ΙΣΤΟΧΩΡΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΔΡΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ,ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΒΥΡΩΝΟΣ 3, ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ ACCION MUTANTE, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ Ή ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Ένα ασυνήθιστο χρονικό από τη σύνταξη του Λεξικού της Οξφόρδης για την αγγλική γλώσσα μετατρέπεται σε ένα μελόδραμα εποχής διάτρητο και πομπώδες.
Αν η παραφροσύνη, παρότι το αντίθετο της φρόνησης, συνιστά μια πηγή διάνοιας, όπως θα επιβεβαίωνε και ο Νίτσε, αν η τρέλα ενέχει την έννοια της σοφίας, όπως επιμένει εδώ και μισή χιλιετία ο σαιξπηρικός Βασιλιάς Λιρ, τότε η ιστορία του καθηγητή και του τρελού, που συμμάχησαν στη σύνταξη ενός από τα πιο περίπλοκα έργα του ανθρώπινου πνεύματος, κουβαλά αναμφίβολα εντελώς ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στα χαρτιά. Σε όσα μας παραδίδουν τα ιστορικά ντοκουμέντα, και μας αφηγείται, βασισμένος σε αυτά, ο Αγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Σάιμον Γουίντσεστερ στο μπεστ σέλερ του «The Surgeon of Crowthorne» (1998).
Στην κινηματογραφική διασκευή του Ιρανοεγγλέζου Φαρχάντ Σαφίνια, που στα ζενερίκ αντικαθίσταται από τον σκηνοθέτη-φάντασμα Π. Μπ. Σέρμαν για λόγους δικονομικούς, το χρονικό μοιάζει να ξετυλίγεται ακέραιο στο πρώτο μισό της δίωρης φιλμικής διάρκειας. Μια παράλληλη αφήγηση μας συστήνει και τα δύο μέρη του επικείμενου συνεταιρισμού. Τον πολύγλωττο Σκοτσέζο καθηγητή Τζέιμς Μάρεϊ, που έχει αρχίσει από το 1857να συγκεντρώνει ορισμούς με αφορμή την πρώτη έκδοση του Λεξικού της Οξφόρδης για την αγγλική γλώσσα, και τον Αμερικανό γιατρό Γουίλιαμ Μάινορ, που κλείνεται το 1872 σε φυλακή φρενοβλαβών για τον φόνο ενός οικογενειάρχη τον οποίο νόμιζε για το εκδικητικό πνεύμα του Ιρλανδού λιποτάκτη που είχε τιμωρήσει στον Εμφύλιο.
Δεν υπάρχουν φάλτσα την πρώτη αυτή ώρα, μονάχα οι σταθερές μιας φροντισμένης βιογραφίας τύπου History Channel, ας πούμε, με την πληροφορία να δραματοποιείται αποτελεσματικά και να συντηρεί την προσοχή σου. Η εξ αποστάσεως συνεργασία με τον φιλόλογο αρχισυντάκτη, τον οποίο θα προμηθεύσει τελικά ο κρατούμενος με πάνω από 10.000 λήμματα, και η γνωριμία του, χάρη στη μεσολάβηση ενός δεσμοφύλακα, με τη διστακτική χήρα του θύματος, με την οποία θα αναπτύξει μια ιδιότυπη σχέση εξάρτησης, συνιστούν εδώ τους δύο άξονες του υπό εξέλιξη δράματος.
Είναι από εκεί και πέρα που το φιλμ αρχίζει να βραχυκυκλώνει. Ο συναισθηματισμός οξύνεται μαζί με τους μανιχαϊσμούς, το μελόδραμα δονείται στους ρυθμούς της εκβιαστικής μουσικής υπόκρουσης, και οι άξονες τρίζουν από την όλο και πιο ξέφρενη επιτάχυνση της αφήγησης. Οι τρεις σχεδόν δεκαετίες κολεγιάς του καθηγητή με τον τρελό ξεπετιούνται όπως-όπως, και είναι εδώ που προδίδεται τόσο το ψαλίδι που έφαγε η τρίωρη αρχική εκδοχή του Σαφίνια, όσο και το ημιτελές των γυρισμάτων που διακόπηκαν το καλοκαίρι του 2017 από αγωγή των Σαφίνια και Μελ Γκίμπσον (κατόχου των δικαιωμάτων του βιβλίου) εναντίον των παραγωγών, επειδή οι τελευταίοι αρνούνταν να μεταφέρουν τα πλατό στην ίδια την Οξφόρδη λόγω κόστους.
