Επίθεση, μια στιγμή της άμυνας: η περίπτωση των Ιμίων

Από Barricada Antifa Τεύχος 6 – Γενάρης Φλεβάρης 2010

Επίθεση, μια στιγμή της άμυνας: η περίπτωση των Ιμίων
Η μέση κοινωνική αντίληψη θεωρεί τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, ιδανικό τόπο διακοπών. Η ίδια αντίληψη, κάνει σχεδόν ατόματα τη συνεπαγωγή πως εφόσον η πλειοψηφία των νησιών του Αιγαίου είναι ελληνική, δεν μπορεί παρά και το ίδιο το πέλαγος να είναι ελληνικό. Ελάχιστοι ανγιλαμβάνονται για παράδειγμα πως, για να πάει ένα πλοίο της γραμμής (από Πειραιά) σε οποιονδήποτε άλλο προορισμό εκτός των κυκλάδων, ταξιδεύει για ένα μεγάλο μέρος της διαδρομης του σε διεθνή ύδατα. Είτε για να φτάσει στην Κρήτη, τη Χίο ή κάποιο απ’τα Δωδεκάνησα. Και το “διεθνή ύδατα” σημαίνει αυτό που όλοι καταλαβαίνουν. Νερά εκτός της εθνικής δικαιοδοσίας ενός κράτους, πέρα από καθήκοντα που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες (έλεγχος ναυσιπλοϊας, έρευνα και διάσωση, σε περίπτωση ατυχήματος, κτλ).
Επίσης ελάχιστοι θυμούνται ότι η κυριαρχία επί αυτού του αρχιπελάγους, προκαλεί διαμάχες ήδη απ’την εποχή του Τρωικού πολέμου. Αντίθετα, στην από εδώ μεριά του Αιγαίου είναι πολλοί αυτοί πυ είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν σχεδόν τα πάντα: ο μύθος της “ωραίας Ελένης” αναπροσαρμόζεται μέσα στους αιώνες, κρατώντας την πολιτική του ευστοχία. Έτσι η σύγχρονη μεταφορά του μύθου, είναι η “μικρή Ελλάδα που προτάσσει τα στήθη της μπροστά στην τουρκική επιθετικότητα”. Βολικό. Ακόμα κι αν τα γεγονότα είναι πεισματάρικα προς την αντίθετη κατεύθυνση (όπως στην περίπτωση της “κρίσης στα Ίμια”, που αναφέρουμε παρακάτω) το τείχος της κυρίαρχης ιδεολογίας μοιάζει αδιαπέραστο.

Πριν προχωρήσουμε όμως, χρειάζεται να καταθέσουμε μια γνώμη, χωρίς την οποία είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό το όλο πλαίσιο των “ελληνοτουρκικών διαφορών” (κυρίως απ’την σκοπιά του ελληνικού κράτους) και των διακυμάνσεων τους: για τ’αφεντικά και το κράτος τους, το Αιγαίο είναι κεφάλαιο. Αυτό αφορά τον τουρισμό, αφορά όμως πιο αποφασιστικά την γεωπολιτική αξία του (και συνακόλουθα την αξία του κράτους που το ελέγχει). Είναι το φυσικό πέρασμα από και προς τον Εύξεινο Πόντο και τη Μαύρη Θάλασσα. Είναι “μια πόρτα” στην Μέση Ανατολή. Επιτηρεί κάποιους απ’τους βασικούς διεθνείς εμπορικούς πλόες μεταφοράς πετρελαίου κι άλλων κρίσιμων πρώτων υλών, μέσω Μαύρης Θάλασσας και Διώρυγας του Σουέζ. Οι βάσεις που “φιλοξενεί” στην Κρήτη (και στην Κύπρο, για τους Άγγλους) είναι το προκεχωρημένο αγγλοσαξονικό φυλάκιο στη Μέση Ανατολή. Χωρίς τις βάσεις αυτές, είναι αμφίβολο το κατά πόσο θα μπορούσε να επιχειρηθεί και να στηριχτεί η εξαγωγή του μιλιταρισμού στον Περσικό κόλπο και την κεντρική Ασία.
