Category Archives: Προβολές

Προβολή του ντοκιμαντέρ ”WHAT HAPPENED, MISS SIMONE?”, Δευτέρα 23/7/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Berlinale 2015: «What Happened, Miss Simone?» αναρωτιέται το ντοκιμαντέρ για την ταραγμένη ζωή της ντίβας της τζαζ

Μοναδική, ευφυής, αξεπέραστη, ντίβα. Διαταραγμένη, διπολική, εθισμένη, κακοποιημένη σύζυγος και βίαιη μητέρα. Πολιτική ακτιβίστρια, σύμβολο black power, ή απλώς οργισμένη. Τι συνέβη Κα Σιμόν;

Η Νίνα Σιμόν ανεβαίνει στη σκηνή επιφυλλακτικά. Το πλήθος χειροκροτεί κι εκείνη κάνει μία κλισέ χορευτική υπόκλιση, όμως το πρόσωπό της είναι σχεδόν ενοχλημένο, εχθρικό. Βρίσκεται στα μεσήλικά της χρόνια, έχει επιστρέψει στις live εμφανίσεις μετά από πολυετή απουσία. Κάθεται στο πιάνο και μουρμουρίζει ένα καλησπέρα μέσα από τα δόντια. Το κοινό ξεσπά σε χειροκροτήματα και κραυγές κι εκείνη, επιτέλους, χαμογελά. Τα δάχτυλά της αρχίζουν να γλιστράνε με επιδεξιότητα στα πλήκτρα, η φωνή της βγαίνει καπνισμένη, βασανισμένη και σημαντική. Ομως όταν μία γυναίκα σηκώνεται από την καρέκλα της, η Σιμόν διακόπτει απότομα το τραγούδι με βρισιές και απειλές, απαιτώντας από την άτυχη θεατή να ξανακάτσει αμέσως στη θέση της. Τα μάτια της είναι γεμάτα οργή. Σε λίγα μόνο λεπτά, ολόκληρη η ντίβα αποκαλύπτεται: η ευφυής πιανίστας και η ανασφαλής performer. Η τζαζ μουσικός με τον μοναδικό ήχο και η οργισμένη καλλιτέχνης που πίστευε ότι δεν τη σεβόταν κανείς. Η σταρ και η γυναίκα.

Το ντοκιμαντέρ της Λιζ Γκάρμπους («Love, Marilyn», «Bobby Fischer Against the World») θα επιχειρήσει να τη δείξει ολόκληρη. Λουσμένη στο φως του ταλέντου της και χαμένη στο τρομαχτικό σκοτάδι του διπολισμού της. Δε θα την ηρωποιήσει, δε θα την εξιδανικεύσει, αλλά θα είναι φανερό σε κάθε ένα πλάνο πόσο πολύ την αγαπά. Δε θα πάρει θέση, όσο θα κάνει την ερώτηση του τίτλου (το οποίο είναι απόσπασμα από το ποίημα της Μάγια Ανγκέλου για τη Νίνα Σιμόν, «The Singer Will Not Sing»): «Τι συνέβη, κυρία Σιμόν;»

Mέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό (φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας, των καλοκαιριών της εφηβείας στα jazz clubs του Ατλάντικ Σίτι) η Γκάρμπους μας συστήνει την μικρή Γιουνίς Γουέιμον από τη Βόρειο Καρολάινα – την πιτσιρίκα που οι γονείς και οι δασκάλες της είχαν ξεχωρίσει ως μουσικό ταλέντο στο πιάνο και την προόριζαν για να γίνει η πρώτη μαύρη πιανίστα που θα έπαιζε στο Carnegie Hall. Μέσα από ηχητικά αποσπάσματα συνεντεύξων που είχε δώσει η Σιμόν λίγο πριν πεθάνει (έφυγε το 2003 από καρκίνο) μάς ξαναγεί σ’ αυτή την απαιτητική, μοναχική, ιδιαίτερη παιδική ηλικία: όταν τελείωνε το σχολείο κι αντί να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά στο γκέτο, εκείνη διέσχιζε στην άλλη πλευρά, την πλευρά των λευκών, για να κάνει μαθήματα. Οταν όμως έδωσε εξετάσεις στο νεοϋρκέζικο Ωδείο, την έκοψαν, φυσικά λόγω των φυλετικών διακρίσεων της κλασσικής παιδείας στη δεκαετία του 50.

Νιώθοντας ότι οι γονείς της δεν μπορούν να τη συντηρούν πλέον, η 17χρονη Γιουνίς πιάνει δουλειά τα βράδια σε τζαζ κλαμπ του Ατλάντικ Σίτι. Κρυφά, για να μην τους ντροπιάσει (καθώς εκτιμούσαν μόνο την κλασική μουσική κι όχι τα μπλουζ και τη τζαζ). Για αυτό κι αλλάζει το όνομά της – «Νίνα» γιατί έτσι τη φώναζε ο τότε φίλος της και «Σιμόν» από τη Σιμόν Σινιορέ, τη γαλλίδα ηθοποιό που αγαπούσε. Στα κλαμπς της ζητούν να τραγουδήσει, εκεί πρωτοακούν τη φωνή της, έρχεται το συμβόλαιο για δίσκο, γίνεται διάσημη με το «I Loves you, Porgy», γνωρίζει τον άντρα της – έναν πρώην μπάτσο της Νέας Υόρκης, ο οποίος παρατά τα πάντα για να γίνει ο μάνατζέρ της και όλα απογειώνονται. Γίνεται σταρ.

