Category Archives: Προβολές

Προβολή της ταινίας ”BACURAU”, Τρίτη 23/11/2021, στις 21:00, στο Αυτόνομο Στέκι Καβάλας

Bacurau

Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου, Ζουλιάνο Ντορνέλες

Οι Βραζιλιάνοι Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες παίζουν με το σινεμά είδους, τα b-movies και την πολιτική σύγχυση της χώρας τους σε μια ταινία που δεν χωράει τελικά πουθενά. Κι αυτό δεν το λέμε για καλό. Βραβείο Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών του 2019.

Ένα (γαλατικό) χωριό στα βάθη της Βραζιλίας – που πιστεύει πριν από οτιδήποτε στη μητριαρχία – πέφτει θύμα των ορέξεων μιας ομάδας λευκών Αμερικάνων που το επισκέπτονται με σκοπό να σκοτώσουν τους κατοίκους του σε ένα ιδιόρρυθμο, να το πεις και χόμπι, ανθρωποκυνηγητό.

Αυτή είναι η κεντρική υπόθεση της νέας ταινίας του Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου που είχε κερδίσει τις εντυπώσεις με το εξαιρετικό ντεμπούτο του, «Neighbouring Sounds» το 2012 και βρέθηκε για πρώτη φορά στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών το 2016 με τη μόλις δεύτερη ταινία του, το «Αquarius», που είχε βρει και διανομή στην Ελλάδα.

Εδώ, στην τρίτη του ταινία συνεργάζεται στη σκηνοθεσία με τον Ζουλιάνο Ντορνέλες (υπεύθυνος για την καλλιτεχνική διεύθυνση των δύο προηγούμενων ταινιών του), καθώς η φιλοδοξία του υπερβαίνει την παραπάνω αυτοσχέδια σύνοψη και ανοίγει σε κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως τολμηρό, εξωφρενικό, αναρχικό – σε κάθε περίπτωση κάτι που αρνείται να υπακούσει σε συμβάσεις και προτιμά να κρύβει συνεχώς εκπλήξεις κάτω από την φαινομενικά γνώριμη επιφάνειά του.

Τοποθετημένο, όπως αναφέρει στην εναρκτήρια σκηνή του, «σε μερικά χρόνια από τώρα», το «Bacurau» ξεκινάει με διαθέσεις… Αποκάλυψης, Μια νεαρή γυναίκα, η Τερέζα επιστρέφει από την πόλη στο χωριό της για την κηδεία της γιαγιάς της. Στο δρόμο θα συναντήσει μια παρέλαση από ανοιχτά φέρετρα και κατακρεουργημένους νεκρούς, στο σπίτι όπου θρηνούν την ηγετική μορφή της γιαγιάς Καρμελίτα, η γιατρός του χωριού (την υποδύεται η Σόνια Μπράγκα, πρωταγωνίστρια στο «Aquarius») θα κάνει μια σκηνή βρίζοντας την χυδαία, ο διεφθαρμένος δήμαρχος κάνει τα πάντα για να μην φτάσει ποτέ εκεί πόσιμο νερό και ο δάσκαλος του χωριού ανακαλύπτει πως το χωριό τους έχει εξαφανιστεί από το Google maps.

Αυτά και άλλα πολλά παράξενα συμβαίνουν στο Μπακουράου, ένα μέρος που θυμίζει ένα άλλο Τουίν Πικς και που όλα τα απίθανα είναι πιθανά. Όταν λέμε όλα εννοούμε όλα, καθώς στον καταγάλανο βραζιλιάνικο ουρανό δεν θα αργήσει να εμφανιστεί και ένας ιπτάμενος δίσκος που μπορεί να είναι και drone (ή και το αντίθετο), οι τοπικοί γκάνγκστερ θα βγουν από τα λαγούμια τους και τη φαινομενική ησυχία του χωριού θα διακόψει ο ερχομός μιας ομάδας «κυνηγών» από την Αμερική που είναι αποφασισμένοι να φύγουν μόνο όταν θα έχει χυθεί αίμα – ανάμεσά τους και ο Ούντο Κίερ.

Αλλάζοντας συνεχώς διαθέσεις, το «Bacurau» είναι συνεχώς μετέωρο ανάμεσα στο παιχνίδι του με τα κινηματογραφικά είδη και την παραβολή που θέλει να ψελλίσει – κυρίως γιατί ποτέ δεν καταφέρνει να την κάνει να ακουστεί δυνατά. Λίγο σπαγγέτι γουέστερν, λίγο video game, μια μικρή (αναίτια) δόση από space σουρεαλισμό και μια ισχυρή από ψυχοτροπικές ουσίες, το φιλμ των Φίλιου και Ντορνέλες δεν είναι ούτε αρκετά εξωφρενικό για να παραδοθεί με ζητωκραυγές (των θεατών) στην b-movie φιλοδοξία του, ούτε αρκετά πολιτικά στέρεο για μπορέσει να σε οδηγήσει με ασφάλεια στη σύγχυση μιας χώρας που βιώνει ανυπέρβλητες κοινωνικές ανισότητες, ακροδεξιά κυβερνητική πολιτική (υπάρχει μια ομολογουμένως αστεία σκηνή – αναφορά στα ναζιστικά φίλια αισθήματα του Ζαΐρ Μπολσονάρου) και την παρεμβατική «εισβολή» της Αμερικής στην ψευδή τουριστική ευημερία της.

