Category Archives: Προβολές

ΤΡΙΤΗ 13/7/2021 στις 21:30 Αυτομόρφωση / Προβολή στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3 Καβάλα «Αυτές, οι άλλες, οι αληθινές… ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΖΑΠΑΤΙΣΤΑΣ (Ellas, las otras, las de deveras… LAS MUJERES ZAPATISTAS)

Ομάδα Imagen Mx – Ενημέρωση, Εικόνα και Έρευνα, Μεξικό 2009

«Κρατούν το μέλλον στα χέρια τους τώρα, στο παρόν. Και το ξέρουν. Το πλάθουν, όπως πλάθουν τον πηλό ενός αγγείου, με όλες τις δυσκολίες που έχει το υλικό. «Είμαστε εδώ και εδώ θα συνεχίσουμε», λένε. «Εμείς αξίζουμε, και ας έλεγαν ότι είμαστε άχρηστες. Είμαστε εδώ». Είναι σίγουρες ότι, ναι, αξίζουν και για τις αλλαγές που πραγματοποιούν σήμερα, για να κληροδοτήσουν ένα αύριο δίκαιο και αξιοπρεπές για τα παιδιά, για τις νέες και τους νέους.
Αυτή η δουλειά είναι αφιερωμένη στις γυναίκες τσολ, σόκε, τοχολαμπάλ, τσοτσίλ, μαμ και τλελτάλ, που με αυτοπεποίθηση άλλαξαν την ιστορία των ιθαγενών γυναικών και του κόσμου.»

 
Αυτές που δεν υπάρχουν
Οι ιστορίες τους.
Οι χαρές και οι λύπες τους.
Οι πόνοι και η οργή τους
Η λήθη και η μνήμη τους.
Τα γέλια και τα δάκρυά τους.
Οι παρουσίες και οι απουσίες του.
Οι καρδιές τους.
Οι ελπίδες τους.
Η αξιοπρέπειά τους.
Τα ημερολόγιά τους.
Αυτά που ολοκληρώθηκαν. Αυτά που απόμειναν και τους τα οφείλουμε.
Οι κραυγές τους.
Οι σιωπές τους.
Αυτό κυρίως οι σιωπές τους.
Υπάρχει κάποια που δεν τις ακούει;
Που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της σε εκείνες;
Γυναίκες που αγωνίζονται.
Ναι. Εμείς.
Αλλά κυρίως, εκείνες.
Αυτές που αν και δεν υπάρχουν, είναι εδώ μαζί μας.
Γιατί δεν ξεχνάμε.
Γιατί δε συγχωρούμε.
Γι’ αυτές και με αυτές αγωνιζόμαστε.
Γυναίκες ιθαγενείς Ζαπατίστας
8 Μαρτίου 2021

ΠΡΟΒΟΛΗ – ΑΥΤΟΜΟΡΦΩΣΗ, ΖΑΠΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ/AUTONOMIA ZAPATISTA, ΤΡΙΤΗ 22/06/2021, ΣΤΙΣ 21:30, ΣΤΟ ΠΑΡΚΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΒΥΡΩΝΟΣ 3

ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΒΡΟΧΗΣ, Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΥ 46

Προβολή της ταινίας ”13 TZAMETI”, Τρίτη 25/08/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

13 Tzameti

του Gela Babluani

Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο η ταινία είναι ένα θρίλερ που εστιάζει σ’ ένα νεαρό που επιχειρεί μια κάθοδο στον υπόκοσμο. Διαποτισμένη από ένταση και αγριότητα, η αφήγηση δημιουργεί μια αγωνιώδη και εφιαλτική ατμόσφαιρα.
Ο εικοσάχρονος Sebastien έχει μεταναστεύσει από τη Γεωργία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στη Γαλλία μαζί με την οικογένειά του. Ζουν μια δύσκολη ζωή και καθημερινά αγωνίζονται να βρουν κάποια δουλειά για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Μια μέρα ένας άνδρας, ο οποίος είναι εθισμένος στη μορφίνη, προσλαμβάνει τον Sebastien για να επισκευάσει τη στέγη του σπιτιού του. Καθώς ο Sebastien επιδιορθώνει τη στέγη, κρυφακούει μια συνομιλία του στην οποία αναφέρεται σε μια ευκαιρία που του έχει παρουσιαστεί και από την οποία ελπίζει να κερδίσει πολλά λεφτά. Όταν ο άνδρας πεθαίνει ξαφνικά από υπερβολική δόση, ο Sebastien βρίσκει τυχαία έναν φάκελο στον οποίο υπάρχουν οδηγίες και ένα εισιτήριο. Τότε αποφασίζει να πάρει τη θέση του πεθαμένου. Από αυτή τη στιγμή και μετά για τον Sebastien δεν υπάρχει επιστροφή…

