου μέσα στο σύνολο, για τα προσωπικά όρια και πώς μπορεί κανείς να τα υπερβεί. Το ίδιο κάνει και στο «Ρόμα», αλλά, αυτή τη φορά, με μεγάλη αυτογνωσία, ειλικρίνεια και ηρεμία. Και μια συγκινητική υπενθύμιση, ότι δεν χρειάζεται να κοιτάς τα αεροπλάνα στην αντανάκλασή τους στο δάπεδο, μπορείς απλώς να κοιτάξεις ψηλά, στον ουρανό.
Προβολή της ταινίας ” THE HOUSE THAT JACK BUILT ”, Δευτέρα 4/2/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας
Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ
The House that Jack Built
του Λαρς φον Τρίερ
Όχι μια ταινία για έναν serial killer, αλλά μια παραβολή κι ένας στοχασμός για την τέχνη, το καινούριο φιλμ του Λαρς φον Τρίερ είναι βαθιά προσωπικό κι αδιάλειπτα συναρπαστικό.
Η Ψυχή ανήκει στον Παράδεισο και το Σώμα στην Κόλαση
ΗΠΑ, δεκαετία του ’70. Παρακολουθούμε τον εξαιρετικά ευφυή Τζακ για ένα διάστημα 12 ετών και γινόμαστε «αυτόπτες μάρτυρες» των πέντε δολοφονιών-οροσήμων που διέπραξε, οι οποίες καθόρισαν την εξέλιξή του ως κατά συρροή δολοφόνο. Βλέπουμε τα τεκταινόμενα από την οπτική γωνία του Τζακ. Ενός ανθρώπου που ισχυρίζεται πως από μόνη της, κάθε δολοφονία είναι ένα έργο τέχνης.
«Για πολλά χρόνια έκανα ταινίες για καλές γυναίκες, τώρα έκανα μια για έναν σατανικό άντρα». Αυτή είναι η μόνη δήλωση του Λαρς φον Τρίερ για το «The House That Jack Built» και διαβάζοντάς την αφού έχεις δει το φιλμ δεν μπορείς παρά να νιώσεις τα ίχνη μιας ανατριχίλας στην σκέψη πως η φράση του Τρίερ για τον ηρώα του, είναι πολύ πιθανόν να περιγράφει τον ίδιο.
Γιατί ακόμη κι αν το «σπίτι του Τζακ» βασίζεται στην πρόφαση μιας ταινίας για έναν serial killer και έρχεται με την φήμη του σοκ, αν περιμένετε ένα «Seven», ή μια «Σιωπή των Αμνών» είναι σίγουρο ότι θα απογοητευθείτε βαθιά. Ναι, η βία είναι εκεί και κατά στιγμές είναι εξαιρετικά σκληρή αν και πάντα σερβιρισμένη με μια μερίδα μαύρου, ειρωνικού χιούμορ από αυτό που χαρακτηρίζει τον σπουδαίο Δανό –και που συχνά τον φέρνει μπροστά σε προβλήματα. Όμως η βία δεν είναι η ουσία. Βλέπετε, ο Τζακ, ένας μηχανικός στην Αμερική της δεκαετίας του 70 ο οποίος ονειρεύεται να χτίσει το τέλειο σπίτι, βλέπει την κλίση του στον φόνο ως την έκφραση μιας καλλιτεχνικής φλέβας, κάθε φρικτή του πράξη δεν είναι τίποτα λιγότερο από την απόπειρά του να δημιουργήσει ένα αριστούργημα.