Αποτέλεσμα, μια ταινία θεαματικά άνιση και πομπώδης που αδικεί τόσο το ιστορικό και θεματικό υλικό της όσο και την δυνάμει απολαυστική χημεία των δύο διαβόητων πρωταγωνιστικών της bad boys, Μελ Γκίμπσον και Σον Πεν, εδώ στo πρώτο τους –ατυχές- ραντεβού επί της οθόνης.
Από το φινάλε του «Διχασμένου» κατευθείαν στο σύμπαν του «Άφθαρτου», αυτή είναι η ταινία που ενώνει τον Μπρους Γουίλις, τον Σάμιουελ Λ. Τζάκσον και τον Τζέιμς ΜακΑβόι στο μπερδεμένο, υπερβολικά γεμάτο με ιδέες και σύμβολα, υπερηρωικό σύμπαν του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν.
Ο Κύριος Γκλας (αλλιώς Ελάιτζα Πράις) εντοπίζει τον Ντέιβιντ Νταν και μαζί καταδιώκουν το Κτήνος, την υπεράνθρωπη εκδοχή του Κραμπ, σε μια σειρά από συναντήσεις που κλιμακώνονται έκρυθμα, ενώ ο δαιμόνιος Πράις ενορχηστρώνει παρασκηνιακά την κατάσταση, κρύβοντας μυστικά από τους δύο άντρες.
Το λιγότερο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος την καριέρα του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι αμφιλεγόμενη. Κι αυτό όχι επειδή οι ταινίες του μπορούν να χαρακτηριστούν από αρκετούς απλά καλές ή κακές (χωρίς να έχουν βρεθεί ποτέ σε μια γκρίζα ζώνη), αλλά κυρίως γιατί ο ίδιος, εκεί που πάει να αποδείξει ότι είναι ένα σκηνοθέτης με όραμα, κάνει τη μια κακή ταινία πίσω από την άλλη πετυχαίνοντας να καταστρέψει την όποια εικόνα είχες για εκείνον. Ενας κύκλος που μοιάζει να έχει γίνει το σήμα κατατεθέν του, κάτι σαν τις ανατροπές για τις οποίες υπήρξαν διάσημες οι περισσότερες από τις ταινίες του.
Και με το «Glass» αποδεικνύει για άλλη μια φορά ακριβώς αυτό, αφήνοντας το φιλόδοξό εγχείρημα του κλεισίματος μιας τριλογίας που χρειάστηκε 19 ολόκληρα χρόνια να ολοκληρωθεί, ξεκινώντας με τον «Αφθαρτο» το 2000 και συνεχίζοντας με το «Διχασμένο» το 2016, να μοιάζει σαν βιαστικό και ανολοκλήρωτο, και εμάς να πιστεύουμε πως ίσως οι προηγούμενες δύο ταινίες του ήταν όντως κάποια «ευτυχή ατυχήματα».
Για τον Σιάμαλαν το «Glass», ένας meta σχολιασμός στο πλούσιο κόσμο των κόμικς αλλά και στην φρενίτιδα των τελευταίων χρόνων με τους υπερήρωες, δείχνει να είναι ένα τολμηρό στοίχημα που έχει βάλει ο ίδιος τόσο με τον εαυτό του όσο και με το κοινό του. Από την αρχή η ταινία αρχίζει να πλημμυρίζει από ιδέες, στο σύνολό τους μάλιστα αρκετά ενδιαφέρουσες, δίνοντας σάρκα και οστά στο προσωπικό μικρό, υπερηρωικό σύμπαν, τα θεμέλια του οποίου μπήκαν με τον «Αφθαρτο» και τον «Διχασμένο». Αλλά όπως είναι αναμενόμενο (και όχι μόνο σε μια ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμλαν) σχεδόν δεν (θα) είναι όπως πραγματικά φαίνεται.
Ενώ η αρχή του «Glass» διαθέτει τη δράση και τις δόσεις ενθουσιασμού που περιμένεις (και εύχεσαι) σε μια τέτοιου είδους ταινία, εν αναμονή της τελικής – αν και όχι τόσο επικής – αναμέτρησης μεταξύ του Επιτηρητή (Μπρους Γουίλις), του Κυρίου Γκλας (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) και της Ορδής (Τζέιμς ΜακΑβόι), γρήγορα ο τόνος αλλάζει σε κάτι που φέρνει περισσότερο σε ένα ψυχολογικό θρίλερ παρά σε κάτι το υπερηρωικό.