Όσο λειτουργικός κι αν είναι ο Ούντο Κίερ σε μια queer αναγωγή του όλου εγχειρήματος, τόσο σχηματικοί είναι οι Αμερικάνοι που ο Φίλιου θα ήθελε να είναι τα ανδρείκελα ενός προσομοιωμένου video game και όσο κι αν οι γυναίκες (από την πλευρά των Βραζιλιάνων) προσδίδουν δύναμη ως μπροστάρισσες μιας μάχης σώμα με σώμα, τόσο μένουν ανεκμετάλλευτες στις σκηνές προς το φινάλε. Εκεί όπου απλά επιβεβαιώνεις (για ακόμη μια φορά) πως μια τολμηρή ιδέα, μια εκπληκτική (συνθετική, 70s και «πειραγμένη») διεύθυνση φωτογραφίας από τον Πέντρο Σοτέρο και λίγο gore – ειδικά αν δεν είσαι ο Κουέντιν Ταραντίνο, για παράδειγμα – δεν αρκούν για να κάνουν μια ταινία πραγματικά αξιοσημείωτη. Πόσο μάλλον αυτό να είναι και ένα κάλεσμα για επείγουσα επανάσταση.

Προβολή της ταινίας ”QUO VADIS, AIDA?”, Τρίτη 16/11/2021, στις 21:00, στο αυτόνομο στέκι Καβάλας

Κβο Βάντις, Αϊντα;

Quo Vadis, Aida?

Τζασμίλα Ζμπάνιτς

H πολυβραβευμένη πολιτική ταινία της Τζασμίλα Ζμπάνιτς, μετά το «Σαράγεβο Σ’ Αγαπώ», μια καθηλωτική αποτύπωση της γενοκτονίας στη Σρεμπρένιτσα με σημαία μια εκπληκτική γυναικεία ερμηνεία.

Μια καθηλωτική ερμηνεία και μια δυνατή πολιτική ταινία φέρνει στο προσκήνιο η Τζασμίλα Ζμπάνιτς του «Σαράγεβο σ’ Αγαπώ» και συγκεντρώνει πλήθος βραβείων: υποψήφια για Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας, για BAFTA Σκηνοθεσίας και Ξενόγλωσσης Ταινίας, Βραβείο Κοινού και Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Les Arcs, Βραβείο Κοινού στο Ρότερνταμ, Βραβείο Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας στα Independent Spirit Awards, μεταξύ άλλων.

Στην καρδιά του πολέμου Σερβίας – Βοσνίας, το 1995, στη μικρή πόλη της Σρεμπρένιτσα έχουν συγκεντρωθεί, υπό διωγμό, χιλιάδες Βόσνιων Μουσουλμάνων. Το στρατόπεδο του ΟΗΕ είναι το μόνο σημείο που θεωρείται ασφαλές, ενώ ο χριστιανικός σερβικός στρατός του Μλάντιτς, ώρα με την ώρα, σφίγγει τον κλοιό της πολιορκίας. Μέσα στο στρατόπεδο, η Άιντα, πρώην δασκάλα αγγλικών, δουλεύει ως διερμηνέας για τους κυανόκρανους. Με το χρόνο να μετρά αντίστροφα προς την καταστροφή, το μέγεθος της οποίας κανείς δεν γνωρίζει ακόμα, η Άιντα αγωνίζεται να βάλει μέσα στο στρατόπεδο τον άντρα και τους δυο γιους της, για να εξασφαλίσει, πιστεύει, τη ζωή τους.

Βασισμένη στη μαρτυρία (και το βιβλίο Under the UN Flag) του δημοσιογράφου και διερμηνέα Χασάν Νουχάνοβιτς, η Ζμπάνιτς διανύει μια πορεία φρίκης, χτίζοντας, λεπτό με το λεπτό, την αγωνία, σ’ ένα φιλμ του οποίου η κατάληξη είναι ήδη καταχωρημένη στην Ιστορία ως ένα από τα μεγάλα εγκλήματα της ανθρωπότητας (φυσικά η σκηνοθέτης κι η ταινία τάσσεται απόλυτα υπέρ των Βοσνίων κι εναντίον Σέρβων αλλά και Ολλανδών στο φιλμ, αλλά κανείς δεν μπορεί να τη θεωρήσει μονόπλευρη, όταν έχει, πια, επιβεβαιωθεί από την ίδια την πραγματικότητα). Σκηνοθετημένη σαν θρίλερ, με την κάμερα στο χέρι ν’ ακολουθεί την ηρωίδα της στις απέλπιδες προσπάθειές της, θυμίζοντας, με λιγότερο εστέτ τρόπο, έναν «Γιο του Σαούλ», η Ζμπάνιτς χειρίζεται δυναμικά και, ταυτόχρονα, σπαρακτικά το χρόνο, τη λαοθάλασσα μέσα κι έξω από το στρατόπεδο, την ιλιγγιώδη διαδρομή της Αϊντα, αλλά και την αίσθηση της τραγικής ειρωνίας, παρεμβάλλοντας στη δράση μικρές σκηνές της προπολεμικής καθημερινότητας που παίρνουν, στο παρόν της ταινίας, διάσταση γκροτέσκ.