Κι από την αρχή ήδη, είναι σαφές ότι τα όσα βλέπουμε στην οθόνη, είναι όσα ο Τζακ αφηγείται σε έναν αόρατο συνομιλητή ο οποίος ονομάζεται «Βερτζ», καθ οδόν προς κάπου που δεν μπορείς να είσαι βέβαιος που ή τι είναι είναι. Μα αν είσαι παρατηρητικός, γρήγορα θα αντιληφθείς ότι ο Βερτζ δεν είναι ένας ψυχολόγος ή ένας αστυνομικός στον οποίο ο ήρωας εξομολογείται, μα ο ίδιος ο Βιργίλιος, ο Ρωμαίος ποιητής της «Αινειάδας» κι οδηγός του Δάντη στους εννιά κύκλους της κόλασης στην «Θεία Κωμωδία». Κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται ελαφρώς αστείο ή επιδεικτικά λόγιο, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από ένα ευφυές τέχνασμα για να οδηγήσει με την σειρά του τους θεατές σε μια φιλοσοφικής υφής κουβέντα για την σημασία και την αξία της τέχνης και τον ρόλο που πρέπει να έχει η αγάπη και η ανθρωπιά στην δημιουργία της.
Γιατί κάτω από όλους τους φόνους, τους ακρωτηριασμούς, το αίμα και την φρίκη που η κάμερα του Τριερ ποτέ δεν φοβήθηκε να καταγράψει και που εδώ το κάνει με μια ψυχρή (με την έννοια της αποστασιοποίησης) απόλαυση, αυτή του η ταινία δεν είναι τίποτα άλλο από μια εσωτερική κουβέντα του σκηνοθέτη με τον ίδιο του τον εαυτό για τον το καθήκον και την ευθύνη του καλλιτέχνη, για την κινητήρια δύναμη πίσω από την δημιουργία οποιουδήποτε έργου τέχνης για τον ρόλο και τα όρια της ηθικής.
Αυτή είναι μια ταινία της οποίας κομμάτια των διαλόγων θα μπορούσαν να βρουν την θέση στην διατριβή ενός υποψήφιου διδάκτωρ τέχνης ή φιλοσοφίας και η οποία περιέχει αναλύσεις, σκέψεις, παραδείγματα από την ιστορία της τέχνης και της ανθρωπότητας που ξεκινούν κυριολεκτικά από τον Γκλεν Γκούλντ και τον Γουίλιαμ Μπλέικ (τα ποιηματά του «The Tyger» και «The Lamb» αποτελούν κάτι σαν leitmotif της ταινίας μαζί με το «Fame» του Ντέιβιντ Μπόουι) και φτάνουν ως την θεωρία της αξίας των ερειπίων του ναζιστή αρχιτέκτονα Αλμπερτ Σπέερ διαμέσου των διαφορετικών μεθόδων αποσύνθεσης που παράγουν το πιο γλυκό κρασί. Από αμέτρητους πίνακες μέχρι αποσπάσματα ταινιών (φυσικά και του ίδιου του Τρίερ), μουσικές κι από την Ακρόπολη μέχρι την βελανιδιά του Γκέτε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, το φιλμ διατρέχει την ιστορία της τέχνης και την ηθική της, αντιπαραβάλλοντας την με την ανθρώπινη φύση, την ροπή προς το κακό, την ανάγκη της εξιλέωσης.
Πρόκειται για μια συναρπαστική πνευματικά διαδρομή, γεμάτη αντιφάσεις και ηλεκτρισμένα ερωτηματικά και στην διάρκεια της ταινίας είναι σαφές ότι ο Τρίερ δεν θέλει να σου προσφέρει απαντήσεις. Πιθανότατα δεν τις έχει ούτε ο ίδιος αφού νιώθεις ότι και οι δυο χαρακτήρες της ταινίας του απηχούν σκέψεις του ίδιου, είναι ο Τρίερ που μιλά από στο στόμα και τις πράξεις και των δύο. Εν τούτοις είναι σπάνιο και απολαυστικό να βλέπεις έναν καλλιτέχνη να διερωτάται «φωναχτά» για ζητήματα που μοιάζουν να τον απασχολούν βαθιά, απευθυνόμενος την ίδια στιγμή στον εαυτό του, στους επικριτές, τους θαυμαστές και το κοινό.