Απ’τη στιγμή λοιπόν που ο καπιταλισμός είναι και υλική (υλικότατη) κυριαρχία, δεν μπορεί παρά να του είναι απαραίτητα και τα περάσματα της πολιτικής γεωγραφίας, όπως απλώνονται πάνω στον παγκόσμιο χάρτη της εκμετάλλευσης και του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Ένα τέτοιο πέρασμα είναι το Αιγαίο και η ελληνική αστική τάξη (καραβοκύρηδες και έμποροι) το είχε αντιληφθεί ως τέτοιο, πριν ακόμα το 1821. Ακόμα και τα αυτοκρατορικά όνειρα επέκτασης (“…των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”) υπονοούν (ανάμεσα στ’άλλα) και την πλήρη κυριαρχία επί του αρχιπελάγους απ’τους έλληνες. Μ’αυτήν την έννοια πρέπει να γίνεται κατανοητή η “ελληνοτουρκική διαμάχη”, όποια κι αν είναι η ειδική αφορμή (μια βραχονησίδα, τουρκικές “παραβιάσεις” του ελληνικού F.I.R. κτλ) που προβάλλεται…

τα ίμια: η επίθεση σαν άμυνα
Οι βραχονησίδες Ίμια είναι δυο ακατοίκητα μικρά ξερονήσια, απ’τις πολλές εκατοντάδες παρόμοιων που είναι σπαρμένα στο Αιγαίο. Έγιναν διάσημα τον Γενάρη του 1996 για εντελώς “λάθος” λόγους: όχι γιατί έχουν τουρισμό ή φυσικούς πόρους προς εκμετάλλευση, αλλά γιατί η κυρίαρχη ανάγνωση της γεωγραφίας είναι πολιτική και την ελέγχουν τ’αφεντικά και τα κράτη τους.
Το διεθνές, καθώς και το εσωτερικό, πολιτικό περιβάλλον της εποχής ήταν ευνοϊκό για τους έλληνες: η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ είχε ανοίξει την “όρεξη” στα ελληνικά αφεντικά για φτηνή εργασία και επέκταση στα βαλκάνια. Μαζί μ’αυτή, είχε καταστήσει αχρείαστη την “αυτοσυγκράτηση” που επέβαλλε επί 50 χρόνια ο ψυχροπολεμικός διπολισμός. “Τώρα είναι η ευκαιρία”, σκέφτονταν οι έλληνες “για να διαπραγματευτούμε δυναμικά με την Τουρκία”. Ερμήνευαν (όχι άστοχα) πως οι “μεγάλες δυνάμεις” ευνοούσαν ένα ξαναζέσταμα του “ανατολικού ζητήματος” (της σταδιακής διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 19ο αιώνα) σε συνθήκες τέλους του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα, ενώ είναι γνωστή η πολύπλευρη ελληνική “βοήθεια” στο αντάρτικο του PKK (που είχε σύρει σε έναν μακρόχρονο πόλεμο φθοράς και οικονομικής αιμορραγίας το τουρκικό κράτος) ξεχνιέται πως και η Γαλλία ενίσχυε το κόμμα του Οτσαλάν, όπως επίσης και η φιλοξενία του εξόριστου κουρδικού κοινοβουλίου από την Ολλανδία.