Η αίσθηση ασφυξίας εντείνεται από την εκπληκτική σωματική ερμηνεία και το βλέμμα της Γιάσνα Τζούρισιτς , της Σέρβας ηθοποιού που συμπυκνώνει, λες, σε 100 λεπτά το απόσταγμα της φρίκης του τόσο πρόσφατου και τόσο άγριου βαλκανικού πολέμου. Γιατί, ξεκάθαρα, αυτή είναι μια ανθρωποκεντρική μεν, αλλά απόλυτα πολιτική ταινία, που εκθέτει και καταδικάζει την παροιμιώδη, πια, βία της γενοκτονίας στη Σρεμπρένιτσα. Αν, μόνο, η Ζμπάνιτς εμπιστευόταν περισσότερο το κοινό της και τελείωνε την ταινία της εκεί όπου τελειώνει κι η ιστορία της. Αντίθετα, τοποθετώντας μια τελική σεκάνς «επιστροφής» στον τόπο του εγκλήματος, ολοκληρώνει με τρόπο κλισέ, μελοδραματικά χειριστικό, μια ταινία της οποίας η δύναμη κι ο ρεαλισμός δεν έχει καμία ανάγκη υπογράμμισης.

 

 

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ”JUDAS AND THE BLACK MESSIAH”, ΤΡΙΤΗ 09/11/2021, ΣΤΙΣ 21:00, ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

Judas and the Black Messiah Review – Ένα χρονικό επανάστασης με τους Daniel Kaluuya και Lakeith Stanfield

Μία από τις φετινές συμμετοχές που θα διεκδικήσουν το Χρυσό Αγαλματίδιο στην 93η Απονομή των Όσκαρ είναι και το κοινωνικοπολιτικό-βιογραφικό δράμα Judas and the Black Messiah το οποίο σκηνοθετεί ο Shaka King υπογράφοντας και τους διαλόγους με τον Will Berson, με τους Daniel Kaluuya και Lakeith Stanfield να συναντιούνται πια σε μία ακόμη κινηματογραφική δουλειά έπειτα και από την πρώτη συνεργασία τους στο Get Out (2017) του Jordan Peele. Το cast συγκροτούν επίσης οι: Jesse Plemons, Dominique Fishback, Ashton Sanders, Algee Smith, Darrell Britt-Gibson, Lil Rel Howery, Dominique Thorne, Martin Sheen, Amari Cheatom, Khris Davis και ο Ian Duff.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Σικάγο, τέλη της δεκαετίας του 1960, με επίκεντρο τον Fred Hampton (Kaluuya), επικεφαλής του κινήματος των Μαύρων Πανθήρων στην Πολιτεία του Illinois, και συγκεκριμένα έχει ως σημείο αναφοράς της την προδοσία της εν λόγω ιστορικής φυσιογνωμίας από τον William O’Neal (Stanfield), έναν έγχρωμο πληροφοριοδότη του FBI.

 

O O’Neal κατορθώνει να παρεισφρήσει στους κόλπους της οργάνωσης ενώ διατηρεί κρυφά στενή επικοινωνία με τον ‘Mitchell’ (Plemons), έναν πράκτορα του J. Edgar Hoover. Καθώς λοιπόν, ανεβαίνει η δημοτικότητα του αρχηγού των Μαύρων Πανθήρων, ο William δρα υπογείως κατ’ εντολή των ομοσπονδιακών αρχών αλλά ταυτόχρονα θα υπάρξουν τεκταινόμενα που θα τον διχάσουν, πυροδοτώντας μέσα του μία εξίσου σκληρή πάλη που θα ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο την επιταγή να διαλέξει επιτέλους πλευρά.

Πρόκειται για ένα βραδυφλεγές σε ένταση φιλμ, με βαριά, ατμοσφαιρική αύρα διάχυτη από την αρχή μέχρι το τέλος. Κάνει μια βουτιά στην νεότερη αμερικανική ιστορία, συνδυάζοντας κατάλληλα και το δημιουργικό στοιχείο αλλά και γνήσια ντοκουμέντα, την αγωνία και την δράση, διατηρώντας αξιοσημείωτη πιστότητα ως προς την απόδοση αληθινών συμβάντων μίας πολύ ασταθούς περιόδου για τις Η.Π.Α. με έντονους κοινωνικοπολιτικούς τριγμούς και την υπέρμετρη βαναυσότητα της αστυνομίας να εκδηλώνεται με απερίγραπτη δριμύτητα απέναντι στους Αφροαμερικανούς.