Στα χέρια κάποιου άλλου κάτι τέτοιο πιθανότατα θα ήταν αφόρητα ομφαλοσκοπικό και βασανιστικά βαρετό, όμως στα χέρια του Τρίερ είναι μια ταινία που στις καλύτερες στιγμές της κάνει κεφάλια να εκρήγνυνται, τόσο από σφαίρες στην οθόνη, όσο κι από την πυκνότητα και την πολυπλοκότητα των σκέψεων που σου γεννά εκτός αυτής. Ο Τρίερ ξέρει να κάνει σπουδαίο σινεμά γεμάτο μικρά ή μεγαλύτερα σοκ, ανίερο χιούμορ και ιδέες που σε διαπερνούν με την ένταση πυρωμένου σίδερου και καταφέρνει να κάνει το ίδιο ακόμη κι αν αυτή η ταινία περισσότερο απ΄ οποιονδήποτε άλλον, αφορά στον ίδιο.
ΚΑΘΕ ΔΕΥΤΕΡΑ CINE ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΙΣ 21:30
Προβολή της ταινίας ”DOGMAN”, Δευτέρα 17/12/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας
Το «σκυλί που γαυγίζει, μην το φοβάσαι», ισχύει και για το «Dogman» του Ματέο Γκαρόνε
Μια ιστορία Δαβίδ και Γολιάθ, μια ιστορία βίαιης εκδίκησης με κίνητρο την ανθρώπινη αποδοχή, μια ιστορία για τα ξεχασμένα από τον νόμο και το κράτος προάστια-φαντάσματα της Ιταλίας κι όσους ζουν και πεθαίνουν εκεί αφηγείται ο Ματέο Γκαρόνε στη νέα του ταινία, με εκπληκτική αισθητική αλλά όχι το ανάλογο συναίσθημα ή την πολυαναμενόμενη, σ’ όλη τη διάρκειά της, ένταση.
Βάζοντας, ευτυχώς, σε μια παρένθεση τις ενδιάμεσες ταινίες του, το «Reality» και το «Παραμύθι των Παραμυθιών», ο Γκαρόνε επιστρέφει στα λημέρια του «Gomorra». Αυτή δεν είναι μια ταινία για την Καμόρα, ούτε για τη Νάπολη, αλλά είναι ένα φιλμ για το έγκλημα, για τον κόσμο του και για τις παρυφές των ιταλικών μητροπόλεων, εκεί όπου είτε θα εγκληματίσεις για να ζήσεις, είτε δεν θα ζήσεις καθόλου.
Εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία του Πιέτρο Ντε Νέγκρι που συγκλόνισε την Ιταλία στα τέλη του ’80, το φιλμ παρακολουθεί από κοντά τον ήρωά του, τον Μαρτσέλο, στην καθημερινότητά του. Ο Μαρτσέλο ζει σε μια περιοχή που θυμίζει το έρημο τοπίο ενός κλασικού γουέστερν, με εμπορικά παραπήγματα και το θάνατο να ελοχεύει σε κάθε γωνιά: το σύμπαν του είναι τα μπιλιαρδάδικα, τα ενεχυροδανειστήρια, τα ουφάδικα, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, μια τεχνητή λίμνη γεμάτη μυστικά μπροστά τους.
Εκεί, ο Μαρτσέλο, μικροκαμωμένος, καθόλου ευνοημένος από τη φύση (ούτε κι από τη μοίρα, άλλωστε), διατηρεί το μαγαζί του, ένα κομμωτήριο και ξενοδοχείο για σκύλους συντροφιάς, ενώ ως πάρεργο είναι και ντίλερ κοκαΐνης. Τα σκυλιά που περιποιείται είναι η μεγάλη του αγάπη. Τα φροντίζει, τους κάνει μασάζ, τους μιλά, τα αποκαλεί τακτικά «amore», με τη μελιστάλαχτη, λεπτή φωνή του, τούς μοιράζει απλόχερα την τρυφερότητά του. Στα σκυλιά και τη μικρή του κόρη, από το διαλυμένο του γάμο, εκείνη για την οποία θα έκανε τα πάντα.