Ο σκηνοθέτης Gela Babluani δηλώνει σχετικά με την ταινία: «Πιστεύω ότι όταν κάποιος αποφασίζει να κάνει μια ταινία σαν αυτή τότε ήδη έχει μέσα στο μυαλό το την βασική της ιδέα. Νομίζω ότι τέτοιες ιδέες προέρχονται από τις προηγούμενες εμπειρίες σου, το χαρακτήρα σου, απ’ αυτά που σε ενδιαφέρουν και απ’ αυτά που θέλεις να πεις. Σαν ταινία ήταν πολύπλοκη. Στα διαφορετικά στάδια παραγωγής της εργάστηκαν 600 άτομα. Σαν ταινία ήταν μια πρόκληση, ιδίως για μένα που ήμουν πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης και δεν ήμουν γνωστός. Θα έπρεπε όλα αυτά τα άτομα που δεν με ήξεραν να τα φέρω κοντά μου και να τα κάνω να με πιστέψουν. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισα πριν τα γυρίσματα».
Η ταινία χαρακτηρίζεται από ένα πλήθος αναφορών και επιρροών από το έργο πολλών σκηνοθετών όπως ο Alfred Hitchock και ο Roman Polanski. Το περιοδικό Variety σχολιάζει ως εξής το ύφος της ταινίας: “Με στοιχεία που θυμίζουν Ταραντίνο, η ταινία σοκάρει με τις παρατεταμένες σκηνές εκρηκτικής βίας που αφήνουν το θεατή να τρέμει στο κάθισμα”. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρωταγωνιστής Georges Babluani είναι αδελφός του σκηνοθέτη Gela Babluani.
Στο φεστιβάλ της Βενετίας 2005, κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι Καλύτερης Πρώτης Ταινίας. Η ταινία προβλήθηκε επίσης στο Φεστιβάλ του Sundance 2006 όπου και εκεί κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής.

Προβολή της ταινίας ”ALTERED CARBON RESLEEVED”, Τρίτη 18/08/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Θνητοί Θεοί: Νέο Σώμα: Στον πλανήτη Λάτιμερ, ο Τακέσι Κόβατς πρέπει να προστατέψει μια τατουατζού ενώ ερευνά τον θάνατο ενός αρχηγού της Γιακούζα μαζί με μια λογική ΤΑΣΚ.

Προβολή του ντοκιμαντέρ ”CRIP CAMP”, Τρίτη 11/08/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Στο ‘Crip Camp’  θα δεις την άγνωστη επανάσταση που άλλαξε τον κόσμο

Το βραβευμένο ντοκιμαντέρ μάς στέλνει στην άγνωστη κατασκήνωση που πυροδότησε ένα ιστορικό κίνημα.

Ο τίτλος ‘Crip Camp’ (Κατασκήνωση των Σακάτηδων) δεν είναι πολιτικά ορθός. Ο ένας εκ των δημιουργών του όμως, ο James Lebrecht που το σκηνοθέτησε μαζί με τη βετεράνο των ντοκιμαντέρ Nicole Newnham, έχει ο ίδιος ειδικές ανάγκες. Σε αυτή την ονομασία της αγαπημένης του κατασκήνωσης λοιπόν, βρήκε μια ειρωνική ενδυνάμωση που θέλει να μεταδώσει. Το φιλμ του προβλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ Sundance και έφυγε με το Βραβείο Κοινού. Ο λόγος για τα γεμάτα του χέρια γίνεται πολύ άμεσα σαφής.

Η Camp Jened όπως πραγματικά ονομαζόταν η κατασκήνωση του φιλμ στα ‘70s, βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το Woodstock και παρείχε σε εφήβους με αναπηρίες τη δική τους χίπικη ουτοπία. Την έτρεχαν άνθρωποι που ανήκαν όντως στο κίνημα των χίπηδων και, παρότι κάποιοι από αυτούς που μιλούν στην κάμερα του ντοκιμαντέρ είχαν ενδοιασμούς γιατί δεν είχαν εργαστεί ξανά σε παρόμοιο περιβάλλον, γρήγορα όπως μαρτυρούν κατάλαβαν ότι «το πρόβλημα δεν το είχαν οι κατασκηνωτές, αλλά εμείς η κοινωνία». Η κατασκήνωση επέτρεπε στα παιδιά να ζουν το καλοκαίρι τους σαν να μην υπάρχει ο έξω κόσμος και αυτό πρακτικά σήμαινε ομαδικά παιχνίδια, κολύμπι στην πισίνα, θορυβώδη τζαμαρίσματα με τα όργανα της κατασκήνωσης, αστεία talent shows, μαγειρέματα και εκδρομές, και συζητήσεις γύρω από κοινόχρηστα τραπέζια όπου όλοι μιλούσαν ισότιμα με τη σειρά τους σχετικά με ζητήματα που τους απασχολούσαν. Γέλια επίσης, πάρα πολλά, γάργαρα γέλια.