Σ’αυτές τις συνθήκες, το ελληνικό κράτος έκανε τα κουμάντα του. Μην έχοντας ν’αντιμετωπίσει κάποιον άξιο λόγου εσωτερικό εχθρό, είχε αφοσιωθεί στην πολιτικοστρατιωτική περικύκλωση της Τουρκίας, κάνοντας πολλές επιθετικές κινήσεις σε ένα χρονικό διάστημα 1-2 χρόνων. Να θυμήσουμε μερικά:
– Το “ενιαίο αμυντικό δόγμα” Ελλάδας – Κύπρου, όπου σ’όλο το μήκος έβρος-νησιά αιγαίου-κρήτη/ν.α. αιγαίο-κύπρος, μια επιθετική διάταξη μάχης ξεδιπλωνόταν σαν στρατηγική επιλογή. Μια τέτοια διάταξη, όπως είναι κατανοητό, χρειαζόταν (και χρειάζεται) τα κατάλληλα “γκατζετάκια”: προμήθειες-μαμούθ οπλικών συστημάτων, κόστους (τότε) 4 τρις παλιών δραχμών. Παράλληλα, επειδή έπρεπε να υπάρχει μια σαφής εικόνα για τις ελληνο/κυπριακές στρατιωτικές δυνατότητες (αλλά και σαν “επίδειξη δύναμης”) διοργανώνονταν ετησίως διακλαδικές ασκήσεις Ελλάδας-Κύπρου (οι περιβόητες “Νικηφόρος-Τοξότης”) που προσομοίωναν συνθήκες μάχης και είχαν σκοπό να πιέσουν την τουρκική άμυνα, σταδύνατα σημεία της.
– Την ίδια περίοδο ξεκινούσε η ελληνική διπλωματική προσπάθεια για την ένταξη της (νότιας) κύπρου στην ε.ε. κατά παράβαση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου για το καθεστώς του νησιού, όπου προβλέπεται ένταξη της (ενιαίας) Κύπρου μόνο σε διεθνείς οργανισμούς που συμμετέχουν ταυτόχρονα τα κράτη της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, σαν εγγυήτριες δυνάμεις (αυτών των συμφωνιών). Απ’την άλλη, η τουρκική υποψηφιότητα για είσοδο στην ε.ε. την ίδια περίοδο συναντούσε προσκόμματα, όχι μόνο ελληνικής προέλευσης.
– Την “ολόψυχη” ελληνική βοήθεια (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική) στο αντάρτικο του PKK, την στρατιωτική συμφωνία με την Αρμενία (με την οποία η Τουρκία μόλις πρόσφατα απέκτησε διπλωματικές σχέσεις) και τις (σταθερά καλές) ελληνο/συριακές σχέσεις, δεδομένου ότι η Συρία φιλοξενούσε στο έδαφος της, την ηγεσία και τα στρατόπεδα του PKK.

Τα παραπάνω δείχνουν, αν μη τι άλλο, πως το ελληνικό κράτος ετοιμαζόταν για ανάληψη σοβαρής στρατιωτικής δράσης ενάντια στο τουρκικό, ή σκόπευε να “διαπραγματευτεί” από θέση ισχύος τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο. Ουσιαστικά είχε συμμαχήσει τόσο με το αντάρτικο του PKK, όσο και με τις περισσότερες από τις χώρες που συνορεύουν με την Τουρκία. Προφανώς είχαν μοιραστεί από πριν τα κομμάτια της Τουρκίας, σε περίπτωση που… Εκείνο που χρειαζόταν ήταν ισχυρές “αποδείξεις” της τουρκικής “επιθετικότητας” τόσο για εσωτερική, όσο και για διεθνή χρήση. Την ίδια στιγμή που η εθνική ενότητα ήταν απαραίτητο προαπαιτούμενο για τα περαιτέρω, το ελληνικό κράτος προσπαθούσε να κρατήσει οικονομικά και πολιτικά εκτός ε.ε. την Τουρκία και να “σπρώξει” την υποψηφιότητα της (νότιας) Κύπρου. Κι η αφορμή δόθηκε: ήταν τα Ίμια.