Η καθημερινότητα του Μαρτσέλο κυλά καθησυχαστικά μονότονα, ώσπου επιστρέφει από τη φυλακή ο παλιός φίλος του, Σιμόνε, ένας παντοδύναμος γίγαντας, καμένος από τα ναρκωτικά, αχαλίνωτος λόγω της μυικής του υπεροχής, μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί κάθε λεπτό. Λίγο από φόβο και λίγο από κολακεία, ο Μαρτσέλο θα βοηθήσει τον Σιμόνε στα εγκλήματά του, ώσπου να πέσει θύμα του, με κόστος την ελευθερία του ή, ακόμα χειρότερα, την υπόληψη των λίγων φίλων του. Ο Μαρτσέλο θα πνιγεί στην αδικία και θ’ αρχίσει να σιγοβράζει μέσα του μια φρικιαστική ιδέα εκδίκησης, στα μάτια του ηρωική.
Γνωρίζοντας καλά το σύμπαν που περιγράφει, ο Ματέο Γκαρόνε φτιάχνει μια ταινία τόσο όμορφη, που κάνει τις εφιαλτικές εικόνες της να μιλούν πιο επεξηγηματικά από τους ήρωές του. Με τη βοήθεια του Δανού διευθυντή φωτογραφίας Νικολάι Μπριέλ και των χωρίς τέλος κενών τόπων σε απεριόριστο σινεμασκόπ, χτίζει έναν κόσμο του τραγικού τίποτα, φωτισμένου μόνο από νέον, ποτέ από ήλιο, ξεφτισμένο και κακομεταχειρισμένο, σαν τους ανθρώπους που ζουν μέσα σ’ αυτόν. Με μια θριαμβευτική επιλογή στους δεύτερους ρόλους – κυρίως στα πρόσωπά τους που αρκούν για να σκιαγραφήσουν χαρακτήρες – η ταινία δίνει την ευκαιρία στον Μαρτσέλο Φόντε να λάμψει στον πρωταγωνιστικό ρόλο και να συζητιέται ήδη για βραβείο, παρότι η ερμηνεία του, που όντως δεν ξεχνιέται εύκολα, βρίσκει σημεία ανάπαυσης στην επανάληψη βλεμμάτων και μανιερισμών.
Είναι, λοιπόν, παράξενο που με μια τόσο εκρηκτική, ακόμα κι εμβληματική, ιστορία και με τέτοια τελειότητα στην αισθητική της, η ταινία δεν καταφέρνει να φτάσει τις κορυφώσεις που μοιάζουν αυτονόητες, όχι μόνο στο επίπεδο της βίας, αλλά κυρίως των διλημμάτων ζωής, της μανίας, της απελπισίας, της παράνοιας που θεωρητικά βιώνουν οι ήρωες. Το «Dogman» είναι μια ταινία που, με τον τρόπο της, τον εστέτ και πολυδουλεμένο, γαυγίζει δυνατά, αλλά δεν νιώθεις το δάγκωμά της, δεν παρασύρεσαι από το μύθο της, παρά μένεις να θαυμάζεις και να συμπληρώνεις τα συμπεράσματα, χρησιμοποιώντας αρχετυπικούς κανόνες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Προβολή της ταινίας ”OPERATION FINALE”, Δευτέρα 10/12/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας
“Operation Finale”: Συλλάβετε τον Eichmann
Με την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Λατινική Αμερική κατέστη «πόλος έλξης» για τα πρώην ανώτερα και ανώτατα στελέχη του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος. Μέσα στα επόμενα χρόνια και κυρίως την δεκαετία του ’60, πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ συρρέουν μαζικά προς την Νότια Αμερική, και δη προς την Αργεντινή, αποσκοπώντας στον εντοπισμό και στην σύλληψη, στην πραγματικότητα στην απαγωγή, και στην μεταφορά προ της ισραηλινής δικαιοσύνης του συνταγματάρχη των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Gestapo, Adolf Eichmann, του ανθρώπου που έχει υποδειχθεί ως ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος.