Ψύχραιμες, σκληρές, αγαπησιάρικες, συμπονετικές, πικραμένες μαρτυρίες της μοναχοκόρης της, Λίζα Σιμόν Κέλι, αλλά και του καλύτερού της φίλου και κιθαρίστα της, Αλ Σάκμαν, μάς παρουσιάζουν αυτό το γάμο, αυτή τη σχέση που μπορούσε να αποτυπώσει όλα όσα σκοτείνιαζαν το άστρο της Σιμόν και την καθόρισαν για το υπόλοιπο της ζωής της: υποστήριξη στην ντίβα, κακοποίηση στη σύζυγο. «Η μητέρα μου δεν άξιζε στιγμή τη βία που υπέστη για χρόνια. Ομως, το έβλεπα, το ζούσα: ήταν σαν να την επιζητούσε. Σαν να κοιτούσε τον ταύρο στα μάτια, κρατώντας το κόκκινο πανί και προσκαλώντας τον στην κουζίνα της…» ομολογεί η Σιμόν Κέλι. «Ολοι βλέπατε την Νίνα Σιμόν – την γεμάτη ταπεραμέντο περσόνα που πιστεύατε ότι υιοθετούσε στη σκηνή. Δεν ήταν όμως έτσι μόνο στη σκηνή. Ηταν έτσι 24 ώρες το 24ωρο. Κι αυτό ήταν το πρόβλημα…»

Το πιο μεγάλο επίτευγμα της Γκάρμπους είναι η πρόσβαση στα χειρόγραφα ημερολόγια της Σιμόν, τα οποία κρατούσε σε όλη της τη ζωή και έγραφε τα συναισθήματά της με λεπτομέρεια κι ωμή ευθύτητα. Η Γκάρμπους βγάζει στην μεγάλη οθόνη, μικρές σκαναρισμένες φράσεις που δείχνουν διάφανα την αλήθεια. «Σε αγαπώ άντρα μου, σ’ ευχαριστώ που μπήκες στη ζωή μου». «Σε σιχαίνομαι, με βλέπεις σαν άλογο κούρσας που πρέπει να σου κερδίσει χρήματα». «Μου αρέσει το ξύλο. Μου αρέσει το σεξ μετά το ξύλο». «Συγγνώμη μητέρα. Επαιξα στο Carnegie Hall αλλά όχι κλασική μουσική – αυτή την ποπ που σιχαίνεσαι…»

Κανείς στα 60ς δεν μπορούσε να διαγνώσει μία διπολική προσωπικότητα – ειδικά σε μία τόσο τεράστια προσωπικότητα όπως αυτή μίας jazz/blues ντίβας. Η εξήγηση ήταν απλώς «παραξενιά», «ταπαρεμέντο», «κακή διαχείριση των οικονομικών», «σκληρή μητέρα». Η εκτόνωση που μοιάζει να της έδωσε σκοπό και να την κράτησε στη ζωή ήταν η ανάμιξή της με το μαύρο κίνημα (το «Mississippi Goddam» ήταν ό,τι πιο ριζοσπαστικό τόλμησε μαύρη τραγουδίστρια να απευθύνει στο ευρύ ραδιοφωνικό κοινό τότε), τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τους Black Panthers του Μάλκομ Χ (στον Κινγκ είχε πει χαρακτηριστικά: «εγώ είμαι ΥΠΕΡ της βίας»). Η Σιμόν το 1965 μετατράπηκε σε ιέρεια των διαδηλώσεων και του κινήματος, κάτι που της στοίχησε το λευκό της κοινό, συμβόλαια, συναυλίες, χρήματα και το γάμο της.

 

Βλέπουμε το διαζύγιο, την πτώση στην αφάνεια και την φτώχεια, την κατάθλιψη. Την επέμβαση των λευκών φίλων μουσικών της που την τράβηξαν σωματικά και κυριολεκτικά από το βάλτο της, έστησαν ξανά την καριέρα της και της πρόσφεραν ιατρική νευρολογική περίθαλψη. «Η μητέρα μου όμως έχανε τη φωνή της και την ευελιξία στο παίξιμό της λόγω των ψυχοφάρμακων» ομολογεί γλυκόπικρα η Σιμόν Κέλι.

Κι έτσι τη συναντάμε ξανά. Στη σκηνή προς τα τέλη της ζωή της. Ακόμα μεγαλειώδη. Ακόμα ανασφαλή. Ακόμα οργισμένη. Μπροστά από μικρόφωνα δημοσιογράφων που τη ρωτούν ό,τι και η Μάγια Αγγέλου: «Ο κόσμος σας αγαπούσε. Τι σας συνέβη κυρία Σιμόν;» O,τι ακολουθεί είναι η καλύτερη εκτέλεση του πικρά ειρωνικού «My Baby Just Cares For Me». Και τότε μόνο καταλαβαίνεις ότι ό,τι προηγήθηκε ήταν η πιο ευκρινής εκτέλεση του «Don’t Let me Be Misunderstood»…

https://youtu.be/moOQXZxriKY

 

 

Προβολή της ταινίας ‘LOVING PABLO’, Δευτέρα 16/07/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Αγαπώντας τον Πάμπλο
Loving Pablo
του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα

Ο άνθρωπος Πάμπλο και ο Βαρόνος Εσκομπάρ. Η ζωή ενός από τους μεγαλύτερους εμπόρους ναρκωτικών στην ιστορία μέσα από τα μάτια μιας ερωμένης του, δίνει την ευκαιρία στον Χαβιέρ Μπαρδέμ και την Πενέλοπε Κρουζ να συνυπάρξουν κινηματογραφικά στην πιο υπερβολική, γελοία, σαπουνοπερίστικη εκδοχή γκανγκστερικής ταινίας που έχουμε δει τελευταία.
Υπάρχουν κακές ταινίες και υπάρχουν ταινίες όπως το «Αγαπώντας τον Πάμπλο».