Στις 25/12/1995, ένα τουρκικό εμπορικό πλοίο “βρίσκει” στη μία από τις νησίδες. Ο πλοίαρχος, που την θεωρεί τουρκική, καλεί ρυμουλκά από το κοντινότερο (τουρκικό) λιμάνι, που είναι και η διεθνής πρακτική όταν ένα πλοίο κινδυνεύει. Το ελληνικό κράτος αντιδρά και τελικά (μετά από δυο μέρες) το πλοίο “ξεκολλά” με τη βοήθεια ελληνικοών ρυμουλκών. Μετά από τουρκικά διαβήματα διαμαρτυρίας, το ελληνικό κράτος απαντάει και το θέμα “λήγει”, ή έτσι φαίνεται. Γιατί αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, είναι υπόγειες ελληνικές προετοιμασίες για την πρόκληση “θερμού” επεισοδίου.
Στις 19/1/1996 δίνεται μυστική διαταγή επιφυλακής του στρατού στα Δωδεκάνησα και στις 23/1 συναντώνται “μυστικά” ο τότε πρωθυπουργός Σημίτης, με τους υπουργούς εξωτερικών και δημ. τάξη. Δυο μέρες μετά, στις 25/1, ο “δήμαρχος” (πράκτορας) Καλύμνου (με τη συνοδεία τηλεοπτικών συνεργείων) στήνει την ελληνική σημαία στα Ίμια, μετά από εντολή του υπ. άμυνας. Στις 26/1 , “θυμάται” (ένα μήνα μετά!) ο Πάγκαλος (τότε υπ.εξ.) να πει για “την εξωφρενική διεκδίκηση της βραχονησίδας απ’τους τούρκους”, την ίδια μέρα που το τουρκικό υπ.εξ. σε συνεργασία με το στρατό αποφάσιζαν την χαρτογράφηση των βραχονησίδων. Η “παγίδα” έχει στηθεί και η Τουρκία δεν μπορεί παρά ν'”απαντήσει”. Πράγματι την επόμενη μέρα, τούρκοι “δημοσιογράφοι” (όσο δήμαρχος ήταν κι ο άλλος) κατεβάζουν την σημαία και την αντικαθιστούν με την τουρκική. Στις 28/1 κινητοποιείται μεγάλη δύναμη του πολεμικού ναυτικού, όπου βάζει καινούρια σημαία, για ν’ακολουθήσει στις 30/1, αυτή η σειρά, εν πολλοίς αδιευκρίνιστων, γεγονότων (κάτι-σαν-πόλεμος) που τερματίζεται μετά από αμερικανική παρέμβαση… Λίγες μέρες μετά, στις 4/2/96, η πρωθυπουργός της Τουρκίας, Τανσού Τσιλέρ, περνώντας στην αντεπίθεση, απειλούσε με πόλεμο την Ελλάδα, σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων ή εποικισμού των βραχονησίδων του Αιγαίου (το περιβόητο “casus beli”).

“Ισοπαλία” λοιπόν; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στις διακρατικές αντιθέσεις και τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς. Όμως δεν πρόκειται να φάμε κανένα παραμύθι για την τουρκική “επιθετικότητα”: στα Ίμια, ήταν το ελληνικό κράτος που διατηρούσε την επιθετική πρωτοβουλία και το τουρκικό που βρισκόταν σε “άμυνα”. Μπορεί η μέση κοινωνική αντίληψη να φαντασιώνει πως “όλα έγιναν για μια βραχονησίδα που είναι αυτοδίκαια ελληνική” (όπως όλο το Αιγαίο, άλλωστε) αλλά το διακύβευμα δεν ήταν άλλο από την επέκταση (ή όχι) των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και την μεγέθυνση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, μέσω του εποικισμού βραχονησίδων. Είναι κάτω απ’αυτό το πρίσμα που οι τουρκικές πρωθυπουργικές απειλές, πατάνε στην πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων.
