Category Archives: Εκδηλώσεις

Προβολή της ταινίας ” The dead don’ t die ”, Δευτέρα 21/10/2019, στις 21:30, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν

The Dead Don’t Die

του Τζιμ Τζάρμους

Ο πιο cool Αμερικανός δημιουργός κάνει ένα πολιτικό zombie-movie, μόνο που ξεχνά να ξεσκονίσει το σενάριό του.

Οταν ο Τζιμ Τζάρμους, ο βασιλιάς του στιλ, της απέριττης κινηματογραφικής γοητείας, του κυνικού χιούμορ, της διακριτικής τρυφερότητας, κάνει ένα zombie-movie, μπαίνει, δηλαδή, στον κόσμο του βασιλιά των ταινιών είδους, περιμένεις από την ένωση ένα αριστούργημα. Το «The Dead Don’t Die» είναι ένα κατά στιγμές χαριτωμένο, ως επί το πλείστον άνευρο, ζομπι-ικό σχόλιο για την Αμερική του Τραμπ και την καταστροφή της γης, με τόσα πολλά κλεισίματα του ματιού που μοιάζει σαν να έχει τικ.

Το εύρημα του σεναρίου είναι καλοδεχούμενα γνώριμο. Στη «μικρή αμερικανική πόλη», που λέγεται Centerville κι άρα εκπροσωπεί το έθνος, τρεις αστυνομικοί έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, για πρώτη φορά, μια πραγματική απειλή. Δυο άντρες, ο Κλιφ του Μπιλ Μάρεϊ και ο Ρόνι του Ανταμ Ντράιβερ και μια κοπέλα, η Μίντι της Κλόι Σεβινί, εκπροσωπούν την Τάξη, φορούν γυαλιά γιατί είναι πολύ σοβαροί και διατυπώνουν με ανέκφραστα πρόσωπα την έκπληξή τους γι’ αυτό που έτυχε στον τόπο τους. Αυτό που «έτυχε» είναι ότι, η υπερβολική εκμετάλλευση της γης την κάνει να ξερνά απέθαντους. Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα κι άρα όπου βρουν ζωντανή σάρκα επιτίθενται. Περπατούν σαν… ζόμπι κι επαναλαμβάνουν, το καθένα, από μία λέξη, το αγαπημένο τους πράγμα στη ζωή, όλα καταναλωτικά αγαθά: coke, fashion.

Τους τρεις αστυνομικούς περικυκλώνουν άλλοι, χαριτωμένοι ήρωες: ο αγρότης Μίλερ (Στιβ Μπουσέμι), ένας ορκισμένος ρατσιστής – την πρώτη φορά που τον βλέπουμε φορά καπελάκι που γράφει «keep America white again», εκεί πράγματι γελάσαμε – με καλύτερό του φίλο τον Αφροαμερικανό Χανκ (Ντάνι Γκλόβερ) που έχει το μαγαζί με είδη κιγκαλερίας. Στο κοντινό δάσος ζει ο ερημίτης Μπομπ (Τομ Γουέιτς), με την υπέροχα αφράτη κόμμωση, ένας αντισυστημικός ιδεολόγος που αφουγκράζεται καλύτερα απ’ όλους τον πλανήτη. Η Ζέλντα (Τίλντα Σουίντον) είναι η «εκκεντρική» νεκροθάφτης της πόλης, μια σκωτσέζα σαμουράι με μακριά ξανθά μαλλιά και τα δικά της μυστικά. Τη Centerville επισκέπτονται μια παρέα χίπστερ πλουσιόπαιδων από την «πόλη» με επικεφαλής τη Σελίνα Γκόμεζ που οδηγεί Πόντιακ γιατί είναι ρετρό κι ωραία και τρία πιτσιρίκια που το έχουν σκάσει από το αναμορφωτήριο.

Αυτή την ομάδα ηρώων, ταιριαστών «αταίριαστων» βγαλμένων από το σύμπαν του Τζιμ Τζάρμους αλλά και της καρδιάς της παραδοσιακής ή/και σύγχρονης Αμερικής, η ταινία τοποθετεί σ’ ένα περιβάλλον που στιλιστικά, στις στολές των αστυνομικών, στο diner, στην εξοχή, στο μινιμαλισμό, είναι βγαλμένο από το «Twin Peaks», μόνο που η φωτογραφία του Φρέντερικ Ελμς, αντίθετα από εκείνη του «Paterson», είναι αδικαιολόγητα φλατ. Οι διάλογοι είναι γραμμένοι με το χαρακτηριστικό μπλαζέ χιούμορ του παραλόγου του Τζάρμους, όμως εδώ το κωμικό timing δεν λειτουργεί, οι ατάκες που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά για να προκαλέσουν το γέλιο κρέμονται στο αέρα, σαν να καθυστερούν υπερβολικά να φτάσουν στο στόχο τους. Το τραγούδι της ταινίας, μια country μελωδία με τους στίχους «The Dead Don’t Die, After life is over, the afterlife goes on», ακούγεται τόσες φορές ως μοτίβο που το αστείο εξαντλείται.