 

Ο Shaka King μας παραδίδει μέσα από την κοφτερή του ματιά μία αφήγηση με παλμό που καυτηριάζει εύστοχα, και παράλληλα μένει μακριά από εύπεπτες, λαϊκίστικές τοποθετήσεις και πομπώδεις λόγους με ηθικολογικό υπόστρωμα.

Το έργο αυτό προσλαμβάνει επίκαιρο χαρακτήρα βρίσκοντας αναφερόμενα και στην σημερινή  εποχή, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τα επεισόδια αστυνομικής βίας στην σύγχρονη Αμερική αλλά και τις εν γένει περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας από εκπροσώπους του Νόμου σε διεθνές επίπεδο.

 

Δεν είναι δύσκολο να ανατρέξει κανείς στο 2017 σε μία σειρά από φονικές ενέργειες εναντίον Αφροαμερικανών από ένοπλους αστυνομικούς, αλλά και στην πιο πρόσφατη δολοφονία του George Floyd, γεγονότα που προκάλεσαν σοκ και φρίκη σε όλη την υφήλιο.

Το project αυτό καταπιάνεται με ακανθώδη ζητήματα, όπως το χάσμα των ανισοτήτων που βαθαίνει συνεχώς λόγω του καπιταλισμού, το θέμα των διακρίσεων, των στερεοτύπων, του ρατσισμού, των προκαταλήψεων,  και με το αποτέλεσμα αυτών, την ριζοσπαστικοποίηση, την επιστράτευση ένοπλων μέσων από όσους υφίστανται επί χρόνια την αυθαιρεσία των οργάνων της τάξης που πολλές φορές εξαπολύουν άγριες επιθέσεις που έχουν ακόμη και την μοιραία, θλιβερή έκβαση εγκλημάτων μίσους.  Η προσοχή του θεατή διατηρείται απερίσπαστη μέχρι τον επίλογο που συνοδεύεται από πλάνα αρχείου με τον πραγματικό William O’Neal.

 

Βεβαίως, εδώ αξίζουν συγχαρητηρίων οι δύο παλιοί γνώριμοι συνάδελφοι, Daniel Kaluuya και Lakeith Stanfield, καθένας από τους οποίους καταφέρνει να αγκαλιάσει με εξαιρετική φυσικότητα τον ρόλο του, ώστε δικαίως το κοινό να αισθάνεται συνεπαρμένο με την υποκριτική τους δεινότητα. Από τη μία πρωτοστατεί ένας επί γης σωτήρας και αγωνιστής για τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, και από την άλλη ένας καταδότης και αριβιστής.

Ο μίτος του Judas and the Black Messiah ξετυλίγεται αριστοτεχνικά μέσα από ένα καλογραμμένο σενάριο και εντυπωσιακές ερμηνείες, υπό τους υποβλητικούς τζαζ ήχους των Mark Isham και Graig Harris, παραδίδοντας μας μία ιστορία εξέγερσης ενάντια στην αδικία, με μία υπενθύμιση όμως ότι συχνά «τα κάστρα πέφτουν από μέσα».

Προβολή της ταινίας ”MANIFESTO”, Τρίτη 07/09/2021, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Μανιφέστο

Γιούλιαν Ρόζεφελντ

Η Κέιτ Μπλάνσετ ερμηνεύει με βιρτουοζιτέ 13 διαφορετικούς χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν διάσημα καλλιτεχνικά μανιφέστα του 20ού αιώνα, σε μία ευφυή ιδέα που όμως λειτουργεί περισσότερο ως installation κι όχι με κινηματογραφική φόρμα.

Eνας άστεγος, μία βιομηχανική εργάτρια, μία Ρωσίδα δασκάλα χορού, μία μοιρολογίστρα του μεσοπολέμου, ένα goth punk junkie, μία αστή curator έργων τέχνης, μία θρησκευόμενη μητέρα, μία δασκάλα δημοτικού σχολείου, μία τηλεοπτική παρουσιάστρια ειδήσεων (και η εξωτερική ρεπόρτερ της), μία μαριονετίστα (και η κούκλα της)… 13 συνολικά, πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες ερμηνεύουν κομμάτια από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά μανιφέστα του 20ου αιώνα: από τον εσκεμμένο παραλογισμό του Ντανταϊσμού, μέχρι τον -πολέμιο του ρομαντισμού- Φουτουρισμό, κι από τον κυνικό πραγματισμό του Κονστρουκτιβισμού, μέχρι την προσπάθεια για κινηματογραφικό νατουραλισμό των Δανών σκηνοθετών με το Δόγμα 95.