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους της ταινίας κρατούν ο Ben Kingsley (“Gandhi”, “Schindler’s List“) που θα παίξει τον Eichman, καθώς και ο βραβευμένος με Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στην μίνι σειρά “Show Me a Hero” και γνωστός από τους ρόλους τους στις ταινίες “A Most Violent Year”, “Inside Llewyn Davis”, “Ex Machina” αλλά και από τις πρόσφατες ταινίες του “Star Wars”, Oscar Isaac, ο οποίος θα υποδυθεί τον πράκτορα της Mossad Peter Malkin.
Προβολή της ταινίας ”LA SOMBRA DE LA LEY”, Δευτέρα 3/12/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας
Gun City
Στη Βαρκελώνη του 1921, εν μέσω αναταραχών μεταξύ αναρχικών και αστυνομίας, ένας αστυνομικός το παίζει σε διπλό ταμπλό για να αποτρέψει έναν εμφύλιο πόλεμο.
ΚΑΘΕ ΔΕΥΤΕΡΑ CINE ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΙΣ 21:30
Προβολή της ταινίας ”BlacKkKlansman”, Δευτέρα 26/11/2018, στις 21:30, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας
Η Παρείσφρηση
BlacKkKlansman
του Σπάικ Λι
Με μια πολιτική κωμωδία τοποθετημένη στα ’70ς, ο Σπάικ Λι επιτίθεται στον αμερικανικό ρατσισμό κάθε εποχής, απροκάλυπτα, έξω απ’ τα δόντια και με ακαταμάχητο στιλ.
Ο Σπάικ Λι πριν σχεδόν 30 χρόνια, στο «Do the Right Thing», ήταν γεμάτος οργή για τη ρατσιστική Αμερική, έριχνε έπιπλα σε τζαμαρίες, τα βίαια ξεσπάσματά του ζητούσαν δικαιοσύνη και ισότητα: τώρα έχει μεγαλώσει, μπορεί να κριτικάρει σαρκαστικά, να γελά στα μούτρα της ΚΚΚ, να κοροϊδεύει με την καρδιά του. Να μιλάει, απλώς, και ο λόγος του να έχει την ίδια δύναμη. Έχει μεγαλώσει και μαζί του η Αμερική. Αλλά η δεύτερη όχι αρκετά.
Το «BlacKkKlansman», η καλύτερη ταινία του εδώ και χρόνια, βραβευμένη στις Κάννες, ξεκινά με το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», τη σκηνή όπου η Σκάρλετ Ο’ Χάρα ψάχνει απεγνωσμένα ανάμεσα στην τεράστια έκταση των τραυματιών του εμφυλίου. Και τελειώνει με σκηνές από έναν άλλο εμφύλιο, αυτόν που έγινε πέρσι, το 2017, στη Σάρλοτσβιλ.
Ναι, η Αμερική δεν έχει μεγαλώσει αρκετά, ο ρατσισμός είναι ολοζώντανος κι ο Σπάικ Λι, γράφοντας και σκηνοθετώντας ακριβώς μια ταινία για το φλεγόμενο «τώρα», έχει την ωριμότητα να το κάνει με χιούμορ κι αυτό το τόσο δικό του coolness που ξεχειλίζει από κάθε σκηνή του φιλμ.
Το «BlacKkKlansman» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τόσο ακραία που μοιάζουν υπερβολικά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν η «οργάνωση της λευκής υπεροχής» μοιάζει παντοδύναμη και οι Μαύροι Πάνθηρες καλούν τον κόσμο τους στα όπλα, ένας μαύρος αστυνομικός, ο Ρον Στάλγουερθ, αναλαμβάνει να διεισδύσει στην Κου Κλουξ Κλαν του Κολοράντο. Όχι μόνος του φυσικά, γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από την οργάνωση, αλλά με τη συνεργασία του Φλιπ, του Εβραίου λευκού συναδέλφου του. Οι δυο τους, με τόσα κοινά όσα και διαφορετικά χαρακτηριστικά, θα γίνουν το αχτύπητο δίδυμο («εγώ θα είμαι ο λόγος, εσύ το πρόσωπο»), που θα φέρει την Αμερική στο δρόμο της ισότητας και τον Νόμο στο δρόμο του δικαίου. Τουλάχιστον για πολύ λίγο.