Από τότε, έπρεπε να περάσουν κι άλλα χρόνια, για να φανεί πως η ανακίνηση του “ανατολικού ζητήματος” στα τέλη του 20ου αιώνα, ξαναμπήκε (προς το παρρόν) στα συρτάρια των “μεγάλων δυνάμεων”, προς μεγάλη θλίψη των ελλήνων. Οι οποίοι βέβαια δεν έμειναν και εντελώς “παραπονεμένοι”: η τουρκική ένταξη στην ε.ε. “αγνοείται”, την ίδια στιγμή που η (νοτια) κύπρος είναι πλήρες μέλος της ε.ε. και της ζώνης του ευρώ.
Προσπαθώντας να καταλάβουμε κάποια απ’τα “στοιχεία του εγκλήματος” (των ελληνοτουρκικών διαφορών όπως εκφράστηκαν και στην “κρίση των Ιμίων”) καταθέτουμε ένα μικρό δείγμα της ελληνικής επιθετικότητας (χωρίς εισαγωγικά) όπως αποκρυσταλλώνεται στην “επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια” και στην υπόθεση σχετικά με το ελληνικό F.I.R. Είναι δύο βασικά ζητήματα, που στη σύνθεση του συνιστούν αυτό που είναι το ελληνικό όνειρο: “Αιγαίο ίσον κλειστή ελληνική λίμνη” και πλήρης ελληνική αεροναυτική κυριαρχία του αρχιπελάγους.

Σύμφωνα με την επίσημη θέση του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών:
“Τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας εκτείνονται στα 6 ν.μ. από τη φυσική ακτογραμμή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το εύρος αυτό μπορεί να είναι μικρότερο από 6 ν.μ. σύμφωνα με την εφαρμογή του κανόνα της μέσης γραμμής ή συναφείς συμβατικές ρυθμίσεις… Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, εθιμικό και συμβατικό, η Ελλάδα έχει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ Κατά την επικύρωση της Σύμβασης των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, η χώρα μας προέβη στη δήλωση ότι “ο χρόνος και ο τόπος άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων, χωρίς τούτο να σημαίνει ούτε κατ’ελάχιστο απεμπόληση εκ μέρους της των εν λόγω δικαιωμάτων, είναι ένα ζήτημα που απορρέει από την εθνική της στρατηγική”. Επιπλέον το άρθρο 2 του Ν. 2321/1995, κυρωτικού της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, προβλέπει ότι “η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατ’εφαρμογή του άρθρου 3 της κυρούμενης Συμβάσεως να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο το εύρος της χωρικής θάλασσας, μέχρι αποστάσεως 12 νμ”. Είναι γνωστό πως το ελληνοτουρκικά θαλάσσια “σύνορα” (στην ανατολική πλευρά των νησιών που “βλέπουν” Τουρκία) σε πολλές περιπτώσεις είναι λίγων εκατοντάδων μέτρων κι όχι 6 ν.μ. Είναι επίσης γνωστό πως οι διεθνείς συνθήκες ερμηνεύονται κατά το δοκουν και μπορεί να αντικατοπτρίζουν συσχετισμούς δύναμης, που δεν ανταποκρίνονται στις μετέπειτα (πραγματικές) συνθήκες. Αυτή είναι μια γενική παρατήρηση. Η ειδική είναι, πως η Τουρκία δεν έχει υπογράψει καμία Σύμβαση για το Δίκαιο των Θαλασσών, ακριβώς επειδή οι προβλέψεις της Σύμβασης είναι ενάντια στα συμφέροντα της. Παρότι έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στην Μαύρη Θάλασσα (όπως αντίστοιχα έχει κάνει και η Ελλάδα στα νησιά του Ιονίου) δεν δέχεται καμιά μεταβολή των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο. Οι λόγοι είναι προφανείς: με τα 6 ν.μ. το ποσοστό του Αιγαίου που κατέχεται από τα δυο κράτη (και τα διεθνή ύδατα) διαμορφώνεται σε: Ελλάδα 43.5%, Τουρκία 7.5% και διεθνή ύδατα 49%. Στα 12 ν.