Η καινούρια ταινία του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα (είναι ο σκηνοθέτης του «Μια Υπέροχη Μέρα») φιλοδοξεί να αφηγηθεί την άνοδο και την πτώση του Πάμπλο Εσκομπάρ, ενός από τους μεγαλύτερους και περισσότερο συνδεδεμένους με την pop κουλτούρα βαρόνους ναρκωτικών στον κόσμο, μέσα από τα μάτια της διάσημης δημοσιογράφου της εποχής, Βιρχίνια Βαγιέχο, χρησιμοποιώντας ως αρχική πηγή έμπνευσης τα απομνημονεύματά της. Η Βαγιέχο, στην κρίσιμη περίοδο που τον συνάντησε, ερωτεύτηκε τον Πάμπλο αλλά μίσησε τον Εσκομπάρ και αν αυτό ακούγεται σαν να αποτελεί την σύνοψη μιας αυθεντικής λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας, είναι επειδή και η ταινία είναι στην πραγματικότητα ακριβώς αυτό.
Γιατί ήδη από την αρχή, το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» αγκαλιάζει χωρίς όριο (και αίσθηση καλού γούστου) όλη την camp υπερβολή του, αποτελώντας τελικά ένα φιλμ που ίσως να μπορεί να απολαύσει κανείς για όλους τους λάθος λόγους.

Εδώ υπάρχει μια Πενέλοπε Κρουζ που δε διστάζει να ουρλιάξει, να γουρλώσει τα μάτια, να τραβήξει τα – χτενισμένα σε απόλυτα retro στυλ – μαλλιά της και να κυλιστεί πανικόβλητη στο έδαφος για να δείξει την απόγνωσή της, αν φυσικά δεν είναι ήδη απασχολημένη να χαϊδεύει με ηδυπάθεια τις πέρλες στο λαιμό της. Εδώ υπάρχει ένας Χαβιέρ Μπαρδέμ με ψεύτικη κοιλιά, που είναι και οικογενειάρχης, και μπίζνεσμαν, και ερωτύλος και πάρα πολύ σκληρός, τόσο σκληρός που όταν δίνει δολοφονικές εντολές, εκτοξεύει μαζί με τις απειλές και τα μακαρόνια στον τοίχο. Εδώ υπάρχει και ένας πρωτοφανώς ψύχραιμος Πίτερ Σκάρσγκαρντ, ο οποίος μοιάζει απλά ανήμπορος να συμμετέχει στην ερμηνευτική extravaganza των συναδέλφων του και παραμένει απλός (υποτονικός) παρατηρητής των όσων δρώμενων τυγχάνει να πυροδοτούν την αφήγηση της ταινίας.

Μια αφήγηση η οποία θεωρητικά δεν στερείται ούτε ταχύτητας, ούτε έντασης αλλά ούτε και αφορμών για τον Αρανόα να αποδείξει τις σκηνοθετικές του ικανότητες στην κινηματογράφηση της δράσης. Μερικές σκηνές μάλιστα καταφέρνουν στιγμιαία να τραβήξουν το ενδιαφέρον, ειδικά όταν αφορούν την εναέρια διακίνηση της κοκαΐνης και την σοκαριστική απλότητα με την οποία οι δολοφονικές προσταγές του Εσκομπάρ βρίσκουν τόπο. Με πολύ καλή δε θέληση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αρανόα επιχειρεί να ξεμπροστιάσει την κοινωνική συνενοχή και να εξηγήσει ενδεχομένως τους λόγους για τους οποίους η παραβατική συμπεριφορά του Εσκομπάρ έγινε σε τέτοιο βαθμό αποδεκτή.
Μόνο που όλα αυτά παραμένουν μέχρι το τέλος απλές εικασίες ή και ευσεβείς προσδοκίες. Το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» πίσω από την κραυγαλέα βία του και την επιφανειακή πολυπλοκότητά του, δεν μπορεί να καμουφλάρει το γεγονός ότι η λογική αλλά και οι δυναμικές του αντλούν πολύ περισσότερο από τις telenovelas της Λατινικής Αμερικής παρά από το γκανγκστερικό σινεμά του δρόμου, που πρότεινε αρκετά χρόνια πριν «Η Πόλη του Θεού» του Φερνάντο Μεϊρέγιες και που θα αποτελούσε ιδανικό φόντο για την μια ιστορία που αφορά τις κοινωνικές δομές που επιτρέπουν την ενδυνάμωση (και τελικά την κυριαρχία) ανθρώπων όπως ο Εσκομπάρ.