Αν πει κανείς ότι η ταινία του Σπάικ Λι είναι κωμωδία, δεν θα έχει άδικο. Οι ίδιες οι προσωπικότητες (και το styling!) των ηρώων το προκαλεί κι οι απανωτές διαβρωτικές ατάκες το ενισχύουν. Η πλοκή ξετυλίγεται μέχρι και σαν slapstick, ανεβάζοντας διαρκώς τα ντεσιμπέλ της ακρότητας. Αν η ταινία προκαλεί αστείρευτο γέλιο, άλλο τόσο ξεφεύγει σε περιπέτειες ανοικονόμητες, με αποκορύφωμα ένα split screen – παράλληλο μοντάζ με την (πολιτισμικά ενδιαφέρουσα φυσικά, αλλά περιττή), συμμετοχή του Χάρι Μπελαφόντε. Αλλά, από την άλλη, πότε ο Σπάικ Λι ήταν εγκρατής για να γίνει τώρα και γιατί να το θέλει;
Η ταινία του είναι η πληθωρικότητα στα καλύτερά της. Μια ιδανική επιλογή στους πρωταγωνιστές (ο Ανταμ Ντράιβερ ίσως και στον καλύτερο ρόλο του κι ο Τζον Ντέιβιντ – γιος του Ντενζέλ – Γουόσινγκτον) και ένα απολαυστικό ρεπερτόριο δευτεραγωνιστών (από τον Τόφερ Γκρέις ως τον παλιό μόνιμο του Χαλ Χάρτλεϊ, Ρόμπερτ Τζον Μπερκ), δίνει τη βάση για ν’ απλώσει ο Σπάικ Λι το πέπλο της ατμόσφαιρας του. Φωτογραφία ζεστή, ’70ς, εσωτερικά φλεγόμενη, ρούχα ταυτισμένα με την εποχή της αντίρρησης, λυγερά νεανικά κορμιά, όχι, όχι λευκά, που μεταδίδουν την ορμή και τον αισθησιασμό τους, εμβόλιμες γραφιστικές σφραγίδες, μουσική που διανύει το φάσμα του μαύρου ρυθμού της δεκαετίας με την άνεση του γνώστη. Ένα μοναδικό και μεταδοτικό coolness που ο Σπάικ Λι έχει έμφυτο και μεταφέρει στο σινεμά του ακέραιο και που μπορεί να μεταμορφώσει μια πολιτική κωμωδία στο πιο σέξι δίωρο.
Κι από την άλλη, ο Σπάικ Λι κάνει, το 2018, ακριβώς την πολιτική ταινία που πρέπει να κάνει, με τη δύναμη και το απόλυτο που χρειάζεται. Κατηγορώ στον Ντόναλντ Τραμπ, κατηγορώ μέχρι εξευτελισμού στους ρατσιστές, αλλά και στο αμερικανικό πολιτικό και αστυνομικό Σύστημα. Κατηγορώ έξω από τα δόντια, χωρίς διακριτικότητα ή υπονόμευση ή τεχνάσματα: κατά μέτωπο και με το βλέμμα στην ευθεία. Σινεμά επίκαιρο, της ώρας, αλλά με την ψυχραιμία του ανθρώπου που, έτσι κι αλλιώς, εδώ και δεκαετίες, μ’ αυτό ακριβώς ασχολείται, γι’ αυτό φωνάζει με την κάμερά του κι αυτό διεκδικεί. Και, ταυτόχρονα, σινεμά τόσο όμορφο, δυνατό στις εικόνες του, στιλάτο, πολύχρωμο, βαθιά μαύρο. Με το ύφος και το ήθος ενός αληθινού soul brother που μας κάνει να τον αγαπάμε και να τον θαυμάζουμε ξανά – όχι ότι ποτέ σταματήσαμε.