Ακριβώς σε εκείνο το σημείο ο Σιάμαλαν προσπαθεί να παίξει με το ψυχισμό και το ψυχολογικό υπόβαθρο των υπερηρώων, αφήνοντας στην άκρη το θέαμα και την δράση. Αντί όμως να αφήσει ένα πέπλο μυστηρίου να πλανάται γύρω από τους έτσι κι αλλιώς μυστηριώδεις πρωταγωνιστές του και τις ικανότητές τους, κάνοντας τους έτσι πιο τρομαχτικές, ο Σιάμαλαν προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα, με μια πληθώρα πληροφοριών και ακατάπαυστων μονολόγων, ένα κακό είδος exploitation που έρχεται μέσω της ψυχιάτρου χαρακτήρα (της Σάρα Πόλσον), η οποία λειτουργεί και ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των τριών χαρακτήρων.
Ο Σιάμαλαν πέφτει στην παγίδα του ίδιου του ναρκισσισμού του, ξεχνά δώσει δύναμη στις meta αναφορές του – ίσως γιατί φοβάται μήπως έτσι κάποιος ανακαλύψει τις αμέτρητες τρύπες στο σενάριο. Σε σημείο μάλιστα που μοιάζει να μην εμπιστεύεται και τόσο την ευφυΐα του κοινού των ταινιών του με το αποτέλεσμα να μοιάζει χωρίς ταυτότητα και να κουράζει.
Για μια ταινία που εκ των πραγμάτων βασίζεται στους τρεις χαρακτήρες της, η σχέση μεταξύ τους ποτέ δεν γίνεται κάτι περισσότερο από επιφανειακή. Είναι περίεργο το πως ο Σιάμαλαν αποφάσισε να μην δώσει περισσότερο χρόνο μαζί στους χαρακτήρες του Μπρους Γουίλις και του Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, η σχέση των οποίων είναι το κλειδί της επιτυχίας της ταινίας, αλλά καταλήγει αρκετά αποδυναμωμένη. Σε αντίθεση με τον «Διχασμένο» Τζέιμς ΜακΑβόι ο οποίος για άλλη μια φορά εντυπωσιάζει με τους ρόλους του επισκιάζοντας τους πάντες σε κάθε σκηνή του, δείχνοντας πως στην ουσία αυτός είναι ο πρωταγωνιστής της, όσο και ο τίτλος ή και ακόμα τα σενάριο στην αρχή του σε κάνει να πιστέψεις για το αντίθετο. Οσο αφορά το φινάλε της, ο Σιάμαλαν υποκύπτει για άλλη μια φορά στην πολυπόθητη ανατροπή, μόνο που εδώ το πράγμα μοιάζει να είναι κάπως μπερδεμένο, άστοχο και υπερεκτιμώντας τη δύναμή του υπόσχεται πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορεί να εκπληρώσει.
Γεμίζοντας με συμβολισμούς και ιδέες την ταινία του, το «Glass» καταλήγει να είναι να είναι ακριβώς μόνο αυτό. Ένα συνονθύλευμα (ενδιαφέροντων και πρωτότυπων εν μέρει) ιδεών, οι οποίες όμως ποτέ δεν υλοποιούνται για να γίνουν κάτι το πραγματικά συγκλονιστικό. Σίγουρα δεν είναι μια από τις χειρότερες ταινίες του Σιάμαλαν, αλλά στο ίδιο περίπου μήκος κύματος με τον «Διχασμένο», ο δημιουργός του δεν μοιάζει ικανός να βάλει σε μια τάξη όλα αυτά τα οποία προσπαθεί να πει. Τελικά αυτό που χρειαζόταν τόσο ο ίδιος όσο και η ταινία του ήταν αυτό που στο παρελθόν υπήρξε το βασικό συστατικό των καλών ταινιών του: μόνο μια καλή ιδέα που θα μπορούσε να λειτουργήσει μέχρι τέλους και όχι δεκάδες μέτριες μαζί.
Ο
μεγαλόστομος Ρώσος σκηνοθέτης μιλά για
την ΕΣΣΔ του ’70, στην πιο φιλική κι
ανθρώπινη, ως τώρα, ταινία του, που δεν
παύει να βάζει τον εκλεκτικό εαυτό του
σε πρώτο πλάνο.
Η
σχέση της Ρωσίας, τσαρικής και σοβιετικής,
με τη λογοτεχνία, το τεράστιο κληροδότημά
της, τον περιορισμό και τη λογοκρισία
της, αποτελεί ένα υπέρογκο (και υπέροχο)
κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας, γεμάτο
αριστουργήματα και προσωπικές τραγωδίες.