Σε μια τέτοια ταινία δε θα υπήρχε καμία κωμική ερμηνευτική υπερβολή της Κρουζ. Δε θα υπήρχε καμία (ακούσια αστεία, έως και γελοία) «σπαστή» προφορά. Δε θα υπήρχε καμία φτηνή σωματική μανιέρα του Χαβιέρ Μπαρδέμ. Ωστόσο, υπάρχει μια γνήσια κωμική ταινία μέσα στον πυρήνα αυτού που δημιούργησε τελικά ο Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, μόνο που μάλλον δεν είχε ακριβώς αυτό ως τελικό στόχο.

Προβολή της ταινίας ”IN THE FADE (Μαζί ή Τίποτα)”, Τρίτη 26/6/2018, στις 22:00 στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΒΡΟΧΗΣ Η ΠΡΟΒΟΛΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΥ 46

Μαζί ή Τίποτα

In the Fade

του Φατίχ Ακίν

Ο Φατίχ Ακίν επιστρέφει με ένα προκλητικό θρίλερ εκδίκησης με ηχηρό πολιτικό μήνυμα και κερδίζει τη Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η Νταϊάν Κρούγκερ στην πιο μεστή ερμηνεία της καριέρας της.

Τίποτα δεν σταματά την Κάτια, τη 35χρονη Γερμανίδα που πανρεύεται τον τουρκικής καταγωγής Νούρι, ακόμα και μέσα στη φυλακή. Εκείνος, πρώην έμπορος ουσιών αλλά τώρα αποφασισμένος να αλλάξει τη ζωή του, εκείνη φοιτήτρια ανθρωπολογίας που αψηφά την επικριτική της μητέρα, δεν ανταλλάζουν βέρες αλλά χαράζουν στα δάχτυλά τους τατουάζ – σύμβολα της δικής τους αιώνιας αγάπης και δέσμευσης. Εξι χρόνια μετά τους συναντάμε στη γειτονιά τους στο Kρόιτσμπεργκ – εκείνος δουλεύει στο φορολογικό γραφείο που έχει στήσει για να βοηθά τους Τούρκους μετανάστες, εκείνη φέρνει τον εξάχρονο γιο τους για να περάσει την μέρα με τον μπαμπά του. Μόνο που δε θα είναι μία συνηθισμένη μέρα για την οικογένειά τους. Μία βόμβα εκρήγνυται ακριβώς μπροστά από το γραφείο του Νούρι και η Κάτια χάνει τον σύντροφό της, το παιδί της και τη γη κάτω από τα πόδια της μέσα σε μια στιγμή. Η πραγματική όμως τραγωδία δεν έχει ακόμα ξεκινήσει. Γιατί το ωστικό κύμα που προκαλεί αυτή η έκρηξη έχει να κάνει με πολλά περισσότερα. Ποιος ευθύνεται; Γείτονες, media, φίλοι αλλά και οι ίδιοι οι γονείς τεντώνουν το δάχτυλο στο παρελθόν του Νούρι. Η αστυνομία ψάχνει ενόχους σε γνωστά ρατσιστικά μονοπάτια (ακόμα και το σκίτσο μιας γυναίκας που περιγράφει η Κάτια μεταφράζεται σε «ανατολικοευρωπαία»). Η πραγματικότητα όμως είναι ακόμα πιο ζοφερή: το χτύπημα ήταν εθνικιστικό, οι ένοχοι είναι Γερμανοί, και το νεοναζιστικό φασιστικό ρεύμα που δε δέχεται οποιαδήποτε διαφορετικότητα να συνυπάρχει, ηχηρά παρόν. Θα μπορέσει να επέλθει μία λύση μέσα από το δημοκρατικό δικαστικό σύστημα; Ή η αυτοδικία είναι ο μόνος δρόμος;

Ο Φατίχ Ακίν («Μαζί, Ποτέ», «The Cut», «Crossing the Bridge», «Soul Kitchen») κατασκευάζει ένα θρίλερ εκδίκησης με πολιτικό περίγραμμα και αφυπνιστικό μήνυμα για την εκρηκτική αύξηση εγκλημάτων μίσους που πλήττουν τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια. Μία χώρα που έχει περάσει πάνω από μισό αιώνα παλεύοντας ενοχικά με τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά δεν έχει καταφέρει να ξεριζώσει τις επικίνδυνες εθνικόφρονες κορώνες του κοινωνικού της ιστού. Η διαφορετικότητα δεν έχει γίνει ποτέ πραγματικά αποδεκτή στη Γερμανια και τώρα που όλη η Ευρώπη μοιάζει να γέρνει ανησυχητικά προς την άκρα δεξιά, οι ρατσιστικές εκδηλώσεις έχουν ανασηκώσει κεφάλι, μαζί με το θρασύ τεντωμένο δεξί χέρι τους.