Και ορμές! Το ‘Crip Camp’ χρησιμοποιεί γενναιόδωρα το υλικό που βιντεοσκοπούσε το προσωπικό της κατασκήνωσης και αρκετά μεγάλο μέρος του αντιμετωπίζει τους εφήβους ως τα σεξουαλικά όντα που ήταν. Ένα περιστατικό εξάπλωσης ψειρών της ηβικής περιοχής για παράδειγμα, έχει απαθανατιστεί μέσα από πονηρά χαμόγελα. Τα αγόρια είχαν προσωρινά διαχωριστεί από τα κορίτσια μέχρι να αντικατασταθούν τα στρώματά τους, αλλά αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος για τα χαριτωμένα μικροπαράπονα στην κάμερα. Κατά τα άλλα το γεγονός ήταν η ευπρόσδεκτη απόδειξη της ερωτικής τους ζωής που πιάστηκε στα πράσα. Οι επιπτώσεις του θα δυνάμωναν απλώς τον δεσμό της κοινότητας.

Αυτές οι καταγεγραμμένες ημέρες της κατασκήνωσης είναι μια νοσταλγική χρονοκάψουλα που θα μπορούσε από μόνη της να δώσει καύσιμο στο ‘Crip Camp’. Οι απελευθερωτικές εμπειρίες όμως που βίωσαν εκεί οι έφηβοι διαμόρφωσε προσωπικότητες που λίγο αργότερα θα άλλαζαν τον κόσμο. Αυτή είναι κυρίως η αφηγηματική λειτουργία της Camp Jened στο φιλμ.

Η Judy Heumann, ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ΑΜΕΑ, σύμβουλος στην κατασκήνωση και συνεργάτης στην πορεία της αμερικανικής Πολιτείας ως νομοθέτης, είναι ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του ντοκιμαντέρ και νιώθει ότι οφείλει όχι μόνο την καριέρα της, αλλά και τα δικαιώματα που διεκδίκησε και εξασφάλισε εκ μέρους της κοινότητάς της σε εκείνα τα καλοκαίρια. Οι ζυμώσεις της κατασκήνωσης και η αφύπνιση από όλα τα διαφορετικά κινήματα που έβγαιναν στους δρόμους εκείνη την εποχή, έκαναν τη Heumann και πολλούς άλλους από τους κατασκηνωτές να φανταστούν ένα μέλλον που τους χωρούσε στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα εστιατόρια, στα σχολεία. Ως ενήλικοι πια ‘απόφοιτοι’ της κατασκήνωσης, πολλοί από αυτούς θα διασταυρώνονταν ξανά σε κολέγια, δίνοντας στο ‘Crip Camp’ την αφετηρία της πιο εκπαιδευτικής πλευράς του. Γιατί πόσοι από εμάς γνωρίζουν ότι η πρόσβαση των ΑΜΕΑ στην Αμερική και μετέπειτα στην Ευρώπη εξασφαλίστηκε από τα παιδιά της Camp Jened και όλους όσους πήραν μαζί στο ταξίδι τους;

Το 1974, το Κονγκρέσο πέρασε το Rehabilitation Act, τη νομοθετική πράξη που ανάμεσα σε άλλα εγγυόταν υποτίθεται ίσα δικαιώματα για τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, όμως στην πραγματικότητα η κυβέρνηση θα έμενε μονάχα στην θεωρία. Στα 17 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το Americans With Disabilities Act του 1990, η Heumann είχε ανέλθει σε ηγετική μορφή ενός κινήματος που τα ΜΜΕ δεν κάλυπταν και ενέπνεε τους συντρόφους της να οργανώνουν ισχυρές διαμαρτυρίες. Μερικές από τις πιο σκληρές εικόνες του ‘Crip Camp’ καταγράφουν μία πολυήμερη, δραματική καθιστική διαμαρτυρία στο γραφείο του Υπουργείου Υγείας στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ακόμα και άνθρωποι χωρίς τη δυνατότητα να γυρίζουν μόνοι πλευρό στον ύπνο τους, ξεροστάλιαζαν σε πνιγηρούς διαδρόμους αποφασισμένοι για ένα θετικό αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα που όντως έφεραν στο τέλος.

Το ‘Crip Camp’ εξερευνά αυτές τις προσπάθειες με βάθος, ευαισθησία και μια απόσταση από το μελό που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε ταινίες με πρωταγωνιστές ΑΜΕΑ. Εδώ γελάς, συγκινείσαι και βλέπεις να ανοίγεται ένας δρόμος στην ψυχαγωγία για ιστορίες από τα ίδια, με τα ίδια, για τα ίδια και όχι μόνο, χωρίς την επιβολή της ανάγκης να κάνουν τους θεατές που δεν έχουν κάποια αναπηρία να αισθανθούν καλύτερα για τον εαυτό τους. Ο Lebrecht και η Newnham το έχουν αποδεσμεύσει από τέτοιες υποχρεώσεις.