Πριν από δύο χρόνια, ο Γερμανός concept artist και κινηματογραφιστής Γιούλιαν Ρόζενφελντ είχε μία πρωτότυπη και ευφυή ιδέα: η οσκαρική Κέιτ Μπλάνσετ να ερμηνεύεσει όλους τους ρόλους σ’ ένα installation project: 13 οθόνες που παίζουν ταυτόχρονα, με το θεατή να προσπαθεί να αποσαφηνίσει, καλλιτεχνικά και πολιτικά, «τι είναι τέχνη» μέσα από στο χάος. Η σύνθεση (τόσο της εικόνας, όσο και των ιδεολογιών) ερχόταν έτσι σε μία καθαρή αντίστιξη με τη πολυφωνία (τόσο της εικόνας, όσο και των ιδεολογιών) κι ο κάθε θεατής αποχωρώντας ανασυγκροτούσε (ή όχι) τη δική του σκέψη μέσα από τη δύναμη της αντίθεσης. Η φύση του installation (ο θεατής μπαίνει και βγαίνει στο χώρο, τοποθετείται απέναντι στις οθόνες, στέκεται, περπατά) βοηθούσε την ιδέα να παραμένει φρέσκια, γοητευτική, εντυπωσιακή και, κυρίως, διανοητικά και φιλοσοφικά διεγερτική.

Η κινηματογραφική φόρμα όμως έχει άλλους κανόνες. Η επί 94 λεπτά γραμμική παρουσίαση (παρόλο το μοντάζ και την εξαιρετική δουλειά στον ήχο) των χαρακτήρων, των ιστοριών, των φιλοσοφιών στη μεγάλη οθόνη προδίδει την «κατασκευή» του concept. Οι μικρού μήκους ιστορίες αποκαλύπτονται ξαφνικά ως εμφατικές, πομπώδεις, υπογραμμισμένα διδακτικές. Η επιλογή των κόντρα-χαρακτήρων φαντάζει ως εξυπνακίστικο εύρημα. Κυρίως: το ίδιο το φιλοσοφικό κείμενο, απομονωμένο από την πηγή του κι ερμηνευμένο σε ένα ξένο περιβάλλον, δε λειτουργεί. Η επαναστατικότητά του δεν επικοινωνείται με τη δύναμη που της αρμόζει – ο καλλιτεχνικός παραλογισμός μοιάζει φορσέ, κουράζει, φλατάρει.

Σε αυτό πέφτει θύμα και η ίδια η Μπλάνσετ. Η αναμφισβήτητα καλύτερη ηθοποιός της γενιάς μας, δε θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερα ή πιο αριστοτεχνικά από αυτό που παραδίδει: με χαμελαιοντική ικανότητα μπαίνει στους ρόλους της, αναμετριέται με την διαφορετικότητα κειμένου και χαρακτήρα, ρισκάρει, τσακαλώνεται, μεταμορφώνεται.

Παρόλη όμως τη tour-de-force βιρτουοζιτέ της, το αποτέλεσμα μοιάζει απαγγελτικό, εγκεφαλικό, θεατρικό – όχι πάντως κινηματογραφικό. Ακόμα και η Μπλάνσετ «ερμηνεύει», δεν εξαφανίζεται, δε χάνεται, δεν μας παρασύρει σε μια εμπειρία που έχει θέση σε μία κινηματογραφική αίθουσα.

Προβολή της ταινίας ΄΄THE LAUNDROMAT΄΄, Τρίτη 10/08/2021, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

To Ξέπλυμα

The Laundromat

Στίβεν Σόντερμπεργκ

Μια ταινία «βασισμένη σε αληθινά μυστικά» για τα Panama Papers ως μαύρη κωμωδία; Κι όμως λειτουργεί. Το φιλμ του Στίβεν Σόντερμπεργκ είναι απολαυστικό, αποκαλυπτικό και βαθιά πολιτικό.

Εχοντας ως βάση ένα ξεκάθαρα δημοσιογραφικό βιβλίο βασισμένο σε μια ενδελεχή έρευνα για τα Panama Papers, την διαρροή μιας σειράς εγγράφων το 2016 που αποκάλυπταν περισσότερες από διακόσιες χιλιάδες offshore εταιρείες και τους ιδιοκτήτες τους, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ κι ο σταθερός πλέον συνεργάτης του στο σενάριο Σκοτ Ζ. Μπερνς θέλησαν να δοκιμάσουν έναν διαφορετικό τρόπο να πουν την ιστορία.