Αυτό όμως που πρώτα ενδιαφέρει τον Ακίν είναι η προσωπική ιστορία. Ο άνθρωπος που βάλλεται στο επίκεντρο αυτού του πολιτικού παραλογισμού. Με κάμερα στον ώμο (θυμίζοντας το «Μαζί, Ποτέ») βουτά με ενέργεια, φρεσκάδα, τρέλα και τρυφερότητα στην πρώτη σεκάνς – στο γάμο στις φυλακές. Δύο εναντίον όλων, ερωτευμένοι, γελαστοί, αν και έγκλειστοι, δέσμιοι σ’ ένα πρόχειρα στημένο πανηγύρι. Για αυτό και τα κοντινά στην οικογένεια που σχηματίστηκε, έξι χρόνια μετά. Το αξιολάτρευτο μυωπικό πιτσιρίκι τους, την οικειότητά τους, τους καθημερινούς διαλόγους. Οταν όλο αυτό ανατινάσσεται, κυριολεκτικά, ο φακός του Ακίν θα μείνει κολλημένος στο πρόσωπο της ηρωίδας του. Οχι μόνο γιατί μέσα από κάθε της σπαραγμό, παίρνει τις σωστές, ανθρώπινες διαστάσεις το αντίκτυπο ενός εγκλήματος μίσους, αλλά ίσως και γιατί θέλει να τονίσει την μοναξιά της. Μια μοναξιά τόσο προσωπική, όσο και πολιτική: μόνη απέναντι σ’ ένα σύστημα που δεν προσφέρει ασφάλεια, ούτε δικαιοσύνη, ούτε τιμωρία, ούτε κάθαρση.

Παρακολουθώντας, στο πρώτο μέρος της ταινίας, την καθημερινότητα μετά την τραγωδία, ο Ακίν θέλει να συλλάβει κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από βόμβες: την κανονικοποίηση της ξενοφοβίας κι έτσι τη βουβή συναίνεση απέναντι στο ρατσισμό. Κι αν οι δικαστικές σεκάνς θυμίζουν λίγο περισσότερο τηλεοπτικό μελόδραμα, κι όχι το παρορμητικό σινεμά του, το μήνυμα αυτής ακριβώς της θεσμικής μοναξιάς είναι ξεκάθαρο.

Κάπως έτσι ο Ακίν δικαιολογεί την τελευταία πράξη εκδίκησης. Η ηρωίδα του πρέπει να δικαιώσει το σαμουράι τατουάζ της, ακολουθώντας τους ενόχους στην Ελλάδα (όπου έχουν συνδέσμους με τη Χρυσή Αυγή – μάλιστα ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης κάνει μία guest, αλλά καίρια εμφάνιση).

Κάπου εκεί η ταινία χάνει τόσο την κινηματογραφική της στιβαρότητα και πρωτοτυπία (εφόσον δηλώνει ιστορία εκδίκησης, μπορούμε να φανταστούμε την κατάληξη), όσο και τον άξονά της στο πολιτικό της δίλημμα. Ενώ το φινάλε θα έπρεπε να δυναμιτίζει τις αισθήσεις, η επιλογή του μοιάζει περισσότερο να γειώνει τις προσδοκίες μας για κάτι θα ξεκινούσε έναν ουσιώδη διάλογο για τη ζοφερή επικαιρότητα μας.

Παρόλα αυτά ο Ακίν καταθέτει ένα σινεμά που έχει βλέμμα, δύναμη, άποψη κι ενέργεια. Και πάνω από όλα μία εξαιρετική πρωταγωνίστρια, άξια βραβείου. Μεγάλη έκπληξη η Νταϊάν Κρούγκερ με μία ερμηνεία που οι μικρές, κλεφτές στιγμές αξίζουν ακόμα περισσότερο από τα μπραβάντο ξεσπάσματα. Την πιστεύεις, τη νιώθεις, την συμπονάς, βρίσκεσαι δίπλα της σε όλη την κάθοδό της στην κόλαση.

Κρίμα που το fade to black τέλος δεν τη δικαιώνει.

Προβολή της ταινίας ” ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ”, Τρίτη 12/6/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της Κατάληψης Βύρωνος 3

 

Το Τελευταίο Σημείωμα

του Παντελή Βούλγαρη

Ο Παντελής Βούλγαρης επιστρέφει στην πολύπαθη σύγχρονη ελληνική ιστορία για να αποδείξει για άλλη μια φορά, παρά τα ελαττώματα του «Τελευταίου Σημειώματος», την ειλικρίνεια των προθέσεών του και την εξαιρετική του ικανότητα να επικοινωνεί άμεσα με το κοινό.

Υπάρχει μόνιμα μια γνησιότητα στο σινεμά του Παντελή Βούλγαρη και ένα πάθος που αντικατοπτρίζεται τόσο στον συναισθηματισμό που διαποτίζει κάθε πλάνο όσο και στην προσεκτική επιλογή των λέξεων των πρωταγωνιστών του, οι οποίες συνήθως ξεπερνούν τους ήρωές τους για να αναδείξουν την εποχή τους, τα ήθη και όλες εκείνες τις μικρές παρόμοιες ιστορίες που παρέμειναν κρυφές στη ροή της Ιστορίας.

Έτσι και στο «Τελευταίο Σημείωμα», την πιο πρόσφατη ταινία του σκηνοθέτη, η ταινία δεν αφορά μόνο την ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, Κρητικού αγωνιστή του λαϊκού κινήματος που δούλεψε ως διερμηνέας των Γερμανών στη φυλακή του Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της κατοχής, αλλά και όλους εκείνους που έζησαν, έδρασαν και στιγμάτισαν με το αίμα τους εκείνη την περίοδο, δημιουργώντας αθροιστικά ένα κοινωνικό ψηφιδωτό γεμάτο ιστορικές λεπτομέρειες και ανθρώπινες δυνατές στιγμές.