Αντίθετα με ταινίες που γέννησαν τα ‘60s και τα ‘70s με χαρακτήρες που έκαναν μεγάλα όνειρα για την ανθρωπότητα για να τα δουν σιγά-σιγά να καταρρέουν, το ‘Crip Camp’ έχει για αληθινούς ήρωες πρόσωπα που, ενώ είχαν προεξοφληθεί ως περιττά από την κοινωνία, ήταν αυτά ακριβώς που βρήκαν τον τρόπο να αλλάξουν την ιστορία.

Προβολή της ταινίας ”DA 5 BLOODS”, Τρίτη 04/08/2020, στις 21:30,στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Da 5 Bloods

του Σπάικ Λι

Απαραίτητη και γεμάτη οργή, δυνατή – ακόμη κι αν είναι άνιση – η νέα ταινία του Σπάικ Λι είναι ένα εκρηκτικό μείγμα αιχμηρού πολιτικού σινεμά και action movie, που καταφθάνει την απολύτως κατάλληλη στιγμή.

Το «Da 5 Bloods» μοιάζει με ρώσικη κούκλα, ένα φιλμ που περιέχει κι άλλα στο εσωτερικό του. Ένα φιλμ που αλλάζει κάθε τόσο ύφος, μα που ακόμη κι αν είναι μαζί ταινία για το Βιετνάμ, για το «κυνήγι ενός θησαυρού», μια κωμωδία για μερικούς γκρινιάρηδες ηλικιωμένους άντρες και μια περιπέτεια στη ζούγκλα, στην καρδιά του βρίσκεις μια -με κάθε δικαίωμα- αληθινά οργισμένη ιστορία, για το τραύμα του να είσαι μαύρος στην Αμερική του τότε και του τώρα. Για την αποσιωπημένη Ιστορία των αφροαμερικάνων στους αμερικάνικους ή παγκόσμιους πολέμους και για τον ακήρυχτο πόλεμο που βιώνουν στην πατρίδα τους, απέναντι στον ρατσισμό που είναι δυστυχώς συνώνυμος με την ίδια τους τη χώρα.

Ο Σπάικ Λι δεν μασούσε ποτέ τα λόγια του κι έτσι το καινούριο του φιλμ, γυρισμένο πολύ πριν η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ πυροδοτήσει το κύμα αγανάκτησης που σαρώνει τον πλανήτη αυτές τις μέρες, δεν είναι απλά πολιτικό, είναι ένα μάθημα Ιστορίας, ένα κάλεσμα σε αφύπνιση, μια υψωμένη γροθιά απέναντι σε ένα άδικο σύστημα και έναν κόσμο που δεν μαθαίνει από τα λάθη του.

Το φιλμ ξετυλίγεται σε δυο χρόνους. Στο παρόν, όταν τέσσερις μαύροι βετεράνοι του πολέμου του Βιετνάμ επιστρέφουν στα πρώην πεδία των μαχών τους για να βρουν τη σορό του αρχηγού της διμοιρίας τους -και μαζί έναν θησαυρό που είχαν τότε θάψει μαζί του. Και στο παρελθόν, ξεκινώντας από ένα αληθινά καθοριστικό σημείο: όταν πολεμώντας στην ζούγκλα, μαθαίνουν για την δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Και στην πραγματικότητα υπάρχει μια τρίτη αφηγηματική γραμμή στο φιλμ του Λι, αυτή της συστημικής αδικίας, του ρατσισμού, της υποτίμησης της ζωής των μαύρων, στην διαδρομή της αμερικάνικης Ιστορίας από την γέννηση της χώρας μέχρι και σήμερα.

Το φιλμ ξεκινά όσο δυνατά κι όσο πολιτικά θα περίμενες, με ένα πλάνα ανθρώπων που αποτέλεσαν σύμβολα των κοινωνικών αγώνων των αφροαμερικανών, όπως ο Μοχάμεντ ;Aλι, η Άντζελα Ντέιβις ή ο Μάλκολμ Χ, να ρίχνουν ένα διαφορετικό φως στην πραγματικότητα του πολέμου του Βιετνάμ, πριν φτάσουμε στο τώρα και στην επανένωση των τεσσάρων ηρώων μετά από πολλά χρόνια, πίσω στον τόπο που τους μεταμόρφωσε σε «bloods», σε «αδελφοποιτούς». Κι από το σημείο εκείνο, το φιλμ θα ακολουθήσει μια διαδρομή που θα ξετυλίξει το παρελθόν και τις συνθήκες που τους έφεραν ως εδώ, θα φωτίσει την ψυχολογία τους και θα τους φέρει αντιμέτωπους με ευθύνες ή μυστικά, θα γιατρέψει ή θα ανοίξει και πάλι τραύματα, θα τους ακολουθήσει σε μια περιπέτεια που θυμίζει σχεδόν μια παλιομοδίτικη χολιγουντιανή ταινία, αλλά υπό νέο φως και με ένα εντελώς διαφορετικό είδος ηρώων στο κέντρο της.