Το φιλμ ξεκινά με μια απολαυστική εισαγωγή στην οποία ο Γκάρι Όλντμαν κι ο Αντόνιο Μπαντέρας ως Γιούργκεν Μόσακ και Ραμόν Φονσέκα ιδρυτές της εταιρείας Mossack-Fonseca των οποίων το πελατολόγιο αποκάλυπταν τα Panama Papers, μας εξηγούν πως ακριβώς λειτουργεί το χρήμα από την εποχή του αντιπραγματισμού («αν είχες μπανάνες και κάποιος άλλος είχε μια αγελάδα»), μέχρι τις μέρες της πίστωσης, των τραπεζών, των μετοχών, των trust fund κι όλων εκείνων των τραπεζικών προϊόντων που δεν ξέρεις το όνομά τους αν δεν έχεις τα χρήματα να τα αποκτήσεις.

Κι από εκεί μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στην Λίμνη Τζορτζ της πολιτείας της Νέας Υόρκης όπου η Ελεν Μάρτιν της Μέριλ Στριπ ετοιμάζονται να γιορτάσουν την τεσσαρακοστή επέτειο του γάμου τους με μια βόλτα στη λίμνη. Οταν όμως ένα ατύχημα μετατρέψει την βαρκάδα σε τραγωδία πνίγοντας 21 συνολικά ανθρώπους μεταξύ των οποίων και τον σύζυγο της Ελεν εκείνη κι οι ιδιοκτήτες του πλοιαρίου θα ανακαλύψουν ότι η ασφαλιστική που θα τους κάλυπτε δεν ήταν παρά μια εταιρία βιτρίνα. Αποφασισμένη να μην αφήσει τα πράγματα ήσυχα όπως την συμβουλεύει ο δικηγόρος της και τσαντισμένη όταν το διαμέρισμα στο Λας Βέγκας που θέλει να αγοράσει με τα χρήματα της ασφάλειας θα αγοραστεί από μια ακόμη τέτοια εταιρεία θα δοκιμάσει να βρει ποιος και τι κρύβεται πίσω από μια προφανώς σκοτεινή οικονομική πραγματικότητα.

Το «The Laundromat» όμως δεν ακολουθεί με γραμμικό τρόπο την πορεία της Ελεν προς την αποκάλυψη μιας αλήθειας, αλλά, διασχίζει τον πλανήτη από την Καραϊβική έως την Κίνα, το Μεξικό και το Λος Αντζελες, αφηγούμενο ιστορίες που δεν συνδέονται απαραίτητα η μία με την άλλη με κανέναν άλλο τρόπο πέρα από την φοροδιαφυγή, την δημιουργική λογιστική και την Mossack-Fonseca. Κι από τους Γιούργκεν και Ραμόν, που παρεμβαίνουν κάθε τόσο, σχολιάζοντας την δράση, προσφέροντας μυστικά για τον τρόπο που το σύστημα λειτουργεί ακόμη και σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο κάνοντας σαφές ότι αυτό που βλέπεις είναι μια ταινία αλλά όχι μια συνηθισμένη ταινία.

Αλλες από αυτές τις ιστορίες είναι περισσότερο κι άλλες λιγότερο πετυχημένες όλες όμως παρακολουθούνται με ενδιαφέρον και μια ιδέα ανατριχίλας στον τρόπο που καταγράφουν μια συστηματική διαφθορά κι ένα συστημα φτιαγμένο για να προστατεύει τους έχοντες και να θωρακίζει τα χρήματα ανθρώπων που έχουν πολλά περισσότερα απ΄όσα μπορούσαν ποτέ να χάσουν.

Το φιλμ κορυφώνεται με την αποκάλυψη των Panama Papers και τον αντίκτυπο που αυτά είχαν στο παγκόσμιο σκηνικό, αλλά δεν τελειώνει εκεί. Αντίθετα, με μια ιδιοφυή, απολαυστική κι άκρως επιτυχημένη ανατροπή, φέρνει τα ερωτήματα που γέννησε εκείνη η αποκάλυψη στην ίδια την Αμερική και στον τρόπο που κι αυτή λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο προς το συμφέρον μόνο των ισχυρών κάνοντας ένα βαθιά καίριο και απόλυτα πολιτικό σχόλιο για την κατάσταση μιας ολόκληρης χώρας και την βαθιά αδικία που την χαρακτηρίζει.

 

 

Προβολή της ταινίας : Σταυροί στο Μέτωπο PATHS OF GLORY (από το βιβλίο του Humphrey Cobb ), στο πάρκο της κατάληψης Βύρωνος 3, στις 03/08/2021 στις 21:30

Οι «Σταυροί στο Μέτωπο», κατατάσσονται δικαίως ανάμεσα στις σημαντικότερες αντιπολεμικές ταινίες όλων τω εποχών. Πρόκειται τυπικά για την τέταρτη μεγάλου μήκους δημιουργία του ιδιοφυούς, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, με πρωταγωνιστή τον εξαιρετικό Κερκ Ντάγκλας.