Γιατί η ταινία μπορεί να κλείνει με την πλήρη καταγραφή των ονομάτων των 200 ανθρώπων που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 ως αντίποινα στην ενέδρα της ελληνικής αντίστασης στον Στρατιωτικό Διοικητή Λακωνίας, σε χαράδρα της περιοχής των Μολάων, όμως στην πραγματικότητα το «Τελευταίο Σημείωμα» είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Πίσω από το σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη και του ίδιου του Παντελή Βούλγαρη φαίνεται η λεπτομερής κοινωνιολογική και ιστορική μελέτη παρόμοιων γεγονότων, πίσω από την ματιά του Παντελή Βούλγαρη γίνονται εμφανείς η αφοσίωση και η γνώση της ιστορίας, πίσω από την φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή, τα σκηνικά του Σπύρου Λάσκαρη και τα κοστούμια της Γιούλας Ζωϊοπούλου επιβεβαιώνεται η προσοχή στην αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής.

Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι Ναπολέων Σουκατζίδης τού (ποτέ κραυγαλέα αλλά πάντοτε ιδανικά εκφραστικού) Ανδρέα Κωνσταντίνου, ο οποίος έπειτα από διαδοχικές εξορίες και φυλακές από το 1936, βρίσκεται να εκτελεί χρέη διερμηνέα στον Γερμανό Διοικητή του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, Καρλ Φίσερ (Αντρέ Χένικε). Εξω από το στρατόπεδο, η μνηστή του Ναπολέοντα, Χαρά Λιουδάκη (η Μελία Κράιλινγκ έχει το δύσκολο ρόλο να βασιστεί περισσότερο στη στάση του σώματος και το βλέμμα της παρά στα λόγια – και αριστεύει), εργάζεται ως νοσοκόμα υπομένοντας καθημερινά την προσδοκία της επανασύνδεσης. Η ενέδρα στους Μολάους και οι τέσσερις νεκροί Γερμανοί που φέρνει ως αποτέλεσμα, πρόκειται να θέσουν σε διαφορετική ροή την ιστορία τους και να κάνουν ακόμα ασθενέστερη οποιαδήποτε ελπίδα.

Όμως το «Τελευταίο Σημείωμα» δεν είναι τόσο μια ταινία για την ελπίδα όσο για τη δύναμη των πιστεύω και την ισχύ των ιδεωδών και οι ποικίλες μικρές ιστορίες φόβου, συντροφικότητας, φιλίας αλλά και ονειροπόλησης των κρατούμενων στους θαλάμους, δίνουν στον Βούλγαρη και την Καρυστιάνη την ιδανική ευκαιρία να διευρύνουν τη ματιά τους και να μετατρέψουν τον Σουκατζίδη σε φορέα μιας ιστορίας με πολυάριθμες, εξίσου σημαντικές παραλλαγές. Η ουσιαστική δύναμη της ταινίας δεν βρίσκεται στη θορυβώδη επιφάνεια αλλά εντοπίζεται στις ήσυχες λεπτομέρειες, το δράμα παραδόξως δεν κορυφώνεται τη στιγμή του θανάτου αλλά στον πανηγυρισμό της ζωής (η σκηνή των παραδοσιακών χορών εντός της φυλακής αποτελεί και την καλύτερη σκηνή της ταινίας) και οι σημαντικότερες ατάκες δεν λέγονται από τους πρωταγωνιστές αλλά εμφανίζονται εμβόλιμες ως στιγμές από κάποια άλλη προσωπική ιστορία, που θα μπορούσε με τη σειρά της να αποτελεί μια εξίσου σημαντική ταινία.

Για αυτό και είναι εύκολο να συγχωρήσεις στην ταινία (αν και κατανοητό ως ένα βαθμό) την υπερδραματοποίηση ορισμένων στιγμών, την μάλλον υπερβολική χρήση του slow motion, την ανάγκη κατά στιγμές να τονιστούν με λόγια πράγματα που έχει ήδη κάνει σαφή η ευγλωττία των εικόνων, όπως και την αίσθηση ότι, ειδικά λόγω της πλούσιας έρευνας, πολλές ιστορίες αποζητούν (χωρίς τελικά να λαμβάνουν) περισσότερο χρόνο. Γιατί στην πραγματικότητα, το «Τελευταίο Σημείωμα» παραμένει μέχρι το τέλος μια ταινία προσωπική, ένα φιλμ που πιστεύει με πάθος στην αλήθεια της ψυχής του και μια δημιουργία ειλικρινής που βρίσκει άμεσα επικοινωνία με τον θεατή. Και αυτό είναι μάλλον το σημαντικότερο από όλα.

Προβολή του ντοκιμαντέρ ‘THE ANTIFASCISTS’, Τρίτη 29/5/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

The Antifascists (2017) Documentary

Ένας πόλεμος χαμηλής έντασης διεξάγεται στους δρόμους της Ευρώπης και το επίκεντρο είναι ο φασισμός. Αυτό το ντοκιμαντέρ μας μεταφέρει πίσω από τις μάσκες των μαχητών, που ονομάζονται αντιφασίστες.

Το 2013 μια ομάδα οπλισμένων ναζί επιτίθεται σε ειρηνική πορεία στη Στοκχόλμη κατά την οποία πολλοί άνθρωποι τραυματίζονται. Στην Ελλάδα το ναζιστικό κόμμα Χρυσή Αυγή αναδεικνύεται τρίτο στις εκλογές και στο Μάλμε ο ακτιβιστής Showan Shattak και οι φίλοι του πέφτουν θύματα ναζιστικής επίθεσης με μαχαίρια και ο ίδιος καταλήγει σε κώμα.