Μ’ αυτό το στοιχείο καταπιάνεται στη
νέα του ταινία, με πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό
Τμήμα της 68ης Berlinale, ο Αλεξέι Γκερμάν ο
Νεώτερος (γιος του αντιφρονούντα
σκηνοθέτη Αλεξέι Γκερμάν), αφηγούμενος
την ιστορία του Σεργκέι Ντοβλάτοφ, με
λευκή ονειρική φωτογραφία, αργό ρυθμό,
αλλά κι ένα ευπρόσδεκτο συναισθηματισμό,
ένα ελαφρύ χιούμορ, μια περιρρέουσα
ζεστασιά.
Η
εποχή είναι το 1971, σχεδόν μια δεκαετία
πριν ο Ντοβλάτοφ, ακόμα φέρελπις
συγγραφέας, αυτομολήσει στην Εσθονία
για να μπορέσει να εκδώσει τη δουλειά
του. Είναι ο καιρός που ο Μπρέζνιεφ έχει
επιβάλλει τη νέα «κάθαρση» των τεχνών,
που οφείλουν να εκφράζουν το σοσιαλιστικό
ρεαλισμό, μια «πραγματική και αισιόδοξη»
εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης. Για τους
λογοτέχνες και καλλιτέχνες – σαν τον
Ντοβλάτοφ, σαν τον φίλο του, ποιητή
Γιόζεφ Μπρόντσκι – η ελευθερία έμπνευσης
σημαίνει, απλώς, ότι δεν έχουν τη
δυνατότητα να μπουν στο αντίστοιχο
σωματείο, άρα να δουλέψουν, άρα να ζήσουν.
Στις
έξι ημέρες της δράσης της ταινίας, ο
Ντοβλάτοφ προσπαθεί μάταια να εκτελέσει
κρατικές αναθέσεις (ένα άρθρο για την
ερασιτεχνική παράσταση του εορτασμού
της επετείου της επανάστασης, ένα
δημοσιογραφικό πορτρέτο των εργατών
του ορυχείου), σε αποστολές που στέφονται
με αποτυχία και οργή κι ακολουθούνται
από ποτό και τζαζ μουσική στα καλλιτεχνικά
καφενεία της γενιάς του. Παράλληλα, ο
Ντοβλάτοφ ζει στην κοινόβια πολυκατοικία
όπου κατοικεί κι η μαμά του, προσπαθεί
να σώσει τον ετοιμόρροπο γάμο του και
βλέπει τακτικά τη μικρή του κόρη.
Με
έντονο το δικό του αισθητικό στίγμα, ο
Γκερμάν αποτυπώνει θαυμάσια, ρεαλιστικά
και λυρικά ταυτόχρονα, την ατμόσφαιρα
της εποχής, με τη συνδρομή του Λούκας
Ζαλ, διευθυντή φωτογραφίας της «Ida».
Το
Λένινγκραντ της ταινίας είναι άδειο,
επιβλητικό, λευκό, χωρίς κοντράστ, σαν
να διακρίνεται μέσα από τη γάζα της
μνήμης. Οι σεκάνς του είναι μεγάλα
μονοπλάνα, που κινούνται με τον ίδιο,
αργό ρυθμό, από κοντινά στα πρόσωπα και
στις αδιάκοπες παράλληλες συζητήσεις,
μέχρι γενικά στη χειμωνιάτικη φύση, ή
τη χειμωνιάτικη ανθρώπινη φύση. Η αίσθηση
του αδιέξοδου, της αγωνίας και της
απόγνωσης μεταφέρονται ήσυχα και
διαπεραστικά, απλώνονται μαζί με τη
θολούρα της αδιάκοπης προσπάθειας για
δικαιοσύνη.
Παρά,
ωστόσο, τα πραγματικά πρόσωπα και το
τακτικό voice over του ίδιου του Ντοβλάτοφ,
ο Γκερμάν χάνει την αμεσότητα στην
ιστορία του, σκορπίζεται μέσα από
επαναλήψεις και βαραίνει την αφήγηση
με την αισθητική του, έστω πανέμορφη,
επιτήδευση. Η ατμόσφαιρα είναι πυκνή,
αλλά οι ήρωες μονοδιάστατοι, ελλιπείς,
ο συγγραφέας Ντοβλάτοφ λίγο-πολύ ένας
ωραίος άντρας που καπνίζει και πίνει
πολύ και διώχνει τις σκοτούρες του μ’
έναν εύκολο κυνισμό.