Βεβαίως στην διάρκεια των 155 λεπτών που η ταινία διαρκεί, υπάρχει χώρος τόσο για πράγματα που λειτουργούν εξαιρετικά, όσο και για άλλα που μοιάζουν αμήχανα η βγαλμένα από ένα άλλο πολύ λιγότερο ενδιαφέρον φιλμ. Μερικά από τα ευρήματα του Λι, δείχνουν εμπνευσμένα, όπως τα flash back με τους ηθοποιούς να υποδύονται οι ίδιοι στην τωρινή ηλικία τους τους νεαρούς χαρακτήρες τους κι άλλα, που απλά δείχνουν τετριμμένα, όπως η αλλαγή του κάδρου του πλάνου στους διαφορετικούς χρόνους. Η χρήση της μουσικής είναι επίσης παράξενη, αν τα τραγούδια του Μαρβιν Γκέι από το «What’s Going On», έναν δίσκο γραμμένο στη σκιά του πολέμου του Βιετνάμ δένουν εξαιρετικά, τα ορχηστρικά μέρη φλερτάρουν συχνά με το κλισέ και η χρήση του «Ride of the Valkyries» του Βάγκνερ δεν είναι ποτέ σίγουρο αν είναι ειρωνική ή ειλικρινής. Και κυρίως, κάποια από τα επεισόδια στη μέση του φιλμ όπως και κάποιοι από τους χαρακτήρες (όπως αυτός του Ζαν Ρενό ή της Μελανί Τιερί και της ομάδας των ναρκαλιευτών της), μοιάζουν αχρείαστα, ανακόπτοντας την διαδρομή της ταινίας που μοιάζει πολύ πιο δυνατή όταν αποφεύγει τα προφανή.

Όμως ακόμη και με αντιρρήσεις, η ταινία που παραδίδει ο Σπάικ Λι έχει ξεκάθαρα την υπογραφή του και την ενέργεια που φέρνει πάντα στο σινεμά του. Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία της φιλμογραφίας του, αλλά είναι κάτι παραπάνω από καίρια. Είναι μια αναγκαία υπενθύμιση όλων όσων δημιούργησαν και διατήρησαν τις συνθήκες που έκαναν το Black Lives Matter το πιο απαραίτητο κίνημα στην Αμερική του σήμερα και μια επανατοποθέτηση στο βιβλίο της αμερικάνικης ιστορίας μερικών σελίδων που μοιάζουν να πήραν μόλις, τη θέση μιας υποσημείωσης.

 

Προβολή της ταινίας ”THE BANKER”, Τρίτη 28/07/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

The Banker

Η αληθινή ιστορία των επιχειρηματιών Bernard Garrett και Joe Morris, οι οποίοι καταστρώνουν ένα θρασύτατο και ριψοκίνδυνο σχέδιο ενάντια στο φυλετικά καταπιεστικό καθεστώς του 1960, βοηθώντας άλλους Αφροαμερικανούς να κυνηγήσουν το αμερικανικό όνειρο. Μαζί με την Eunice, την σύζυγο του Garrett, εκπαιδεύουν έναν λευκό άνδρα της εργατικής τάξης, τον Matt Steiner, για να ποζάρει ως το πλούσιο και προνομιούχο πρόσωπο της αναπτυγμένης αυτοκρατορίας ακινήτων που διαθέτουν, ενώ ο Garrett και ο Morris παριστάνουν τον επιστάτη και τον σοφέρ. Η επιτυχία τους τραβά την προσοχή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κάτι που απειλεί όλα αυτά που οι τέσσερις τους έχουν καταφέρει.

ταινία The Banker αρκετά πληροφοριακή, προσφέρει ένα ψυχαγωγικό και ενδιαφέρον σινεμά, είναι αρκετά καλοφτιαγμένο και φυσικά με καλές ερμηνείες, με μπροστάρηδες τους Antony Mackie, Samuel Jackson (και αργότερα τον Nicholas Hoult) που πραγματικά μπαίνουν στο πετσί του ρόλου.

Η ταινία γενικότερα πετυχαίνει τον στόχο της και κρατά τον θεατή “ζεστό” σε όλη της την διάρκεια, δίνοντας του πολύ χρήσιμες πληροφορίες για ένα αρκετά ενδιαφέρον ζήτημα, που ίσως δεν γνωρίζαμε, χωρίς ωστόσο να κάνει σινεμά καταγγελίας με κουραστικό τρόπο.

ταινία The Banker δεν αναλώνεται σε φλυαρίες ή ηθικολογίες που πιθανότατα να έκανε μια ακόμα ταινία με τέτοια θεματολογία και κάνει κάπως πιο… εύπεπτο το ίσως επικίνδυνο για να ξεφύγει θέμα της.

