Category Archives: Κατάληψη Βύρωνος 3

Προβολή της ταινίας ”THE GENTLEMEN”, Τρίτη 14/07/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Εάν «Ο Ιρλανδός» ήταν το αποχαιρετιστήριο magnum opus του Μάρτιν Σκορσέζε στο γκανγκστερικό είδος, τότε ο Γκάι Ρίτσι με το «The Gentlemen» προσπαθεί να οργανώσει το δικό του… πάρτι απολογισμού στο genre που τον έκανε διάσημο 20 χρόνια πριν, γεμάτο πισωμαχαιρώματα, ποτά και φυσικά πολλά ναρκωτικά.

Από την πρώτη κιόλας σκηνή της νέας ταινίας του Ρίτσι ο Μίκι Πίρσον, ένας Μάθιου ΜακΚόναχεϊ ντυμένος στη τρίχα, μπαίνει σε μια παμπ, παραγγέλνει ένα αυγό τουρσί και την αγαπημένη του μπύρα σε pint, της οποίας το όνομα είναι «Gritchie», και κάθεται στο αγαπημένο του τραπέζι λέγοντας πως «στη ζούγκλα ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει ένα λιοντάρι δεν είναι να το παίζει βασιλιάς αλλά να δείχνει πως είναι Ο Βασιλιάς», καθώς οι πρώτες νότες από το «Cumberland Gap» του Ντέιβιντ Ρόλινγκς αρχίζουν να παίζουν στο jukebox.

Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο Γκάι Ρίτσι, ο Βρετανός Κουέντιν Ταραντίνο όπως τον είχαν χαρακτηρίσει στα πρώτα του βήματα, επιλέγει να δείξει πως με το «The Gentlemen» ο «βασιλιάς» του είδους επιστρέφει στις ρίζες του, παίζει ξανά με τους δικούς του όρους στο δικό του γήπεδο σε ένα σύμπαν γεμάτο από καλοντυμένους μαφιόζους, cockney μικροκλέφτες και χασικλήδες γόνους καλών οικογενειών όπου οι βρισιές είναι το μοναδικές εκφράσεις στο λεξιλόγιό τους και η φούντα το μόνο χρήμα.

Με μια πρώτη ματιά η ιστορία μοιάζει αρκετά απλή – για έναν Αμερικανό έμπορο ναρκωτικών (Μάθιου ΜακΚόναχι) που έχει χτίσει την αυτοκρατορία του στο Λονδίνο, και πλέον θέλει να παραδώσει τα ηνία και να επιστρέψει στην πατρίδα του – σαν αυτή που θα άκουγες κάποιο βράδυ από ένα μισομεθυσμένο θαμώνα μέσα σε μια γεμάτη από κάπνα παμπ, ο οποίος την γεμίζει από υπερβολές και αρκετές δόσεις φαντασίας για να την κάνει ενδιαφέρουσα. Κι εσύ, ενώ ξέρεις πως τα περισσότερα από αυτά είναι τρίχες, απολαμβάνεις κάθε λέξη και περιγραφή της. Και εδώ ο αφηγητής αυτός είναι ο Φλέτσερ (ένας πραγματικά υπέροχος Χιού Γκραντ), ιδιωτικός ντετέκτιβ που δουλεύει για τα ταμπλόιντ, ο οποίος εξιστορεί όσα έχουν συμβεί στο δεξί χέρι του Πίρσον, τον Ρέι (Τσάρλι Χάναμ), σε μορφή σεναρίου ταινίας, για να τον εκβιάσει.

Ναι, στυλιστικά τουλάχιστον όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσε να πει κανείς πως ορίζουν μια ταινία του Ρίτσι είναι εδώ: το γρήγορο μοντάζ, τα ενορχηστρωμένα του πλάνα υπό την υπόκρουση ενός πορωτικού soundtrack, οι διάφορες πλοκές, γεμάτες από πολύχρωμους χαρακτήρες, που ενώνονται μεταξύ τους. Γρήγορα η ταινία αρχίζει να δείχνει σαν τις παλιές κλασσικές 90s ταινίες του ίδιου του Ρίτσι, μόνο που αυτή τη φορά το τσιγαριλίκι που έχει στρίψει ο ίδιος δείχνει τόσο γνώριμο, κι ενώ έχει όλα τα γνωστά καλά συστατικά, δεν είναι τόσο δυνατό έτσι ώστε να σε τριπάρει μέσα στον κόσμο που προσπαθεί να χτίσει.