Σ’ αυτό το πορτραίτο των αντιφασιστών στην Ελλάδα και τη Σουηδία ανακαλύπτουμε σημεία κλειδιά που εξηγούν την ριζοσπαστική τους δράση.

Προβολή της ταινίας ‘BOMB CITY’, Τρίτη 22/5/2018, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

 

Bomb City : Βίαιο punk δραματικό θρίλερ στα πρότυπα του American History X!

Βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία εγκλημάτων μίσους από punk rock οπαδούς στο Amarillo του Τέξας το 1997, το Bomb City είναι ένα δραματικό θρίλερ από τον σκηνοθέτη Jameson Brooks.

Ο τίτλος αναφέρεται στο όνομα ενός καταλύματος όπου ο ένας τύπος γνωστός ως Brian Deneke φιλοξενεί ένα πανκ σόου.
Μετά την ήττα σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, μια ομάδα κολλεγιόπαιδων με το όνομα The White Hatters ξεκινά μια μεγάλη μάχη στους δρόμους με τους punk.

Πρωταγωνιστεί ο Dave Davis ως Brian και παίζουν ακόμη οι Glenn Morshower, Logan HuffmanLorelei LinklaterEddie HassellHenry Knotts και άλλοι.

Μια σκληρή ταινία βίας, στα πρότυπα ίσως του American History X.

Προβολή της ταινίας ‘LOST IN PARIS’, Τρίτη 27/3/2018, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Η Φιόνα, μια βιβλιοθηκάριος από μικρή καναδική πόλη, λαμβάνει γράμμα απελπισίας από την 93χρονη θεία της Μάρθα που ζει στο Παρίσι. Η Φιόνα μπαίνει στο πρώτο αεροπλάνο και ανακαλύπτει πως η θεία είναι εξαφανισμένη. Μέσα σε έναν κυκεώνα καταστροφών, γνωρίζει τον Ντομ, έναν γοητευτικό και εγωμανή άστεγο, ο οποίος δεν την αφήνει μόνη.

Προβολή της ταινίας ‘120 BATTEMENTS PAR MINUTE’, Τρίτη 20/3/2018, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Η ιστορία της Act Up στο ήδη κλασικό «120 Βattements par Μinute» του Ρομπέν Καμπιγιό

Ο Ρομπέν Καμπιγιό ξαναγράφει την ιστορία της Αct Up, με μια ταινία τόσο λυτρωτικά συγκινητική όσο και βαθιά πολιτική και σοκαριστικά επίκαιρη.

Οι «120 Χτύποι το Λεπτό» στον τίτλο της νέας ταινίας του Ρομπέν Καμπιγιό αναφέρονται στο σημείο εκείνο που η καρδιά χτυπάει πλέον σε επικίνδυνα σημεία: όταν η επιθυμία γίνεται εμμονή, η χαρά ελευθερώνει ενέργεια, ο θυμός μετατρέπεται σε βία και το μόνο που έχει σημασία είναι να καταφέρεις να μην περάσεις το όριο – για να μην χάσεις τη στιγμή αλλά κυρίως την ίδια σου τη ζωή.

Δεν είναι τυχαίο ότι στους ίδιους χτύπους μετράνε και τα beats της house μουσικής που εμφανίστηκε ως μια (όχι μόνο μουσική) επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ακριβώς, δηλαδή την ίδια εποχή που ένα ιός άρχισε να εξαπλώνεται στην γκέι κοινότητα σκορπώντας το θάνατο, πρώτα στην Αμερική και στη συνέχεια στην Ευρώπη.

Η ταινία του Ρομπέν Καμπιγιό διαδραματίζεται στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν η γαλλική Act Up, στα πρώτα μόλις χρόνια της δημιουργίας της, κορυφώνει τις δράσεις της, ενημερώνοντας για τον ιό του AIDS και απαιτώντας από την κυβέρνηση και τις φαρμακευτικές εταιρίες να επισπεύσουν τις δοκιμές για τα φάρμακα που θα μπορούσαν να σταματήσουν την ιλιγγιώδη θανατηφόρα διαδρομή του ιού όχι μόνο στην γκέι κοινότητα, αλλά και ανάμεσα στους τοξικομανείς, τις ιερόδουλες και τους φυλακισμένους.

Ο,τι ξεκινάει σαν μια (κυριολεκτικά) αιματηρή βουτιά στα άδυτα της ακτιβιστικής οργάνωσης και τη γνωριμία με τους κανόνες με τους οποίους λειτούργησε και έκανε έντονη αίσθηση το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 στη Γαλλία, γίνεται γρήγορα η ιστορία νέων ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο και βρίσκουν νόημα στο να αντισταθούν απαιτώντας κάτι ακόμη περισσότερο σημαντικό και από ορατότητα, ασφάλιση, σεβασμό ή φάρμακα: λίγο περισσότερο χρόνο.

Ο Καμπιγιό σκηνοθετεί την ταινία σε κεφάλαια, επιλέγοντας να αναπαραστήσει μερικές από τις πιο θρυλικές δράσεις της Act Up και χτίζει πάνω στην κάθε μια από αυτές όλες τις πιθανές πλευρές μιας επιδημίας που υπήρξε ταυτόχρονα μια ανείπωτη (ακόμη και σήμερα) τραγωδία, αλλά και μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ιστορία του ακτιβισμού και της σημασίας του εν γένει ως όπλο απέναντι στη διεκδίκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της προστασίας των μειονοτήτων, της αποκάλυψης της υποκρισίας και του συντηρητισμού ενός κατεστημένου που δεν λυγίζει ακόμη και μπροστά στο θάνατο αθώων ανθρώπων.