Εάν ο Τζάρμους έχει την ευρηματικότητα να γεμίσει τη μικρή πόλη του με αντισυμβατικούς ήρωες, δεν αξιοποιεί κανέναν τους. Ιστορίες που ξεκινούν πολυδιάστατα, ή συγκρουσιακά, ή ρομαντικά, ξεχνιούνται στη μέση ή… γίνονται νόστιμο γεύμα για τα ζόμπι. Ο ερημίτης Μπομπ του Τομ Γουέιτς που θα μπορούσε και νοηματικά ν’ απογειώσει την ταινία, παραμένει να μονολογεί στο δάσος του, ενώ η Ζέλντα της Τίλντα Σουίντον, παρότι έχει τη δική της, απολαυστικά exploitative σκηνή καθώς μακιγιάρει δυο απέθαντους πριν την κηδεία τους, ανήκει τελικά σε μια άλλη, δική της, μικρού μήκους ταινία που ίσως, κάποτε, ήθελαν με τον Τζάρμους να κάνουν μαζί.

Από την άλλη πλευρά, με έναν πρωτοφανή, για το δικό του έργο, ναρκισσισμό, ο Τζάρμους γεμίζει την ταινία του αυτοαναφορικά παιχνίδια. Τα πρώτα ζόμπι που εμφανίζονται στην ιστορία είναι η Σάρα Ντράιβερ, η επί δεκαετίες σύντροφός του και… ο Ιγκι Ποπ και η αγαπημένη τους λέξη είναι, φυσικά, «καφές». Η κάμερα περνά δυο φορές πάνω από τον τάφο του Σάμιουελ Φούλερ, ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς αναλαμβάνει, ως movie geek, τις αλλεπάλληλες σινεφιλικές αναφορές, διορθώσεις κι εξυπνάδες. Οσο για τις αναφορές της ταινίας στο ίδιο το b-είδος των zombie-movies που είναι προφανές πως λατρεύει, όπως τον Ρομέρο και τη «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» ή το «Dawn (για να μην πούμε το Shaun) of the Dead», παρά την έκδηλη αγάπη και την έντιμη προσπάθεια για εφέ και σπλάτερ, η ταινία μόνο χάνει στη σύγκριση και κουράζει στην υπερβολή. Σ’ ένα είδος τόσο πλούσιο και τόσο ξεχωριστό, οι παγίδες αφθονούν: κι έτσι η αναμετάδοση των τρομερών ειδήσεων από την τηλεόραση μάς θυμίζει ότι έχει γίνει καλύτερα στην… «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Πάνου Χ. Κούτρα κι η τελική αναμέτρηση ανθρώπων και ζόμπι φέρνει στο νου το γήπεδο στο «Κακό» του Γιώργου Νούσια. Το να έχεις τόσο χρόνο βλέποντας την ταινία ώστε να κάνεις συσχετισμούς, δεν λέει τίποτε καλό για το ρυθμό της.

Αλλά και ιδεολογικά, οι απόψεις του Τζιμ Τζάρμους έχουν μια παρωχημένη αίσθηση. Το Κακό γεννάται από τη ρωγμάτωση των Πόλων, τα απέθαντα ζόμπι του καταναλωτισμού του Τραμπ εξαπλώνονται, εκτός αν… «kill the head» η επαναλαμβανόμενη οδηγία, τους σκοτώσεις το πνεύμα, τα πλουσιόπαιδα πρέπει να πεθάνουν για να επιβιώσει ο σοσιαλισμός: τίποτε στραβό, απλώς ιδέες διατυπωμένες στο σινεμά με τόσο πιο αιχμηρούς και πρωτότυπους και σύνθετους τρόπους στο παρελθόν, ακόμα κι από τον ίδιο τον Τζάρμους. Το «The Dead Don’t Die» είναι η ταινία που επίμονα θέλεις να σ’ αρέσει, αλλά η κοινοτοπία της σε προδίδει. Μαζεύοντας γύρω του όλους τους αγαπημένους ηθοποιούς του, μιλώντας για το τέλος του κόσμου, επιστρέφοντας στην καρδιά της Αμερικής, μαχόμενος για το Καλό με τα λόγια του παππού, ο Τζιμ Τζάρμους μοιάζει, μ’ αυτή την ταινία, σαν να καταθέτει την τελευταία του λέξη, σαν να αποχαιρετά το κοινό του με νουθεσία για το μέλλον. Κι ειλικρινά, ελπίζουμε με πάθος στο επόμενο κινηματογραφικό βήμα του, γιατί είναι πολύ cool, πολύ ξεχωριστός, πολύ αγαπημένος, πολύ έξυπνος γι’ αυτό εδώ.


ΠΟΝΑΕΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ, μία παράσταση καμπαρέ σε κείμενα των Άντον Τσέχοφ, Καρλ Βάλεντιν και Μόντι Πάιθον, Τετάρτη 11/9/2019, στις 21:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Oι Τσιριτσάντσουλες δεν είναι μια ομάδα. Είναι φιλοσοφία ζωής. Είναι τρόπος επιβίωσης, δημιουργίας, επικοινωνίας ή ακόμα και φυγής. Είναι τρόπος αντίστασης και καταγγελίας. Mε άλλα λόγια είναι ένας αυτοοργανωμένος χωροχρόνος, στον οποίο συναντιόμαστε διάφοροι περιφερόμενοι καλλιτέχνες, τρελοί ή φρόνιμοι.

Η παράσταση «Πονάει το μυαλό μου» αποτελεί στην ουσία, τη συνέχεια της παράστασης Τσιριτσάντσουλες-Βαριετέ που είχε ανέβει το 2005. Τότε, με πρότυπο τα κείμενα του Καρλ Βάλεντιν από τις παραστάσεις καμπαρέ που έδινε στο μεσοπόλεμο, είχαμε φτιάξει τα δικά μας κείμενα που τα παρουσιάσαμε σαν ένα σόου Βαριετέ. Τώρα παίρνουμε τα γνήσια κείμενα του μεγάλου γερμανού θεατρίνου και μαζί με κείμενα άλλων δύο θρύλων της παγκόσμιας δραματουργίας, του ρώσου Άντον Τσέχοφ και των Βρετανών Μόντυ Πάιθον, συνθέσαμε τη φετινή μας παράσταση. Η μίξη αυτών των τριών διαφορετικών γραφών φαντάζει ίσως περίεργη. Οι δημιουργοί τους προέρχονται από τρεις τελείως διαφορετικές κουλτούρες και είναι εκπρόσωποι τριών διαφορετικών γενιών κωμικών με σχεδόν μισό αιώνα διαφορά ο ένας από τον άλλον. Κι όμως, διαβάζοντας τα μικρά διηγήματα του Τσέχοφ δεν μπορεί να μην έρθουν στο μυαλό σου εικόνες από τις ταινίες των Πάιθον και όταν βλέπεις τον «Παπαγάλο» των τελευταίων δεν μπορείς να μην ανατρέξεις στο κλασικό «το πουλί και το κλουβί» του Βάλεντιν. Έτσι λοιπόν, έστω κι αν διαφέρουν χρονικά και πολιτισμικά οι δημιουργοί, τα έργα τους συναντιώνται σε ένα ουδέτερο έδαφος. Ένα έδαφος διεθνές και διαχρονικό, αυτό της κωμωδίας. Όχι όμως μιας οποιασδήποτε κωμωδίας, αλλά μιας κωμωδίας που καταρρίπτει τις φόρμες, ανατρεπτική, σχεδόν παράλογη, που είναι δυνατόν τόσο να σε απελευθερώσει και να φέρει την κάθαρση, όσο και να σου κάψει ολοκληρωτικά τον εγκέφαλο.
Αυτό το εύφλεκτο υλικό τολμήσαμε να πάρουμε στα χέρια μας φέτος και ως μια επόμενη γενιά και εμείς κωμικών, μισό αιώνα περίπου μετά τους Πάιθον, να το παρουσιάσουμε μέσα από το πρίσμα της δικής μας ματιάς, ως ένα κωμικό μοντέλο, που επηρέασε κατά πολύ τη σκέψη και τη δημιουργικότητά μας.
Δραματοποιήσαμε τέσσερα διηγήματα του Τσέχοφ και πήραμε σκέτς από παραστάσεις του Βάλεντιν -κυρίως από το μεσοπόλεμο- και από το «ιπτάμενο τσίρκο» των Μόντυ Πάιθον. Χρησιμοποιήσαμε τις τεχνικές του αυτοσχεδιασμού, του κλόουν και της μάσκας και προσπαθήσαμε να αποδώσουμε την ουσία του πνεύματος του μουσικού αυτού και κωμικού θεάτρου που το λένε καμπαρέ.

Προβολή της ταινίας ”ΟΙΚΤΟΣ”, Δευτέρα 02/09/2019, στις 22:00, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Οίκτος

του Μπάμπη Μακρίδη

Η νέα ταινία του Μπάμπη Μακρίδη μετά το «L», με συνσεναριογράφο τον ίδιο και τον Ευθύμη Φιλίππου και επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Σάντανς. Αποκλειστική έξοδος στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

Όταν η συμφορά χτυπάει την πόρτα ενός μεσήλικα δικηγόρου, ο κοινωνικός του περίγυρος σπεύδει να του συμπαρασταθεί.