Το 1957 αποτελεί μία χρονιά ορόσημο στην φιλμογραφία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Έχουν ήδη προηγηθεί τα πιο πειραματικά έργα του, το «Fear and Desire» του 1953 και το «Killer’s Kiss» του 1955, καθώς και η πρώτη ουσιαστικά μεγάλου μήκους ταινία του, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο τον δημιουργό, το «The Killing» του 1956. Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, η μικρή εταιρεία παραγωγής του Αμερικανού σκηνοθέτη, αγοράζει τα δικαιώματα του βιβλίου «Σταυροί στο Μέτωπο» (Paths of Glory) του Humphrey Cobb, το οποίο όπως και στο «The Killing», διασκευάζει ξανά ο Κιούμπρικ μαζί με τον συνεργάτη του, Jim Thompson και τον Calder Willingham.

Έχει όμως πλέον αντιληφθεί ο δημιουργός, πως για να τον προσέξει περισσότερο το κοινό και οι κριτικοί, θα πρέπει δυστυχώς να παίξει κατά κάποιον τρόπο, το παιχνίδι του Χόλιγουντ. Ευτυχώς καταφέρνει να το κάνει με τους δικούς τους όρους και με μία έξυπνη κίνηση, κλείνει για πρωταγωνιστή του, τον δημοφιλή Κερκ Ντάγκλας. Ο εμβληματικός ηθοποιός, θα προσθέσει την αίγλη που έλειπε μέχρι τώρα στις ταινίες του Κιούμπρικ. Οι «Σταυροί στο Μέτωπο» δικαίως αποτελούν το πρώτο πραγματικά σπουδαίο φιλμ του Αμερικανού σκηνοθέτη. Ένα αντιπολεμικό αριστούργημα, που δεν μοιάζει με οτιδήποτε είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε στην μεγάλη οθόνη.

Ο Κιούμπρικ ρίσκαρε και δικαιώθηκε. Αποφασισμένος να μην εγκλωβιστεί στους περιορισμούς των μεγάλων στούντιο, φεύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πηγαίνει στη Γερμανία, όπου και γυρίζει την ταινία του στο παγωμένο Μόναχο. Μία τολμηρή απόφαση, που όμως τον δικαίωσε, κρατώντας παράλληλα τον απόλυτο οικονομικό και καλλιτεχνικό έλεγχο, της πρώτης σημαντικής ταινίας του.

Η πλοκή διαδραματίζεται στο Γαλλο-Γερμανικό μέτωπο του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν μία ομάδα Γάλλων στρατιωτών αρνείται να φέρουν εις πέρας μία παράλογη επίθεση αυτοκτονίας, οι ανώτεροί τους αποφασίζουν να τιμωρήσουν κάποιους από αυτούς, για τον παραδειγματισμό του υπόλοιπου στρατεύματος. Σκηνή ανθολογίας και άξια αναφοράς, εκείνη όπου η Γερμανίδα ηθοποιός Christiane Susanne Harlan (μετέπειτα σύζυγος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ), υποδυόμενη μία Γερμανίδα τραγουδίστρια, εξαναγκάζεται να τραγουδήσει μπροστά στους νικητές Γάλλους στρατιώτες. Υπέροχος και ο Timothy Carey στον ρόλο του στρατιώτη Maurice Ferol, που χρησιμοποιείται μέσα στην τρέλα του πολέμου ως το εξιλαστήριο θύμα.

«Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των καθαρμάτων» – Αυτή η φράση που ακούγεται στην ταινία από τα χείλη του Κερκ Ντάγκλας (και αποδίδεται στον Samuel Johnson), είναι ένας μόνο από τους λόγους που το σπουδαίο αυτό φιλμ, απαγορεύτηκε αρχικά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στις δύο εμπλεκόμενες δυνάμεις του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, Γαλλία και Γερμανία, χωρίς ευτυχώς να εμποδίσει την εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία του έργου.

Ο Κερκ Ντάγκλας, υποδύεται με πειστικότητα τον συνταγματάρχη Dax, σ’ έναν από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους της σπουδαίας καριέρας του. Με την εμπειρία του, ο βετεράνος ηθοποιός αντιλαμβάνεται πως έχει μπροστά του έναν ανερχόμενο και ταλαντούχο σκηνοθέτη και τρία χρόνια μετά, όταν ο Anthony Mann θα αποχωρήσει μην αντέχοντας πλέον τις ιδιοτροπίες των σταρ – πρωταγωνιστών του, οι Κιούμπρικ και Ντάγκλας, θα συνεργαστούν και πάλι (παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του σκηνοθέτη) στην επική ταινία εποχής «Σπάρτακος» (Spartacus) του 1960. Έτσι ο Ντάγκλας, θα μπει στην μικρή εκείνη λίστα των ηθοποιών (μαζί με τους Frank Silvera, Timothy Carey, Sterling Hayden και Peter Sellers) οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να συνεργαστούν δύο φορές με τον κορυφαίο αλλά και “δύσκολο” δημιουργό, Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

Ένα εξαίρετο δείγμα γραφής για το τι επρόκειτο να προσφέρει ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης, στην εξέλιξη και στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης.