Καθώς οι δράσεις της Act Up κορυφώνονται (για να φτάσουν στον κατακόκκινο Σηκουάνα σαν βαμμένο από αίμα σε μια εικόνα που είπε περισσότερα από αμέτρητες δεκαετίες ακτιβισμού) και τα αιτήματα γύρω από τον ιό, την ενημέρωση και την αντιμετώπισή του φτάνουν στο απόγειό τους, το «120 Βattements par Minute» αφήνει χώρο στο κάδρο του για την ιστορία του Σον, ιδρυτικού και από τα πιο ενεργά και «επιθετικά» μέλη της γαλλικής Αct Up και του Νατάν, νέου εθελοντή που θα δει το αγόρι που αγαπάει να πεθαίνει μέρα με τη μέρα, δυναμώνοντας έτσι την ένταση στον ακτιβισμό του, τον έρωτά του, τον τρόπο με τον οποίο θα αποφασίσει να οδηγήσει με ασφάλεια στο θάνατο το σύντροφό του και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο θα φροντίσει για την υστεροφημία του.

Η ιστορία τους φέρει όλη την αλήθεια δύο νέων που θα προτιμούσαν να χορεύουν κάθε βράδυ στα κλαμπ παρά να φτιάχνουν ψεύτικο αίμα στις μπανιέρες των σπιτιών τους για να το πετάξουν στη συνέχεια μέσα στα πολυτελή γραφεία των φαρμακευτικών εταιριών και ταυτόχρονα συμπληρώνει ιδανικά όλη την ιστορία μιας κουλτούρας που έμαθε στο ελεύθερο σεξ για να το πληρώσει όχι μόνο με το ρατσισμό και την άνιση κοινωνική μεταχείριση αλλά με το θάνατο και το στιγματισμό.

Και είναι τόσο συγκινητική, χωρίς ποτέ να γίνεται μελοδραματική και κυρίως «ακτιβιστική». Τρυφερή στις ερωτικές τους σκηνές (εκεί και μια από τις ωραιότερες σκηνές γκέι σεξ που είδαμε τελευταία στο σινεμά), σκληρή απέναντι στον τρόμο του θανάτου, λυτρωτικά νατουραλιστική στο σπαρακτικό της φινάλε.

Ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας βρίσκεσαι και εσύ, ο θεατής, ένας εθελοντής στο μεγάλο αμφιθέατρο όπου γίνονται οι συγκεντρώσεις της Act Up. Εκεί όπου συζητιούνται δημοκρατικά όλες οι απόψεις, εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις, εκεί όπου θα ξεκινήσουν και οι πρώτες διαφωνίες ανάμεσα στους πιο μετριοπαθείς και τους πιο ακραίους ακτιβιστές. Εκεί όπου σιγά σιγά ξετυλίγεται η μεγάλη εικόνα μιας ταινίας που καταφέρνει με τον πιο ανεπιτήδευτο και σχεδόν σωματικό τρόπο να εναλλάσσεται συνεχώς ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, ανάμεσα στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται και στο σήμερα, ανάμεσα σε ένα ακέραιο σινεμά που βρίσκεται εδώ – ακριβώς τη στιγμή που το χρειαζόμαστε – για να φυλάξει στα σπλάχνα του την ιστορική μνήμη και ταυτόχρονα ένα σινεμά τόσο προσωπικό και συγκινητικό σαν η ιστορία του Σον και του Νατάν να είναι η μοναδική που έπρεπε να ειπωθεί μέσα από τα εκατομμύρια των ιστοριών που γεννήθηκαν και… πέθαναν στα πρώτα εκείνα εφιαλτικά χρόνια του AIDS.

Σε μια ευθεία γραμμή που έρχεται να συναντήσει τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ πάνω στο θέμα του ακτιβισμού, του AIDS και της ιστορίας της LGBTQ κοινότητας (από το «Parting Glances» και τις «Αγριες Νύχτες» μέχρι το «Milk») και ήδη σημείο αναφοράς, το «120 Βattements par Minute» δεν είναι καθόλου τυχαίο πως έρχεται να προσγειωθεί στον κόσμο των βασανιστηρίων για τους γκέι στην Τσετσενία, στην ομοφοβική διακυβέρνηση του Πούτιν, στον ρατισμό του Τραμπ και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και τη Γαλλία.

Καθαρίζοντας τα μάτια σου από τα δάκρυα στους σοφά βωβούς τίτλους τέλους της ταινίας, μπορείς πλέον να δεις με καθαρό βλέμμα πως οι τόσο ξεφτισμένες από την εύκολη και λαϊκίστικη χρήση των ημερών μας έννοιες της «αντίστασης», της «δράσης», του «ακτιβισμού» και της «αυτοοργάνωσης» έχουν νόημα μόνο όταν είσαι διατεθειμένος να φτάσεις σε εκείνο το σημείο όπου η καρδιά χτυπάει στο όριο των 120 χτύπων το λεπτό. Ίσως γιατί μόνο σε εκείνο το σημείο κάθε μάχη, κάθε νίκη και κυρίως κάθε ήττα και κάθε θυσία αρχίζει να αποκτά πραγματικό νόημα.