μ. τα αντίστοιχα ποσοστά γίνονται: Ελλάδα 71.5%, Τουρκία 8.8% και διεθνή ύδατα 19.7%. Αν προστεθούν και οι βραχονησίδες που εποικίζονται (άρα αυτόματα αποκτουν υφαλοκρηπίδα και χωρικά ύδατα) τότε καταλαβαίνουμε τι σημαίνει “κλειστή ελληνική λίμνη”. Εκτός απ’την Τουρκία, αντιδρουν κι άλλα κράτη που χρησιμοποιούν το Αιγαίο και δεν θέλουν δραματική μείωση των διεθνών υδάτων. Λογικό. Γιατί να κάνουν τέτοια “χάρη” στην Ελλάδα, χωρίς ανταλλάγματα; Επειδή μια σύμβαση λέει ότι…;

Για το F.I.R. το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών αναφέρει:
“Το FIR Αθηνών καλύπτει ολόκληρο τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και επιπλέον διάσπαρτα τμήματα του διεθνούς εναέριου χώρου. Σύμφωνα με τους κανόνες του ICAO (σ.σ. Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας) και τη διεθνή πρακτική η Ελλάδα απαιτεί, για λόγους ασφάλειας των πολιτικών πτήσεων, όπως όλα τα αεροσκάφη, πολιτικά και στρατιωτικά, υποβάλουν σχέδια πτήσεως πριν από την είσοδό τους στο FIR Αθηνών… Η Ελλάδα έχει επίσης αιγιαλίτιδα ζώνη, για τις ανάγκες αεροπλοϊας και αστυνομίας της, πλάτους 10 ν.μ. που καθιερώθηκε με το Π.Δ. 6/18 Σεπτεμβρίου 1931 “περί καθορισμού πλάτους χωρικών υδάτων, όσον αφορά τα ζητήματα της Αεροπορίας και Αστυνομίας αυτής” (ΦΕΚ Α’ 325). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία ενώ μέχρι το 1975 και για 44 συνεχή έτη αναγνώριζε και σεβόταν τη ρύθμιση αυτή των 10 ν.μ. έκτοτε προβάλλει αμφισβητήσεις της, προβαίνοντας σε συνεχείς παραβιάσεις του Ελληνικού Εναέριου Χώρου. Μάλιστα, σχηματισμοί Τουρκικών μαχητικών, συχνότατα οπλισμένων, όχι μόνο παραβιάζουν το αμφισβητούμενο πλέον από την Τουρκία τμήμα του ελληνικού εναέριου χώρου μεταξύ 10 και 6 ν.μ. αλλά διεισδύουν σε μεγάλο βάθος, και πέραν των 6 ν.μ. εντός δηλαδή του τμήματος του ελληνικο΄εναέριου χώρου που η Τουρκία αναγνωρίζει, ενώ συχνά σημειώνονται υπερπτήσεις του εδάφους των ελληνικών νήσων”.
Αρχίζοντας απ’τα βασικά, να κάνουμε σαφές πως το F.I.R. είναι η ελληνική περιοχή ευθύνης για πολιτικές πτήσεις, όπως καθορίστηκε απ’τις διεθνείς συμφωνίες στα πλαίσια του ICAO και δεν ταυτίζεται σε καμια περίπτωση με τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο. Αυτός εκτείνεται στα 6 ν.μ. απ’την ακτογραμμή, είναι μια νοητή προέκταση προς τον ουρανό, των χωρικών υδάτων. Αλλά το ελληνικό κράτος έχει προχωρήσει σε μια παγκόσμια πρωτοτυπία: απ’το 1931 έχει επεκτείνει μονομερώς τον εναέριο χώρο του στα 10 ν.μ. ενέργεια που κανένα κράτος διεθνώς δεν έχει αποδεχτεί. Σ’αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των 6 και 10 ν.μ. (αλλά και στο διεθνή εναέριο χώρο εντός του F.I.R.) συμβαίνουν οι περισσότερες ελληνοτουρκικές εμπλοκές μαχητικών, μιας και τα τουρκικά δεν αποδέχονται πως αυτός ο εναέριος χώρος είναι ελληνικός. Συνεπώς η ελληνική απαίτηση να κατατεθούν τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη σχέδια πτήσης εντός του ελληνικού F.I.R. (εννοείται και στα 10 ν.μ. από την ακτογραμμή) κάτι που δεν προκύπτει απ’τους διεθνείς κανόνες, ουσιαστικά ισοδυναμεί με την μονομερή ελληνική ανακήρυξη του F.I.R. Αθηνών σε ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο!