ΑΥΤΟΜΟΡΦΩΣΗ – ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ”PEOPLE WITHOUT FACES”, ΤΡΙΤΗ 27/07/2021, ΣΤΙΣ 21:30, ΣΤΟ ΠΑΡΚΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΒΥΡΩΝΟΣ 3

 

Synopsis

In 1994, a group of armed insurgents emerged from Mexican Lacandon junggle. They claimed their revolt was a move of desperation, an attempt to reveal the miserable living conditions of local indigenous population. Armed conflict lasted just several days, but the fight is still going on.

Twenty years after the insurgency thousands of indigenous people participate in civil Zapatista movement, which opposes all existing governments. In the most remote part of Mexico they are building “another world” – self-sufficient alternative society, autonomous and independent from traditional institutions.

At the same time Zapatistas create vast solidarity networks, that include sympathizers among local population as well as volunteers of non-governmental organizations from all over the globe.

https://zapatista.ru/en/

Προβολή της ταινίας ”13 TZAMETI”, Τρίτη 20/07/2021, στις 21:30, στο παρκάκι της κατάληψης Βύρωνος 3

Παραγωγή: Γαλλία-Γεωργία (Palm Pictures)
 
Σκηνοθεσία: Γκέλα Μπαμπλουανί
 
Πρωταγωνιστούν: Ζορζ Μπαμπλουανί, Aurélien Recoing, Pascal Bongard, Fred Ulysse, Nicolas Pignon, Vania Vilers, Philippe Passon, Jean François Godon
 
Πόσο αξίζει άραγε η ανθρώπινη ζωή; Και πόσος σαδιστικός, σχεδόν ηδονοβλεπτικός, μπορεί να γίνει ο θάνατος;
 
Σε αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα αποπειράται να απαντήσει το «13 Τζαμέτι» (2005), μια ταινία-έκπληξη που ξεκινά σαν κλασικό φιλμ νουάρ, έχοντας όλα τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού δράματος, σύντομα όμως εξελίσσεται σε ένα χιτσκοκικό παιχνίδι σασπένς, πριν κλιμακωθεί σε μια δράση καταιγιστική που δεν σε αφήνει να σκεφτείς. Γιατί, ακριβώς, δεν θέλει να σκεφτείς.
 
Η ταινία ακολουθεί την περιπέτεια ενός εικοσάχρονου γεωργιανού μετανάστη στη Γαλλία, ενός φτωχοδιάβολου που κλέβει την ταυτότητα ενός νεκρού ναρκομανούς για να αναλάβει μια μυστηριώδη δουλειά με εύκολο παραδάκι. Μόνο που θα βρεθεί εν αγνοία του σε ένα μεγαλοαστικό παιχνίδι θανάτου, μια ομαδική ρώσικη ρουλέτα των απελπισμένων για την τέρψη και τον τζόγο των ισχυρών μαφιόζων του υποκόσμου.

Κι αν η γλώσσα και το περιβάλλον της ταινίας είναι γαλλικά, όλα τα άλλα είναι εξόχως ανατολικοευρωπαϊκά. Το «13» δεν είναι παρά μια ηλεκτρισμένη παραβολή πάνω στα περίεργα παιχνίδια που παίζει η τύχη, μόνο που ο Γκέλα Μπαμπλουανί επιχειρεί να μας μιλήσει και για κάτι άλλο: την ασημαντότητα της ανθρώπινης ζωής.

Και το κάνει με μια απίστευτης έντασης αγωνία, αλλά και με την παγερή ψυχραιμία του πραγματικού εφιάλτη. Νευρώδης αφήγηση, σκοτάδια -τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και φωτογραφίας-, κλειστοφοβική αίσθηση και μια συνεχώς κλιμακούμενη ιστορία σε οδηγούν σε μέρη που, όπως ομολογείς, δεν ήθελες ποτέ να πας.

Ένας εργατάκος μετανάστης μπλέκεται σε μια κατάσταση που προφανώς τον ξεπερνά, με αινιγματικούς φακέλους, αλλεπάλληλα ανώνυμα τηλεφωνήματα και οδηγίες αφημένες σε σιδηροδρομικούς σταθμούς που θυμίζουν το χιτσκοκικό «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» (1959), μη γελιέστε όμως, ποτέ του δεν αντιμετώπισε κάτι αντίστοιχο ο Κάρι Γκραντ. Είναι σαν να κλείνει πίσω σου μια πόρτα και να σε αιχμαλωτίζει, τόσο τον πρωταγωνιστή όσο και σένα, τον θεατή, σε ένα σύμπαν απ’ όπου διέξοδος δεν υπάρχει, χάσεις κερδίσεις. Ακόμα και η γλώσσα περιττεύει, γι’ αυτό και σπανίως επιστρατεύονται οι λέξεις να μεταφέρουν οποιοδήποτε νόημα
https://youtu.be/D4Kdbx3q_Rs