Μπαίνει κατευθείαν στο θέμα, με… τσίτα τα γκάζια και καταφέρνει να κάνει μια κριτική και να… σφάζει με το βαμβάκι, με ένα γρήγορο ρυθμό, πινελιές από χιούμορ, χωρίς να λαϊκίζει ούτε λεπτό και χωρίς να το κάνει απροκάλυπτα.

Χωρίς υπερβολές και περιττές εξάρσεις αλλά με εξαιρετικά δουλεμένο σενάριο και διαλόγους, φαινομενικά νομίζει κανείς ότι το The Banker έχει εξαντλήσει μεγάλο μέρος από την θεματολογία του μέχρι ένα σημείο και δεν μπορεί να πάει παραπέρα, ωστόσο έχει πολύ “ψωμί”, άσχετα αν σε λίγα σημεία θα μπορούσε να είναι πιο μαζεμένο.

Από την αρχή η ταινία είναι καθηλωτική με πολύ καλή σκηνοθεσία, στιβαρές ερμηνείες και η ένταση ολοένα και κλιμακώνεται όταν φτάνουμε στο φινάλε με την ταινία να περνάει μηνύματα, χωρίς να το κάνει με τον… κλασικό τρόπο.

Η πλοκή είναι πολύ ενδιαφέρουσα, χωρίς να κάνει μεγάλη κοιλιά πραγματικά η ταινία καταφέρνει να έχει το ενδιαφέρον του θεατή, με έναν σταθερότατο ρυθμό, την ώρα που όσο προχωράει η ώρα, σε “κρατάει” όλο και περισσότερο.

Προβολή της ταινίας ”THE PATIENCE STONE”, Τρίτη 21/07/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Η Πέτρα της Υπομονής

Syngué Sabour The Patience Stone

Ατίκ Ραχίμι

Bασισμένη στο ομώνυμο βραβευμένο μυθιστόρημά του Ατίκ Ραχίμι, η ταινία ξετυλίγεται σαν μία βραδυφλεγής και αποκαλυπτική εξομολόγηση της Γυναίκας κάτω από την μπούρκα προς τον άντρα της αλλά και τη Δύση.

Βόμβες ταράζουν τη γειτονιά της. Αντάρτες σε ταράτσες σπείρουν τον πανικό και σφαίρες πολυβόλων στην αυλή της. Εισβολείς απειλούν με λεηλασία και θάνατο την καθημερινότητά της. Όμως εκείνη έχει άλλη αποστολή, πέρα από την επιβίωση. Να φροντίζει στοργικά τον σύζυγό της ο οποίος, μετά από μία αναμέτρηση, βρέθηκε με μία σφαίρα στον αυχένα να φυτοζωεί σε κωματώδη κατάσταση. Είναι μία νέα, όμορφη γυναίκα – εντελώς μόνη. Αν εξαιρέσει κανείς τα δύο μικρά της κοριτσάκια, ο άντρας της μοιάζει το μοναδικό της στήριγμα, η μοναδική οικογένειά της. Οι δυο τους τώρα, ξεχασμένοι από συντρόφους και συγγενείς, σ’ αυτό το φτωχικό καμαράκι που σείεται από τον εξωτερικό πόλεμο, έχουν πολλά να πουν. Ή μάλλον εκείνος στέκεται βουβός, ακίνητος παρατηρητής, όσο εκείνη διηγείται τα 10 χρόνια γάμου τους, όπως πραγματικά τα έζησε. Με όλα τα μυστικά και τα ψέματα. Όλα τα βάσανα, τις απογοητεύσεις, την απελπισία. Ο άντρας της θα γίνει για εκείνη «η πέτρα της υπομονής» της, μια μαγική πέτρα που σύμφωνα με την Περσική μυθολογία απορροφά τον πόνο του ανθρώπου που τα εξομολογείται, μέχρι την μέρα που σπάει, εξαφανίζοντας όλα όσα τον βασανίζουν.

Ο Ατίκ Ραχίμι δεν βιάζεται να ξετυλίξει την ιστορία του. Απαιτεί και την δική μας υπομονή, όσο δοκιμάζει αυτή της ηρωίδας του. Πρέπει να νιώσουμε στο πετσί μας, μέσα από το χτίσιμο μικρών σκηνών, τα στενά περιθώρια, την εγγενή καταπίεση, τον θρησκευτικό χαλκά, τον πολιτισμικό κλοιό που εγκλωβίζει και καταλήγει να χαρακτηρίζει αυτή την γυναίκα. Αυτή τη χώρα. Ούτε που βρισκόμαστε γεωγραφικά αποκαλύπτει (έχει πράγματι σημασία;), ούτε το όνομα της ηρωίδας του μαθαίνουμε. Σαν η κάμερα να έχει τρυπώσει τυχαία σ’ αυτό το σπίτι. Θα μπορούσε να είχε μπει από το διπλανό παράθυρο, σε μία άλλη κάμαρα, κάτω από την μπούρκα και το πετσί μίας άλλης κόρης, συζύγου, αδελφής.