Το αληθινό, μια στιγμή του ψεύτικου
Είδαμε λοιπόν σε τι ακριβώς συνίσταται η ελληνική “άμυνα”. Με άλλη ευκαιρία θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε ακόμα κάποιες πλευρές της. Το σημαντικό που κρατάμε, με αφορμή τα Ίμια (και όχι μόνο) είναι αυτό που είπαμε και παραπάνω: Στο Αιγαίο αναμετρώνται δυο αντίπαλοι επεκτατισμοί. Και ο ελληνικός (που μας αφορά άμεσα, μιας κι εδώ ζούμε) είναι “επεκτατισμός-του-αυτονόητου”: το Αιγαίο είναι ελληνικό (όπως και η Μακεδονία) επειδή έτσι γουστάρουν οι έλληνες…
Γνώμη μας είναι πως η εναντίωση στον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό του ελληνικού κράτους, πρέπει απαραίτητα να περνάει μέσα από την ιστορική γνώση της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας (που έχει ιστορία όση και το ελληνικό κράτος) και τη συστηματική “αποκάλυψη” των προθέσεων του κράτους και των αφεντικών. Μόνο έτσι μπορούν να καταρριφθούν τα παραμύθια περί τουρκικής “επιθετικότητας” και να αναδειχθεί σε όλες της τις διαστάσεις πως, στο αιγαίο οι επιτιθέμενοι είναι δύο και πως η μεταξύ τους διαμάχη περνάει από “οξύνσεις” και “υφέσεις”, στο βαθμό που δεν κοντράρουμε αποφασιστικά την κρεατομηχανή που τις παράγει.
Είναι τέτοια η συγκρότηση της εθνικής ιδεολογίας στην Ελλάδα, που οι εθνικές της αφηγήσεις, έχουν ένα επιτηδευμένα “τραγικό” στοιχείο: τα Ίμια είναι (υποτίθεται) απόδειξη της ελληνικής ενδοτικότητας, ενώ στην πραγματικότητα είναι στιγμή μιας επιθετικής πρωτοβουλίας. Τα ίδια με την Κύπρο: λένε “η τραγωδία της Κύπρου” και “δεν ξεχνώ”, όταν θα έπρεπε να γιορτάζεται (ίσως) η κατάκτηση του 65-70% ενός κυρίαρχου κράτους απ’τους έλληνες. Αλλά όχι: το υπονοούμενο είναι πως δεν έχει κατακτηθεί και το υπόλοιπο 30%.
Το είπαμε: σ’αυτή τη χώρα, που πουλάει το προφίλ της “χαροκαμμένης” την ίδια στιγμή που επιτίθεται, θέλει προσπάθεια να είμαστε “αντί-“. Και συνεχίζουμε ν’αντιλαμβανόμαστε τις εκδηλώσεις για τα Ίμια σαν “περιθωριακές” (μεν) εκδηλώσεις μνήμης (δε) μιας γραμμής επίθεσης του ελληνικού κράτους, που όσο δεν την πνίγουμε στο πάτο του Αιγαίου, θα γεννάει τέρατα. Αυτή και οι οπαδοί της.

Επίθεση, μια στιγμή της άμυνας: η περίπτωση των Ιμίων