Μπορεί το «Dovlatov» να είναι πολύ πιο μετρημένο και ανθρώπινο από την προηγούμενη ταινία του Γκερμάν, το αφόρητο «Under Electric Clouds» του 2015, (βραβευμένο για τη Φωτογραφία του σ’ εκείνη την Berlinale), δεν παύει όμως να είναι μια ταινία του Αλεξέι Γκερμάν, με τη δική του φιλοδοξία και τον αδιαμφισβήτητο σκηνοθετικό ναρκισσισμό να καπελώνει την ουσία του φιλμ του. Το οποίο, επιπλέον, επιλέγει να μιλήσει για τους κρατικούς περιορισμούς στην τέχνη στη Σοβιετική Ένωση του ’70, χωρίς έστω στοιχειώδεις αναφορές στη σημερινή Ρωσία της κρατικής λογοκρισίας, η οποία άλλωστε έχει επιδοτήσει την ταινία, μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο την πολιτική της φωνή.
Ένας άνθρωπος, ένα δωμάτιο, ένα τηλέφωνο. Με ένα εξαιρετικό σενάριο κι αυτοπεποίθηση στην κάμερα, ο Γκούσταβ Μέλερ, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, καταθέτει ένα μικρό αριστούργημα – ένα masterclass στο χτίσιμο του κινηματογραφικού σασπένς. Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Σάντανς, Βραβείο Κοινού και Ανδρικής Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
O Aσγκερ ξεκινά τη βάρδιά του στα επείγοντα τηλεφωνήματα της αστυνομίας. Δεν είναι αυτή η δουλειά του. Κανονικά, θα έπρεπε να είναι έξω, στη δράση. Αύριο είναι η δίκη του. Οι δημοσιογράφοι έχουν βρει το κινητό του, τον παρενοχλούν για μια δήλωση. Ο Ασγκερ δουλεύει στα τηλέφωνα γιατί είναι τιμωρημένος και υπό περιορισμό. Τι έχει κάνει; Είναι ένοχος; Θα τον υπερασπιστεί ο συνεργάτης του; Θυμάται τι πρέπει να πει; Τα τηλέφωνα χτυπούν. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία – να χάνει το χρόνο του πίσω από ένα γραφείο απαντώντας σε μεθυσμένους κι ανόητους. Μέχρι που στην άλλη άκρη της γραμμής ακούει την πνιγμένη, τρομοκρατημένη φωνή της Ιμπεν. Του μιλάει με κώδικα, σαν να έχει καλέσει τη μικρή της κόρη, ενώ στην πραγματικότητα εκπέμπει SOS. Ο πρώην άντρας της βγήκε από τη φυλακή, κι μετά από ένα βίαιο επεισόδιο με τα παιδιά, την απήγαγε. Ο Ασγκερ βρίσκεται στο ακουστικό κι η Ιμπεν σ’ ένα λευκό βαν που τρέχει προς άγνωστη κατεύθυνση και προς το θάνατό της.
O
Γκούσταβ Μέλερ, στο σκηνοθετικό του
ντεμπούτο, καταθέτει ένα μικρό
αριστούργημα. Ένα masterclass στο χτίσιμο
του κινηματογραφικού σασπένς με ένα
εύρημα κι απλά, γερά δομικά υλικά. Η ιδέα
θέλει την κάμερα να μη βγαίνει ποτέ από
τα γραφεία της Άμεσου Δράσης. Ένας
άντρας, ένα τηλέφωνο, μία «ταινία
δωματίου». Αν αυτό όμως συνήθως επιφυλάσσει
παγίδα, θεατρικότητα, εγκλωβισμό, η
σκηνοθεσία του Μέλερ εγγυάται να μην
νιώσεις ποτέ τίποτα από αυτά. Αντιθέτως,
επί 90 λεπτά βρίσκεσαι στην άκρη της
καρέκλας σου με κομμένη την ανάσα.
Το
καλοδουλεμένο σενάριο (του ίδιου, με
συνσεναριογράφο τον Εμίλ Νίγκαρντ
Αλμπερτσον) αποκαλύπτει σταδιακά το
πλαίσιο στο οποίο συναντάμε τον ήρωα
και χτίζει αριστοτεχνικά την ψυχοσύνθεσή
του – ανήσυχος, νευρικός, η καριέρα του
είναι σε κίνδυνο, οι συνάδελφοί του τον
υποτιμούν ή δεν τον εμπιστεύονται.