Μπορεί με τις τελευταίες του ταινίες το στυλ του Ρίτσι να δείχνει λίγο πιο εκλεπτυσμένο, αλλά εδώ το χιούμορ του παραμένει το ίδιο «ανώριμο» λες και δεν μεγάλωσε ούτε μια μέρα από την πρώτη του ταινία, στηρίζοντας το σε πολλές βρισιές και γεμίζοντάς το από ρατσιστικά μέχρι και ομοφοβικά αστεία τα οποία, αν και κάποια βρίσκουν το στόχο τους, κυρίως λόγω της προσδοκίας αυτοί οι ήρωες να μην έχουν ιερό και όσιο, τα περισσότερα από αυτά σε αφήνουν παγερά αδιάφορο.

Ευτυχώς το ίδιο δεν θα μπορούσε όμως να πει κάποιος και για τις ερμηνείες. Ο Ρίτσι έχει μαζέψει ένα πραγματικά αξιοζήλευτο ανδρικό καστ οι οποίοι όλοι τους λάμπουν, αν και ίσως κάποιοι λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους όπως ο Γκραντ και ο Κόλιν Φάρελ σε έναν μικρό ρόλο του Κόουτς ο οποίος, μέσα στην καρικατούρα των κλασσικών χαρακτήρων των ταινιών, είναι ένας από τους καλύτερους και πιο αστείους εκεί μέσα, ενώ είναι ευχάριστο να βλέπεις την Μισέλ Ντόκερι να αφήνει τους τοίχους του «Πύργου του Ντάουντον» και να γίνεται βασίλισσα του εγκλήματος δίπλα στον Πίρσον του ΜακΚόναχεϊ.

Το «The Gentlemen» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «επιστροφή στη φόρμα» για τον Γκάι Ρίτσι, παρόλο που δείχνει σαν να έχει χάσει κάπως την φρεσκάδα και τον δυναμισμό του. Δεν παύει όμως να είναι ίσως μια από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες που έχουμε δει από τον ίδιο τα τελευταία χρόνια, η οποία σίγουρα θα παρασύρει το κοινό της πίσω στα παλιά και γνώριμα του λημέρια. Γιατί, όπως λέει και ο χαρακτήρας της Ντόκερι, «fuckery is a foot.»

Προβολή της ταινίας ”QUEEN AND SLIM”, Τρίτη 07/07/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Queen And Slim

Mία αφροαμερικανίδα γυναίκα και ένας αφροαμερικάνος άντρας μετά από ένα αξέχαστο πρώτο ραντεβού στο Ohio, εμπλέκονται σε μια μικροσυμπλοκή. Η κατάσταση ξεφεύγει και τα γεγονότα γίνονται πολύ τραγικά, όταν ο άντρας σκοτώνει έναν αστυνομικό, ευρισκόμενος σε αυτοάμυνα. Φοβούμενοι για τις ζωές τους, ο άντρας και η γυναίκα αποφασίζουν να το σκάσουν. Ωστόσο, το γεγονός έχει αποτυπωθεί σε ένα βιντεάκι, το οποίο γίνεται viral και έρχεται μια σειρά από καταστάσεις που θα επηρεάσουν τις ζωές τους.

Πραγματικά είναι μερικές ταινίες που δεν περιμένεις να σε εντυπωσιάσουν και φυσικά δεν έχουν ακουστεί όσο θα έπρεπε στην Ελλάδα. Και ενώ υπάρχει μεν σημαντικό κοινό που βλέπει ανεξάρτητες ταινίες και τις στηρίζει, εστιάζουμε περισσότερο σε πιο “εμπορικές” ταινίες.

Η ταινία Queen And Slim είναι γυρισμένη με απλό τρόπο και ταυτόχρονα ανατρεπτικό τρόπο, με τον σκηνοθέτη να εστιάζει σε μερικά επίκαιρα θέματα μέσα από τον χώρο της φυλακής, σε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση.

Δεν μιλάμε για κάτι “συνηθισμένο” για τον μη μυημένο θεατή, ωστόσο είναι γυρισμένη με απλό τρόπο και ταυτόχρονα εντυπωσιακό τρόπο, χωρίς υπερβολές. Λείπουν πολύ τέτοιες ταινίες, πόσο μάλλον από τις αίθουσες στην χώρα μας.

Πραγματικά αποδεικνύεται ότι σε πολλές ταινίες δεν χρειάζονται φανφάρες απλά να δίνεις την δική σου ταυτότητα, με το Queen And Slim να καταφέρνει πολλά πράγματα μέσα από τις εικόνες και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών.

Η ταινία Queen And Slim εστιάζει στον άνθρωπο και τα προβλήματα του, σε μια ταινία χωρίς μεμψιμοιρίες και σκεπτικισμό, ενώ το σημαντικότερο είναι πως το κάνει με περιορισμένα κλισέ και δίνει μια άλλη οπτική σε θέματα που είναι αν μη τι άλλο πολύ σημαντικά.