Με όπλο του ένα πολύ δυνατό και απρόσμενα τολμηρό κείμενο, αλλά και την γεμάτη ενέργεια, μαγνητική πρωταγωνίστριά του, ο Ραχίμι πυροδοτεί την οθόνη με έναν εξομολογητικό μονόλογο που σταδιακά μεταμορφώνεται από απελπισμένο μοιρολόι σε εμπρηστικό, σχεδόν φεμινιστικό, μανιφέστο.

Η Γυναίκα του Ισλάμ που μεγάλωσε με βίαιους πατέρες, την πάντρεψαν με αντίστοιχα αγροίκους συζύγους, την απείλησαν πεθερές με διωγμό αν δεν παρήγαγε παιδιά, της στέρησαν τον αέρα, την ελευθερία, τον οργασμό – τώρα θα ξυπνήσει. Όσο ο μουσουλμάνος άντρας βρίσκεται σε κώμα, εκείνη ξεκινά να τον σοκάρει, προσπαθώντας να τον επαναφέρει στη ζωή με ηλεκτρισμένες, παράτολμες αποκαλύψεις, σκέψεις, πράξεις, το πραγματικό παρελθόν της (τους).

Το πολιτικό κείμενο του Ραχίμι λειτουργεί γιατί δεν καταφεύγει σε εύκολους μελοδραματισμούς ή επαναστατικές κορώνες. Παρακολουθούμε μαγνητισμένοι το προσωπικό δράμα να συμβολίζει το κοινωνικό, μέσα από μία ανθρώπινη ιστορία και έναν συγκινητικό λυρισμό που δε χρειάζεται περιττές υπογραμμίσεις. Η ίδια η ηρωίδα δεν απορρίπτει (γιατί δεν μπορεί) το περιβάλλον που μεγάλωσε και ζει. Με έναν βαθιά ειρωνικό τρόπο, οι εξομολογήσεις της θέλουν να ξυπνήσουν τον σύζυγό της, να τον φέρουν ξανά πίσω στη ζωή. Γιατί έτσι προστάζει ο Προφήτης.

Ταυτόχρονα όμως την βλέπουμε να σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας – κομμάτι κομμάτι. Μέσα από το λόγο της το βλέμμα της παίρνει φωτιά, λύνει τα μαλλιά της, βάφει τα χείλη της, μεταμορφώνεται από αραχνοϋφαντο σκεπασμένο φάντασμα σε κορμί με σάρκα, αισθήσεις, ανάγκες. Ακόμα ανίσχυρη, αλλά τόσο δυνατή. Τόσο στωική, τόσο απαραίτητη.

Τελικά τόσο η πέτρα, όσο και η ίδια η υπομονή είναι τυχαία γένος θηλυκού;

Προβολή της ταινίας ”THE GENTLEMEN”, Τρίτη 14/07/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Εάν «Ο Ιρλανδός» ήταν το αποχαιρετιστήριο magnum opus του Μάρτιν Σκορσέζε στο γκανγκστερικό είδος, τότε ο Γκάι Ρίτσι με το «The Gentlemen» προσπαθεί να οργανώσει το δικό του… πάρτι απολογισμού στο genre που τον έκανε διάσημο 20 χρόνια πριν, γεμάτο πισωμαχαιρώματα, ποτά και φυσικά πολλά ναρκωτικά.

Από την πρώτη κιόλας σκηνή της νέας ταινίας του Ρίτσι ο Μίκι Πίρσον, ένας Μάθιου ΜακΚόναχεϊ ντυμένος στη τρίχα, μπαίνει σε μια παμπ, παραγγέλνει ένα αυγό τουρσί και την αγαπημένη του μπύρα σε pint, της οποίας το όνομα είναι «Gritchie», και κάθεται στο αγαπημένο του τραπέζι λέγοντας πως «στη ζούγκλα ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει ένα λιοντάρι δεν είναι να το παίζει βασιλιάς αλλά να δείχνει πως είναι Ο Βασιλιάς», καθώς οι πρώτες νότες από το «Cumberland Gap» του Ντέιβιντ Ρόλινγκς αρχίζουν να παίζουν στο jukebox.

Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο Γκάι Ρίτσι, ο Βρετανός Κουέντιν Ταραντίνο όπως τον είχαν χαρακτηρίσει στα πρώτα του βήματα, επιλέγει να δείξει πως με το «The Gentlemen» ο «βασιλιάς» του είδους επιστρέφει στις ρίζες του, παίζει ξανά με τους δικούς του όρους στο δικό του γήπεδο σε ένα σύμπαν γεμάτο από καλοντυμένους μαφιόζους, cockney μικροκλέφτες και χασικλήδες γόνους καλών οικογενειών όπου οι βρισιές είναι το μοναδικές εκφράσεις στο λεξιλόγιό τους και η φούντα το μόνο χρήμα.