Ταυτόχρονα έμπειρος, διορατικός – ξέρει
να διαβάζει φωνές, καταστάσεις, να
ξεδιαλύνει τα πραγματικά επείγοντα
τηλεφωνήματα, ενεργεί γρήγορα. Πάνω από
όλα, αφοσιωμένος. Δηλώνει «προστάτης»,
έτσι νιώθει τη δουλειά του, αυτή είναι
η ευθύνη του. Να προστατεύει τον πολίτη.
Οπότε εκνευρίζεται κι ασφυκτιά με τη
γραφειοκρατία και τους κανόνες της
αστυνομίας. Παίρνει τα πράγματα στα
χέρια του, κόβει δρόμο, παρανομεί. Μια
γυναίκα κινδυνεύει, ποιοι κανόνες, γιατί
όλοι κωλυσιεργούν;
Η
κάμερα του Μέλερ δεν καταφεύγει σε
άχρηστα κόλπα. Η σκηνοθεσία του είναι
δυναμική, αλλά απλή – γεμάτη αυτοπεποίθηση.
Ξέρει πολύ καλά τι παιχνίδι κατασκευάζει.
Παίζονται δύο ταινίες – αυτή που βλέπεις
στην οθόνη κι αυτή που δεν βλέπεις, αλλά
αισθάνεσαι στο μυαλό και στο στομάχι
σου.
Ο
Μέλερ σιγοβράζει την ατμόσφαιρα στο
χαμηλό, επιτυγχάνοντας την τέλεια
θερμοκρασία δωματίου – στην οθόνη και
στην κινηματογραφική αίθουσα. Με τη
βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας,
Τζάσπερ Σπάνινγκ, ο οποίος κλείνει τους
φακούς ασφυκτικά πάνω στον ήρωα
(φωτοσκιάζοντας το γραφείο και το πρόσωπό
του με μία κυνική, ψυχρή μπλε παλέτα που
σταδιακά παραδίδεται σε κόκκινο ινφέρνο
τύψεων), ο πρωταγωνιστής Γιάκομπ
Σέντεργκρεν δίνει μία αριστοτεχνική
ερμηνεία. Και την κάνει να φαίνεται
αβίαστη κι απλή. Κι όμως, δεν είναι
καθόλου. Οι μικρές αλλαγές στην έκφραση,
τα βλέμματα, οι παύσεις, οι κόμποι του
ιδρώτα, μία φλέβα που πετά στο μέτωπο –
αδιόρατες, εξαιρετικά μελετημένες,
λεπτομέρειες μάς κάνουν να τον νιώσουμε.
Να καθόμαστε στο γραφείο δίπλα του.
Και στην πραγματικότητα αυτό κάνουμε. Καθόμαστε δίπλα του. Κρατάμε το ακουστικό. Θα είχε ενδιαφέρον η ταινία να μεταφραστεί στον πληθυντικό (όπως είχαν κάνει οι Αμερικανοί διανομείς με τον «Κλέφτη Ποδηλάτων» – το μετέφεραν ως «Κλέφτες Ποδηλάτων»). Ποιος είναι ο ένοχος του τίτλου; Θα υπάρξουν αρκετές ανατροπές, αλλά δεν αναφερόμαστε σε αυτές. Όπως και στην ταινία του Ντε Σίκα παρακινούσαμε τον ήρωα να κλέψει ένα άλλο ποδήλατο και να σωθεί, κι εδώ η συλλογική επιθυμία επικροτεί μία καταδίωξη προς άγνωστη (κυριολεκτική και ηθική) κατεύθυνση. Όλοι είμαστε (συν)ένοχοι. Όπως και ο Ασγκερ θα ανοίξουμε την πόρτα να βγούμε από αυτό που ζήσαμε, κουβαλώντας το μέσα μας, πολύ μετά κι από τους τίτλους τέλους. Πόσα κινηματογραφικά ντεμπούτα το έχουν καταφέρει αυτό;
Ο πιο cool Αμερικανός δημιουργός κάνει ένα πολιτικό zombie-movie, μόνο που ξεχνά να ξεσκονίσει το σενάριό του.