Καταρχήν, με βάση την θεματολογία της ταινίας και το γενικότερο στόρι με βάση και τα μηνύματα που θέλει να περάσει, θα ήταν πολύ εύκολο να επιλέξει τον εύκολο δρόμο, ωστόσο (με μερικά ψεγάδια) δίνει μια διαφορετική ματιά.

Υπάρχουν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πινελιές στον χαρακτήρα αλλά και τον περίγυρο του, πολυποίκιλες αναφορές σε θέματα ευρύτερης προσέγγισης και γενικότερα μια αντισυμβατική σκηνοθεσία που σε κάνει να ταυτίζεσαι με όσα γίνονται.

Η ταινία Queen And Slim ποτέ δεν προβοκάρει όπως μπορεί να έκανε κάποια αντίστοιχη, ούτε επιλέγει τον εύκολο δρόμο, ενώ δεν έχει και πολλές ενδιαφέρουσες καταστάσεις και κάτι το οποίο πάντα σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, τα οποία φυσικά δεν θα αποκαλύψουμε.

Ακόμα και σε λίγες σκηνές που μοιάζει στατική (δεν επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα) είναι πρωτότυπη με τον τρόπο της, ενδιαφέρουσα και μάλιστα προσφέρει κάτι στον θεατή χωρίς να είναι δήθεν, αλλά προτάσσει μια νέα μορφή που δεν έχουμε ξαναδει και ένα road movie που σε συνεπαίρνει στο διάβα του.

To Queen And Slim είναι μια προσεγμένη και απλή παραγωγή και γενικότερα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο που κυλάει στο σύνολο της η ταινία, ενώ όσο περνάει η ώρα εξελίσσεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Συνοψίζοντας, μιλάμε σίγουρα για μια αξιοπρόσεκτη ταινία, η οποία κακά τα ψέματα είναι μια προσπάθεια που χρειαζόμαστε για να δώσει μια άλλη οπτική, χωρίς φανφάρες και κουραστικές αναλύσεις, μέσα από μια άκρως ενδιαφέρουσα ματιά. Ένα ακόμα “διαμαντάκι” που δυστυχώς δεν είχε την ανάλογη προσοχή.

Προβολή της ταινίας ”LA GOMERA (ΟΙ ΣΦΥΡΙΧΤΕΣ)”, Τρίτη 30/06/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Οι Σφυριχτές

La Gomera

του Κορνέλιου Πορομπόιου

Όχι μακριά από το πνεύμα του «Αστυνομία, Ταυτότητα», ο Ρουμάνος Κορνέλιο Πορουμπόιου κάνει ένα κωμικό νουάρ που, αν ήταν αμερικανικό, θα ήταν κι εμπορικό.

Ο Κρίστι μαθαίνει να σφυρίζει, καλύτερα κι από τη Λορίν Μπακόλ στο «To Have and Have Not». Ο δάσκαλός του, στο εξωτικό νησάκι των Καναρίων, του δίνει ξεκάθαρες οδηγίες κι επιμένει στην εξάσκηση: βάζεις στο στόμα το δάχτυλό σου, σαν γαντζάκι, άκρη-άκρη, σαν να κρατάς σκανδάλη. Η φορά πρέπει να είναι πλάγια, σαν η σφαίρα να πρόκειται να βγει από το αντίστροφο αυτί. Σουφρώνεις τα χείλη. Φυσάς.

Ο Κρίστι είναι ένας βρώμικος αστυνομικός από το Βουκουρέστι, που ζει με το βάρος της καταπιεστικής μητέρας του και μπόλικων χιλιάδων ευρώ κρυμμένων στο στρώμα. Προκειμένου να «ξεπλύνει» τον μαφιόζο που τον προστατεύει και πληρώνει, ο Κρίστι πρέπει να μάθει τη silbo, τη γλώσσα των ιθαγενών των Καναρίων, έναν κώδικα σφυριγμάτων, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος, τουλάχιστον για το χαριτωμένο εύρημα της ταινίας, ώστε ο Κρίστι και τα πρωτοπαλίκαρα του Ζολτ να συνεννοούνται χωρίς να τους καταλάβει η αστυνομία. Το κόλπο θα περιπλέξει, φυσικά, η ύπαρξη της Γκίλντα (όνομα και πράγμα, η Κατρινέλ Μάρλον σε πείθει ότι δεν υπάρχει ομορφότερη γυναίκα από εκείνη στη γη), μια femme fatale χωρίς φραγμούς και χωρίς καλοσύνη.

Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου, ο ένας από τους κεντρικούς εκπροσώπους εκείνου που χαρακτηρίζαμε ως ρουμανικό νέο κύμα, επιστρέφει στο σύμπαν του Νόμου και της απάτης του «Αστυνομία, Ταυτότητα», έχοντας, ωστόσο, ωριμάσει σκηνοθετικά κι επιχειρώντας ένα αυθεντικό νουάρ κι υπονομεύοντάς το με κυνικό χιούμορ, με μια κωμικότητα διατυπωμένη με σοβαρή έκφραση. Η φωτογραφία του ξεδιψά στα Κανάρια, χτίζοντας τις αντιθέσεις της μέρας και της νύχτας, της λάμψης και της σκοτεινιάς, σ’ έναν όμορφο, εξωτικό προορισμό. Η ψυχή της ταινίας χτυπά στην κινηματογραφική παράδοση του είδους, όπου τίποτε δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται κι όλα είναι κατά βάθος σάπια. Ο Βλαντ Ιβάνοφ ως Κρίστι έχει τη σωστή όψη και τη σωστή ερμηνεία του λιγομίλητου μπάτσου που θα πέσει θύμα των επιλογών του και μιας ωραίας γυναίκας. Όλα είναι σωστά κι όλα έχουν μια δόση χάρης.

Από την άλλη πλευρά, δεν έχουν και τίποτε παραπάνω. Το φιλμ του Πορουμπόιου είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται, χωρίς ένα άλλο επίπεδο ερμηνείας ή βάθους. Είναι ένα mainstream ρουμανικό «polar», που είναι πολύ πιθανό να γοητεύσει το γαλλικό κοινό γιατί μιμείται το δικό του κλασικό σινεμά. Είναι, όμως και παγιδευμένο στη δική του ταυτότητα. Μια εμπορική ταινία χωρίς ελκυστικά στοιχεία για ένα διεθνές ταξίδι. Πράγμα απολύτως θεμιτό για τον Ρουμάνο σκηνοθέτη, που προφανώς είχε όρεξη να παίξει με τους κανόνες του σινεμά, έστω κι αν η ταινία αφήνει μια αίσθηση ανικανοποίητου.

Προβολή του ντοκιμαντέρ ”MAKE THE ECONOMY SCREAM”, Τρίτη 23/06/2020, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Απόλυτα συνεπής στις δημοσιογραφικές, ιδεολογικές και δημιουργικές αρχές που ακολουθεί εδώ και σχεδόν μία οκταετία στο χώρο του ντοκιμαντέρ, ο Άρης Χατζηστεφάνου («Debtocracy», «Catastroika», «This is not a Coup») παρουσιάζει ένα φιλμ που χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από το κοινό. Ο δραστήριος δημοσιογράφος/ντοκιμαντερίστας απομακρύνεται αυτήν τη φορά από την Ευρώπη για να αναλύσει το πολυσυζητημένο φαινόμενο «Βενεζουέλα», επισκεπτόμενος την αμφιλεγόμενη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Παίρνοντας αποστάσεις από το καθεστώς Μαδούρο (και ακόμη μεγαλύτερες από τους δεξιούς πολιτικούς του αντιπάλους), μιλά με οικονομολόγους, δημοσιογράφους και αξιωματούχους διεθνών οργανισμών που σπανίως βλέπουμε στους τηλεοπτικούς δέκτες.

Σίγουρα όμως τα πλέον ενδια­φέροντα στοιχεία του ντοκιμαντέρ, εκτός από την εναλλακτική ερευνητική οπτική του (αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν την «ολλανδική ασθένεια»;), είναι η ποιότητα παραγωγής που προσφέρει σε σχέση με τον no budget προϋπολογισμό του, ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο ξεπερνά τον αφηγηματικό σκόπελο του voice over και μερικά εξαιρετικά πανοραμικά πλάνα που μιλούν από μόνα τους· όπως αυτό των δύο κόσμων του Καράκας.

Προβολή της ταινίας ”RESISTANCE”, Τρίτη 16/06/2020, στις 21:30, στην κατάληψη Βύρωνος 3

Resistance

του Τζόναθαν Γιακούμποβιτς

Μια ταινία εποχής βασισμένη σε αληθινά στοιχεία από τη ζωή του Γάλλου μίμου, Μαρσέλ Μαρσό, με τον Τζέσι Αϊζενμπεργκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Μια αληθινή ιστορία ηρωισμού στην οποία μια ομάδα κορίτσια και αγόρια πρόσκοποι, δημιούργησαν ένα δίκτυο που κατέληξε να σώσει τις ζωές περίπου δέκα χιλιάδων ορφανών των οποίων οι γονείς είχαν σκοτωθεί από τους Ναζί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο κέντρο της ταινίας βρίσκουμε έναν Εβραίο ηθοποιό, του οποίου η απεγνωσμένη ανάγκη να βοηθήσει τα παιδιά τον οδήγησε στον κόσμο της παντομίμας και τον μεταμόρφωσαν σε έναν αληθινό θρύλο της μιμητικής τέχνης τον Μαρσέλ Μαρσό.