Η αφορμή για τη σύνταξη του εν λόγω κειμένου είναι ο εγκλεισμός μου στα σωφρονιστικά καταστήματα τον τελευταίο ένα χρόνο.
Στην είσοδό μου ήμουν κάπως χαμένος, καθώς ήταν η πρώτη μου φορά.
Έτσι έφτασα στο χώρο υποδοχής νεοεισερχόμενων που με περίμενε ένας υπάλληλος του “καταστήματος”. Γι’ αυτόν ήταν μια τυπική καθημερινή διαδικασία, για μένα όμως ήταν ο εξευτελισμός, η αλλοτρίωση της προσωπικότητας και η υποδούλωση αφού με τις κινήσεις τους μου έδειχναν ότι πλέον είχα πάψει να είμαι ένας «άνθρωπος της κοινωνίας», τώρα ήμουν ένας τρόφιμος σαν τους άλλους, ένα απόβρασμα, ένας τιποτένιος, τα «κατακάθια» όπως είχα ακούσει έναν υπάλληλο να μας αποκαλεί.
Κατά την εισαγωγή μου πέρασα 5 ημέρες στο πειθαρχείο ( κιούπι ), γι΄ αυτούς « χώρο υποδοχής », ένας χώρος 2Χ3 με ένα κρεβάτι, χωρίς τουαλέτα, χωρίς νιπτήρα, χωρίς παράθυρο. Το μόνο που είχε ήταν μια κάμερα για την καταγραφή των κινήσεών μου, ένιωθα σαν να έπαιζα σε τηλεπαιχνίδι και ο Big Brother με παρακολουθούσε. Για οτιδήποτε χρειαζόμουν έπρεπε να φωνάζω τον υπάλληλο και αν αυτός είχε όρεξη και δε βαριόταν, ερχόταν για ένα μπουκάλι νερό, ένα τσιγάρο…
Η φυλακή ( υπηρεσία ) είχε επιλύσει τα προβλήματά της με τους πληροφοριοδότες, δε χρειάζονταν οι κάμερες ασφαλείας, αφού υπήρχαν οι «κινητές κάμερες » που έδιναν καθημερινή αναφορά για τις κινήσεις των υπόπτων.
Η υπηρεσία σε ωθούσε σε αυτό το δρόμο, στο να δίνεις πληροφορίες δηλαδή, που είχε σαν συνέπεια την ολοκληρωτική υποταγή σου στο σύστημά τους.
Φυσικά οι πληροφορίες είχαν και αντάλλαγμα, γιατί αυτός που βοηθούσε είχε σαν κέρδος τη λήψη αδειών όταν συμπλήρωνε ένα μέρος της ποινής του, ευεργετικά μεροκάματα, ελεύθερα επισκεπτήρια, λεφτά και κάρτες από την κοινωνική λειτουργό κ.τ.λ.
Αν δε συμβιβαζόσουν με αυτό, τίποτα απολύτως. Ή θα σε φόρτωναν πειθαρχικά ή σου έκοβαν άδειες και αναστολές, μεταγωγές από τη μια μεριά της Ελλάδος στην άλλη, δεμένος και κλεισμένος στις άθλιες κλούβες των μεταγωγών, έλεγχος και εξευτελισμός…
Ή στην χειρότερη αν ήσουν το « κακό παιδί » θα κατέληγες φυτό, ξεχασμένος, φαρμακωμένος και δεμένος στα υπόγεια του ψυχιατρείου του κορυδαλλού.
Τίποτα δεν άλλαζε με την έξω κοινωνία, ήσουν δούλος του συστήματος…
Έπρεπε να σκύβεις το κεφάλι καθημερινά, να προσέχεις τους ρουφιάνους, να δουλεύεις για να λειτουργήσει στην ουσία η φυλακή, ώσπου να έρθει η ώρα να σηκώσεις το κεφάλι και να απαιτήσεις τα αυτονόητα: σεβασμό της προσωπικότητας κάθε ατόμου και ελευθερία λόγου…
Η φυλακή λειτουργούσε σαν « μαγαζί » που μάλιστα πήγαινε και καλά, ( ενδεικτικά αναφέρω πως στην φυλακή Διαβατών γίνεται μόνο για τηλεκάρτες τζίρος 50.000 μηνιαίως). Τα λεφτά που παίζονταν ήταν τεράστια οπότε δεν είχαν συμφέρον να αποφυλακίσουν κόσμο αλλά αντιθέτως να φέρουν όλο και πιο πολύ μέσα (άνοιγμα τριών φυλακών, στη Νιγρίτα Σερρών, στη Δράμα και στα Χανιά).
Σκοπός τους ο εγκλεισμός όλο και πιο πολλών, που είχε σαν αποτέλεσμα μέσα από τα σωφρονιστικά καταστήματα να γεννιούνται νέοι « εγκληματίες ».
Έτσι λοιπόν η φυλακή δεν κάνει τίποτα άλλο από το να εξευτελίζει, να υποτάσσει , να καταστέλλει και στο τέλος να σε κάνει πιόνι έτοιμο να παίξεις το παιχνίδι τους.
Όσες φυλακές όμως και να χτίσουν δε θα μας φυλακίσουν ποτέ…
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥΣ ΔΕ ΜΑΣ ΧΩΡΑΝΕ.
Ν.Χ Δικαστικές φυλακές Διαβατών.
Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009