Οταν ο Τζιμ Τζάρμους, ο βασιλιάς του στιλ, της απέριττης κινηματογραφικής γοητείας, του κυνικού χιούμορ, της διακριτικής τρυφερότητας, κάνει ένα zombie-movie, μπαίνει, δηλαδή, στον κόσμο του βασιλιά των ταινιών είδους, περιμένεις από την ένωση ένα αριστούργημα. Το «The Dead Don’t Die» είναι ένα κατά στιγμές χαριτωμένο, ως επί το πλείστον άνευρο, ζομπι-ικό σχόλιο για την Αμερική του Τραμπ και την καταστροφή της γης, με τόσα πολλά κλεισίματα του ματιού που μοιάζει σαν να έχει τικ.
Το εύρημα του σεναρίου είναι καλοδεχούμενα γνώριμο. Στη «μικρή αμερικανική πόλη», που λέγεται Centerville κι άρα εκπροσωπεί το έθνος, τρεις αστυνομικοί έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, για πρώτη φορά, μια πραγματική απειλή. Δυο άντρες, ο Κλιφ του Μπιλ Μάρεϊ και ο Ρόνι του Ανταμ Ντράιβερ και μια κοπέλα, η Μίντι της Κλόι Σεβινί, εκπροσωπούν την Τάξη, φορούν γυαλιά γιατί είναι πολύ σοβαροί και διατυπώνουν με ανέκφραστα πρόσωπα την έκπληξή τους γι’ αυτό που έτυχε στον τόπο τους. Αυτό που «έτυχε» είναι ότι, η υπερβολική εκμετάλλευση της γης την κάνει να ξερνά απέθαντους. Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα κι άρα όπου βρουν ζωντανή σάρκα επιτίθενται. Περπατούν σαν… ζόμπι κι επαναλαμβάνουν, το καθένα, από μία λέξη, το αγαπημένο τους πράγμα στη ζωή, όλα καταναλωτικά αγαθά: coke, fashion.
Τους τρεις αστυνομικούς περικυκλώνουν άλλοι, χαριτωμένοι ήρωες: ο αγρότης Μίλερ (Στιβ Μπουσέμι), ένας ορκισμένος ρατσιστής – την πρώτη φορά που τον βλέπουμε φορά καπελάκι που γράφει «keep America white again», εκεί πράγματι γελάσαμε – με καλύτερό του φίλο τον Αφροαμερικανό Χανκ (Ντάνι Γκλόβερ) που έχει το μαγαζί με είδη κιγκαλερίας. Στο κοντινό δάσος ζει ο ερημίτης Μπομπ (Τομ Γουέιτς), με την υπέροχα αφράτη κόμμωση, ένας αντισυστημικός ιδεολόγος που αφουγκράζεται καλύτερα απ’ όλους τον πλανήτη. Η Ζέλντα (Τίλντα Σουίντον) είναι η «εκκεντρική» νεκροθάφτης της πόλης, μια σκωτσέζα σαμουράι με μακριά ξανθά μαλλιά και τα δικά της μυστικά. Τη Centerville επισκέπτονται μια παρέα χίπστερ πλουσιόπαιδων από την «πόλη» με επικεφαλής τη Σελίνα Γκόμεζ που οδηγεί Πόντιακ γιατί είναι ρετρό κι ωραία και τρία πιτσιρίκια που το έχουν σκάσει από το αναμορφωτήριο.
Αυτή την ομάδα ηρώων, ταιριαστών «αταίριαστων» βγαλμένων από το σύμπαν του Τζιμ Τζάρμους αλλά και της καρδιάς της παραδοσιακής ή/και σύγχρονης Αμερικής, η ταινία τοποθετεί σ’ ένα περιβάλλον που στιλιστικά, στις στολές των αστυνομικών, στο diner, στην εξοχή, στο μινιμαλισμό, είναι βγαλμένο από το «Twin Peaks», μόνο που η φωτογραφία του Φρέντερικ Ελμς, αντίθετα από εκείνη του «Paterson», είναι αδικαιολόγητα φλατ. Οι διάλογοι είναι γραμμένοι με το χαρακτηριστικό μπλαζέ χιούμορ του παραλόγου του Τζάρμους, όμως εδώ το κωμικό timing δεν λειτουργεί, οι ατάκες που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά για να προκαλέσουν το γέλιο κρέμονται στο αέρα, σαν να καθυστερούν υπερβολικά να φτάσουν στο στόχο τους. Το τραγούδι της ταινίας, μια country μελωδία με τους στίχους «The Dead Don’t Die, After life is over, the afterlife goes on», ακούγεται τόσες φορές ως μοτίβο που το αστείο εξαντλείται.