Αντλώντας ικανοποίηση από τη συμπόνοια, την ευγένεια και την προσοχή των συνανθρώπων του, δικηγόρος εθίζεται τόσο πολύ στον οίκτο τους, που δυστυχεί όταν είναι χαρούμενος και χαίρεται όταν είναι δυστυχισμένος. Δεν δέχεται τη δυστυχία των άλλων, παρά μόνο τη δική του.

Δεν είναι μυστικό, όλοι θέλουμε να αγαπηθούμε, όλοι θέλουμε να βρεθούμε στο κέντρο της προσοχής, όλοι χρειαζόμαστε μια ενθαρρυντική κουβέντα, ένα γλυκό βλέμμα, ένα κομμάτι κέικ, ένα χάδι, μια αγκαλιά. Κι αν οι περισσότεροι στις μέρες μας έχουν κόψει δρόμο στο κυνήγι της αποδοχής, της «αγάπης», του «μου αρέσεις», μέσω των social media, ο ήρωας της ταινίας του Μπάμπη Μακρίδη, πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα. Ζητάει τα likes του στην αληθινή ζωή.

Όταν η τύχη του τα προσφέρει με πικρό περιτύλιγμα -το ατύχημα που θα φέρει την γυναίκα του σε κώμα- θα αποδεχτεί την μοίρα του, αφού όπως ανακαλύπτει η επίγευση της δυστυχίας είναι γλυκιά. Είναι η γεύση της λύπης των γύρω του που μεταμορφώνεται σε συμπόνια προς αυτόν, του φρέσκου κέικ που ψήνει τακτικά για εκείνον η γειτόνισσά του. Μέχρι την στιγμή που η τύχη του θα αλλάξει κι ο ήρωας μας θα αντιληφθεί ότι μερικές φορές η δυστυχία δεν είναι καθόλου αυτό που φαντάζεσαι.

Υπάρχει φυσικά κάτι επώδυνα κωμικό στην ραχοκοκαλιά του «Οίκτου», όπως σε κάθε τι που τοποθετεί στο μικροσκόπιο την συμπεριφορά και την φύση μας, την ατελή ύπαρξή μας. Κι όπως καταλαβαίνεις γρήγορα, από την ανάγνωση της βασικής ιδέας της ταινίας, το γέλιο εδώ είναι πικρό, το χιούμορ βαθύ μαύρο. Κι όπως συμβαίνει και με την ίδια την ζωή, η καρδιά της χτυπά σχεδόν στον ρυθμό του παραλόγου.

Χτισμένη πάνω σε επαναλαμβανόμενες στιγμές, -την ίδια την ρουτίνα της καθημερινότητας- η ιστορία του «Οίκτου» χάνει στροφές στην περιδίνηση της γύρω από το κέντρο της, ταυτόχρονα με τον ήρωά της που μάταια προσπαθεί να κρατήσει μια αίσθηση κανονικότητας. Το ίδιο μάταιο θα είναι να δοκιμάσει να κατατάξει κανείς το φιλμ σε ένα συγκεκριμένο είδος αφού αυτό που κάνει καλύτερα είναι να αποδομεί τους κανόνες μιας σειράς διαφορετικών ειδών από το οικογενειακό μελόδραμα έως την μαύρη κωμωδία.

Κι αν για πολλούς θεατές η φόρμα στο «L» μπορεί να στεκόταν εμπόδιο στο να προσπελάσουν το φιλμ, εδώ η κινηματογραφική του γλώσσα, εξίσου σύνθετη κι ακριβής, δείχνει πιο ανοιχτή και «φιλική προς τον χρήστη». Την ίδια στιγμή, ακόμη κι αν ο «Οίκτος» πατά γερά πάνω σε ένα εξαιρετικό εύρημα και χτίζεται με λεπτομέρεια μοιάζει εκ φύσεως λιγότερο «περιπετειώδης», αν κι όχι λιγότερο απολαυστικός.

Με μια αποστασιοποιημένη ματιά που όπως και στο «L» βρίσκει την δική της συναισθηματική ηχώ, ο Μακρίδης μοιάζει την ίδια στιγμή να παρατηρεί τον δικηγόρο με την προσοχή που δίνει ένας ερευνητής στους μικροοργανισμούς στο τρυβλίο Πέτρι του, επιτρέποντάς σου όμως να κρυφοκοιτάξεις στην ψυχολογία του, να τον καταλάβεις κάτι στο οποίο βοηθά και η εύπλαστη υφή της ερμηνείας του Γιάννη Δρακόπουλου, ο οποίος ακόμη κι όταν ο χαρακτήρας του προβαίνει σε φρικτές πράξεις κατορθώνει να τον κάνει να μοιάζει ευάλωτος, ανθρώπινος.