Με μια πρώτη ματιά η ιστορία μοιάζει αρκετά απλή – για έναν Αμερικανό έμπορο ναρκωτικών (Μάθιου ΜακΚόναχι) που έχει χτίσει την αυτοκρατορία του στο Λονδίνο, και πλέον θέλει να παραδώσει τα ηνία και να επιστρέψει στην πατρίδα του – σαν αυτή που θα άκουγες κάποιο βράδυ από ένα μισομεθυσμένο θαμώνα μέσα σε μια γεμάτη από κάπνα παμπ, ο οποίος την γεμίζει από υπερβολές και αρκετές δόσεις φαντασίας για να την κάνει ενδιαφέρουσα. Κι εσύ, ενώ ξέρεις πως τα περισσότερα από αυτά είναι τρίχες, απολαμβάνεις κάθε λέξη και περιγραφή της. Και εδώ ο αφηγητής αυτός είναι ο Φλέτσερ (ένας πραγματικά υπέροχος Χιού Γκραντ), ιδιωτικός ντετέκτιβ που δουλεύει για τα ταμπλόιντ, ο οποίος εξιστορεί όσα έχουν συμβεί στο δεξί χέρι του Πίρσον, τον Ρέι (Τσάρλι Χάναμ), σε μορφή σεναρίου ταινίας, για να τον εκβιάσει.

Ναι, στυλιστικά τουλάχιστον όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσε να πει κανείς πως ορίζουν μια ταινία του Ρίτσι είναι εδώ: το γρήγορο μοντάζ, τα ενορχηστρωμένα του πλάνα υπό την υπόκρουση ενός πορωτικού soundtrack, οι διάφορες πλοκές, γεμάτες από πολύχρωμους χαρακτήρες, που ενώνονται μεταξύ τους. Γρήγορα η ταινία αρχίζει να δείχνει σαν τις παλιές κλασσικές 90s ταινίες του ίδιου του Ρίτσι, μόνο που αυτή τη φορά το τσιγαριλίκι που έχει στρίψει ο ίδιος δείχνει τόσο γνώριμο, κι ενώ έχει όλα τα γνωστά καλά συστατικά, δεν είναι τόσο δυνατό έτσι ώστε να σε τριπάρει μέσα στον κόσμο που προσπαθεί να χτίσει.

Μπορεί με τις τελευταίες του ταινίες το στυλ του Ρίτσι να δείχνει λίγο πιο εκλεπτυσμένο, αλλά εδώ το χιούμορ του παραμένει το ίδιο «ανώριμο» λες και δεν μεγάλωσε ούτε μια μέρα από την πρώτη του ταινία, στηρίζοντας το σε πολλές βρισιές και γεμίζοντάς το από ρατσιστικά μέχρι και ομοφοβικά αστεία τα οποία, αν και κάποια βρίσκουν το στόχο τους, κυρίως λόγω της προσδοκίας αυτοί οι ήρωες να μην έχουν ιερό και όσιο, τα περισσότερα από αυτά σε αφήνουν παγερά αδιάφορο.

Ευτυχώς το ίδιο δεν θα μπορούσε όμως να πει κάποιος και για τις ερμηνείες. Ο Ρίτσι έχει μαζέψει ένα πραγματικά αξιοζήλευτο ανδρικό καστ οι οποίοι όλοι τους λάμπουν, αν και ίσως κάποιοι λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους όπως ο Γκραντ και ο Κόλιν Φάρελ σε έναν μικρό ρόλο του Κόουτς ο οποίος, μέσα στην καρικατούρα των κλασσικών χαρακτήρων των ταινιών, είναι ένας από τους καλύτερους και πιο αστείους εκεί μέσα, ενώ είναι ευχάριστο να βλέπεις την Μισέλ Ντόκερι να αφήνει τους τοίχους του «Πύργου του Ντάουντον» και να γίνεται βασίλισσα του εγκλήματος δίπλα στον Πίρσον του ΜακΚόναχεϊ.

Το «The Gentlemen» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «επιστροφή στη φόρμα» για τον Γκάι Ρίτσι, παρόλο που δείχνει σαν να έχει χάσει κάπως την φρεσκάδα και τον δυναμισμό του. Δεν παύει όμως να είναι ίσως μια από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες που έχουμε δει από τον ίδιο τα τελευταία χρόνια, η οποία σίγουρα θα παρασύρει το κοινό της πίσω στα παλιά και γνώριμα του λημέρια. Γιατί, όπως λέει και ο χαρακτήρας της Ντόκερι, «fuckery is a foot.»