Εάν ο Τζάρμους έχει την ευρηματικότητα να γεμίσει τη μικρή πόλη του με αντισυμβατικούς ήρωες, δεν αξιοποιεί κανέναν τους. Ιστορίες που ξεκινούν πολυδιάστατα, ή συγκρουσιακά, ή ρομαντικά, ξεχνιούνται στη μέση ή… γίνονται νόστιμο γεύμα για τα ζόμπι. Ο ερημίτης Μπομπ του Τομ Γουέιτς που θα μπορούσε και νοηματικά ν’ απογειώσει την ταινία, παραμένει να μονολογεί στο δάσος του, ενώ η Ζέλντα της Τίλντα Σουίντον, παρότι έχει τη δική της, απολαυστικά exploitative σκηνή καθώς μακιγιάρει δυο απέθαντους πριν την κηδεία τους, ανήκει τελικά σε μια άλλη, δική της, μικρού μήκους ταινία που ίσως, κάποτε, ήθελαν με τον Τζάρμους να κάνουν μαζί.
Από την άλλη πλευρά, με έναν πρωτοφανή, για το δικό του έργο, ναρκισσισμό, ο Τζάρμους γεμίζει την ταινία του αυτοαναφορικά παιχνίδια. Τα πρώτα ζόμπι που εμφανίζονται στην ιστορία είναι η Σάρα Ντράιβερ, η επί δεκαετίες σύντροφός του και… ο Ιγκι Ποπ και η αγαπημένη τους λέξη είναι, φυσικά, «καφές». Η κάμερα περνά δυο φορές πάνω από τον τάφο του Σάμιουελ Φούλερ, ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς αναλαμβάνει, ως movie geek, τις αλλεπάλληλες σινεφιλικές αναφορές, διορθώσεις κι εξυπνάδες. Οσο για τις αναφορές της ταινίας στο ίδιο το b-είδος των zombie-movies που είναι προφανές πως λατρεύει, όπως τον Ρομέρο και τη «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» ή το «Dawn (για να μην πούμε το Shaun) of the Dead», παρά την έκδηλη αγάπη και την έντιμη προσπάθεια για εφέ και σπλάτερ, η ταινία μόνο χάνει στη σύγκριση και κουράζει στην υπερβολή. Σ’ ένα είδος τόσο πλούσιο και τόσο ξεχωριστό, οι παγίδες αφθονούν: κι έτσι η αναμετάδοση των τρομερών ειδήσεων από την τηλεόραση μάς θυμίζει ότι έχει γίνει καλύτερα στην… «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Πάνου Χ. Κούτρα κι η τελική αναμέτρηση ανθρώπων και ζόμπι φέρνει στο νου το γήπεδο στο «Κακό» του Γιώργου Νούσια. Το να έχεις τόσο χρόνο βλέποντας την ταινία ώστε να κάνεις συσχετισμούς, δεν λέει τίποτε καλό για το ρυθμό της.
Αλλά και ιδεολογικά, οι απόψεις του Τζιμ Τζάρμους έχουν μια παρωχημένη αίσθηση. Το Κακό γεννάται από τη ρωγμάτωση των Πόλων, τα απέθαντα ζόμπι του καταναλωτισμού του Τραμπ εξαπλώνονται, εκτός αν… «kill the head» η επαναλαμβανόμενη οδηγία, τους σκοτώσεις το πνεύμα, τα πλουσιόπαιδα πρέπει να πεθάνουν για να επιβιώσει ο σοσιαλισμός: τίποτε στραβό, απλώς ιδέες διατυπωμένες στο σινεμά με τόσο πιο αιχμηρούς και πρωτότυπους και σύνθετους τρόπους στο παρελθόν, ακόμα κι από τον ίδιο τον Τζάρμους. Το «The Dead Don’t Die» είναι η ταινία που επίμονα θέλεις να σ’ αρέσει, αλλά η κοινοτοπία της σε προδίδει. Μαζεύοντας γύρω του όλους τους αγαπημένους ηθοποιούς του, μιλώντας για το τέλος του κόσμου, επιστρέφοντας στην καρδιά της Αμερικής, μαχόμενος για το Καλό με τα λόγια του παππού, ο Τζιμ Τζάρμους μοιάζει, μ’ αυτή την ταινία, σαν να καταθέτει την τελευταία του λέξη, σαν να αποχαιρετά το κοινό του με νουθεσία για το μέλλον. Κι ειλικρινά, ελπίζουμε με πάθος στο επόμενο κινηματογραφικό βήμα του, γιατί είναι πολύ cool, πολύ ξεχωριστός, πολύ αγαπημένος, πολύ έξυπνος γι’ αυτό εδώ.